3 Μαΐου
† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Τιμοθέου καί Μαύρας.
῾Ο ῞Αγιος Τιμόθεος καί σύζυγός του ῾Αγία Μαύρα ἦταν μιά ἁγιασμένη οἰκογένεια, πού ἐζοῦσε σέ κάποιο μικρό χωριό τῆς Θηβαΐδος, στήν Αἴγυπτο, κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ.
῾Ο ῞Αγιος Τιμόθεος ξεχώριζε ἀπό τούς ἄλλους συμπολίτες του γιά τή μεγάλη εὐσέβειά του καί τήν ἐπίδοση πού εἶχε στά ἱε-
ρά γράμματα. Τούς τά ἐδιάβαζε στό σπίτι του ἤ στήν ἐκκλησία καί ξεδιψοῦσε τίς ψυχές τους μέ τό ἀθάνατο νερό τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
᾿Επιβραβεύοντας αὐτό τό ζῆλο του, ὁ ᾿Επίσκοπος τῆς Θηβαΐδος τόν ἐχειροθέτησε ἀναγνώστη, τοποθετώντας τον ἔτσι στό προστάδιο τῶν κληρικῶν. ῞Ομως, ἀντί ἐκείνου τοῦ σταδίου, Θεία Πρόνοια τόν εἰσήγαγε σ᾿ ἕνα ἄλλο. Στό ὑψηλότερο ἀπ᾿ ὅλα, δηλαδή στήν κορυφή τοῦ Γολγοθᾶ, πού εἶναι στολισμένη ἀπό τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.
᾿Εκεῖνον ἀκριβῶς τόν καιρό, δέν εἶχαν περάσει οὔτε εἴκοσι μέρες πού ὁ Τιμόθεος εἶχε νυμφευθεῖ τή Μαύρα, ἐνῶ ὅλοι ἐχαίρονταν γιά τόν ἁρμονικό αὐτόν γάμο, κάποιοι φθονεροί χωρικοί τούς διέβαλαν στόν εἰδωλολάτρη γεμόνα τῆς Θηβαΐδος ᾿Αρριανό. ῾Ο ᾿Αρριανός διέταξε τόν ῞Αγιο Τιμόθεο νά παρουσιασθεῖ ἐνώπιόν του. Τόν ἀνέκρινε. Καί βλέποντας τήν ἀκλόνητη πίστη του, ἐπρόσταξε νά τόν φυλακίσουν καί νά τόν βασανίσουν, μέ τήν ἐλπίδα πώς θά τοῦ συνέτριβε τό φρόνημα. Μάταιος κόπος.
Σάν εἶδε πώς δέν μποροῦσε μέ τίποτα πιά ν᾿ ἀλλάξει τήν πίστη τοῦ Μάρτυρος, ὁ τύραννος ἐσκέφθηκε νά φέρουν τή γυναίκα του Μαύρα, περιμένοντας πώς ἐκείνη, μέ τά καλοπιάσματά της, θά τόν λυγίσει. ῞Οταν ῾Αγία Μαύρα ἐπαρουσιάσθηκε μπροστά στόν γεμόνα, ἐκεῖνος τῆς εἶπε· «῎Ακουσα, Μαύρα, πώς δέν πέρασαν οὔτε εἴκοσι μέρες πού στεφανώθηκες τόν ἄνδρα σου. Τά λεμονάνθια εἶναι ἀκόμη δροσερά στά νέα καί ὄμορφα κεφάλια σας καί εἶναι κρίμα νά σταθεῖ πίστη του ἐμπόδιο στό νά χαρεῖτε τή ζωή μαζί. Πήγαινε λοιπόν, ὅπως εἶσαι στολισμένη, νά τόν πείσεις νά ἔλθει στά λόγια μου και νά θυσιάσει στά εἴδωλα».
῾Η ῾Αγία Μαύρα ὑποσχέθηκε νά ἐπισκεφθεῖ στή φυλακή τό σύζυγό της καί νά τοῦ μιλήσει. Πῆγε ὅμως ὄχι νά τόν βγάλει ἀπό τήν πίστη, ἀλλά νά τόν στηρίξει σ᾿ αὐτή καί νά στηριχθεῖ καί ἴδια ἀπό τά λόγια του, γιά ὅσα ἔμελλε καί ἐκείνη, ὕστερα ἀπό λίγο, νά ὑποφέρει γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ. Γυρίζει λοιπόν στόν γεμόνα καί ὁμολογεῖ πώς καί αὐτή εἶναι Χριστιανή, ἕτοιμη νά μαρτυρήσει. ῾Ο ᾿Αρριανός ἔγινε ἔξαλλος. Δίνει ἐντολή νά βασανίσουν τήν ῾Αγία μέ φρικώδη βασανιστήρια. ᾿Αλλά Μάρτυρας ἐπέρασε ὅλες τίς φρικτές δοκιμασίες μέ ἀπτόητο θάρρος.
Στό τέλος, ὁ μιαρός ᾿Αρριανός προστάζει νά καρφώσουν σέ σταυρούς τόν Τιμόθεο καί τήν Μαύρα. Τούς ἐσταύρωσαν τόν ἕνα δίπλα στόν ἄλλο, γιά νά εἶναι ὁ πόνος τους πιό μεγάλος. ᾿Αλλά καί ἐσταυρωμένοι οἱ δύο νεαροί σύζυγοι, οἱ ῞Αγιοι Τιμόθεος καί Μαύρα, ἀντικριστά ἐπάνω στά ξύλα, εὐχαριστοῦσαν τόν Θεό, πού τούς ἀξίωνε νά ἔχουν τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους ὅμοιο μ᾿ ἐκεῖνο τοῦ Υἱοῦ Του. ῎Ετσι, ἐπάνω στό σταυρό, παρέδωσαν στόν Κύριο τίς ἁγνές τους ψυχές καί εἰσῆλθαν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Διοδώρου καί τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ροδοπιανοῦ.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Διόδωρος καί ὁ ῞Αγιος ῾Ιερομάρτυς Ροδοπιανός, ὁ ὁποῖος ἦταν διάκονος, ἄθλησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) στήν ᾿Αφροδισία τῆς Καρίας, ἀπ᾿ ὅπου κατάγονταν. ᾿Επειδή ἦσαν Χριστιανοί, ἐκακοποιήθηκαν καί ἐμαστιγώθησαν ἀπό τούς συμπολίτες τους ᾿Εθνικούς καί, ἀφοῦ ἐλιθοβολήθηκαν στό μέσο τῆς ἀγορᾶς, ἐτελειώθησαν.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Ξενίας.
῾Η ῾Αγία Μεγαλομάρτυς Ξενία ἐγεννήθηκε στήν Καλαμάτα τό 291 μ.Χ. ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλόθεους, τόν Νικόλαο καί τή Δέσποινα, πού κατάγονταν ἀπό τά ἀνατολικά μέρη τῆς ᾿Ιταλίας. ᾿Εξ αἰτίας τῶν διωγμῶν κατά τῶν Χριστιανῶν κατά τούς χρόνους ἐκείνους κατέφυγαν στήν Καλαμάτα καί ἐγκατεστάθησαν σέ κάποιο ἀγρόκτημα ἔξω ἀπό τήν πόλη, διότι ὁ πατέρας της ἦταν γεωργός.
᾿Από μικρή λικία Ξενία ἐστόλιζε τήν ψυχή της μέ νηστεῖες, ἐγκράτεια, σιωπή, ἀδιάλειπτη προσευχή, δάκρυα καί ἀγρυπνίες, φιλανθρωπία καί ἐλεημοσύνη. ῞Οταν κάποτε συνάντησε τήν ῾Αγία ὁ ἔπαρχος τῆς περιοχῆς Δομετιανός, ἐθαμπώθηκε ἀπό τήν ὀμορφιά της καί ἠθέλησε νά τήν κάνει γυναίκα του. ᾿Αλλά Ξενία ἀρνήθηκε σθεναρά νά ἀλλάξει τήν πίστη της καί νά γίνει σύζυγος εἰδωλολάτρου ἄρχοντος. Τότε ὁ Δομετιανός ἔδωσε ἐντολή καί τήν συνέλαβαν. ῾Η ῾Αγία ἐβασανίσθηκε ἀνηλεῶς καί ἀποκεφαλίσθηκε τό 318 μ.Χ. ῎Ετσι εἰσῆλθε στή χαρά τοῦ Κυρίου της καί ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων εἴκοσι ἑπτά μαρτύρων.
Οἱ ῞Αγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διά πυρός.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν ᾿Ιουβεναλίου, ἐπισκόπου Ναρνί.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιουβενάλιος26 ἐχειροτονήθηκε ἀπό τόν ᾿Επίσκοπο Ρώμης Δάμασο (366-384 μ.Χ.) ᾿Επίσκοπος Ναρνίας27 καί, ἀφοῦ εἵλκυσε πολλούς ἀπό τούς ἐθνικούς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 377 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Μάμαντος, πατριάρχου Γεωργίας.
῾Ο ῞Αγιος Μάμας (ἤ Μαμάϊ) ἔζησε κατά τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. καί διετέλεσε Πατριάρχης τῆς Γεωργίας. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 744 μ.Χ.
† Τῆ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Φιλίππου, τοῦ ἐν Βόρμς τῆς Γερμανίας ἀσκήσαντος.
῾Ο ῞Οσιος ἦταν ᾿Αγγλοσάξονας στήν καταγωγή καί ἀσκήτεψε, ὡς ἐρημίτης, κατά τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. στήν περιοχή τῆς πόλεως Βόρμς τῆς Γερμανίας. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 770 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἠμῶν Μιχαήλ καί ᾿Αρσενίου, τῶν ἐκ Γεωργίας.
Οἱ ῞Οσιοι Μιχαήλ καί ᾿Αρσένιος κατάγονταν ἀπό τή Γεωργία καί ἔζησαν τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. ᾿Ασκήτεψαν σέ μονή τοῦ ὄρους ῎Ολυμπος τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας. ᾿Εκοιμήθησαν ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Πέτρου, ἐπισκόπου ῎Αργους.
῾Ο ῞Αγιος Πέτρος καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἐγεννήθηκε περί τά μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ γονεῖς του διακρίνονταν ὄχι μόνο κατά τόν ἐπίγειο πλοῦτο τους, ἀλλά καί στήν εὐσέβεια καί στή φιλανθρωπία. Τά ὀνόματά τους δέν εἶναι γνωστά. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι σέ ἀτμόσφαιρα ἀρετῆς καί σωφροσύνης, ἀγάπης καί ἐλεημοσύνης, εὐλάβειας καί εὐσέβειας, ἐξέθρεψαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου τά πέντε τέκνα τους· Παῦλο, Διονύσιο, Πέτρο, Πλάτωνα καί τή θυγατέρα τους.
Γονεῖς καί τέκνα μέ ἔνθεο ζῆλο ἐπιλέγουν τήν ἄσκηση τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί ἀποσύρονται σέ μονή. ᾿Εκεῖ ὁ Πέτρος, ἀπό νεαρή λικία, ἀπερίσπαστος ἀπό κοσμικές ἤ ἄλλες φροντίδες, ἀφοσιώνεται μέ ὅλες του τίς δυνάμεις στήν ἄσκηση καί τόν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς. ᾿Αναδεικνύεται ὁ αὐστηρός ἀσκητής τῆς ἐρήμου, κοσμούμενος μέ τίς ἀρετές τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς φιλαλήθειας, τῆς συμπάθειας, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἐγκράτειας, τῆς προσευχῆς. Μελετᾶ τήν ῾Αγία Γραφή καί τούς Πατέρες, ἀλλά καί τή θύραθεν σοφία, τήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματολογία, ἔχοντας ὡς πρότυπο τόν Μέγα Φώτιο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
᾿Αφοῦ ἔμαθε τίς ἀρετές τοῦ ῾Αγίου Πέτρου ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος ὁ Μυστικός28, ἄνδρας προικισμένος μέ σοφία, ἱκανότητα, διορατικότητα καί ἀποφασιστικότητα, ἐπιθυμοῦσε διακαῶς νά ἀναβιβάσει τόν ῞Αγιο στό ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης καί τόν ἐκάλεσε προκειμένου νά πληρώσει τή χηρεύουσα Μητρόπολη Κορίνθου. ῾Ο ῞Αγιος Πέτρος διστάζει νά ἀνταλλάξει τήν ἀγαπητή του εἰρηνική ζωή μέ τήν τύρβη τοῦ κόσμου. Μέ μετριοφροσύνη ἀποποιεῖται τήν τιμή, εὐχαριστεῖ καί ἀρνεῖται. ῾Ο Πατριάρχης τότε στρέφεται πρός τόν ἀδελφό τοῦ ῾Αγίου Παῦλο († 27 Μαρτίου), τόν ὁποῖο καθιστᾶ Μητροπολίτη Κορίνθου. ᾿Αλλά καί δέν παύει νά προσπαθεῖ νά πείσει τόν Πέτρο νά ἀποδεχθεῖ τήν ἀρχιερωσύνη. ῞Ενεκα τούτου, καί γιά νά μήν πικράνει τόν Πατριάρχη, ὁ ῞Αγιος ἀποφασίζει νά κατέλθει στήν Κόρινθο, τό θρόνο τῆς ὁποίας ἐκοσμοῦσε ὁ ἀδελφός του Παῦλος, γιά νά ἐφησυχάσει κοντά του.
῞Οταν ἐχήρευσε ᾿Επισκοπή ῎Αργους, ὁποία ἐξαρτιόταν ἀπό τή Μητρόπολη Κορίνθου, ᾿Αργεῖοι καί Ναυπλιεῖς ἀπευθύνονται πρός τόν ᾿Επίσκοπο Παῦλο ζητώντας ἐπίμονα ὡς ᾿Επίσκοπο τῆς περιοχῆς τους τόν ῞Αγιο Πέτρο. ῾Ο ῞Αγιος κάμπτεται καί ἀποδέχεται τή θέση τοῦ ᾿Επισκόπου ῎Αργους.
῾Ως ᾿Επίσκοπος ἀναδεικνύεται τύπος τῶν πιστῶν σέ ὅλα. ᾿Εδίδασκε ἀδιάλειπτα μέ τά λόγια καί τά ἔργα, ἐστήριζε τούς κλονιζόμενους, ἔτρεφε τούς πεινῶντες, ἐθεράπευε τούς πάσχοντες, ἐξαγόραζε αἰχμάλωτους τῶν Σαρακηνῶν. ῞Ολοι φωτίζονται ἀπό τό φῶς τῆς ἀλήθειας καί τό ἅγιο παράδειγμά του. ῾Ο Δωρεοδότης Θεός ἐπιβραβεύει τίς ἀρετές τοῦ ῾Αγίου καί ἀπαντᾶ στίς δεήσεις ὑπέρ τοῦ ποιμνίου του, χαρίζοντας πλούσιες τίς εὐλογίες Του. Χάρη στήν ἐπέμβαση καί τίς προσευχές τοῦ ῾Αγίου ἐπιτελοῦνται θαύματα. ῾Ως ἄλλος Προφήτης ᾿Ηλίας τρέφει σέ καιρό λιμοῦ τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς μέ λίγο ἀλεύρι. Λυτρώνει μέ τήν ἐπίμονη προσευχή του νεαρή αἰχμάλωτη τῶν Σαρακηνῶν. Θεραπεύει γυναίκα δαιμονισμένη.
᾿Ακόμη ὁ ῞Αγιος, πολυμαθής καί σοφός, εἶναι ὁ παιδευτικός καί εὐφραδής διδάσκαλος. Τοῦτο μαρτυροῦν οἱ διασωθέντες ἑπτά λόγοι του.
᾿Επί τρεῖς μέρες γλυκιά φωνή τοῦ ῾Αγίου Πέτρου νουθετεῖ ἀπό τό κρεβάτι τά τέκνα του καί τά εὐλογεῖ. Μέ τήν προσευχή καί τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη περί τό 925 μ.Χ. Τό πρόσωπό του ἐφαινόταν ὡς νά ἐζοῦσε καί νά ἐκοιμόταν, φωτισμένο μέ φῶς. ῾Ιερεῖς καί πλῆθος λαοῦ, μέ συγκίνηση καί εὐλάβεια, ἐνταφιάζουν τό ἱερό λείψανο στήν ἀριστερή πλευρά τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τά τίμια λείψανά του γίνονται πρόξενα πολλῶν θαυμάτων. ῞Ομως, στίς 21 ᾿Ιανουαρίου τοῦ 1421, ὁ Λατίνος ᾿Επίσκοπος Σιγουντονάνης ἅρπαξε τό ἱερό σκήνωμα, γιά νά τό μεταφέρει στή Ρώμη29.
† Τῆ αὐτῇ μέρᾳ, ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Λουκᾶ, τοῦ ἐν τῶ Στειρίῳ τῆς ῾Ελλάδος.
(Βλ. † 7 Φεβρουαρίου).
῾Η ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ῾Οσίου Λουκᾶ ἔγινε ἀπό τόν ἱερομόναχο Φιλόθεο, γούμενο τῆς ὁμωνύμου μονῆς, ἀπό ὑπόγειο τάφο, σκαμμένο στό χῶμα. Τό περιώνυμο γιά τίς θαυματουργίες του ἱερό λείψανο τοῦ ῾Οσίου μεταφέρθηκε καί ἐναποτέθηκε σέ λάρνακα, τοποθετημένη στό νεόκτιστο, φερώνυμό του ναό. ῾Η ᾿Ακολουθία τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων προσδιορίζει τό γεγονός στίς 3 Μαΐου, ἑορτή τῆς ᾿Αναλήψεως, ἑπομένως μέρα Πέμπτη. ῾Ο Μαν. Χατζηδάκης, στηριζόμενος στά δεδομένα τῆς ᾿Ακολουθίας τῆς ἀνακομιδῆς, ἐπιλέγει καί προτείνει ὡς πιθανότερη χρονολογία τῆς ἀνακομιδῆς τό ἔτος 101130.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Οἰκουμενίου, ἐπισκόπου Τρίκκης.
῾Ο ῞Αγιος Οἰκουμένιος ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καί ἦταν ᾿Επίσκοπος Τρίκκης. Διακρίθηκε γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τή φιλανθρωπία του, καί συνέγραψε ὑπομνήματα στίς Πράξεις, στίς ᾿Επιστολές τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου καί τίς Καθολικές ᾿Επιστολές. ᾿Εκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῶν ᾿Αρχαγγέλων στά Τρίκαλα.
Τό πρόβλημα τοῦ βίου καί τοῦ χρόνου δράσεως τοῦ ῾Αγίου Οἰκουμενίου ἀπασχόλησε πολύ τούς ἐρευνητές καί διετυπώ-
θησαν πολλές καί ἀλληλοσυγκρουόμενες γνῶμες.
Πολλοί θεωροῦν ὅτι ὁ ῞Αγιος Οἰκουμένιος καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς ἐπίσημους καί περιφανεῖς. ῏Ηταν ἀνιψιός τοῦ ῾Αγίου ᾿Αχιλλίου, ᾿Αρχιεπισκόπου Λαρίσης, καί ἔλαβε μέρος στήν Αύ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συ-
νῆλθε τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἀκολουθώντας τόν μεγάλο ᾿Αχίλλιο. Τό ἀσκητήριο τοῦ ῾Αγίου Οἰκουμενίου κατά τό 14ο αἰώνα μ.Χ. ἐλεγόταν «Καταφύγιον». Σήμερα καλεῖται «Καταφεῖδι». Εὑρίσκεται ὀκτώ χιλιόμετρα περίπου βορείως τῆς πόλεως τῶν Τρικάλων καί εἶναι ἕνας ἀπό τούς λόφους, πού περιβάλλουν τό σημερινό μικρό χωριό Χαϊδεμένη. Στήν κορυφή τοῦ λόφου ἔκειτο μοναστήρι πού καταστράφηκε ἐπί Τουρκοκρατίας.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Θεοδοσίου, καθηγουμένου τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
῾Ο ῞Οσιος Θεοδόσιος ἐγεννήθηκε στήν πόλη Βασίλιεφ τῆς περιοχῆς τοῦ Κιέβου, τό 1092 μ.Χ., ἀπό εὔπορους γονεῖς. Κατά τήν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του, ὁ ἱερεύς πού τόν ἐβάπτιζε, εἶδε ὅτι τό βρέφος αὐτό θά ἀφιέρωνε ἀργότερα τή ζωή του στόν Θεό, γι᾿ αὐτό καί τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Θεοδόσιος.
Δέν ἐπέρασε πολύς καιρός καί οἱ γονεῖς του ἀναγκάσθηκαν, μέ διαταγή τοῦ γεμόνος, νά μετοικήσουν μακριά σέ ἄλλη πόλη, στό Κούρσκ, στήν ὁποία γεννήθηκε ὁ ῞Οσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτό ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιά νά λάμψει ἐκεῖ ὁ μικρός Θεοδόσιος μέ τήν ἐνάρετη ζωή του. Σ᾿ αὐτή τήν πόλη ἐμεγάλωνε σωματικά, ἀλλ᾿ αὐξανόταν καί πνευματικά στή σοφία καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ᾿Εμελετοῦσε μέ ἐπιμέλεια τό θεῖο λόγο καί πολύ γρήγορα ἔγινε κάτοχος ὅλης τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. ῞Ολοι ἔμεναν ἔκπληκτοι ἀπό τή σοφία του, τήν ἀντίληψη καί τήν ταχύτητα ἐκμαθήσεως. Καθημερινά ἐπισκεπτόταν τό ναό τοῦ Θεοῦ καί παρακολουθοῦσε μ᾿ ὅλη του τήν προσοχή τίς ἱερές ᾿Ακολουθίες. Σέ λικία δεκατριῶν ἐτῶν, ὁ θάνατος τοῦ ἐστέρησε τόν πατέρα. ᾿Από τότε ὁ μακάριος Θεοδόσιος ἔγινε περισσότερο ἀσκητικός. ᾿Επήγαινε μαζί μέ τούς ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ στά χωράφια καί ἔκανε τό καθετί μέ βαθιά ταπείνωση. Στήν καρδιά του ἀρχίζει νά καλλιεργεῖται αἴσθηση τῆς πτωχείας καί τῆς ταπεινώσεως. ῎Ετσι, σέ νεαρή λικία ἀπεκδύεται τά ἀρχοντικά του ροῦχα, ἐνδύεται μέ τά ἐνδύματα τῶν χωρικῶν, τούς ὁποίους βοηθᾶ σέ κάθε εἶδος ἐργασίας. ῾Η συμπεριφορά του ἐξοργίζει τή μητέρα του, ὁποία τόν ἐπιπλήττει καί τόν κτυπᾶ.
Κάποτε ὁ Θεοδόσιος πῆγε σ᾿ ἕνα σιδερά καί παρήγγειλε μιά σιδερένια ζώνη. ῞Οταν ἑτοιμάσθηκε, τήν ἐπῆρε καί τήν ἐφόρεσε κατάσαρκα, χωρίς νά τή βγάζει καθόλου ἀπό ἐπάνω του. ῏Ηταν στενή, ἔσφιγγε πολύ τό σῶμα του καί προξενοῦσε πόνους, πού τούς ὑπέμενε ὅμως καρτερικά σάν νά μή συνέβαινε τίποτε.
Σέ ἕνα ἑορταστικό γεῦμα, πού θά δινόταν στό μέγαρο τοῦ ἄρχοντος καί θά παρευρίσκονταν ὅλοι οἱ προύχοντες τῆς πόλεως, ἔπρεπε νά πάει καί ὁ Θεοδόσιος, γιά νά ὑπηρετήσει. ᾿Αναγκάσθηκε λοιπόν ἀπό τή μητέρα του νά ἐνδυθεῖ τήν καλή του στολή. Καθώς τήν ἐφοροῦσε, δέν μπόρεσε νά προφυλαχθεῖ καί τό διακριτικό μάτι τῆς μητέρας ἐπρόσεξε ἐπάνω στή φανέλα στίγματα ἀπό αἷμα. ᾿Επλησίασε νά ἐξετάσει καί μόλις διαπίστωσε πώς ὀφειλόταν στό σφίξιμο τῆς σιδερένιας ζώνης, ἄναψε ἀπό τό κακό της. ῞Ορμησε ἐπάνω του μέ μανία, ἄρχισε νά τόν κτυπάει, τοῦ ἐξέσκισε τή φανέλα καί τοῦ ἀφαίρεσε τή ζώνη ὀργισμένη. ᾿Αλλά ὁ εὐλογημένος ἐκεῖνος νέος, σάν νά μήν συνέβαινε τίποτε, ἐνδύθηκε τά ροῦχα του καί ἐξεκίνησε εἰρηνικά, γιά νά ὑπηρετήσει στό γεῦμα.
Μιά μέρα ἄκουσε στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριο νά λέγει· «῾Ο φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος...». «Μήτηρ μου καί ἀδελφοί μου οὗτοι εἰσιν, οἱ τόν λόγον του Θεοῦ ἀκούοντες καί ποιοῦντες αὐτόν». ᾿Επίσης ἄκουσε καί ἄλλα· «Δεῦτε πρός μέ πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ῎Αρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῆ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Μέ τά λόγια αὐτά πυρπολήθηκε καρδιά τοῦ φωτισμένου ἀπό τόν Κύριο Θεοδοσίου. Καί φλεγόμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα, συλλογιζόταν καθημερινά πῶς θά μποροῦσε, κρυφά ἀπό τή μητέρα του, νά ἐνδυθεῖ τό ἅγιο μοναχικό σχῆμα.
῎Ετσι, ὁ ῞Οσιος φεύγει ἀπό τό σπίτι, γιά νά ἔλθει νά ἀσκητέψει στό Κίεβο. Λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς λικίας του δέν τόν δέχεται κανένας. Εὑρίσκει ὅμως πνευματικό καταφύγιο κοντά στόν ῞Οσιο ᾿Αντώνιο. ῾Ο ῞Οσιος Θεοδόσιος παραδόθηκε τώρα ὁλόψυχα στόν Θεό καί στόν θεοφόρο Γέροντά του ᾿Αντώνιο. ᾿Επιδόθηκε σέ μεγάλες ἀσκήσεις καί ἐβάσταζε μέ χαρά τό ζυγό τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τίς νύχτες τίς ἀφιέρωνε στή δοξολογία τοῦ Κυρίου, ἀρνούμενος τήν ξεκούραση τοῦ ὕπνου. Τίς μέρες ἐσκληραγωγοῦσε τόν ἑαυτό του μέ τήν ἐγκράτεια, τή νηστεία καί τή χειρωνακτική ἐργασία. Πάντοτε ἐθυμόταν τό ψαλμικό· «῎Ιδε τήν ταπείνωσίν μου καί τόν κόπον μου καί ἄφες πάσας τάς ἁμαρτίας μου».
Μάταια μητέρα του τόν ἀναζητοῦσε. ῞Οταν ἐπιτέλους τόν εὑρῆκε μετά ἀπό ἀρκετά χρόνια, τόν παρεκάλεσε νά ἐπιστρέψει σπίτι καί νά μείνει ἐκεῖ μέχρι τό θάνατό της. ῾Ο ῞Οσιος τήν παρεκάλεσε νά γίνει μοναχή καί νά μείνει κάπου ἐκεῖ κοντά. ῾Η μητέρα του τελικά ἐπείσθηκε καί ἔγινε μοναχή στή μονή τοῦ ῾Αγίου Νικολάου. ᾿Αφοῦ ἔζησε μέ μετάνοια τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες τοῦ ῾Οσίου Θεοδοσίου μέσα στό σπήλαιο, πολύ γρήγορα τόν ἀνέδειξαν τροπαιοφόρο νικητή κατά τῶν πονηρῶν πνευμάτων. ῞Οταν μάλιστα μητέρα του ξεπέρασε τόν πόνο της καί ἔγινε μοναχή, τότε ἐπιδόθηκε σέ μεγαλύτερες ἀσκήσεις, φλεγόμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα. Μέσα στό σπήλαιο μποροῦσε τότε νά δεῖ κανείς τρεῖς λαμπάδες ἀναμμένες, πού μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία διέλυαν τό σκότος τῶν δαιμόνων· τόν ῞Οσιο ᾿Αντώνιο, τόν μακάριο Θεοδόσιο καί τόν μεγάλο Νίκωνα.
῞Οταν ἀργότερα, τό 1062, ὁ γεμόνας ὀργίσθηκε κατά τῶν σπηλαιωτῶν μοναχῶν, ἐπειδή εἶχαν δεχθεῖ στή μονή τόν βογιάρο Βαρλαάμ καί τόν εὐνοῦχο ᾿Εφραίμ, ὁ μακάριος Νίκων ἀναγκάσθηκε νά φύγει μέ μερικούς ἀδελφούς. Πῆγε στό Τμουταρακᾶν, στήν ἀνατολική ὄχθη τῆς ᾿Αζοφικῆς θάλασσας, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι καί ἔμεινε μέχρι τό 1068. Τότε ὁ ῞Οσιος Θεοδόσιος, μέ θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐπιθυμία τοῦ ῾Οσίου ᾿Αντωνίου, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας. ῾Ως ἱερέας ἐτελοῦσε καθημερινά τή Θεία Λειτουργία μέ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης. ᾿Εξεχώριζες ἐπάνω του τή φυσική πραότητα, τήν ἀταραξία των λογισμῶν καί τήν ἁπλότητα τῆς καρδίας. ῏Ηταν γεμάτος πνευματική σοφία καί ἔτρεφε ἀγάπη πρός ὅλους ἀδιάκριτα τούς ἀδελφούς, πού ἐμαζεύθηκαν γύρω ἀπό τόν ῞Οσιο ᾿Αντώνιο.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ὁ ῞Οσιος ᾿Αντώνιος ἀνέθεσε τήν γουμενία στόν μακάριο Βαρλαάμ καί ἀνεχώρησε σ᾿ ἕναν ἥσυχο λόφο. ᾿Εκεῖ ἄνοιξε ἕνα ἄλλο σπήλαιο καί συνέχισε τήν ἀσκητική του ζωή.
῾Ο γούμενος Βαρλαάμ καί οἱ ἀδελφοί, ἀφοῦ πῆραν τήν εὐχή καί εὐλογία τοῦ ῾Οσίου, συνέχισαν νά ζοῦν ὁσιακά καί ἐνάρετα στό πρῶτο σπήλαιο. ᾿Επειδή ὅμως ἀδελφότητα σιγά-σιγά αὐξήθηκε καί ὁ χῶρος τοῦ σπηλαίου δέν ἐπαρκοῦσε γιά τίς λατρευτικές συνάξεις της, ὁ εὐλαβέστατος Θεοδόσιος καί ὁ μακάριος Βαρλαάμ, μέ τήν εὐλογία τοῦ ῾Οσίου ᾿Αντωνίου, ἔκτισαν ἐπάνω ἀπό τό σπήλαιο ἕνα πιό εὐρύχωρο ξύλινο ἐκκλησάκι, ἀφιερωμένο στήν Κοίμηση τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, γιά νά συναθροίζονται σ᾿ αὐτό οἱ ἀδελφοί καί νά κάνουν τίς ᾿Ακολουθίες.
῾Η στενότητα τοῦ χώρου μέσα στό σπήλαιο καί οἱ κόποι τῆς ἀσκήσεως προξενοῦσαν στούς πατέρες μεγάλες θλίψεις καί ταλαιπωρίες, πού μόνο ὁ Θεός τίς γνωρίζει καί πού γλώσσα ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά τίς ἐκφράσει. Συντηροῦσαν τόν ἑαυτό τους μέ νερό καί λίγο ψωμί ἀπό σίκαλη. Φαγητό μαγειρεμένο ἔτρωγαν μόνο τό Σαββατοκύριακο καί ὄχι πάντα, γιατί ὁρισμένες φορές δέν ὑπῆρχε, ὁπότε κατέφευγαν στά βρασμένα χόρτα. ᾿Ανάμεσα στίς ἄλλες ἐργασίες, ἔπλεκαν καθημερινά καλάθια, τά πουλοῦσαν καί μέ τά χρήματα πού ἔπαιρναν ἀγόραζαν σιτάρι. Τή νύχτα ἄλεθε ὁ καθένας τό μερίδιό του καί ἔπειτα συγκέντρωναν τό ἀλεύρι, γιά νά φτιάξουν ψωμί. Πρίν ξημερώσει, συναθροίζονταν στήν ἐκκλησία γιά τόν ῎Ορθρο. Κατόπιν πήγαιναν στά ἐργόχειρά τους, πού προορίζονταν γιά πούλημα. ῎Αν εἶχαν περιθώριο χρόνου, ἐδούλευαν καί στόν κῆπο. ῎Επειτα ἐτελοῦσαν στό ναό τίς ῟Ωρες καί τή Θεία Λειτουργία καί στή συνέχεια, παίρνοντας λίγο ψωμί, συνέχιζαν τίς ἐργασίες τους, πού διαρκοῦσαν ὥς τήν ὥρα τοῦ ῾Εσπερινοῦ καί τοῦ ᾿Αποδείπνου. ῎Ετσι ἐμοχθοῦσαν κάθε μέρα, ἀφοσιωμένοι στήν ἀγάπη του Θεοῦ.
῾Ο ῞Οσιος Θεοδόσιος, πού ἦταν τώρα καί ἱερεύς, κατέπλησσε ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς μέ τή νηστεία, τήν ἀνδρεία, τήν ἐργατικότητα, τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ὑπακοή του. ῏Ηταν πρόθυμος νά τούς ἐξυπηρετεῖ ὅλους. Μετέφερε νερό ἤ ξύλα ἀπό τό δάσος. ῾Ορισμένες φορές, ἐνῶ οἱ ἀδελφοί ἀναπαύονταν, ἐμάζευε τό σιτάρι πού ἔπρεπε ν᾿ ἀλέσουν ἐκεῖνοι καί τό ἄλεθε ὁ ἴδιος, ἐργαζόμενος καί προσευχόμενος ὅλη τή νύχτα.
᾿Αλλά συνέβη κάποτε νά προσκληθεῖ ὁ μακάριος Βαρλαάμ, ὁ γούμενος τῆς ἀδελφότητος, ἀπό τόν γεμόνα ᾿Ιζιασλάβο, γιά ν᾿ ἀναλάβει τήν γουμενία τῆς μονῆς τοῦ ῾Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, πού ὁ ἴδιος εἶχε ἱδρύσει.
῞Οταν, λοιπόν, ὁ μακάριος Βαρλαάμ ἔφυγε γιά τό μοναστήρι τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου, οἱ ἀδελφοί ἐπῆγαν καί ἐζήτησαν ὁμόφωνα ἀπό τόν ῞Οσιο ᾿Αντώνιο νά τοποθετήσει γούμενο τόν ῞Οσιο Θεοδόσιο. ῾Ο ῞Οσιος ᾿Αντώνιος συμφώνησε. Μέ τήν εὐλογία του ὁ ῞Οσιος Θεοδόσιος ἔγινε γούμενος τῶν εἴκοσι ἀδελφῶν. ῾Ο ἀξιοθαύμαστος Θεοδόσιος, ἄν καί ἔγινε γούμενος, δέν ἀπέβαλε τό ταπεινό φρόνημα, ἀλλά ἐθυμόταν πάντοτε τά λόγια τοῦ Κυρίου· «῞Ος ἄν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος». ᾿Εταπείνωνε τόν ἑαυτό του καί ἐγινόταν ἔσχατος καί ὑπηρέτης ὅλων. Στό καθετί παρεῖχε τόν ἑαυτό του τύπο καλῶν ἔργων. Στήν ἐργασία καί στό ναό ἦταν ὁ πρῶτος πού πήγαινε καί ὁ τελευταῖος πού ἔφευγε. Οἱ δεήσεις του δικαίου Θεοδοσίου ἔφεραν πολλές εὐλογίες καί ζωή τῆς ἀδελφότητος ἄνθιζε καί προόδευε. Σάν τό σπόρο πού ἔπεσε σ᾿ εὔφορη γῆ καί ἔφερε καρπό ἑκατονταπλάσιο, ἔτσι ἐμεγάλωσε σέ μικρό χρονικό διάστημα ἀδελφότητα καί ἔφθασε τούς ἑκατό ἀδελφούς. Καί ὅλοι προόδευαν μέ τήν ἐνάρετη ζωή τους καί τήν προσευχή.
Πιστός ὁ ῞Αγιος Θεοδόσιος στίς παραδόσεις τοῦ ῾Οσίου ᾿Αντωνίου ζεῖ μιά σκληρή ἀσκητική ζωή μέ συνεχή μετάνοια, προσευχή, ἀλλά καί χαρά. ῾Η ὄψη του ἦταν πάντοτε φωτισμένη, ἱλαρή καί ἀντανακλοῦσε τή χαρά τοῦ Πάσχα. ᾿Από τίς ἀρετές του ἐξεχώριζαν δύο· ταπείνωση καί ἀγάπη. ῾Η εὐσπλαχνία τοῦ ῾Οσίου ἐστρεφόταν ὄχι μόνο πρός τούς πάσχοντες ἀδελφούς, τούς ἀσθενεῖς καί τούς φτωχούς, ἀλλά καί πρός ἐκείνους πού τόν ἀδικοῦσαν ἤ ἔβλαπταν τό μοναστήρι. ῾Ο ῞Αγιος Θεός τόν ἐπροίκισε μέ τό χάρισμα τῆς διακρίσεως καί τῆς θαυματουργίας.
῾Ο εὐσεβής Στουδίτης μοναχός Μιχαήλ, πού προερχόταν ἀπό τήν ῾Ελλάδα, εὑρισκόταν τότε κοντά στήν ἀδελφότητα. Εἶχε ἔλθει ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας τόν νεοχειροτόνητο Μητροπολίτη Κιέβου Γεώργιο (1062). ᾿Επληροφόρησε, λοιπόν, τόν ῞Οσιο Θεοδόσιο γιά τή θεάρεστη ζωή τῶν Στουδιτῶν μοναχῶν, ζωή πού ἀξιώθηκε καί ὁ ἴδιος νά ζήσει. Οἱ πληροφορίες αὐτές ἄρεσαν πολύ στόν ῞Οσιο. Χωρίς καθυστέρηση, ἀποστέλλει κάποιον ἀδελφό στήν Κωνσταντινούπολη μέ τήν ἐντολή νά εὕρει τόν μοναχό ᾿Εφραίμ, τόν εὐνοῦχο, πού τότε ἐπέστρεφε ἀπό τούς ῾Αγίους Τόπους καί νά τοῦ ἀναθέσει τό σπουδαῖο αὐτό ἔργο· νά ἐπισκεφθεῖ δηλαδή τή μονή τοῦ Στουδίου, νά γνωρίσει ὁ ἴδιος μέ τόν ἀκριβέστερο τρόπο τήν τάξη καί τό Τυπικό της καί νά τά καταγράψει ὅλα μέ κάθε λεπτομέρεια.
Πράγματι, ὁ μακάριος ᾿Εφραίμ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ ῾Οσίου, παρακολούθησε τήν τάξη της μονῆς, κατέγραψε μέ ἀκρίβεια τό Τυπικό καί ἐπέστρεψε. Μόλις ἐπῆρε στά χέρια του ὁ ῞Οσιος Θεοδόσιος τό κείμενο, ἔδωσε ἐντολή νά διαβασθεῖ σ᾿ ὅλη τήν ἀδελφότητα. ᾿Από τότε Πετσέρσκαγια31 Λαύρα ἄρχισε νά ἐφαρμόζει τό Στουδίτικο Τυπικό. ᾿Από ἐκεῖ τό παρέλαβαν καί τά ἄλλα μοναστήρια, ὅπως ἀκριβῶς τό ἐφήρμοσε ὁ ῞Οσιος. ῎Ετσι, ὅλες οἱ Ρωσικές μονές, πού προηγουμένως δέν ἐγνώριζαν τό καθαυτό μοναστηριακό τυπικό, τώρα ἔστρεφαν τά βλέμματα στή Λαύρα τοῦ ῾Οσίου Θεοδοσίου καί τή θεωροῦσαν γιά τό καθετί ὡς πρότυπό τους.
῾Ο ῞Οσιος ἐνουθετοῦσε πάντοτε τούς μοχαχούς λέγοντας· «Σᾶς ἱκετεύω, ἀδελφοί. ῎Ας προοδεύσουμε στή νηστεία καί στήν προσευχή, ἄς φροντίσουμε γιά τή σωτηρία των ψυχῶν μας, ἄς ἐπιστρέψουμε ἀπό τίς κακίες μας καί τούς δρόμους τοῦ πονηροῦ. ῎Ας πλησιάζουμε τόν Θεό μέ στεναγμούς, μέ δάκρυα, μέ τή μετάνοια, τίς ἀγρυπνίες καί τήν ὑπακοή, ὥστε ν᾿ ἀποσπάσουμε τό ἔλεός Του. Καί ἄς μισήσουμε τόν παρόντα κόσμο, ἔχοντας πάντοτε στή σκέψη μας τά λόγια του Κυρίου. ῎Ετσι καί ἐμεῖς, ἀδελφοί, πού ἀπαρνηθήκαμε τόν κόσμο, ἄς ἀπαρνηθοῦμε καί τά πράγματα τοῦ κόσμου. ῎Ας μισήσουμε τό ψέμα, πού μᾶς ἑλκύει σέ πράγματα ἐλεεινά, καί ἄς μή στραφοῦμε στίς πρῶτες ἀμαρτίες μας. Πῶς θά ἀποφύγουμε τήν αἰώνια κόλαση, ἄν τελειώσουμε τή ζωή μας μέ ὀκνηρία καί χωρίς μετάνοια; ῾Η μετάνοια εἶναι τό κλειδί τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί χωρίς αὐτή κανείς δέν μπορεῖ νά τήν κερδίσει. Εἶναι ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια πατρίδα. ῎Ας τόν ἀκολουθήσουμε μέ φόβο Θεοῦ καί ἄς στερεώσουμε ἐπάνω του γερά τά βήματά μας. Στήν ὁδό τῆς μετάνοιας δέν πλησιάζει ὁ πονηρός, καί παρ᾿ ὅλο πού τώρα εἶναι τεθλιμμένη, ἀργότερα θά μᾶς γεμίσει χαρά. Προτοῦ πλησιάσουν οἱ ἔσχατες μέρες, ἄς πάρουμε τό δρόμο αὐτό, γιά νά κερδίσουμε τά μέλλοντα ἀγαθά».
῾Ο ῞Οσιος, σέ λικία μόλις σαράντα πέντε ἐτῶν, προαισθάνθηκε τό τέλος του. ᾿Εκάλεσε τούς συνασκητές του καί τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες του πατρικές συμβουλές γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Τούς ὑπέδειξε νά ἐκτελοῦν μέ προσοχή τά διακονήματά τους, νά ἐπιμελοῦνται ἰδιαίτερα τό ναό καί νά εἰσέρχονται σέ αὐτόν μέ πολλή εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ, νά ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους καί ὑπακοή στούς μεγαλύτερους, νά ἐπιδίδονται στήν ἄσκηση καί τή νηστεία.
῾Ο ῞Οσιος Θεοδόσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1074 μ.Χ.32. Πολλοί Χριστιανοί, χωρίς κανείς νά τούς εἰδοποιήσει, σάν νά τούς ἔσπρωχνε κάποια θεία δύναμη, ἐμαζεύθηκαν ἔξω ἀπό τήν πύλη της μονῆς καί περίμεναν κλαίγοντας τήν ὥρα της ἐκφορᾶς. Οἱ ἀδελφοί, σύμφωνα μέ τήν παραγγελία του ῾Οσίου, εἶχαν ἀσφαλισμένη τήν πόρτα. ῞Οσο ὑπῆρχε ὁ κόσμος αὐτός, οἱ ἀδελφοί δέν μποροῦσαν νά ξεκινήσουν γιά τόν ἐνταφιασμό. Εὐτυχῶς ὅμως, κατά θεία βούληση, ὁ οὐρανός ἐσκεπάσθηκε ξαφνικά μέ σύννεφα καί μιά δυνατή βροχή ἐσκόρπισε τά πλήθη πού ἐπερίμεναν. ῎Ετσι οἱ ἀδελφοί ἐμπόρεσαν νά κάνουν τήν ἐκφορά. ῎Εφεραν τό τίμιο σκήνωμα τοῦ ῾Οσίου Θεοδοσίου στό σπήλαιο πού ἀσκήτευε καί τό ἐνταφίασαν ἐκεῖ μέ τιμές.
† Τῇ αὐτῆ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Ροστώβ, Γιαροσλάβλ καί Λευκῆς Λίμνης.
῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ἐγεννήθηκε στή Ρωσία κατά τό 14ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν γούμενος στή μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στό νησί Καμμένυϊ τῆς λίμνης Κουμπενσκόε, κοντά στήν περιοχή τῆς Βολογκντά. ᾿Εξελέγη ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1416.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Γαβριήλ, τοῦ ἐκ Πολωνίας.
(Βλ. † 20 ᾿Απριλίου).
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος ᾿Αχμέτ, τοῦ Κάλφαντος.
῾Ο ῞Αγιος Νεομάρτυς ᾿Αχμέτ ἦταν Μωαμεθανός στό θρήσκευμα καί ὑπηρετοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη ὡς γραφέας τοῦ ἀρχιλογιστοῦ «δευτεράρη». Στήν οἰκία του εἶχε ὡς ὑπηρέτρια μία Χριστιανή ἀπό τή Ρωσία, στήν ὁποία ἐπέτρεπε νά τελεῖ ἐλεύθερα τά θρησκευτικά της καθήκοντα στούς Χριστιανικούς ναούς. ῾Ο ἴδιος ἐβαπτίσθηκε κρυφά καί ἔγινε Χριστιανός. Σέ ἐπίσημη συζήτηση, πού διεξήγαγε μέ μορφωμένους Μωαμεθανούς, ἰσχυρίσθηκε ὅτι μόνη ἀληθινή πίστη εἶναι Χριστιανική καί ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό. Τότε καταγγέλθηκε στίς Τουρκικές ἀρχές, συνελήφθη καί ἀπαγχονίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1682.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Παύλου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Παῦλος ἔζησε κατά τό 17ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐμαρτύρησε στό Βίλνγιους τῆς Ρωσίας κατά τήν περίοδο τῆς μοναρχίας τῶν Λιθουανῶν.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων νεομαρτύρων ᾿Αναστασίας καί Χριστοδούλου.
Οἱ ῞Αγιοι Νεομάρτυρες ᾿Αναστασία καί Χριστόδουλος ἐμαρτύρησαν στήν ᾿Αχαΐα κατά τό 1821.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Πάμβου, πατριάρχου Γεωργίας.
῾Η μνήμη τοῦ ῾Αγίου Πάμβου ἀναφέρεται στό ῾Ιεροσολυμιτικόν Κανονάριον.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, τῶν Σπηλαίων, ἐν Κιέβῳ.
῾Η ἱερή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἁγιογραφήθηκε ἀπό τόν ῞Οσιο ᾿Αλύπιο, τόν εἰκονογράφο († 17 Αὐγούστου). Στήν εἰκόνα Θεοτόκος ἀπεικονίζεται ἔνθρονη, κρατώντας στά γόνατά της τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό Βρέφος, καί στίς δύο πλευρές της οἱ ἱδρυτές τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ῞Οσιος ᾿Αντώνιος († 10 ᾿Ιουλίου) καί ῞Οσιος Θεοδόσιος († 3 Μαΐου).
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|