6 Μαΐου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Ιώβ, τοῦ Δικαίου καί Προφήτου.
῾Ο Δίκαιος ᾿Ιώβ καταγόταν ἀπό τή χώρα Αὐσίτιδα πού εὑρισκόταν μεταξύ τῆς ᾿Ιουδαίας καί τῆς ᾿Αραβίας καί ἦταν υἱός τοῦ Ζαρέθ καί τῆς Βασώρας. Προφήτης ἐπί σαράντα χρόνια, ἄκμασε περί τό 1900 π.Χ. (κατ᾿ ἄλλους τό 1400 π.Χ.). Παρά τά μυθώδη πλούτη του ἦταν θεοσεβής, δίκαιος, εὐθύς καί ἄμεμπτος. Κατά παραχώρησιν τοῦ Θεοῦ, γιά νά τόν δοκιμάσει, ἐπειράσθηκε ἀπό τό σατανά καί ἀπώλεσε πλοῦτο καί κάθε ἀγαπημένο του πρόσωπο, πλήν τῆς συζύγου του, αὐτός δέ ὁ ἴδιος προσβλήθηκε ἀπό βαρύτατη μορφή λέπρας. Λόγῳ αὐτοῦ ἐξῆλθε τῆς πόλεως καί διερχόταν τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μέσα σέ σπήλαιο, προσευχόμενος καί ξύνοντας τίς πληγές του γιά ἀνακούφιση. Οὔτε οἱ παροτρύνσεις τῆς συζύγου καί τῶν φίλων του ἐστάθησαν ἱκανές νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό. ῞Οταν δέ τόν ἐπισκέφθηκε σύζυγός του καί πλήρης θυμοῦ τοῦ εἶπε· «Μέχρι πότε θά ὑπομένεις λέγοντας· ἰδού, θά περιμένω λίγο ἀκόμη χρόνο καί ἐλπίζω, ὅτι θά ἀπαλλαγῶ τῆς καταστάσεώς μου; ᾿Ιδού μνήμη σου ἐξέλιπε ἀπό τή γῆ, διότι οἱ υἱοί καί οἱ θυγατέρες σου, οἱ ἐπώδυνοι αὐτοί καρποί τῆς κοιλίας μου, ἐξαφανίσθηκαν. Μάταια ἐκοπίασα, γιά νά τούς μεγαλώσω. ᾿Εσύ δέ ὁ ἴδιος κάθεσαι ἐπάνω σέ σάπια ἀπορρίμματα σκωληκοβριθῆ διερχόμενος ὄχι μόνο τίς μέρες ἀλλά καί τίς νύχτες στό ὕπαιθρο. ᾿Εγώ δέ περιπλανιέμαι ὡς μία ὑπηρέτρια μεταβαίνουσα ἀπό τόν ἕνα τόπο στόν ἄλλον καί ἀπό τή μιά οἰκία στήν ἄλλη καί περιμένω πότε νά δύσει ὁ ἥλιος, γιά νά ἀναπαυθῶ ἀπό τούς σωματικούς κόπους καί ψυχικές ὀδύνες, οἱ ὁποῖες σήμερα μέ περισφίγγουν. Πές, λοιπόν, λόγο κατά τοῦ Κυρίου καί ἀπέθανε»55, αὐτός, ἀφοῦ ἄκουσε μέ τή συνήθη πραότητα τούς πικρούς αὐτούς λόγους τῆς συζύγου του, μέ μεγάλη θλίψη ἀπάντησε πρός αὐτήν· «Διατί ὁμίλησες ἔτσι ὡς μία ἀπό τίς ἄφρονες γυναίκες; ᾿Αφοῦ ἐδέχθηκες τίς τόσες καλές δωρεές ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, δέν θά ὑπομείνουμε καί τίς συμφορές;»56, παραμένοντας ἔτσι καί πάλι θεοσεβής καί ἄμεμπτος. Μόνο πρός στιγμήν, ὅταν τόν ἐπισκέφθηκαν οἱ τρεῖς φίλοι του ᾿Ελιφάζ, βασιλέας τῶν Θαιμανῶν, Βαλδάδ, τύραννος τῶν Σαυχέων, καί Σαφάρ, βασιλέας τῶν Μιναίων, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν σιωπηλοί, ἀφοῦ τόν συντρόφευαν ἐπί ἑπτά μέρες, τό ἠθικό τοῦ ᾿Ιώβ ἐκλονίσθηκε, ἀλλ᾿ ἀμέσως, διαμέσου τῆς βαθιᾶς πίστεώς του, ἀνέκτησε καί πάλι αὐτό.
Μετά ἑπταετή ὑπομονή τῆς ὑπεράνθρωπης αὐτῆς δοκιμασίας, ὁ Θεός ἀνταμείβοντας τόν ᾿Ιώβ, ἔδωσε σέ αὐτόν πάλι ὅλα τά ἀπωλεσθέντα ἀγαθά καί τά προσφιλή του πρόσωπα. ῎Εζησε, μετά τή δοκιμασία του, ἐπί ἑκατόν σαράντα ἔτη καί σέ λικία διακοσίων σαράντα ἐτῶν, περί τό 1650 π.Χ., ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη ἀποτελώντας ὑπόδειγμα ὑπομονῆς καί προσκαρτερίας. Οἱ ἄθλοι του περιγράφονται ἐκτενῶς στό ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
† Τῇ αὐτῇ μέρα, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Βαρβάρου.
Στούς Συναξαριστές ἀναφέρεται ὅτι ὁ ῞Αγιος Μάρτυς Βάρβαρος ἐτελειώθηκε διά ξίφους.
῞Ομως στίς 14 Μαΐου ᾿Εκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη ἑνός ἄλλου ὁμώνυμου ῾Αγίου Βαρβάρου, πού ἀναφέρεται μέ τούς Μάρτυρες ᾿Αλέξανδρο57 καί ᾿Ακόλουθο. Εἶναι ἄλλος ῞Αγιος ἤ πρόκειται γιά τόν ἴδιο; ῾Η πιό ἐνημερωμένη ᾿Ορθόδοξη ἁγιολογία ἀξιώνει ἀνοικτά, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, τήν ὕπαρξη δύο ὁμώνυμων ῾Αγίων, πού ἔζησαν σέ διαφορετικούς τόπους καί χρόνους58. Παρά ταῦτα μερικές ἐνδείξεις ἀφήνουν νά ἐννοηθεῖ ὅτι, κάτω ἀπό δύο διαφορετικά πρότυπα ἁγιότητος καί μιά διαφορετική ἐξέλιξη τῆς λατρείας, κρύβεται ἴδια μορφή. Αὐτό μᾶς κάνει νά τό σκεφθοῦμε ὄχι μόνο γειτνίαση τῆς μερομηνίας ἑορτασμοῦ τῶν δύο ῾Αγίων († 6 καί † 14 Μαΐου), ἀλλά κυρίως τό γεγονός ὅτι καί γιά τούς δύο, οἱ ὁποῖοι μεταξύ τῶν ἄλλων ἐμφανίζονται στή σκηνή ὡς στρατιῶτες, τό ἴδιο τό ὄνομα Βάρβαρος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀπρόσωπη σημασία τῆς λέξεώς του· καί τίς δυό φορές, πράγματι, εἶναι «βάρβαρος» στό ὄνομα, γιατί εἶναι καί στήν πράξη.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Δάνακτος, Μεσίρου καί Θερίνου.
Οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες Δάναξ, Μέσιρος καί Θερίνος ἐτελειώθησαν διά ξίφους. ῾Η μνήμη τους ἐτελεῖτο στό μαρτύριο αὐτῶν «ἐν τῷ Δευτέρῳ».
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Δημητρίωνος.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Δημητρίων ἐτελειώθηκε διά τόξου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Δονάτου.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς Δονάτος ἐτελειώθηκε διά τόξου.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων ῾Ηλιοδώρου, Βενούστου καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
Οἱ ῞Αγιοι Μάρτυρες ῾Ηλιόδωρος καί Βενοῦστος ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἄλλους ἑβδομήντα πέντε Χριστιανούς στήν ᾿Αφρική, ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.)59.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἠμῶν Βενεδίκτης, τῆς Ρωμαίας.
῾Η ῾Οσία Βενεδίκτη ἔζησε τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό τή Ρώμη. ῎Εγινε μοναχή στή μονή τοῦ ῾Αγίου Γάλλου († 6 Νοεμβρίου) καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη60.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ᾿Εαντβέρτου, τοῦ ἐκ Σκωτίας.
Περί τοῦ ῾Αγίου ᾿Εαντβέρτου ἀναφέρει στήν ᾿Εκκλησιαστική ῾Ιστορία του ὁ ῞Αγιος Βεδέας. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Εαντβέρτος διακρινόταν γιά τήν ἄριστη γνώση τῶν Γραφῶν καί τή φιλανθρωπία του, ἀφοῦ διένειμε τό δέκατο τῶν ἐσόδων τῆς ᾿Επισκοπῆς του. ῾Ορίσθηκε διάδοχος τοῦ ῾Αγίου Κουθβέρτου († 20 Μαρτίου) στήν ᾿Επισκοπή τοῦ Λινστισφέϊρν τό 687 μ.Χ. καί ἐκυβέρνησε τήν ᾿Εκκλησία ἐπί ἕνδεκα ἔτη. ᾿Εσυνήθιζε κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τῆς νηστείας τῶν ῾Αγίων Χριστουγέννων νά ἀποσύρεται σέ ἔρημο τόπο, κατά μόνας, πενθώντας, νηστεύοντας καί προσευχόμενος. Εἶχε τό χάρισμα τῶν δακρύων. ᾿Επί τῶν μερῶν του ἔλαβε χώρα ἀνακομιδή τῶν ἱεροῦ λειψάνου τοῦ προκατόχου του ῾Αγίου Κουθβέρτου, ὁ ὁποῖος εὑρέθη ἄφθορος61.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Εαντβέρτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 698 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἠμῶν ῾Ιλαρίωνος, Μάμαντος καί Παχωμίου.
Οἱ ῞Οσιοι ῾Ιλαρίων, Μάμας καί Παχώμιος ἀσκήτεψαν σέ τόπο ἐρημικό, ὅπου διῆλθαν τό μοναχικό βίο τους μέ νηστεία, ἀγρυπνίες, ἀγαθοεργίες. ᾿Αφοῦ ἔζησαν μέ ὁμόνοια ψυχῆς καί ἀγαθοπρεπή συνείδηση, ἐκοιμήθησαν ὁσιακῶς μέ εἰρήνη62.
῾Η Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο «ἐν ᾿Οχείαις».
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, ἀνάμνησις τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῶν ῾Αγίων ᾿Αναργύρων ἐν τῇ μονῇ τοῦ Ψαμαθία.
῾Ο ναός αὐτός ἐσωζόταν πρίν τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. καί ἑόρταζε τήν μέρα αὐτή τή μνήμη τῶν ἐγκαινίων του.
† Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν Σεραφείμ, τοῦ ἐν τῷ ὄρει Δομβοῦς τῆς Λεβαδείας ἀσκήσαντος.
῾Ο ῞Οσιος Σεραφείμ ὑπῆρξε σπουδαῖος ἀνάμεσα στούς ἀσκητές καί διέλαμψε μέσῳ τῶν θαυμάτων του. Πατρίδα του εἶχε τό ἀποκαλούμενο σήμερα Ζέλι, χωριό μικρό, ὑποκείμενο στή χώρα τοῦ Ταλάντου τῆς Βοιωτίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι. ᾿Ενῶ ἀκόμη ἦταν βρέφος καί δέν ἦταν δυνατό νά διακρίνει τίς μέρες, ὅμως τό Πανάγιο Πνεῦμα γνωρίζοντας ἀπό πρίν τή μελλοντική πνευματική προκοπή του τό ἐφώτιζε καί τό ἐδίδασκε ὅτι Τετάρτη καί Παρασκευή εἶναι μέρες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, γι᾿ αὐτό καί ἔμενε νηστικό, ὅπως ἴδια μητέρα του ἔλεγε στούς γείτονες. Μόνο κατά τή δύση τοῦ λίου, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἀντέξει περισσότερο νά νηστεύει, ἐθήλαζε λίγο καί ἐκοιμόταν.
῞Οταν ἔφθασε στήν παιδική λικία, τότε οἱ γονεῖς του τόν παρέδωσαν στόν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ νά μάθει τά ἱερά γράμματα. ῾Ο νέος ἔνιωσε μέγα ἔρωτα πρός τά ἱερά γράμματα, ἐμελετοῦσε μέ πολύ ζῆλο καί ἐμάθαινε ὅσα τοῦ ὑπεδείκνυε ὁ δάσκαλος. Τόν ἐχαρακτήριζαν στοιχεῖα ὅπως προσοχή στό σχολεῖο, ταπεινοφροσύνη πρός τούς μαθητές, ἄκρα ταπείνωση καί ὑποταγή πρός τούς γονεῖς, σεμνότητα καί ὑποδειγματική διαγωγή πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. ῞Οσο μεγάλωνε ὁ ῞Οσιος, αὔξανε περισσότερο καί ὁ ζῆλος του καί μέσα στήν ἀνάγνωση τῶν ῾Αγίων Γραφῶν εὕρισκε μεγάλη πνευματική εὐφροσύνη. Γι᾿ αὐτό, ἄν καί ἦταν νέος στήν λικία καμία ἄλλη εὐχαρίστηση δέν αἰσθανόταν παρά μόνο πῶς θά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν κόσμο, γιά νά ὑπηρετήσει ἀνενόχλητα τόν Δημιουργό μας καί τόν Πλάστη, μιμούμενος τά Σεραφίμ καί τίς χορεῖες τῶν ῾Οσίων.
Αὐτά λοιπόν σκεπτόμενος, ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψει γονεῖς, πατρίδα, συγγενεῖς καί φίλους, νά πάει στό μοναστήρι καί ἐκεῖ νά ἐνδυθεῖ τό μοναχικό σχῆμα καί νά ἀφιερωθεῖ, ψυχῇ τε καί σώματι, στόν Θεό καί κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο νά κορέσει τήν πνευματική δίψα πού αἰσθανόταν. Μία λοιπόν μέρα ζητεῖ ἀπό τούς γονεῖς του τήν εὐλογία τους καί τούς παρακαλεῖ μέ δάκρυα νά συγκατατεθοῦν καί νά τόν συνοδεύσουν μέ τήν εὐχή τους στό νέο αὐτό στάδιο, τό μοναχικό, πού ἀγάπησε ἀπό παιδική λικία. Οἱ εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι γονεῖς ἐχάρησαν μέν γιά τήν εὐσέβεια καί τήν τέλεια ἀφοσίωση τοῦ παιδιοῦ, ἐλυπήθησαν ὅμως πολύ, γιατί ἀπομάκρυνση τοῦ ἀγαπημένου τους παιδιοῦ θά προξενοῦσε τόσο σέ αὐτούς ὅσο καί στό χωριό μεγάλη κατήφεια. Προσπαθοῦσαν λοιπόν νά τόν ἀποτρέψουν μέ συγκινητικά λόγια ζητώντας του νά τούς γηροκομήσει πρῶτα καί μετά νά ἀκολουθήσει τήν κλίση του.
῾Ο νεαρός Σωτήριος, γιατί ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ ῞Αγιος, παρ᾿ ὅλη τή συντριβή πού αἰσθάνθηκε ἔμεινε ἀμετάβλητος στήν ἀπόφασή του. Ρίχνεται λοιπόν στήν ἀγκαλιά τους, ἀσπάζεται τή δεξιά τους καί ἀποχωρεῖ γιά κάποιο μονύδριο, στό ὁποῖο ἐτιμᾶτο ὁ Προφήτης ᾿Ηλίας καί ἀπέχει μία ὥρα ἀπό τό χωριό Ζέλι στό ὄρος Κάρκαρα. ᾿Εκεῖ κάπου κοντά στό ὄρος ἀνεγείρει μικρό ναό στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μέσα σέ κάποιο σπήλαιο, τοῦ ὁποίου ἴχνη φαίνονται μέχρι σήμερα καί οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν ὀνομάζουν ἀσκητήριο τοῦ ῾Οσίου Σεραφείμ, ἐνῶ στά πέριξ αὐτοῦ ὑπάρχει ἄλλος ναός πρός τιμήν τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου καί κάποια κελλιά, τά ὁποῖα, ὅπως λένε οἱ γέροντες, ἀνήγειραν οἱ κάτοικοι τῆς ᾿Ελάτειας σέ καιρό λοιμικῆς νόσου. ᾿Εκεῖ λοιπόν ὁ ῞Οσιος παρέμεινε ἀρκετό χρόνο ἀγωνιζόμενος μέ ἀγρυπνίες καί δεήσεις ὡς καλός ἐργάτης τοῦ μυστικοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου. ᾿Επειδή ὅμως τήν πνευματική του συχία ἐτάραζαν οἱ συχνές ἐπισκέψεις τῶν γονέων, τῶν φίλων καί τῶν συγγενῶν, ἀναχωρεῖ γιά τό γειτονικό ἱερό μοναστήρι τῶν ῾Αγίων ᾿Αναργύρων. Μετά τίς συνεχιζόμενες ἐνοχλήσεις ἀναχωρεῖ καί ἀπό ἐκεῖ γιά τό Σαγμάτιο ὄρος, στήν κορυφή τοῦ ὁποίου ὑπάρχει μοναστήρι ἀφιερωμένο στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Τό μοναστήρι αὐτό εὑρίσκεται μεταξύ τῶν Θηβῶν καί τῆς Εὔβοιας καί κατέχει ἱερό τεμάχιο τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ, πού ἐδώρησε στό μοναστήρι ὁ εὐσεβής αὐτοκράτορας ᾿Αλέξιος ὁ Κομνηνός μέ χρυσόβουλλο γράμμα.
Στό μοναστήρι αὐτό ὁ ῞Οσιος κατετάγη στήν ἀγγελική χορεία τῶν ἐνάρετων ἀσκητῶν καί ἀγωνιζόταν νύχτα καί μέρα μέ νηστεῖες καί προσευχές, ἀγρυπνίες καί δάκρυα, ὑπακοή καί ὑπομονή στίς θλίψεις, καί ὁλοκληρωτική ἐν τέλει ἀφοσίωση στά πνευματικά. Μέσα σέ λίγο χρονικό διάστημα ὑπερέβη ὅλους τούς συνασκητές του στήν ἀρετή καί στά κατορθώματα τῆς ἀσκήσεως. Βλέποντας τήν ἀρετή καί τήν πρόοδο τοῦ ῾Οσίου ὁ γούμενος τόν ἔκειρε μοναχό μετονομάζοντάς τον Σεραφείμ, καί μετά ἀπό λίγο τόν προβίβασε στά ἀνώτερα ἀξιώματα, πρῶτα σέ αὐτό τοῦ διακόνου καί στή συνέχεια σέ αὐτό τοῦ πρεσβυτέρου. Τό ὑψηλό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης ἀποδέχθηκε ὁ Σεραφείμ, ἐνδίδοντας στίς θερμές παρακλήσεις τοῦ γουμένου καί τῶν ὑπόλοιπων μοναχῶν.
῎Εμεινε στό μοναστήρι γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια. Καθώς φήμη τῶν κατορθωμάτων διαδόθηκε πολύ γρήγορα, ζητᾶ ἀπό τόν γούμενο ἄδεια καί ἀποχαιρετώντας τούς συνασκητές του καί τόν πνευματοφόρο Γερμανό, συνασκητή τοῦ ῾Αγίου Κλήμεντος, πού ἄσκησε καί ἐτελειώθηκε στό ὄρος Σαγματᾶ, ἀναχώρησε ἀπό τό μοναστήρι γιά νά εὕρει τήν ποθούμενη πνευματική συχία. Διανύοντας μεγάλες ἀποστάσεις καί περνώντας πολλά βουνά, ἔφθασε τελικά στό λόφο πού εὑρίσκεται δυτικά τοῦ ῾Ελικῶνος, μία ὥρα πάνω ἀπό τήν ἀρχαία Βουλίδα, στήν τοποθεσία Δομποῦ. ᾿Εκεῖ ἵδρυσε μικρό ναΐσκο στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος καί ἀνήγειρε κάποια κελλιά, συγκέντρωσε λίγους μοναχούς καί μαζί τους ἔμεινε δέκα χρόνια, ἀσκώντας τά ἔργα τῆς ἀρετῆς καί διδάσκοντας τούς μαθητές του τά σωτήρια διδάγματα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
῞Οσο εὑρισκόταν ἐκεῖ ὁ ῞Οσιος ὁδήγησε πολλές ψυχές ἀπολωλότων ἀνθρώπων στή σωτηρία. Κοντά στό ἀσκητήριο τοῦ ῾Οσίου, στή θέση πού εὑρίσκεται σήμερα τό μοναστήρι, ὑπῆρχαν λίγες οἰκογένειες ἀλβανικῆς καταγωγῆς μέ ἦθος σκληρό καί ἄγριο, τῶν ὁποίων ὁ βίος ἦταν ληστρικός καί ἐπικίνδυνος γιά τούς γείτονές τους. Αὐτούς τούς κατοίκους ἐπλησίασε ὁ ῞Αγιος καί μέ λόγια κατηχήσεως μετέβαλε τό σκληρό καί ἄγριο τρόπο ζωῆς τους. ᾿Εσταμάτησαν νά κλέβουν καί νά ἐκβιάζουν, ἔριξαν τά ὅπλα καί ἀσχολήθηκαν μέ εἰρηνικές ἐργασίες.
Πολλοί Χριστιανοί, ἀκούγοντας γιά τή φήμη του, προσέρχονταν ἀπό πολλά μέρη ζητώντας καί παίρνοντας βοήθεια, καθώς τούς ἐθεράπευε σωματικές καί ψυχικές ἀσθένειες. ῾Η μεγάλη συρροή ὅμως ἔγινε ἀφορμή νά ἐγκαταλείψει τούς μαθητές του καί τό μονύδριο μετά ἀπό δέκα χρόνια περίπου, καί κατέλαβε τήν κορυφή βορειοδυτικά τοῦ ῾Ελικῶνος πού ἀπεῖχε δύο ὧρες ἀπό τό μονύδριο καί σήμερα ἀποκαλεῖται κελλί τοῦ ῾Οσίου. Στή μεμονωμένη αὐτή κορυφή ἄκουσε ἀπό τόν Δεσπότη Χριστό φωνή, ὁποία τόν ἐκαλοῦσε νά ἀφήσει τήν κορυφή ἐκείνη καί νά κατεβεῖ σέ μέρος ἐπίπεδο, γιά νά κτίσει ἐκεῖ μοναστήρι, ὥστε νά μποροῦν νά εὑρίσκουν πνευματικό καταφύγιο καί παρηγοριά ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη. ῾Ο ῞Οσιος ἄκουσε ἀμέσως τή φωνή τοῦ Κυρίου, κατέβηκε ἀπό τήν κορυφή, συγκέντρωσε τούς λίγους μαθητές του, πού εἶχε κάποτε ἀφήσει, ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπό αὐτούς, γιά νά εὕρει τήν πνευματική του συχία, καί ἄρχισε νά κτίζει μοναστήρι. Λόγῳ ὅμως τῆς τραχύτητος τοῦ ἐδάφους καί τῆς ἀνήλιαγης θέσεως πού ἐπέλεξε ὁ ῞Οσιος γιά νά τό κτίσει, ἐμφανίζεται σέ αὐτόν ῾Υπεραγία Θεοτόκος καί τόν διατάζει νά ἀφήσει αὐτή τήν οἰκοδομή ὡς ἀκατάλληλη γιά τίς ἀνάγκες τῶν μεταγενεστέρων, καί νά κτίσει ἄλλο στή θέση ἐκείνη πού ὑπάρχει τό χωριό Δομπός. ῾Ο ῞Οσιος ἐκπληρώνοντας τή διαταγή τῆς Θεοτόκου, ἔρχεται στό χωριό καί πείθει τούς κατοίκους νά ἀφήσουν τίς καλύβες τους καί τόν τόπο τους καί νά ἀποικήσουν σέ ἄλλο μέρος, ἀφοῦ λάβουν τό ἀντίτιμο τῆς ἰδιοκτησίας τους.
Μετά τήν ἀγορά τῆς τοποθεσίας αὐτῆς τῶν Δομποϊτῶν, μετέβη ὁ ῞Οσιος στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀφοῦ ἔλαβε τήν ἄδεια ἀπό τόν Πατριάρχη, ὁποία σώζεται μέχρι σήμερα, ἄρχισε να ἀνεγείρει ναό σταυροπηγιακό στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί μοναστήρι, σύμφωνα μέ τή διαταγή πού ἔλαβε ἀπό τή Θεοτόκο. ᾿Αλλά ὁ μισόκαλος διάβολος θέλοντας νά ματαιώσει τό θεάρεστο αὐτό ἔργο, σπείρει ζιζάνια στίς καρδιές κάποιων ἀνθρώπων καί τούς ὁδηγεῖ να τόν διαβάλουν ὡς ἄνθρωπο ραδιοῦργο καί ἀπατεώνα στόν ἀλλόθρησκο ἄρχοντα τῆς Λιβαδειᾶς, λέγοντας ὅτι κάποιος ραδιοῦργος καλόγερος ἔπεισε μέ πονηρό τρόπο καί ἀπομάκρυνε τούς κατοίκους ἀπό τήν ἰδιοκτησία τους ἀντί εὐτελέστατης χρηματικῆς ἀποζημιώσεως. Μόλις ἄκουσε ὁ ἄρχοντας ἐξεμάνη κατά τοῦ ῾Οσίου καί ἔστειλε τρεῖς Τούρκους στρατιῶτες να ὁδηγήσουν αὐτόν δεμένο στή Λιβαδειά, γιά νά λάβει τήν πρέπουσα τιμωρία. ᾿Αφοῦ ἔφθασαν λοιπόν οἱ ἀπεσταλμένοι στρατιῶτες ἀπό τή Λιβαδειά στό μέρος στό ὁποῖο ἐργαζόταν ὁ ῞Οσιος, τόν ἔβρισαν χυδαῖα καί τοῦ κατάφεραν στό κεφάλι μεγάλο κτύπημα, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἔμεινε μιθανής. Μέ τό κτύπημα ἐσχίσθηκε τό κεφάλι του σέ μεγάλο μέρος, ὅπως φαίνεται τό σημεῖο σήμερα ἐπάνω στήν ἁγία Κάρα. ᾿Αφοῦ ὁ ῞Οσιος συνῆλθε λίγο τόν ἔδεσαν καί ἀνεχώρησαν μαζί του γιά τή Λιβαδειά, ἐκπληρώνοντας τή διαταγή τοῦ ἀρχηγοῦ τους. Καθ᾿ ὁδόν, ἐπειδή τοποθεσία ἦταν ἄνυδρη, οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ ἐδίψασαν καί δέν εὑρῆκαν νερό, διασπάρθηκαν στή θέση Παμπλούκι, μία ὥρα μακριά ἀπό τό μέρος πού εἶχαν ἀναχωρήσει. ᾿Επειδή δέν εὑρῆκαν νερό, ἐπιτέθηκαν πάλι ἐναντίον του καί ἀπειλοῦσαν νά τόν φονεύσουν, γιατί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὑπέφεραν δίψα καί κόπους καί ἐκινδύνευαν νά πεθάνουν στην ἄνυδρο αὐτή ἔρημο. ᾿Αλλά ὁ ῞Οσιος, ἄν καί ἦταν καταβεβλημένος ἀπό τό δριμύ πόνο καί τίς κακώσεις καί ὑπέφερε ὑπερβολικά ἀπό τήν πληγή, τήν ὁποία τοῦ ἐδημιούργησαν οἱ ἄσπλαχνοι αὐτοί στρατιῶτες, δέν ἀγανάκτησε ἐναντίον αὐτῶν, δέν ἐμνησικάκησε γιά τή σκληρότητα καί τήν ἀπανθρωπιά. ᾿Εζήτησε λοιπόν ἄδεια ἀπό τούς Τούρκους νά προσευχηθεῖ στόν Θεό, ἔλαβε τήν ἄδεια, ἐλευθερώθηκε ἀπό τά δεσμά, ἐγονάτισε καί προσευχήθηκε στόν Κύριο, γιά νά ἐξάγει νερό ἀπό ἐκεῖνο τό σκληρό τόπο. Μετά τήν προσευχή, ἐκτύπησε τή ράβδο του στόν τόπο ἐκεῖνο στόν ὁποῖο ἔχυσε πηγές δακρύων, καί ὤ τοῦ θαύματος! ἐξῆλθε νερό γλυκό καί διαυγές, τό ὁποῖο ἀναβρύζει μέχρι σήμερα καί ἀπό τό ὁποῖο ὅλοι οἱ διαβάτες πίνοντας δοξάζουν τόν Θεό, ἐνθυμούμενοι τό ἐξαίσιο θαῦμα.
᾿Αφοῦ οἱ Τοῦρκοι ἤπιαν ἀπό τό νερό αὐτό καί κατέσβεσαν τή δίψα τους, ἐξεκίνησαν πάλι τήν ὁδοιπορία τους, δείχνοντας σεβασμό στόν ῞Οσιο καί μετάνοια γιά ὅσα κακά προξένησαν σέ αὐτόν, γιατί ἀπό τό θαῦμα ἐπείσθηκαν ὅτι ὁ συνοδός τους δέν ἦταν τέτοιος πού κατηγοροῦσαν. Τήν πεποίθηση αὐτή τήν ἐπιβεβαίωσε καί ἄλλο θαῦμα τοῦ ῾Αγίου· κατά τή διαδρομή ἐπετοῦσαν ἄγρια περιστέρια, τά ὁποῖα οἱ Τοῦρκοι ἤθελαν νά σκοτώσουν πυροβολώντας τα. ᾿Αλλά ἄν καί πολλά ὅπλα ἄδειασαν ἐναντίον τους, δέν σκότωσαν κανένα περιστέρι. Τότε ὁ ῞Οσιος εἶπε σέ αὐτούς νά σταματήσουν νά πυροβολοῦν καί αὐτός θά μπορέσει νά δώσει σέ αὐτούς ζωντανά τά περιστέρια. Πράγματι, προσευχήθηκε, ἅπλωσε τά χέρια καί ἔπιασε τρία περιστέρια, δίνοντας ἕνα σέ κάθε Τοῦρκο. Οἱ Τοῦρκοι βλέποντας αὐτό τό θαῦμα ἐξεπλάγησαν καί ἄφησαν τόν ῞Οσιο ἐλεύθερο νά πάει στό ἔργο του καί νά κάνει ὅ,τι θέλει καί ὅ,τι τόν διατάξει ὁ Θεός. ῾Ο ῞Οσιος Σεραφείμ πῆγε στή μονή καί εὑρῆκε τούς μαθητές του νά εἶναι ἀπαρηγόρητοι ἐξ αἰτίας τῆς ἀπώλειας τοῦ διδασκάλου καί προστάτου τους. Τούς ἐνεθάρρυνε λέγοντας ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νά ὁλοκληρώσουν τό ἔργο πού ἐξεκίνησαν καί τούς προέτρεψε νά δοξάσουν τόν Θεό.
Σέ σύντομο λοιπόν χρονικό διάστημα τό ἔργο ἐτελείωσε, φήμη τοῦ ῾Οσίου ἐξαπλώθηκε ταχύτατα στήν περιοχή, ὥστε ἄγονη καί τραχεία ἔρημος τοῦ Δομποῦ ἔγινε πόλη μουσόφιλη καί εὔανδρη, καθώς συνέρρευσαν ἄνδρες ἀρετῆς καί παιδείας. Τόσο μεγάλη ἦταν συρροή στό μοναστήρι τοῦ ῾Οσίου Σεραφείμ ὅσων ποθοῦσαν τή μοναδική πολιτεία καί τήν ἄσκηση τῶν πνευματικῶν ἀγώνων, ὥστε τό μοναστήρι ἦταν ἀνεπαρκές γιά τόν ἀριθμό τῶν ἐπισκεπτῶν καί τῶν πνευματικά ἀνήσυχων. ᾿Αποχωροῦσαν λοιπόν ἀπό τή μονή καί ἔμεναν στήν ἔρημο συγγράφοντας καί ἐξασκώντας τούς κανόνες τῆς μοναδικῆς πολιτείας.
Μετά τήν παρέλευση τριῶν ἐτῶν, ἔφθασε ὁ καιρός κατά τόν ὁποῖο ὁ ῞Οσιος Σεραφείμ ἔμελλε νά ἐγκαταλείψει τόν κόσμο αὐτό καί νά ἀποχωρήσει γιά τήν οὐράνια πατρίδα, μέ σκοπό νά λάβει ἀπό τόν Θεό τήν ἀμοιβή τῶν διηνεκῶν κόπων του, τούς ὁποίους κατέβαλε στή γῆ γιά δοξολογία τοῦ θείου Αὐτοῦ ᾿Ονόματος. ῞Οταν προεῖδε τό χρόνο τῆς τελειώσεως τοῦ βίου του, ἐκάλεσε τούς ἀγαπημένους του μαθητές καί μέ γλυκιά φωνή τούς ἔδωσε συμβουλές νά μήν ξεχνοῦν τά διδάγματά του, νά μήν ἐγκαταλείψουν τόν πνευματικό ἀγώνα, τήν προσευχή, ἀλλά καί τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ὀλιγάρκεια, μιμούμενοι τόν Σωτῆρα Χριστό πού ἐταπεινώθηκε πάνω στό Σταυρό γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τούς ἐζήτησε μάλιστα νά τόν ἐνταφιάσουν στό παλαιό μοναστήρι πού τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ῾Υπεραγία Θεοτόκος, γιά νά μείνει ἄγνωστη τοποθεσία τῆς ταφῆς καί νά μή συρρέει κόσμος. Μετά τά λόγια αὐτά προσευχήθηκε γιά τελευταία φορά στόν Θεό, εὐλόγησε τούς πολλούς μαθητές του καί παρέδωσε τό πνεῦμα πρός τόν Θεό καί Πλάστη, τόν ῾Οποῖο ἐπόθησε ἀπό τή βρεφική λικία καί ἀκολούθησε μέ αὐταπάρνηση.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ ῾Οσίου παρέλαβαν μέ εὐλάβεια οἱ μαθητές του τό καταπονημένο ἀπό τήν ἄσκηση σῶμα καί τό μετέφεραν στόν τόπο, πού ὑπέδειξε ὁ ῞Οσιος, ὅσο ἐζοῦσε. ᾿Εκεῖ κάποιος μοναχός ταγμένος ἀπό τήν ἀδελφότητα ἐφύλαττε γιά δύο ὁλόκληρα χρόνια τό θεῖο αὐτό θησαυρό, γιά νά μή συληθεῖ ἀπό κανένα ἱερόσυλο, φόβος πού ὁδήγησε στήν ταχεία ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Γιατί καί κάτω ἀπό τή γῆ ὁ Κύριος δέν ἄφησε τόν ῞Οσιο χωρίς μαρτυρία, καθώς θεῖο φῶς ἀπό τόν οὐρανό ἐφώτιζε τόν τάφο του καί ὁδηγοῦσε πολλούς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔπεφταν στον τάφο καί ἐζητοῦσαν τή βοήθεια τοῦ ῾Οσίου.
Μετά τή συμπλήρωση δύο χρόνων, ἔγινε ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ῾Οσίου Σεραφείμ πού ἀνέβλυζαν εὐωδία καί μεταφέρθηκαν ἀπό τό παλαιό μοναστήρι στό διατηρούμενο τώρα μοναστήρι καί κατατέθηκαν μέσα στόν ἱερό ναό ὡς κειμήλιο ἱερό καί θησαυρός ἀδάπανος τοῦ μοναστηριοῦ, τό ὁποῖο ἵδρυσε ὁ ῞Οσιος μέ πολλούς κόπους καί μόχθους πρός δόξαν Θεοῦ καί ψυχική ὠφέλεια τῶν Χριστιανῶν.
῾Ο ῞Αγιος ἐκοιμήθηκε, σέ λικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν τό 1602, κατά τήν μέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, καί ὥρα 6η τῆς μεσημβρίας.
† Τῆ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Ιώβ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιώβ τοῦ Ποτσάεφ, κατά κόσμον ᾿Ιωάννης Τσέλεζο, ἐγεννήθηκε περί τό 1550 στό Γκαλισίν τῆς Ρωσίας. Σέ λικία δώδεκα ἐτῶν ἐμόνασε στή Λαύρα τοῦ Ποτσάεφ, στήν Οὐκρανία, τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε γούμενος τό 1597. Διακρίθηκε γιά τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς ᾿Ορθοδοξίας κατά τήν κρίσιμη περίοδο μετά τή Σύνοδο τῆς Βρέστης (1596) μέ τήν ὁποία ἐδημιουργήθηκε Οὐνία. Μέ τό τεράστιο γιά τήν ἐποχή του ἔργο ἐστήριξε τήν ᾿Ορθοδοξία στήν Βολυνία.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Ιώβ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1651. ῾Η ᾿Εκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη του στίς 28 Αὐγούστου καί στίς 28 ᾿Οκτωβρίου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός,
ἐλέησον μᾶς. ᾿Αμήν.
|