Οι άγγελοι και η Ιεραποστολή
Ηλία Βουλγαράκη (Πάντα τα έθνη, Τεύχος 31, γ΄ Τρίμ. 1989, σελ. 23 - 24)
Σε ένα από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού μας κάναμε λόγο για το υποκείμενο της ιεραποστολής. Είπαμε τότε ότι διακρίνεται σε κύριο και σε δευτερεύον. Το κύριο, σύμφωνα και με το νόημα που έχει η λέξη, είναι εκείνο που κατεξοχήν επιτελεί το έργο της ιεραποστολής. Κι αυτό είναι ο Τριαδικός Θεός. Το δευτερεύον, σύμφωνα και πάλι με το νόημα της λέξεως, είναι εκείνο που συντρέχει την ιεραποστολή κατά ένα τρόπο, που θα τον ονομάζαμε, υποβοηθητικό. Το υποκείμενο αυτό είναι ο λαός του Θεού, δηλαδή η Εκκλησία και τα μέλη της.
Σε αυτό το δευτερεύον υποκείμενο ανήκουν και τα λειτουργικά πνεύματα του Θεού, δηλαδή οι άγγελοι. Ίσως μερικοί να απορήσουν. Καταρχήν η συναρίθμηση αυτή γίνεται σε αναφορά με την ιεραποστολή και όχι με άλλα δεδομένα, όπως για παράδειγμα τη δημιουργία των αγγέλων σε σχέση με τη δημιουργία των ανθρώπων και αντίστοιχα την ανάμεσά τους διαφορά ως προς την υποστατικότητά τους, την ηθική τελείωσή τους, τα καθήκοντά τους και άλλα ανάλογα. Κατά δεύτερο λόγο δεν πρέπει να ξεχνούμε, ότι τόσο οι άγγελοι όσο και οι άνθρωποι, αλλά ακόμη και η υπόλοιπη κτίση, είναι δημιούργημα του Θεού. Με άλλα λόγια η μεταξύ τους σχέση είναι πολύ πιο στενή από τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα δημιουργήματα, είτε ως σύνολο, είτε το καθένα τους ξεχωριστά, και το Θεό. Για τους λόγους αυτούς εντάσσονται οι άγγελοι στο δευτερεύον υποκείμενο της ιεραποστολής.
Οι άγγελοι και ο κόσμος
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας οι άγγελοι, όπως αργότερα και οι άνθρωποι, δημιουργήθηκαν από τον Θεό με κίνητρα την «εκστατική» αγάπη Του για να συμμεριστούν και άλλα όντα τη μακαριότητά Του. Οι άγγελοι, αναγνωρίζοντες ο δώρημα αυτό του Θεού, Τον δοξολογούν και συγχρόνως προσφέρονται πρόθυμα, τόσο από ευγνωμοσύνη, όσο και για τη δική τους πρόοδο προς την ατέλεστη τελειότητα και πάνω απ' όλα από αγάπη, να υπηρετούν τον ανενδεή Θεό.
Η σχέση των αγγέλων με την υπόλοιπη κτίση αρχίζιε από τη στιγμή της δημιουργίας της: «Ότε εγενήθησαν άστρα ήνεσάν με φωνή μαγάλη πάντες άγγελοί μου» (Ιώβ 38,7). Όταν αργότερα, ως απώτερη συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος, διαμορφώθηκαν τα έθνη (Γεν. 10, 8-10 και Γεν. 10, 1-32), ο Θεός κατέστησε σε κάθε έθνος άγγελο προστάτη. Η άποψη αυτή διδάχτηκε αρκετά νωρίς από διάφορους χριστιανούς Συγγραφείς, όπως τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα (ΒΕΠ 8, 238, 39 8,246,26), Ιππόλυτο (ΒΕΠ 6, 62,27), Ωριγένη (GCS 6, 220, 14 7,86,18) και Μ. Βασίλειο (ΒΕΠ 52, 221, 10). Στηρίχθηκε δε σε διάφορα χωρία της Π. Διαθήκης και της Καινής, όπως στο Δευτερονόμιο 32, 8: «ότε διεμέριζεν ο ύψιστος έθνη, ως διέσπειρε υιούς Αδάμ, έστησαν όρια εθνών κατά αριθμόν αγγέλων Θεού...», στην όραση Δανιήλ 10, 13 και 10, 20-21 και στην Αποκάληψη 9, 14. Διδάχθηκε επίσης ότι παράλληλα με τα έθνη υπάρχουν επίσης προστάτες άγγελοι και για τις πόλεις (Ωριγένης GCS 7, 84, 21).
Εκτός από τους αγγέλους των εθνών η Εκκλησία μας διδάσκει ότι υπάρχουν κατ' αντιστοιχία και άγγελοι στους οποίους έχει ο Θεός διαπιστευτεί την προστασία και φροντίδα των κατά τόπους Εκκλησιών. Τη διδασκαλία αυτή, που είναι κτήμα της παραδόσεώς μας, τη συναντάμε ήδη διαμορφωμένη στους αρχαίους εκκλησιαστικούς Συγγραφείς, όπως στον Τερτυλλιανό (CCSL ΙΙ 1093 και 1310), τον Ωριγένη (GCS 5, 95, 1 7,34, 21) και το Μεθόδιο Ολύμπου (GCS 461, 15). Ο Ιππόλυτος, επίσης, παρομοιάζοντας σε κάποια περίπτωση, την Εκκλησία με καράβι, παραβάλλει τους ναύτες με τους αγγέλους (ΒΕΠ 6, 218, 7). Σε άλλη περίπτωση γίνεται λόγος ότι οι άγγελοι κατασκηνώνουν στην Εκκλησία (Κλήμ. Αλεξ. ΒΕΠ 8, 388, 1 και Ωριγένης ΒΕΠ 14, 321, 15). Τέλος ο Γρηγόριος Θεολόγος διδάσκει ότι κάθε Εκκλησία έχει τους δικούς της αγγέλους (ΒΕΠ 60, 126, 16), τους οποίους χαρακτηρίζει ως «Εφόρους», δηλ. επόπτες (ΒΕΠ 60, 134, 40).
Ένας αρχαίος χριστιανός προφήτης, στα μέσα του β΄ αιώνα, ο Ερμάς, διατείνεται, ότι, παράλληλα με τους αγγέλους των κατά τόπους Εκκλησιών, ο αρχάγγελος Μιχαήλ έχει αναλάβει την ευθύνη της συνόλου Εκκλησίας (ΒΕΠ 3, 81, 19).
Εκτός από τους αγγέλους των εθνών και των Εκκλησιών η παράδοση της Εκκλησίας διδάσκει ότι και κάθε χριστιανός έχει τον προσωπικό του φύλακα άγγελο. Η αφετηρία της παραδόσεως αυτής ανάγεται στη γνωστή διήγηση της Π. Διαθήκης για τον Τωβία (Τωβίτ 5,4) και στη μαρτυρία του προφήτη Ζαχαρία: «και είπεν προς με ο άγγελος ο λαλών εν εμοί» (1,9). Στη συνέχεια, συναντάμε ανάλογες μαρτυρίες στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου 18,10: «Οράτε μη καταφρονήσετε ενός των μικρών τούτων· λέγω γαρ υμίν ότι οι άγγελοι αυτών εν ουρανοίς δια παντός βλέπουσι το πρόσωπον του πατρός μου του εν ουρανοίς». Ακολουθεί το Πράξεων 12, 15, όπου γίνεται λόγος για τον άγγελο του απ. Πέτρου.
Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς Συγγραφείς ο ρόλος του αγγέλου, στον οποίο έχει εμπιστευτεί ο Θεός την ψυχή πιστού, είναι το «συνεργείν αυτού τη σωτηρία» (Ωριγένης ΒΕΠ 10, 244, 29). Το καθήκον αυτό διατυπώνεται με πολλούς τρόπους, όπως καλλιέργεια (Ωριγένης GCS 7, 81, 6 7, 81, 8), βοήθεια (Ωριγένης GCS 5, 13, 2 5, 251, 2 και 5, 181, 20) ή καθοδήγηση, και συμβουλή (Ωριγένης GCS 7, 194, 13).
Η συνέργεια για την προετοιμασία της σωτηρίας
Στο μακρό χρονικό διάστημα που διέρρευσε γενικά για την προετοιμασία της σωτηρίας, που συντελέστηκε με την ενανθρώπηση του Λόγου, οι άγγελοι χρησιμοποιήθηκαν από τον Θεό σε πολλές και διάφορες περιπτώσεις. Εδώ περιοριζόμαστε να υπενθυμίσουμε δυο από αυτές, που είναι οι πιο σημαντικές, και που συγχρόνως τις μνημονεύει και η Κ. Διαθήκη. Η πρώτη συνδέεται με το περιστατικό της φλεγόμενης βάτου στο όρος Χωρίβ, όπου ο Θεός, μέσω αγγέλου φανερώθηκε στο Μωυσή και τον κατέστησε «άρχοντα και λυτρωτήν» του εβραϊκού λαού (Πράξ. 7, 35 Εξόδ. 3,2). Η δεύτερη περίπτωση συνδέεται με τη διαθήκη του Σινά, όπου ο νόμος δόθηκε μέσω αγγέλων (Πράξ. 7, 53 Γαλ. 3, 19 Εβρ. 2,2 Βλ. Δευτ. 33,2).
Κατά τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα εκτός από την παραπάνω προετοιμασία των Εβραίων για να υποδεχθούν τον Μεσσία, υπήρξε και ένα άλλο είδος προετοιμασίας, αλλά τη φορά αυτή των Ελλήνων, μέσω της φιλοσοφίας, την οποία τους παρέδωσε ο Θεός «δια των υποδεέστερων αγγέλων» (ΒΕΠ 8, 246, 26).
Όταν τελικά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την ενανθρώπιση του Υιού του Θεού, οι άγγελοι έλαβαν ενεργό μέρος. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ ευαγγελίζεται στη Θεοτόκο τη γέννηση του Χριστού (Λουκ. 1,26-35). Σε ενύπνιο ειδοποιεί άγγελος τον Ιωσήφ να μη διαλύσει τον αρραβώνα του με τη Μαρία (Ματθ. 1,20). Κατά τη γέννηση του Χριστού άγγελος πληροφορεί το γεγονός στους ποιμένες (Λουκ. 2,9), ενώ συγχρόνως ένα πλήθος αγγέλων δοξολογούν τον Θεό (Λουκ. 2,13). Άγγελος πάλι σε ενύπνιο ειδοποιεί τον Ιωσήφ να αναχωρήσει στην Αίγυπτο (Ματθ. 2,13) και, αργότερα, να επιστρέψει (Ματθ. 2,19). Στη συνέχεια άγγελοι διακονούν το Χριστό στους πειρασμούς Του (Ματθ. 4,11· Μαρκ. 1,13), και, αργότερα, αναγγέλλουν την ανάστασή Του (Ματθ. 28,5).
Οι άγγελοι όταν άρχισε οι διάδοση του Ευαγγελίου
Αρχίζουμε με ένα λόγο του ιδίου του Χριστού που διαδηλώνει το μεγάλο ενδιαφέρον των αγγέλων για τη σωτηρία των ανθρώπων:...χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενι αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. 15,10). Το ενδιαφέρον αυτό το βλέπουμε και στην έντονη συμμετοχή τους στο έργο της ιεραποστολής.
Καταρχήν σημειώνουμε μερικές απόψεις του Ωριγένη για το ρόλο των αγγέλων στην ιεραποστολή. Ο Ωριγένης, λοιπόν, τονίζει ότι ο «Ιησούς πέμπει ου μόνον αγίους, αλλά και αγίους και αγγέλους· και πέμπει με τους δια το αποστέλλεσται υπ' αυτού, αποστόλους ονομαζόμενους» (ΒΕΠ 12,310,5). Ο ίδιος σε άλλη περίπτωση παραβάλλει τους αγγέλους με ιατρούς: «Ιατροί δε άγγελοι, υπό τον μέγαν όντες ιατρόν τον Θεόν και θεραπεύσαι τους πειθομένους εθέλοντες» (ΒΕΠ 11,172,8). Αλλού παρομοιάζει τους αγγέλους με καλλιεργητές, των οποίων ο αγρός είναι οι καρδιές των ανθρώπων (GCS 7,86,6). Υποστηρίζει, τέλος, ότι η ιεραποστολή στους Εβραίους ανατέθηκε, μετά την απομάκρυνση των αποστόλων από την Ιουδαία, στους αγγέλους (ΒΕΠ 11,220,18).
Στη συνέχεια συγκεντρώνουμε τις πληροφορίες που μας προσφέρει η Κ. Διαθήκη για τη δράση των αγγέλων στην ιεραποστολή και τις παραθέτουμε σε νοηματικές ενότητες. Στη πρώτη περιλαμβάνουμε τις περιπτώσεις που ενεργούν οι άγγελοι είτε ως εντολείς, είτε ως μεταφορείς εντολών. Έτσι έχουμε τον άγγελο που είπε στο Φίλιππο να πάει στο δρόμο που συνδέει τα Ιεροσόλυμα με τη Γάζα, γεγονός που εξελίχθηκε σε μεταστροφή του Αιθίοπα (Πράξ. 8,26). Στην Καισάρεια, ώρα τρεις το μεσημέρι, εμφανίζεται άγγελος σε όραμα στον απ. Παύλο και τον πληροφορεί για το αίσιο τέλος του ταξιδιού (Πράξ. 27,23).
Στη δεύτερη ενότητα αναφερόμαστε σε συγκεκριμένες ενέργειες των αγγέλων. Όταν οι αρχιερείς των Ιουδαίων φυλάκισαν τους αποστόλους, επειδή κήρυτταν και θαυματουργούσαν, «άγγελος Κυρίου» άνοιξε την πόρτα της φυλακής και τους έβγαλε έξω, λέγοντάς τους: «πορεύσθε, και σταθέντες λαλείτε εν τω ιερώ τω λαώ πάντα τα ρήματα της ζωής ταύτης» (Πράξ. 5,19). Όταν αργότερα ο Ηρώδης κήρυξε διωγμό κατά της Εκκλησίας και φόνευσε τον απ. Ιάκωβο, φυλάκισε και τον απ. Πέτρο. Τη νύχτα «άγγελος Κυρίου» ξύπνησε τον απ. Πέτρο που κοιμόταν και τον οδήγησε έξω από τη φυλακή, χωρίς να το αντιληφθούν οι φύλακες (Πράξ. 12,7). Τέλος, μια ημέρα που ο Ηρώδης ντυμένος τη βασιλική του στολή αγόρευε, το πλήθος τον επευφημούσε, λέγοντας: «Θεού φωνή και ουκ ανθρώπου». Επειδή ο Ηρώδης δεν αντέδρασε αρνητικά στα λόγια αυτά, αλλά δέχτηκε να δοξάζεται ως Θεός, «άγγελος Κυρίου» τον έρριξε σε ξαφνική αρρώστια, ώστε να γεμίσει το σώμα του σκουλήκια και να πεθάνει (Πράξ. 12,23).
Η τελευταία ενότητα αφορά τα έσχατα. Σύμφωνα με την Αποκάλυψη ο αρχάγγελος Μιχαήλ με τους αγγέλους του θα συγκρουστεί με το διάβολο και τους δικούς του και θα πετάξει από τον ουρανό στη γη (12,7). Τέλος ένας άγγελος πετώντας μεσουρανίς θα ευαγγελιστεί σε όλους τους κατοίκους της γης «ευαγγέλιον αιώνιον», εξαγγέλλοντάς τους: «φοβήθητε τον Θεόν και δότε αυτώ δόξαν, ότι ήλθεν η ώρα της κρίσεως αυτού, και προσκυνήσατε τω κτήσαντι τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πηγάς υδάτων» (Αποκ. 14,7).
Από τα παραπάνω έργο των αγγέλων υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων γενικά, αλλά και από την άμεση συμβολή τους στην ιεραποστολή προβάλλει σε μας ένα μεγάλο παράδειγμα για μίμηση. Και το παράδειγμα αυτό γίνεται πιο μεγάλο, αν αναλογιστούμε, ότι οι άγγελοι, σε αντίθεση με μας, δεν έχουν καμιά ευθύνη για το προπατορικό αμάρτημα στο οποίο έπεσαν οι πρωτόπλαστοι. Κι όμως οι άγγελοι, παραβλέποντας άκαιρους καταλογισμούς ευθυνών στους ανθρώπους, δόθηκαν, δίνονται και θα δίνονται και θα δίνονται για το μέγα έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, ως έκφραση της αγιότητάς τους που έχει τελειωθεί στην αγάπη. Την αγάπη εκείνη που έφερε τον Θεό στη γη και οδήγησε τους αποστόλους στην οικουμένη. Την ίδια εκείνη αγάπη που κινεί τους σύγχρονους ιεραποστόλους να ευαγγελίζονται τη σωτηρία. |