H ΣΥΝΗΘΕΙΑ
Ηλία Βουλγαράκη ( Πάντα τα έθνη, Τεύχος 23, γ΄ Τρίμηνο 1987, σελ. 3 - 5)
Ένα σοβαρό εμπόδιο της ιεραποστολής
Όταν κανείς στοχάζεται την ιεραποστολή και τις προσπάθειες των ιεραποστόλων για να φέρουν τους ανθρώπους στη σωτηρία του Χριστιανισμού, πασχίζει να φέρει στο νου του τις μεγάλες δυσκολίες που συναντάνε στην εκτέλεση του ευλογημένου έργου τους. Συλλογιέται συνήθως τις κλιματολογικές συνθήκες, τα αφιλόξενα μέρη, τους λογής - λογής κινδύνους από το περιβάλλον, τους τοπικούς άρχοντες , την αντίδραση των μη χριστιανών ιερέων, την αμορφωσιά και τις συνθήκες διαβιώσεως των ιθαγενών, τη δουλεία στα πάθη τους κι ίσως ακόμη τη σκληρή πολεμική από τη μεριά του διαβόλου.
Όλα τα παραπάνω και ανάλογα με τις εποχές , το περιβάλλον και τις καταστάσεις και τις χρονικές και τοπικές συνήθειες είναι πολύ σωστά. Το πιο σωστό απ' όλα, το πιο αληθινό και το πιο μόνιμο είναι το τελευταίο, δηλαδή η αρνητική παρουσία και παρέμβαση του διαβόλου. Ωστόσο εκτός από τα παραπάνω εμπόδια υπάρχουν και πολλά άλλα, που αν επιχειρήσει κανείς να τα απαριθμήσει, θα έφτιαχνε ένα μακρύ κατάλογο. Ανάμεσα σ' αυτά, εκείνο που λιγότερο ίσως θα εντυπωσίαζε τον αναγνώστη του καταλόγου και θα του συγκρατούσε την προσοχή του, θα ήταν η λέξη «Συνήθεια».
Κι όμως κάτω από αυτή τη μικρή λέξη κρύβεται ένα από τα πιο ουσιαστικά εμπόδια της ιεραποστολής. Αποτελεί μάλιστα ένα εμπόδιο που δεν αναφέρεται ή σχετίζεται με προβλήματα εξωτερικά ή της περιφέρειας της ιεραποστολής, αλλά με το ίδιο της το κέντρο, δηλαδή με τον άνθρωπο προς τον οποίο απευθύνεται το κήρυγμα της επιστροφής.
Ο όρος «συνήθεια» και το νόημά του
Στο πέρασμα από το δεύτερο προς τον τρίτο μ.Χ. αιώνα, τότε που ο Χριστιανισμός έδινε με επιτυχίες τη μάχη του για τη διάδοση του Ευαγγελίου, ζούσε στην Καρχηδόνα της Β. Αφρικής ένας φλογερός χριστιανός, μαχητής και υπέρμαχος του Χριστιανισμού, ο Τερτυλλιανός. Σε ένα από τα πρώτα έργα του που συνέταξε το 197 - ονομάζεται Ad Nationes - απαριθμεί τα εμπόδια της ιεραποστολής. «Εναντίον αυτών, λοιπόν, είναι το έργο μας: εναντίον των θεσμών των προγόνων, εναντίον του κύρους των απόψεων που παραδέχονται όλοι, εναντίον των νόμων των κυριάρχων και των επιχειρημάτων των σοφών, εναντίον της παλαιότητας (εννοεί την παράδοση), της συνήθειας, της ανάγκης, εναντίον των παραδειγμάτων, των τεράτων και σημείων...» ( CSL I , 41).
Αν προσέξουμε τα εμπόδια που σημειώνει ο Τερτυλλιανός, μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δύο περίπου βασικές κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι «θεσμοί των προγόνων», «το κύρος των απόψεων που παραδέχονται όλοι», η «παλαιότητα», η «συνήθεια» και το «παράδειγμα». Στην άλλη κατηγορία ανήκουν οι «νόμοι», τα «επιχειρήματα των σοφών», η «ανάγκη» και τα «τέρατα και σημεία». Η πρώτη κατηγορία έχει μεγάλη εννοιολογική ενότητα, γιατί τα εμπόδια που συγκεντρώνει αφορούν, γενικά, πράγματα που έχουν καθιερωθεί από τη χρήση και αποτελούν παράδοση ή με άλλα λόγια έθος. Με το γενικό, λοιπόν, όρο «συνήθεια» εννοούμε όλα τα παραπάνω. Είναι αυτά που βιώνουν οι άνθρωποι από χρόνια πολλά, που τα αποδέχονται δίχως κριτικό έλεγχο για το αν είναι σωστά ή όχι, που τα επαναλαμβάνουν συχνά, που τα αγαπούν, που αποτελούν με λίγα λόγια έναν άγραφο νόμο πιο ισχυρό κι από τους νόμους της πολιτείας. Η δεύτερη κατηγορία είναι ένα άθροισμα ετερόκλητων εμποδίων, που το σημείο συνδέσεως τους οφείλεται στο γεγονός και μόνο ότι αποτελούν εμπόδια.
Συγκρίνοντας την πρώτη και τη δεύτερη κατηγορία παρατηρούμε δύο χαρακτηριστικές διαφορές. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει σε σχέση με τη δεύτερη περισσότερα εμπόδια. Επίσης ένα μέρος από τον Τερτυλλιανό ως πρώτα. Από τις δύο και μόνο αυτές διαφορές βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα για το πόση σημασία είχαν τα εμπόδια αυτά για τον Τερτυλλιανό. Με άλλα λόγια ότι η «συνήθεια» ήταν από την άποψη βαρύτητας ένα από τα πιο σοβαρά εμπόδια που είχε τότε να αντιμετωπίσει το ιεραποστολικό κήρυγμα.
Την άποψη αυτή συμμερίζεται απόλυτα ένας γνωστός σύγχρονος γάλλος μελετητής της ιστορίας της αρχαίας Εκκλησίας ο Γουστάβος Bardy , όταν γράφει ότι η δύναμη της συνήθειας «συνιστά... για μεγάλο αριθμό μη χριστιανών ένα σχεδόν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη μεταστροφή».
Το πρόβλημα στα παλαιά χρόνια
Από την εποχή των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων, απ' όπου έχουμε και την παραπάνω πληροφορία του Τερτυλλιανού, συναντάμε στα γραπτά των τότε εκκλησιαστικών συγγραφέων αρκετές πληρο-φορίες για τη «συνήθεια». Αξίζει μερικές από αυτές τις δημοσιεύσουμε, γιατί οι αρχαίοι χριστιανοί καταπιάστηκαν σοβαρά με το θέμα της συνήθειας σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε, κοντά στα άλλα, να προσπαθήσουν να ερμηνεύσουν τον τρόπο που δημιουργεί και ταυτόχρονα να συγκεντρώσουν ένα πλήθος από επιχειρήματα για να την καταπολεμήσουν.
Και πρώτα απ' όλα παραθέτουμε μερικές μαρτυρίες των χριστιανών συγγραφέων που μεταφέρουν τις απόψεις των μη χρι-στιανών για τη σημασία της συνήθειας. Ο απολογητής και μάρτυρας της πίστεως φιλόσοφος Ιουστίνος σημειώνει τον ισχυρισμό των μη χριστιανών ότι πρέπει «...τα παλαιά έθη... τηρείν» (ΒΕΠ. 3, 187, 20). Ο Ωριγένης μας παραδίδει την άποψη του εθνικού φιλοσόφου Κέλσου: «... δειν πάντας ανθρώπους κατά τα πάτρια ζήν...» (ΒΕΠ. 10, 37, 8). Ο Κλήμης Αλεξανδρέας, απευθυνόμενος στους μη χριστιανούς, λέει: «Αλλ' εκ πατέρων, φατέ, παραδεδομένον ημίν έθος ανατρέπειν ουκ εύλογον» (ΒΕΠ. 7, 62, 33). Σημειώνουμε ακόμη δύο μαρτυρίες που προέρχονται από μεταγενέστερη εποχή: «... τα μέγιστα ασεβεί, καταλιπών μεν τα πάτρια, αποκλίνας δε εις έθη βάρβαρα» (ΒΕΠ. 1, 101, 21). Με τη φράση «έθη βάρβαρα» εννοείται εδώ ο Χριστιανισμός. Τέλος: Ασεβείν μέλλομεν, εάν τα παραδοθέντα ημίν εκ πατέρων σεβάσματα κατά-λείψωμεν...» (ΒΕΠ. 1, 151, 38).
Όπως είπαμε και παραπάνω οι χριστιανοί προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο της «συνήθειας» για να το καταλάβουν οι ίδιοι για λογαριασμό τους και στη συνέχεια να εξηγήσουν στους μη χριστιανούς το λόγο που τους κάνει να δείχνουν τέτοια εμμονή στα πατροπαράδοτα. Επειδή ο χώρος δεν επιτρέπει να επεκταθούμε, πολύ, περιοριζόμαστε στο τελικό συμπέρασμα. Αιτία της συνήθειας και του ισχυρού δεσμού που συνδέει τον άνθρωπο με αυτή, με τρόπο μάλιστα τέτοιο ώστε να μην είναι πρόθυμος να την εγκαταλείψει ακόμη και στην περίπτωση που συναισθάνεται ότι αυτό που του αντιπροσφέρεται είναι πολύ ανώτερο από αυτό που έχει, είναι ο χρόνος. Δηλαδή η χρόνια επανάληψη των ίδιων πραγμάτων δημιουργεί τη συνήθεια και την καθιστά ακόμη πιο ισχυρή όσο σε πιο μικρή ηλικία εμφυτευτεί στον άνθρωπο.
Για το τελευταίο αυτό σημείο δίνουμε σε ελεύθερη μετάφραση ένα χαρακτηριστικό κείμενο που δείχνει την εξάρτηση των τότε ανθρώπων με την πολυθεΐα. «τα παιδιά μαθαίνοντας γράμματα με τη χρησιμοποίηση τέτοιων μύθων (δηλ. του αρχαιοελληνικού πανθέου) και έχοντας απαλή ακόμη την ψυχή τους, φυτεύουν στο νου τους τις κακές πράξεις των λεγομένων θεών. Έτσι με το μεγάλωμα της ηλικίας τα κακά σπέρματα που ρίχτηκαν στην ψυχή φέρνουν αποτέλεσμα... Σε ό,τι κανείς συνηθίζει από μικρό παιδί, σ' αυτό το ίδιο ευχαριστιέται να παραμένει. Για το λόγο αυτό η συνήθεια καταφέρνει να μην είναι πολύ κατώτερη από τη φύση με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να αλλάξουν τα κακά που μπήκαν από την αρχή στο παιδί και να μεταβληθούν σε καλά» (ΒΕΠ. 1, 103, 42 - 104, 8).
Τη διαπίστωση, τέλος, αυτή ομολογεί ανάμεσα σε άλλους και ο Ωριγένης, ενώ συγχρόνως ισχυρίζεται ότι από αυτή την κακής μορφής συνήθεια πάσχει η ανθρώπινη φύση. Να ακριβώς τι λέει: « ... Ότι κάτι τέτοιο έπαθε η ανθρώπινη φύση -είναι φανερό γι' αυτούς που έχουν μυαλό- (φαίνεται από το γεγονός) ότι αυτοί που συνδέθηκαν με κακές παραδόσεις από μέρους των πατέρων τους ή άλλων πολιτών δεν αλλάζουν εύκολα. Δεν είναι πολύ εύκολο να πείσεις έναν Αιγύπτιο να περιφρονήσει κάτι που παρέλαβε από τους προγόνους του, ώστε να μη θεωρεί για θεό αυτό το ζώο ή να μην αποφεύγει μέχρι το θάνατό του να φάει κρέας του άλλου ζώου» (ΒΕΠ. 9, 107, 18).
Από τα παλαιά χρόνια μέχρι σήμερα
Για τη μεγάλη αυτή χρονική περίοδο δεν θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα επειδή από τη μία μεριά θέλουμε να συγκεντρώσουμε λίγο περισσότερο τη σκέψη μας στο σήμερα, και από την άλλη νομίζουμε ότι η περίοδος αυτή έχει, σε σχέση με τη συνήθεια, πολλά κοινά με τη χριστιανική εποχή των τριών πρώτων αιώνων. Εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό παρουσιάζονται μόνο όταν ο εκχριστιανισμός μιας χώρας έχει προχωρήσει και η διδασκαλία του έχει γίνει λίγο-πολύ οικεία και στους μη χριστιανούς. Με άλλα λόγια έχει κατά έναν τρόπο περάσει ασυνείδητα στην παράδοσή τους, ώστε να τους κάνει να μην την θεωρούν τόσο ξένη όσο όταν πρωτακούστηκε. Στην περίπτωση επίσης που ο Χριστιανισμός έχει αρχίσει σαφώς να επικρατεί, η δύναμη της συνηθείας υποχωρεί, μπροστά σε άλλες ψυχολογικές παρορμήσεις των ανθρώπων. Η πιο βασική είναι, πέρα από κάθε αξιολογική εκτίμηση αν και κατά πόσον είναι επιτρεπτή ηθικά ή όχι, η επιθυμία του ανθρώπου να βρίσκεται με τη μερίδα του νικητή, κάτι που δεν αποτελεί μόνο μία απλή ικανοποίηση, αλλά συχνά κρύβει ιδιοτέλεια και κάθε λογής συμφεροντολογικούς υπολογισμούς. Η ίδια επίσης ψυχολογική παρό-ρμηση που κάνει τη συνήθεια να υποχωρεί παρατηρείται και στις περιπτώσεις εκείνες που συντελούνται θαυματουργικά γεγονότα ή καταστροφές από μέρους των ιεραποστόλων τόπων λατρείας ειδωλικών θεοτήτων. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις μαρτυρούν τη δύναμη και τη νίκη του Χριστιανισμού.
Το πρόβλημα στην εποχή μας
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τ σύνδρομο της συνήθειας αποτελεί συνοδοιπόρο του ανθρώπου κάθε εποχής και εκδηλώνεται όχι μόνο σε θέματα θρησκείας αλλά σ' ένα ολόκληρο πλήθος από περιπτώσεις του ανθρώπινου βίου. Ο καθένας μας από μόνος του για τον εαυτό του, για τον διπλανό του και για το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει μπορεί να απαριθμήσει τέτοιες περιπτώσεις. Ωστόσο είναι επίσης γεγονός ότι η συνήθεια, και κυρίως η ένταση της, συνδέεται και εξαρτάται από ορισμένους παράγοντες. Τέτοιοι είναι η ηλικία, ο τόπος ζωής, δηλαδή αν ζει κανείς σε απόμακρα μέρη ή σε πολυσύχναστα, και ο τρόπος ζωής, δηλαδή αν ζει κανείς σε κλειστά κοινωνικά περιβάλλοντα ή σε ανοικτά.
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις μπορούμε να πούμε ότι και σήμερα η συνήθεια, τόσο ως κάτι το γενικό όσο και ως εμπόδιο για την ιεραποστολή, παρουσιάζεται με περισσότερη έμφαση σε κλειστές κοινωνίες. Δηλαδή σε κοινωνίες που είναι σε απόμακρες ή απρόσιτες περιοχές της γης ή σε κοινωνίες που για θρησκευτικούς, ιδεολογικούς, πολιτικούς ακόμη και ψυχολογικούς δεν είναι ανοιχτές σε διάλογο. Ίσως εδώ είναι χρήσιμο να γίνει η διευκρίνιση ότι οι κοινωνίες αυτές δεν σχετίζονται με τις κοινωνίες εκείνες που από τους ίδιους λόγους δεν επιτρέπουν καθόλου την ιεραποστολή. Στις περιπτώσεις αυτές δεν συντρέχει λόγος να μιλάμε για συνήθεια. Κλειστές για την περίπτωσή μας κοινωνίες είναι αυτές στις οποίες επιτρέπεται η ιεραποστολή με μόνη τη διαφορά ότι τα μέλη τους δεν την αποδέχονται γιατί έχουν έντονη εξάρτηση από τους παραπάνω λόγους.
Ωστόσο σήμερα το πιο μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας είναι περισσότερο ανοικτό από τις παλαιότερες εποχές. Και αυτό οφείλεται, όπως όλοι γνωρίζουμε, στις κάθε λογής μορφές διανθρώπινης επι-κοινωνίας. Από την άλλη μεριά και παρά το σαφές άνοιγμα το πρωτογενές σύνδρομο της συνήθειας, κυρίως μάλιστα σε θέματα θρησκείας, που ακόμη δίνει το παρόν. Ίσως εδώ είναι χρήσιμο να γίνει η διευκρίνιση ότι οι κοινωνίες αυτές δεν σχετίζονται με τις κοινωνίες εκείνες που από τους ίδιους λόγους ανάλογα με τους ανθρώπους και τις περιπτώσεις δεν παύει να δημιουργεί ένα εμπόδιο για την ιεραποστολή.
|