Πρόσκληση επανευρέσεως της ταυτότητας του Ανθρώπου
Αλ. Καριώτογλου (Πάντα τα έθνη, Τεύχος 23, γ΄Τρίμηνο 1987, σελ.26 - 27)
Τα «μεγάλα έργα», η «ανομία» Φανερά, απορημένους τους φαντάζεται ο Χριστός όλους εκείνους, που, μεθυσμένοι από φιλοδοξία, κενοδοξία και ατελείωτο ανταγω-νιστικό πνεύμα πέτυχαν να κάνουν «θαύματα» πάνω στη γη ετούτη. Και δεν χωράει αμφιβολία ότι για τα μάτια του κόσμου όλοι έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν μεγάλα έργα. Η απορία τους συνίσταται στο ότι το τελικό αποτέλεσμα της δραστηριότητάς τους δεν εκτιμείται από τον Θεό, γι' αυτό και η τελική Του απάντηση κατά την ώρα της Κρίσεως είναι αρνητική για το πρόσωπό τους. «Και τότε θα τους αποκριθώ· ποτέ δεν σας γνώρισα, φύγετε από κοντά μου, σεις που απεργάζεστε την ανομία». Και ο λόγος αυτός είναι βαρύς. Να νοιώθεις πως κάνεις θαύματα στη ζωή σου, όλοι να σε χειροκροτούν για το λόγο ότι στο όνομα του Θεού μιλάς, διώχνεις δαιμόνια, πραγματοποιείς «μεγάλα έργα» και ο Θεός να σε διαγράφει, χαρακτηρίζοντας τα έργα σου: «ανομία».
Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε τα χαρισματικά λόγια κάποιου Πολυνήσιου ιθαγενή, που θέλοντας να δώσει μια εικόνα των Ευρωπαίων στους συμπατριώτες του έλεγε:|«... όλα τα θαύματα του (του λευκού) έχουν ένα κρυφό ψεγάδι και δεν υπάρχει μηχανή που να μη χρειάζεται τον φύλακά της και τον χειριστή της. Και κάθε μία κρύβει μέσα της μία κρυφή κατάρα. Γιατί παρ' όλο που το δυνατό χέρι της μηχανής κάνει τα πάντα, καταστρέφει με τη λειτουργία της την αγάπη που έχει μέσα του κάθε πράγμα που έφτιαξαν τα ίδια μας τα χέρια... Όλες οι μηχανές κι άλλες τέχνες και οι μαγείες δεν έχουν μακρύνει την ζωή κανενός ανθρώπου, κι ούτε τον έκαναν πιο ευτυχισμένο και πιο χαρούμενο. Γι' αυτό ας παραμείνουμε στις θαυμαστές μηχανές και τις υψηλές τέχνες του Θεού κι ας περιφρονούμε τον λευκό όταν παριστάνει το θεό» (Ο Παπαλάνγκι, Αθήνα 1981, ύψιλον/βιβλία,σς. 85-87).
Η εποχή των «μεγάλων έργων». Κάθε εποχή έχει να παρουσιάσει τα «μεγάλα της έργα ». Όσο πιο νεώτερη τόσο και τα «έργα» των ανθρώπων φαίνονται πιο «μεγάλα». Οι νεώτεροι στην ηλικία είναι πάντα «υποχρεωμένοι» ν' ακούνε για τα μεγάλα αυτά έργα, καμώματα απ' τους μεγαλύτερους. Οι βόμβες νετρονίου, οι ύποπτες επαναστάσεις για την «απελευθέρωση λαών», οι μυστικές διαπραγματεύσεις, τα μεγάλα συνέδρια πρέπει να τα δεχτούμε σαν «μεγάλα έργα» του σημερινού ανθρώπου. Υπάρχουν κι άλλα πιο ειρηνικά έργα που «αναμφισβήτητα» δεν μπορούμε παρά να τα χαρακτηρίσουμε «μεγάλα». Τις τσιμεντένιες πολιτείες, τα ατελείωτα σε έκταση και ένταση εργοστάσια, την ευκολία των επικοινωνιών των ανθρώπων (το ονομάζουμε και τουρισμό), την απελευθέρωση στις κοινωνικές σχέσεις, τις δυνατότητες «παιδείας» κι ό,τι άλλο φανταστεί κανείς, είναι δύσκολο να το παραβλέψει ο πολιτισμένος άνθρωπος και να μη το ονομάσει «μεγάλο έργο». Πως θα τολμούσε ο καθένας να τα περιφρονήσει αφού όλα ετούτα, πολλές φορές όταν γίνονται στο όνομα του Θεού, κάνουν θαύματα; Μήπως το ίδιο φαινόμενο δεν παρου-σιάζεται και ανάμεσα στους ανθρώπους που πιστεύουν; Αρκετοί απ' αυτούς κάνουν τα θαύματά τους. Στο όνομα του Θεού μιλούν, διώχνουν δαιμόνια, δημιουργούν κύκλους θαυμαστών, αγιοποιούνται, προση-λυτίζουν πολλούς. Θόρυβος στον τύπο υπέρ ή εναντίον κάποιου που απόχτησε φήμη, που έχασε τη φήμη του... «Έργα μεγάλα».
Και η ταυτότητα του ανθρώπου; Αν επανέλθουμε στο αρχικό γραφικό κείμενο, θα δούμε ότι ο Χριστός αποκλείει από τη Βασιλεία του Θεού, δηλαδή τη θέωση, όσους έχουν μια επιφανειακή σχέση μ' Αυτόν. «Όποιος μου λέει· Κύριε, Κύριε». Σημαίνει μια σχέση συναισθηματική εξαρτήσεως. Είναι μια παιδιάστικη σχέση, ανώριμη στην εντέλεια. Αυτή η παιδιάστικη εξάρτηση είναι καθαρά γήινη και αφελής. Τα «μεγάλα έργα» στην περίπτωση αυτή είναι καρπός διπλωματίας, πολιτικής και δεν έχουν σχέση μ' αυτό που η ύπαρξή του μπορεί ν' αγγίξει στο βάθος. «Ο εξαρτημένος άνθρωπος, λένε δυο ψυχολόγοι, όπως και το παιδί, υποχρεώνεται να αναπτύξει και να χρησιμοποιεί την τέχνη να χειρίζεται διπλωματικά και επιδέξια τους άλλους, επειδή δεν έχει άλλη εκλογή» (Γ. Μπήτσερ, Πέρα από την επιτυχία και την αποτυχία, Αθήνα 1979, σ. 124). Κι έτσι η νηπιακή αυτή αντίληψη τους οδηγεί στο να εκφράσουν την άποψη ότι τα έργα τους συμβάλλουν στην ευημερία και την πρόοδο. Όλοι παρουσιάζονται σωτήρες του κόσμου, ιεραπόστολοι του πολιτισμού, της αναπτύξεως, της διαφωτίσεως των ανθρώπων, στο όνομα κάποιας ιδεολογίας ή ακόμη και του Θεού.
Έρχεται όμως στιγμή που τα «σωσίβια» που πετούν στους ανθρώπους δεν φτάνουν ούτε τους ίδιους να σώσουν κι όλοι μαζί «σωτήρες» και «σωζόμενοι» καταποντίζονται, διαλύονται και το έργο τους πέφτει σε αδράνεια ή αποβαίνει στην αύξηση των προβλημάτων του κόσμου και την καταστροφή του ήθους, της ωριμότητας, της ομορφιάς της δημιουργίας.
Τι φταίει σ' όλα αυτά; Επαναλαμβάνουμε απλά, ό,τι είπε ο Χριστός: δεν ταύτισαν το θέλημά τους με το θέλημα του Δημιουργού κι έτσι αλλοίωσαν τη δημιουργία. Το ιεραποστολικό έργο τους περιο-ρίσθηκε σε μια ιδιοτελή δραστηριότητα με αρνητικά αποτελέσματα. Έχασαν την ταυτότητά τους ενεργώντας «στο όνομα» κάποιου κι όχι εμβαθύνοντας σ' αυτό που οι ίδιοι κι ο κόσμος είναι, ώστε να βοηθηθούν και να βοηθήσουν ουσιαστικά. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει όμως άρνηση μιας αντιλήψεως για τη ζωή που δίνεται για εσωτερική κατανάλωση κι όχι με βάση το τι θέλει ο Δημιουργός για τη δημιουργία. Κι αυτό που θέλει ο Δημιουργός για το δημιούργημά του είναι η ανεύρεση της ταυτότητάς του. Αυτό είναι σ ω τ η ρ ί α σε τελευταία ανάλυση και εκφρασμένο σε μία σύγχρονη γλώσσα.
Η επανεύρεση της ταυτότητας του ανθρώπου, αυτό είναι ένα από τα ουσιαστικότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιεραποστολικής δουλειάς όπως την αντιλαμβάνεται η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ιεραποστολή και ανθρώπινη ταυτότητα. Ίσως λίγες φορές σκεφτήκαμε αυτή την άποψη, απόλυτα σύμφωνη με το ζωντανό πνεύμα του Χριστιανισμού και σύμφωνη με το ζωντανό πνεύμα του Χριστιανισμού και σύμφωνη μ' αυτό, για το οποίο διψούν οι άνθρωποι της εποχής μας.
Εκείνο που ο ιθαγενής της Πολυνησίας σκέφτεται για το λευκό και που τελικά συμφωνεί αθέλητα (!) με το γνήσιο πνεύμα του Χριστιανισμού, που εκπροσωπεί η Εκκλησία, είναι ταυτόχρονα ο «κρυφός καϋμός» των ανθρώπων της εποχής μας.
Ποτέ ίσως δεν μας πέρασε απ' το νου ότι η ιεραποστολή της Εκκλησίας είναι πρώτα - πρώτα το τιμόνεμα του ίδιου του εαυτού μας. Αυτό σημαίνει ψάξιμο κι ανεύρεση της ταυτότητάς μας.
Τι είναι βασικά η ιεραποστολή; Θάλεγε κανείς πως στην ουσία είναι η προσπάθεια να φανερωθεί η πραγματική εικόνα του ανθρώπου πάνω στη γη. Κι απ' τη στιγμή που φανερωθεί η αληθινή εικόνα του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να συνταχθεί κανείς με την προσπάθεια παραπέρα φανερώσεώς της οργανωμένα η ανοργάνωτα, ομαδικά ή ατομικά-προσωπικά. Αυτή η εργασία, αυτό το έργο που είναι θεανθρώπινο, κάνει την ιεραποστολή, όπως την νοιώθει και προσπαθεί να την εκφράσει η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Να βρει ο άνθρωπος την ταυτότητά του μέσα απ' την ιεραποστολή εργασία σημαίνει:
α) Η Εκκλησία να κάνει τον άνθρωπο που τη γνωρίζει ή την αγνοεί να νοιώσει ότι είναι πρώτα και κύρια εικόνα του Θεού. Στην περίπτωση αυτή παύει νάχει νόημα κάθε μορφή ειδωλολατρίας, όποια μορφή κι αν έχει, είτε είναι: η φυσική θρησκεία του αφρικανικού ή η τυπολατρία και ο διαλογισμός ενός ασιάτη, ή η λατρεία του τεχνικού πολιτισμού του ευρωπαίου. Μεταβάλλεται σε αγώνα να «μορφωθεί», να σχηματισθεί μέσα ,μας αυτή η εικόνα του Χριστού. Αυτή την έννοια έχει η τελική πράξη της ιεραποστολικής δουλειάς που είναι το Βάπτισμα. Όχι η καταναγκαστική πράξη εντάξεως στην Εκκλησία, για να αυξηθούν οι οπαδοί της, αλλά η βεβαίωση ότι άρχισε στο βαπτιζόμενο να σχηματίζεται και να οριστικοποιείται η εικόνα του Θεού μέσα του, κάτι που είναι υπόθεση της χάρης του Θεού και της γνώσεως του εαυτού του απ' τον ίδιο.
β) Αυτή τη στιγμή του Βαπτίσματος αρχίζει μια καινούργια φάση στην ιεραποστολική εργασία, φάση δεύτερη για να βρει ο άνθρωπος την ταυτότητά του. Είναι η «μόρφωση» του προσώπου. Να μην είναι άτομο ο άνθρωπος, αλλά πρόσωπο, δηλ. ύπαρξη ολοκληρωμένη, όπου πάνω του θα καθρεφτίζεται και θα υπάρχει ταυτόχρονα ο κόσμος όλος. Αυτή η ευαισθητοποίηση, να νοιώθει ο άνθρωπος έτσι ολοκληρωμένα μόνο μέσα στο χώρο της Εκκλησίας είναι δυνατό να γίνει, μιας και ως μέλος της Εκκλησίας μπορεί να νοιώσει ότι ο άλλος δίπλα του είναι η καλύτερη εικόνα του Θεού κι ότι μέσα απ' αυτή τη σχέση μπορεί αν βρει τον εαυτό του, την ταυτότητά του και το Θεό.
Σκοπός της ιεραποστολής δεν είναι λοιπόν να κάνει τυπικά ο ιεραπόστολος τους άλλους χριστιανούς, αλλά μέλη της Εκκλησίας. Όχι μέλη μιας επί πλέον κάστας σ' αυτό τον κόσμο, αλλά μέλη μιας κοινωνίας αγάπης που ζει και πορεύεται πάνω στην αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την απλότητα, την ομορφιά του κόσμου πούναι του Θεού.
γ) Τελικά η ιεραποστολή βοηθάει στο να βρει ο άνθρωπος την ταυτότητά του, αφού πέρα απ' τη συνάντηση με το Θεό μέσω της Εκκλησίας Του τον μαθαίνει ν' ανακαλύψει την αγάπη και την ελευθερία. Την αγάπη όχι σαν ένα ανθρωπισμό , αλλά σαν το «μεθύσι της ψυχής» και την ελευθερία όχι σαν «ευσεβή ιδεολογικό πόθο», αλλά σαν ολοκληρωμένο τρόπο ζωής, που περνάει μέσα απ' το μονοπάτι της μετάνοιας.
|