ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

Πίσω

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ

Μία χαρακτηριστική ιστορία

Ζώη Φωτεινού (Πάντα τα έθνη, Τεύχος 30, β΄Τρίμηνο 1989, σελ.7-8)

 

Σε όλα τα πλάτη της γης και σε όλες τις εποχές η επικρατούσα θρησκεία ενός τόπου συνδέεται μοιραία με την πολιτική εξουσία που κυβερνά τον τόπο αυτό. Από τούτο τον κανόνα δεν εξαιρέθηκε βασικά κι ο Χριστιανισμός. Όταν η Ιεραποστολή εισέρχεται σε μία νέα χώρα, στην οποία κυριαρχεί μία άλλη θρησκεία, και καταφέρει, ύστερα από πολλούς αγώνες και ανάλογο αίμα, όχι μόνο να πάψει ο Χριστιανισμός να είναι μία διωκόμενη θρησκεία, αλλά ακόμη να αναγνωριστεί και τελικά να καταστεί επικρατούσα θρησκεία του τόπου, θελημένα ή αθέλητα εμπλέκεται στην πολιτική, τόσο την εσωτερική, όσο και κυρίως στην εξωτερική. Χωρίς κανείς να θέλει προκαταβολικά και γενικευμένα να καταδικάσει την εύλογη αυτή διαπλοκή Ιεραποστολής και πολιτικής εξουσίας, δεν πρέπει ωστόσο να πάψει να στέκεται απέναντί της κριτικά, όχι μόνο όταν η σχέση κράτους και Ιεραποστολής αποβαίνει επιζήμια για τον Χριστιανισμό, αλλά και όταν αποβαίνει θετική γι' αυτόν.

Το όλο θέμα δεν έχει ακόμα επαρκώς μελετηθεί και μάλιστα με την επιβαλλόμενη αντικειμενικότητα. Αν τούτο ισχύει για την ιστορική προσέγγιση του θέματος, από πλευράς θεωρίας και δεοντολογίας έχουν γίνει πολύ λιγότερες προσπάθειες.

Τα όσα θα εκτεθούν παρακάτω αποβλέπουν περισσότερο στο να ευαισθητοποιηθούμε πάνω στο θέμα παρά να επιχειρήσουμε οποιαδήποτε απόπειρα κάποιας απαντήσεως. Για το σκοπό αυτό επιλέξαμε μια χαρακτηριστική περίπτωση της ρωσικής Ιεραποστολής, που αφορά την προσπάθειά της για τον εκχριστιανισμό μιας μερίδος από τη μεγάλη φυλή των νομάδων Καλμούκων, Τα περιστατικά συνέβησαν στις αρχές του 18 ου αιώνα.

* * *

Το ιστορικό σκηνικό του... έργου είναι το εξής: Οι Καλμούκοι της Ρωσίας, που ακολουθούσαν τη θρησκεία του λαμαϊκού βουδισμού, όταν από δική τους πρωτοβουλία, και συγκεκριμένα των αρχηγών τους, έδειχναν ενδιαφέρον για το Χριστιανισμό, ο λόγος που τους κινούσε δεν ήταν συνήθως θρησκευτικός, αλλά πολιτικός. Κατά κανόνα οφειλόταν στην επιθυμία μικρών αρχηγών νομάδων να απελευθερωθούν από την καταπιεστική εξουσία, που ασκούσαν πάνω τους οι μεγάλοι αρχηγοί των δυνατών οικογενειών. Ως λύση έβρισκαν την προσφυγή τους στη ρωσική κυβέρνηση. Για να εξασφαλίσουν μάλιστα σίγουρη προστασία ζητούσαν να γίνουν χριστιανοί.

Ένας από τους μικρούς αρχηγούς ήταν ο Μπακσαντάγ-Ντόρυττσι, εγγονός του μεγάλου Χάνου, δηλαδή αρχηγού των Καλμούκων, Αγιούκα. Αποβλέποντας ο εγγονός στο να εξουσιάσει πάνω σε όλο το Χανάτο, εξέφρασε στους Ρώσους την πρόθεσή του να βαπτιστεί. Ταξίδεψε μάλιστα ο ίδιος στην Πετρούπολη με μία ακολουθία από 70 άνδρες. Ανάδοχος έγινε ο ίδιος ο Τσάρος της Ρωσίας, ο Μέγας Πέτρος. Το όνομά του από Μπακσαντάγ-Ντόρυττσι έγινε Πέτρος Πέτροβιτς Ταγσίν. Αναχωρώντας, δέχτηκε, για προστασία από τους αντιπάλους του, να τον συνοδεύσει προσωπική φρουρά από Κοζάκους. Του δόθηκε επίσης ένας τροχήλατος ναός για να εκκλησιάζεται κατά τις μετακινήσεις του με τους νομάδες υπηκόους του. Οι ναοί αυτοί που κινούνταν πάνω σε ρόδες, ήταν κάτι το αρκετά συνηθισμένο στη ρωσική Ιεραποστολή ανάμεσα στους νομαδικούς λαούς.

Στη συνέχεια η Ρωσική Εκκλησία, για να εκχριστιανίσει και τους υπόλοιπους υπηκόους του νεοφώτιστου αρχηγού Ταγσίν, όρισε τελικά, μετά από αποτυχημένη επιλογή όχι ικανών προσώπων, τον πενηντάχρονο μοναχό Νικόδημο Λένκεβιτς, ο οποίος αποδείχθηκε πολύ δραστήριος. Πρώτη φροντίδα ήταν να έρθει σε επαφή με τον Πέτρο Ταγσίν, για να επιτύχει την από μέρους του βοήθεια στην ιεραποστολική του προσπάθεια. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε. Ο Ταγσίν λογάριαζε ότι, μετά το βάπτισμά του, θα αποκτούσε αμέσως και τον τίτλο του Χάνου όλων των Καλμούκων. Η αποτυχία αυτή στους υπολογισμούς του τον απογοήτευσε. Σκέφτηκε τότε να διαπραγματευτεί τη βάπτιση της γυναίκας του, που δεν είχε ακόμη βαπτιστεί, για να κερδίσει από τη ρωσική κυβέρνηση έστω ορισμένα προνόμια. Η παρέμβαση του μοναχού Νικόδημου στον Κυβερνήτη του Αστραχάν, για να γίνει ο ίδιο ο Κυβερνήτης ανάδοχος στη βάπτιση της γυναίκας του Ταγσίν, δεν έγινε δεκτή από τον Κυβερνήτη. Επικαλέστηκε μάλιστα μια παλιά συμφωνία, κατά την οποία τέτοιου είδους βαπτίσεις έπρεπε να έχουν την προηγούμενη άδεια της Πετρούπολης. Έτσι, τα νέα σχέδια του Ταγσίν αναβλήθηκαν. Στον εκνευρισμό του Θύμα γίνεται ο Νικόδημος. Ο Ταγσίν αρνείται να βαπτίσει τα παιδιά του και εμποδίζει τις κινήσεις του Νικοδήμου στις στέππες, είτε με το να μετακινεί την Ορδή του σε άλλη περιοχή από τον τόπο που οριζόταν κάθε φορά για την τέλεση της θείας Λειτουργίας, είτε με το να μην του δίνει τα μέσα, ζώα και προσωπικό, για να μετακινεί τον τροχήλατο ναό. Συγχρόνως ανέβαλε το βάπτισμα άλλων καλμούκων γυναικών, με το πρόσχημα ότι έπρεπε προηγουμένως να βαπτιστεί η σύζυγός του. Από την άλλη μεριά αναθέρμανε τις επαφές του με τους λάμμας ιερείς, για να κερδίσει φίλους μεταξύ των βουδιστών καλμούκων. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε χρήματα, που έδινε η ρωσική κυβέρνηση για τις ανάγκες των βαπτιζομένων.

Ύστερα από τη στάση αυτή του Ταγσίν ο μοναχός Νικόδημος κατεύθυνε την ιεραποστολική δραστηριότητά του στα μέλη της Ορδής του μη χριστιανού Ντόσανγκ, αδελφού του Ταγσίν. Το 1729 βάπτισε 220 άτομα και δημιούργησε με αυτά ένα ξέχωρο καταυλισμό. Πληροφορήθηκε όμως την εκτόξευση διαφόρων απειλών εναντίον των νεοφωτίστων από μέρους των ομοφύλων τους και ζήτησε τη μεσολάβηση των Ρώσων, για να μεταφέρουν τους νεοφώτιστους σε ασφαλή περιοχή. Ώσπου να έρθει όμως η βοήθεια, επέδραμε ο Ντόσανγκ και σκότωσε ένα χριστιανό και αιχμαλώτισε 30. Ο φόβος έκαμε μερικούς από τους υπόλοιπους να αρνηθούν την πίστη τους και να επιστρέψουν στον Ντόσανγκ.

Ο Ταγσίν εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και με προσωπικό απεσταλμένο ζήτησε όπως οι νεοφώτιστοι εγγράφονται στη δική του δύναμη. Με την χειρονομία αυτή νόμιζε ότι θα πλησίαζε περισσότερο στην απόκτηση του τίτλου του Χάνου. Το επιχείρημά του ήταν, ότι ένας χριστιανός άρχοντας με χριστιανούς υπηκόους θα μπορούσε να ανταγωνιστεί καλύτερα τους αντιπάλους του και αντιπάλους των Ρώσων. Την πρότασή του αυτή πληροφορήθηκε ο Νικόδημος και παρενέβη στον Ταγσίν λέγοντάς του ότι, αν θέλει να έχει υπηκόους, πρέπει να επιτρέψει στους υπηκόους, μέλη της Ορδής του, να βαπτιστούν. Ταυτόχρονα, ζήτησε από την Κυβέρνηση της Ρωσίας να βρεθεί τρόπος να κληθεί ο Ταγσίν στη Μόσχα.

Όταν ο Ταγσίν πληροφορήθηκε για την πρόσκλησή του από τον Τσάρο, η οποία συνδυάστηκε με αντίστοιχη προς τον Νικόδημο, τη δέχτηκε, νομίζοντας ότι θα βοηθήσει τα σχέδιά του. Έτσι, ο Ταγσίν και ο Νικόδημος πήραν το δρόμο για τη Μόσχα μαζί. Ξαφνικά όμως ο Ταγσίν υπαναχώρησε και άφησε το Νικόδημο να συνεχίσει, ενώ αυτός έμεινε στο Αστραχάν. Χωρίς πια τον «άβολο» επόπτη του βρήκε την ευκαιρία να τον συκοφαντήσει στο προσωπικό μιας αποστολής Ρώσων στην Κίνα, που τότε στάθμευε στο Αστραχάν.

Στο μεταξύ η ρωσική κυβέρνηση πληροφορήθηκε ότι μια κινέζικη αποστολή προς τους Καλμούκους της Ρωσίας, στην οποία είχε δοθεί η σχετική άδεια εισόδου, θα ζητούσε τη βοήθεια της Ορδής για τον αγώνα της Κίνας εναντίον του βασιλείου των Ντσούνγκ. Για τον σκοπό μάλιστα αυτό, και ως αντιπαροχή, ο κινέζος αυτοκράτορας προτίθετο να προσφέρει στο φύλαρχο των καλμούκων της Σιβηρίας Κερέμ - Ντουντούκ τον τίτλο του Χάνου. Για να προλάβει η Ρωσία τη χειρονομία αυτή, άλλαξε τα σχέδιά της για την εκλογή κάποιου άλλου φυλάρχου για Χάνο, και το 1731, πριν προλάβουν οι Κινέζοι, αναγνώρισε πανηγυρικά τον Κερέμ - Ντουντούκ ως Χάνο όλων των νομάδων Καλμούκων που βρισκόταν στη ρωσική επικράτεια.

Οι μνηστήρες του τίτλου του Χάνου αισθανόταν προδομένου και, παρά τις διαφορές τους, συνασπίστηκαν και εκστράτευσαν κατά του νέου Χάνου. Ρωσικό στρατιωτικό σώμα τους έστρεψε σε φυγή. Ο αρχηγός των επαναστατών Ντουντούκ - Όμπο κατέφυγε στη στέπα πέρα από τον ποταμόν Ντόν, ενώ ο Πέτρος Τασγίν συνελήφθη αιχμάλωτος και εστάλη στο Κρασνογιάρσκ.

Ύστερα από τρία χρόνια (1734), ο Ταγσίν οδηγήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, όπου ελευθερώθηκε, αφού προηγουμένως ζήτησε τη σχετική συγγνώμη για την ανυπακοή του στην απόφαση της Μόσχας να προχειρίσει άλλο φύλαρχο για Χάνο. Κατά τη μεταγωγή του αυτή στην Πετρούπολη του δόθηκε η άδεια να πάρει μαζί τη γυναίκα του. Έτσι το 1735 η σύζυγος του Ταγσίν, επιτέλους, βαπτίστηκε και πήρε το όνομα, της τότε Τσαρίνας, Άννα. Οι ελπίδες του Ταγσίν ξαναζωντάνευσαν.

Έτσι, ζήτησε και πάλι να του δοθεί μια δική τους πόλη, για να την εποικήσει από τους βαπτισμένους Καλμούκους. Ο θάνατός του που μεσολάβησε (1736), δεν του επέτρεψε να δει εκπληρωμένη την παράκλησή του.

Μετά το θάνατο του Ταγσίν η εξέλιξη των πραγμάτων έλαβε γρήγορο ρυθμό. Ο Χάνος των Καλμούκων της Ρωσίας Κερέμ - Ντουντούκ, με δική του πρωτοβουλία, συνεργάστηκε με Πέρσες και Τατάρους του Κουμπάν. Κατέστη ύποπτος. Η ρωσική κυβέρνηση τον εκήρυξε έκπτωτο και έδωσε τον τίτλο του χάνου στον αντίπαλό του Ντουντούκ - Όμπο. Ταυτόχρονα, η μόνιμη πρόταση του Νικοδήμου, που στο μεταξύ πήρε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη, για τη συγκρότηση μιας παροικίας χριστιανών Καλμούκων, που από τη μεριά να μην επηρεάζονται από τους μη χριστιανούς ομοφύλους τους και από την άλλη να μη χάνουν τη φυλετική τους υπόσταση, βρήκε την ποθούμενη λύση. Η λύση αυτή πρέπει, έστω και μεταθανάτια, να ικανοποιούσε και τον Πέτρο Τασγίν, εφόσον και η επιζήσασα σύζυγός του Άννα Τασγίν τη δέχτηκε. Τελικά, μετά από διάφορες επιλογές και αμφιγνωμίες, βρέθηκε ο κατάλληλος τόπος. Ήταν η νεοϊδρυθείσα πόλη Σταυροπόλ, τριάντα χιλιόμετρα μακριά από τη Σαμάρα.

* * *

Πολιτική και Ιεραποστολή. Από το μικρό αυτό περιστατικό που περιγράψαμε καταλαβαίνουμε, ότι είναι δύσκολο να δίνει κανείς γενικευμένες απαντήσεις. Τα προβλήματα είναι τόσα πολλά και τόσο διάπλοκα, που συχνά η καλύτερη λύση είναι αυτή που δίνεται επί τόπου, αφού προηγουμένως έχει κανείς τη γνώση της ιεραποστολικής δεοντολογίας και, γενικότερα, της θεολογίας.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.