ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

Πίσω

 

 

Ιεραποστολή μέσα από την κοινωνική δικαιοσύνη
Θανάση Παπαθανασίου (Πάντα τα έθνη, Τεύχος 24, δ΄Τρίμηνο 1987, σελ.27 -28)

 

Θα φαινόταν βλάσφημη σήμερα η διατύπωση ότι η κοινωνική μέριμνα μπορεί να έχει την ίδια ιεραποστολική δύναμη που έχει και το θαύμα. Κι όμως, μια τέτοια διατύπωση δεν αποτελεί νεωτερισμό, αλλά επανάληψη του κοινωνικού και ιεραποστολικού κηρύγματος του Ιωάννη Χρυσοστόμου.

Στην αποστολική εκκλησία των Ιεροσολύμων, λέει ο άγιος, «η καρδιά και η ψυχή όλων ήταν μία, και κανένας δεν έλεγε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά τα είχαν όλα κοινά· έδιναν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του και ζούσαν αγγελική ζωή. Αν γινόταν αυτό και σήμερα, θα μεταστρέφαμε στον Χριστιανισμό ολό-κληρη την οικουμένη, και μάλιστα χωρίς θαύματα» ( PG 61, 52). Και αλλού, καλώντας σε ιεραποστολική δράση, επιμένει: «Δε μπορείς να κάνεις θαύματα και να πείσεις έτσι τον άλλον; Πείσ' τον με ό,τι διαθέτεις· με τη φιλανθρωπία, με την προστασία, με την ημερότητα, με το καλόπιασμα, και με κάθε τι άλλο» ( PG 60, 147).

Δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής μας το ότι ο Χρυσόστομος δεν ταυτίζει την «αγγελική ζωή» με την απέκδυση των υλικών μεριμνών, αλλά με την κοινωνική δικαιοσύνη που είναι αποτέλεσμα της κοινής πίστεως και όρος της κοινής ζωής. Η Εκκλησία εξ' άλλου δεν υπάρχει ως απομονωμένη θρησκευτική νησίδα, κι ούτε ο κόσμος αποτελεί ένα αδιάφορο γι' αυτήν περιβάλλον. Στο μέτρο που η Εκκλησία αντανακλά την αγιοτριαδική αγαπητική κοινωνία, αντανακλά και το διαρκές ξεχείλισμα της αγάπης του Θεού προς κάθε ένα όν. έτσι, η διακονία των άλλων δεν είναι παρά ο τρόπος ύπαρξης του χριστιανού. Το να διακονούμε τον άλλον σημαίνει ότι παύουμε να υπάρχουμε ατο-μικά· υπάρχουμε τριαδικά δηλαδή κοινωνικά. Η διακονία, λοιπόν, γίνεται οδός προς το συνάνθρωπο και προς το Θεό, οδός όπου το «πνευματικό» και το «κοινωνικό» δεν διακρίνονται και - πολύ περισσότερο - δεν διίσταται. Η διακονία αυτή, η «πίστις δι' έργων ενεργουμένη», πραγματώνεται με ποικίλους τρόπους, είτε μέσα από την προσωπική άσκηση της φιλανθρωπίας, είτε μέσα από τη προσωπική άσκηση φιλανθρωπίας, είτε μέσα από πιο σύντομες προσπάθειες για κοινωνική δικαιοσύνη.

Η αδιάκριτη και καθολική αγάπη, σαρκούμενη σε πράξη της καθημερινής ζωής, αποτέλεσε εξ αρχής το ειδικό βάρος της εισόδου της Εκκλησίας στην κοινωνική πραγματικότητα. «Η πίστη και η αγάπη», γράφει ο θεοφόρος Ιγνάτιος, «είναι το πάν, και πάνω απ' αυτά δεν μπαίνει τίποτα. Κυττάξτε πως αντιτίθενται στη θέληση του Θεού αυτοί που απορρίπτουν τη χάρη του Ιησού Χριστού... Δεν ενδιαφέρονται ούτε για την αγάπη, ούτε για τις χήρες, ούτε για τα ορφανά, ούτε για τους πικραμένους, ούτε για τους φυλακισμένους ή τους απελευθερωμένους, ούτε για τους πεινασμένους ή τους διψασμένους» (SC 10, 136).

Η μέριμνα για κοινωνική δικαιοσύνη ενεργεί ιεραποστολικά, αφού μέσα στους θρησκευτικά και ιδεολογικά πλουραλιστικούς κόσμους φανερώνει την ψύχη της Ορθοδοξίας και συχνά γίνεται το μέτρο με το οποίο οι άνθρωποι κρίνουν τη σοβαρότητα του κηρύγματος. Το Λαυσαϊκό μας μιλά για τον κόμη Ουήρο και τη γυναίκα του Βοσπορία, που «όταν έπεσε τέτοιος λιμός που θέριζε τα σπλάχνα, μετέτρεψαν πολλούς αιρετικούς στην ορθοδοξία με το να προσφέρουν τις σιταποθήκες τους για να τραφούν οι φτωχοί». Με τον ίδιο τρόπο λειτούργησε προς τους ειδωλολάτρες και η άοκνη κοινωνική φροντίδα του πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιωάννη του Ελεήμονα (555 - 619 μ.Χ.). Αξίζει να επιστρέψουμε στον Χρυσόστομο, που - όπως είναι γνωστό - οραματιζόταν την επανάληψη της ιδιότυπης κοινοκτημοσύνης των Ιεροσολύμων από τις χριστιανικές κοινότητες της εποχής του. Σε μία από τις ομιλίες του, προεξοφλώντας την επιτυχία ενός τέτοιου πειράματος, επιλέγει: «Αν τόλμησαν και πραγματοποίησαν αυτό το πράγμα τότε που οι πιστοί ήταν μόνο τρεις με πέντε χιλιάδες, τότε που όλοι πάνω στη γη ήταν εχθροί τους και που δεν περίμεναν από πουθενά υποστήριξη, πόσο μάλλον θα μπορούσε να γίνει το ίδιο και σήμερα που με τη χάρη του Θεού υπάρχουν πιστοί σε κάθε σημείο της οικουμένης; Σε τέτοια περίπτωση ποιος θα παρέμενε ειδωλολάτρης; Κανένας, κατά τη γνώμη μου. Όλους θα τους μεταστρέφαμε και θα τους ελκύαμε κοντά μας» ( PG 60, 97).

Πλάι όμως στις εκκλησιαστικές, υπάρχει και μία εξαιρετικά σημαντική μαρτυρία που προέρχεται από εχθρικό προς τον χριστιανισμό χώρο. Πρόκειται για την επιστολή του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη προς τον ειδωλολάτρη αρχιερέα της Γαλατείας, Αρσάκειο: «Μήπως δεν βλέπουμε πόσο0 πολύ αύξησε την αθεΐα (: εννοεί τον Χριστιανισμό) η φιλανθρωπία προς τους ξένους, η μέριμνα για την ταφή των νεκρών και η προσποιητή αυστηρότητα του βίου; Να με τι νομίζω ότι πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά... Σε κάθε πόλη να ιδρύσεις πολυάριθμους ξενώνες, ώστε να απολαύσουν τη φιλοξενία μας όχι μόνο οι δικοί μας, αλλά και οποιοσδήποτε από τους άλλους βρίσκεται σε ανάγκη... Είναι ντροπή να στερούνται οι δικοί μας τη βοήθειά μας τη στιγμή που κανένας από τους Ιουδαίους δε ζητιανεύει, και οι ασεβείς Γαλιλαίοι (: οι Χριστιανοί) πέρα από τους δικούς τους τρέφουν και τους δικούς μας». Παρά το κατά των χριστιανών εμπαθές ύφος του, οι πληροφορίες που μας κληροδοτεί ο Ιουλιανός είναι εκπληκτικές. Οι εθνικοί είχαν περιπέσει σε κοινωνική αφασία· οι Εβραίοι μεριμνούσαν για τους ομοφύλους τους. Όμως οι Χριστιανοί ανοιγόταν αδιάκριτα προς κάθε άνθρωπο και κάθε ανάγκη. Παρόμοια, σε άλλη επιστολή του ο ίδιος αυτοκράτορας αναφέρεται με αποτροπιασμό στην ιεραποστολική λειτουργία της χριστιανικής φιλανθρωπίας. Όπως εκείνοι που ξεγελούν τα παιδιά με γλυκίσματα, λέει ο Ιουλιανός, τα απομακρύνουν από τα σπίτια τους και τα πουλάνε σκλάβους, έτσι και οι χριστιανοί «με τη λεγόμενη απ' αυτούς αγάπη, φιλοξενία και διακονία των τραπεζών... παρέσυραν πάρα πολλούς στην αθεΐα».

Η κοινωνική διάχυση της εν Χριστώ ζωής, ωστόσο, δεν πρέπει να εκληφθεί ή ως προπαγανδιστικός τρόπος προσέγγισης των άλλων· δεν αποτελεί, δηλαδή, μία εξωραϊσμένη «βιτρίνα», αλλά έμπρακτη φανέρωση της μυστικής πραγματικότητας, ιερή αποστολή. Γι' αυτό, όταν αλλοτριώνεται η βίωση της μυστικής ζωής, ψύχεται και η κοινωνική διάστασή της· η τριαδικότητα εκπίπτει σε μονισμό. Με ποιμαντική τόλμη (εκπληκτικής επικαιρότητας μετά 15 αιώνες) ο Χρυσόστομος επισημαίνει, περιγράφει και καυτηριάζει: «Η επιθυμία των χρημάτων έχει καταλάβει ακόμα κι εκείνους που δείχνουν ευσεβείς. Ας ντραπούμε τις εντολές του ευαγγελίου· βρίσκονται μονάχα στη Γραφή σαν λόγια και δεν εμφανίζονται πουθενά ως έργα» ( PG 62, 455). «Τόσοι φτωχοί περιβάλλουν την Εκκλησία, κι αυτή, μολονότι έχει τόσα τέκνα πλούσια, δεν μπορεί να βοηθήσει κανέναν φτωχό. Κι έτσι ο ένας πεινά, ενώ ο άλλος μεθά. Ο ένας αποπατεί σε ασημένια δοχεία, ενώ ο άλλος δεν έχει ούτε ψωμί. Τι μανία είναι αυτή;» ( PG 62, 351). Η αποδοχή ή - ακόμα χειρότερα - η παγίωση της κοινωνικής αδικίας από την εκκλησία σημαίνει αναπηρία της αγαπητικής συνείδησης και του κοινωνικού ανοίγματός της, κι αυτό συνεπάγεται συρρίκνωση της ιεραποστολικής της διάστασης. «Πες μου», ρωτά ο Χρυσόστομος, «Όταν εσύ αρπάζεις και πλεονεκτείς, τι θα πεις στον ειδωλολάτρη; Θα του πεις «απομακρύνσου από την ειδωλολατρία, γνώρισε το Θεό και ξεκόλλα από τα χρήματα;». Άραγε δεν θα γελάσει και δε θα πει: «Αυτά να τα πεις στον εαυτό σου προηγουμένως». Δεν είναι δυνατό να λατρεύει είδωλα (δηλ. το χρήμα) ο ειδωλολάτρης, και να κάνει το ίδιο σφάλμα ο Χριστιανός. Πώς θα μπορέσουμε να απομακρύνουμε άλλους από την ειδωλολατρία όταν δεν απομακρύνουμε πρώτα τους εαυτούς μας;» ( PG 60, 440). «Διότι, όταν ο ειδωλολάτρης δει να πλεονεκτεί, να αρπάζει, να κηρύττει τα αντίθετα απ' ότι κάνει, και να φέρεται προς τους συνανθρώπους του ως προς θηρία αυτός που έχει πάρει εντολή να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του, θα πει ότι όλα όσα κηρύσσονται είναι ανοησίες... Εμείς είμαστε αίτιοι της παραμονής τους στην πλάνη. Διότι έχουν αρνηθεί με τη δική τους πίστη και θαυμάζουν τη δική μας· εμποδίζονται όμως από τη ζωή μας...Βλέποντάς μας να κατασπαρά-ζουμε τους διπλανούς μας χειρότερα από θηρία, μας ονομάζουν καταστροφή της οικουμένης. Αυτές οι αναστολές κατέχουν τους ειδωλολάτρες και δεν τους αφήνουν να έρθουν σε μας. Συνεπώς θα δώσουμε λόγο και γι' αυτά, δηλαδή όχι μόνο για όσα κακά κάναμε, αλλά και για τις πράξεις μας εξαιτίας των οποίων βλασφημείται το όνομα του Θεού» ( PG 59, 394).

H κοινωνική στάση των χριστιανών ως οδός ιεραποστολικής παρουσίας ιδιαίτερα σήμερα, στις συγκεκριμένες συνθήκες και δεδομένα, είναι χρέος που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Γιατί, όπως ο ίδιος ο Χρυσόστομος υπογραμμίζει, δεν αρκεί να παραπέμπουμε τον κόσμο σε παλαιότερες όσιες μορφές της Εκκλησίας· «τους νυν γαρ ζώντας επιζητούσιν» ( PG 59, 394).

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.