Είναι απαραίτητο οι ναοί των ιεραποστολικών χωρών να χτίζονται με το βυζαντινό ρυθμό και εν πάση περιπτώσει με την ορθόδοξη βυζαντινή παράδοση;
Παναγιώτη Ι. Μπούμη, Πάντα τα έθνη 24, Δ΄τρίμηνο,
1987, σελ. 6-7
Α. Θα αρχίσουμε την απάντηση μιμούμενοι τον τύπο του ια' κανόνα του Τιμοθέου Αλεξανδρείας : «Άπαξ είπατε» και προσδιορίσατε βυζαντινή παράδοση ή ρυθμό, και όχι καθολική εκκλησιαστική παράδοση ή ιερό και θείο κανόνα, όχι μόνο δεν είναι απαραίτητο, αλλά αντιθέτως είμαστε και ελεύθεροι να χρησιμοποιούμε όποιο ρυθμό θέλουμε. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι «ούτε οφείλουμε», όπως είπαμε στα προηγούμενα σημειώματα-απαντήσεις, να ακολουθούμε τις διάφορες τοπικές ή επαρχιακές συνήθειες και παραδόσεις, οι οποίες δεν φέρνουν τη σφραγίδα της αποστολικής ή της καθολικής, δηλαδή της αυθεντικής, παραδόσεως της Εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα μάλιστα έχουμε πει, ότι μόνο οι παραδόσεις, μόνο οι διατάξεις, μόνο οι συνήθειες, οι οποίες θεσπίστηκαν ή υιοθετήθηκαν και επικυρώθηκαν από τις Οικουμενικές συνόδους της Εκκλησίας, αυτές έχουν οικουμενικό και απόλυτο κύρος, και αυτές είναι σίγουρα ορθές και αλάθητες.
Θα διερωτηθεί όμως κανείς: Γιατί οι αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων είναι αλάθητες και ορθές; Η απάντηση είναι ευχερής: επειδή απλούστατα, αυτές αντιπροσωπεύουν ολόκληρη την Εκκλησία, επειδή αυτές αποτελούν το στόμα της καθόλου Εκκλησίας, η οποία είναι αλάθητη.
Αλλά τίθεται αμέσως το πρόβλημα: Η Εκκλησία είναι πράγματι αλάθητη; Η απάντηση και εδώ είναι θετική: Βεβαίως, η Εκκλησία ως σύνολο είναι αλάθητη. Αυτή αποτελεί ένα σώμα, έναν οργανισμό με κεφαλή το θεάνθρωπο Ι. Χριστό (Εφεσ. 5, 22. πρβλ. και Εφεσ. 4, 15-16 και Κολοσ. 2, 19) που είναι αλάθητος. Και όταν η κεφαλή είναι αλάθητη, σημαίνει ότι και όλο το σώμα δεν αστοχεί, δεν πλανάται, δεν σφάλλει.
Εξ άλλου, μέσα στην Εκκλησία υπάρχει και κινείται το Αγ. Πνεύμα, το «Πνεύμα της αληθείας» (Ιω. 14, 16-1 7 και 1 5, 26) και αυτό την ζωογονεί και την οδηγεί (Ιω. 16, 13) και την κινεί. Επομένως όλες οι αποφάσεις της και οι ενέργειες είναι ορθές. Όλος ο οργανισμός νοεί, ομιλεί και ενεργεί ορθά.
Γι' αυτό και ο Απ. Παύλος λέει προς τον Τιμόθεο: «Ταύτα σοι γράφω... ίνα ειδής πως δει εν οικώ Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. 3, 1 5). Του λέει δηλαδή ότι η Εκκλησία είναι ο στύλος και το στερεό θεμέλιο, που «κρατάει» την αλήθεια, που την διατηρεί και την βεβαιώνει. Ο Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Θεοφύλακτος λέει: «Η δε Εκκλησία της αληθείας εστί σύστασις » (Ρ G 125, 49Β C).
Β. Ίσως προβάλλει κάποιος εδώ την αντίρρηση, ότι ο Απ. Παύλος δεν ομιλεί για την Εκκλησία καθόλου, αλλά ειδικώς για το ναό, γιατί το χωρίο λέει «πως δει εν οίκω Θεού α ναστρέφεσθαι ». Η άποψη όμως αυτή δεν είναι ορθή, είναι μονομερής. Γιατί, εάν μελετήσουμε με προσοχή όλη τη σχετική περικοπή της επιστολής, θα δούμε ότι με την έκφραση «οίκο του Θεού» εννοεί την οικογένεια του Θεού, και όχι την κατοικία του Θεού.
Ότι εννοεί την οικογένεια του Θεού, φαίνεται σαφώς από τους προηγούμενους 4, 5 και 1 2 στίχους του ίδιου Γ' κεφαλαίου της Επιστολής αυτής. Εννοεί δηλαδή το σύνολο αυτών που πιστεύουν στο Θεό. Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας σημειώνει: «Ου τους οίκους λέγει τους ευκτήριους, κατά την των πολλών συνήθειαν, αλλά των πιστών τον σύλλογον » (Ρ G 66, 9410. Αυτοί αποτελούν την οικογένεια του Θεού και μέσα σ' αυτούς κατοικεί ο Θεός. Επειδή, γι' αυτούς είπε ο Θεός: « Έσομαι υμίν εις πατέρα και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας» και «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω » (Β' Κορ. 6, 1 6-1 8).
Επομένως δεν μπορούμε να πούμε ότι ως οίκος Θεού εννοείται ειδικώς- περιοριστικώς ο ναός, αφού μάλιστα στη συνέχεια ο ίδιος ο εν λόγω στίχος συνεχίζει « ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος». Η έννοια «εκκλησία», κατά τους αποστολικούς χρόνους, δεν είχε την έννοια του ναού.
Γ. Α λλά και για άλλο ένα λόγο δεν μπορούμε να πούμε, ότι εννοείται ο ναός. Γιατί ο ίδιος ο Απ. Παύλος διεκήρυξε στην ομιλία του προς τους Αθηναίους επάνω στον Άρειο Πάγο, ότι ο Θεός δεν περιορίζεται σε χειροποίητους ναούς. Είπε συγκεκριμένως : «Ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον... ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί, ουδέ υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται» (Πραξ. 17, 24). Και ο πρωτομάρτυρας Στέφανος έλεγε προς τους συμπατριώτες του πριν από το μαρτύριο: «Σολομών δε οικοδόμησεν αυτώ (τω Θεώ) οίκον. Αλλ' ουχ ο ύψιστος εν χειροποιήτοις κατοικεί. Καθώς ο προφήτης λέγει, ο ουρανός μοι θρόνος η δε γη υποπόδιον των ποδών μου· ποίον οίκον οικοδομήσετε μοι, λέγει Κύριος» (Πραξ. 7, 47-49).
Το πολύ-πολύ μπορούμε να πούμε, ότι ο ναός λέγεται οίκος Θεού (Πρβλ. Ματθ. 1 2, 4, Ιω. 2, 1 6) κατά σχήμα λόγου (συνεκδοχικώς), επειδή εκεί συναθροίζονται οι πιστοί χριστιανοί και αποτελούν την Εκκλησία. Γι' αυτό και ορθώς ο ελληνικός λαός ονομάζει τους ναούς Εκκλησία. Δηλαδή το οικοδόμημα του ναού είναι οίκος του Θεού, επειδή και εφόσον μέσα σ' αυτόν συναθροίζονται οι πιστοί, οι οποίοι κατά τον Παύλο είναι «Ναός του Θεού» (Α' Κορ. 3, 16-17) και «Ναός του Αγ. Πνεύματος (Α' Κορ. 6, 19). Και επίσης διότι ο Κύριος λέει: «όπου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18, 20).
Εν πάση περιπτώσει «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» δεν είναι ο χειροποίητος ναός, αλλά ο πιστός λαός του Θεού, η Εκκλησία καθόλου, όλο το σώμα («παν το σώμα») του Χριστού (Πρβλ. Εφεσ. 4, 16 και Κολοσ. 2, 19).
Δ. Μετά από αυτά συμπεραίνουμε ότι, πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να συνδέουμε τον οίκο του Θεού με έναν ωρισμένο τύπο ναού, δεν πρέπει να ταυτίζουμε την Εκκλησία, την αλήθεια της και τη σωτηρία των ανθρώπων με έναν ωρισμένο ρυθμό, είτε βυζαντινός λέγεται αυτός, είτε γοτθικός, είτε μπαρόκ, είτε είναι της βασιλικής, είτε είναι της αναγεννήσεως. Δεν είμαστε, λοιπόν, υποχρεωμένοι να χτίζουμε τους ναούς με έναν ωρισμένο ρυθμό για να λατρεύουμε ορθώς το Θεό, για να συμμετέχουμε στην Εκκλησία και να συναποτελούμε το στύλο και το εδραίωμα της αληθείας. Και μάλιστα επειδή κανένας κανόνας οικουμενικής συνόδου δεν επιβάλλει κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει κανένας τέτοιος νόμος-κανόνας. Και όπου δεν υπάρχει νόμος, εκεί υπάρχει ελευθερία κινήσεως, γιατί «ου ουκ έστι νόμος, ουδέ παράβασις » (Ρωμ. 4, 1 5).
Ε. Είπαμε, ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να οικοδομούμε ένα ναό με έναν ωρισμένο ρυθμό πλην όμως μπορούμε να εκμεταλλευόμαστε την πείρα, άλλων χριστιανικών λαών επάνω στο ζήτημα αυτό. Έτσι στο Βυζάντιο διαμορφώθηκε ο βυζαντινός ρυθμός, που γενικώς είναι ο σταυροειδής ναός με ημισφαιρικό τρούλλο ή θόλο στο κέντρο της σκεπής του και με κόγχη στην κορυφή του ιερού βήματος. Στο ρυθμό αυτό αποτυπώνεται καλύτερα η δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την Εκκλησία. Έτσι στην κορυφή του τρούλλου εξεικονίζεται ο Παντοκράτωρ και Παντεπόπτης Χριστός. Η θέση του στο σημείο αυτό συμβολίζει το υπερβατό του Θεού και συγχρόνως υπενθυμίζει, ότι είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, της «συνάξεως», δηλαδή των πιστών χριστιανών.
Αμέσως πιο κάτω τοποθετούνται οι προφήτες, οι όποιοι προανήγγειλαν την ενσάρκωση του Χριστού και ακολουθούν οι ευαγγελιστές στα τέσσερα κοίλα τρίγωνα που σχηματίζουν οι πεσσοί, οι οποίοι στηρίζουν τον τρούλλο. Η παράδοση και η διάταξη αυτή συμβολίζει τη διάδοση του ευαγγελίου στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σ' όλη δηλαδή την κατοικημένη γη, σ' όλη την οικουμένη. Στη σφαιρική κόγχη του Ιερού εικονίζεται η Θεοτόκος, η Πλατυτέρα όπως ονομάζεται, και συμβολίζει την ένωση του Ουρανού και της Γης, η οποία πραγματοποιήθηκε με το μυστήριο της Σαρκώσεως του Λόγου του Θεού. Στα άλλα σημεία του ιερού και του κυρίως ναού αποτυπώνονται παραστάσεις από τη ζωή του Ιησού Χριστού, των αποστόλων και των αγίων.
Όλος αυτός ο δογματικός κύκλος και ο χορός των αγίων συνδέει διανοητικώς, συναισθηματικώς και σωματικώς τους πιστούς που συναθροίζονται στο ναό με όλη την Εκκλησία, τη θριαμβεύουσα και τη στρατευόμενη. Έτσι με το ρυθμό αυτό, όπου επικρατεί το σφαιρικό στοιχείο, η ουράνια γραμμή, επιτυγχάνεται η ιδέα του υψηλού και του οικουμενικού, δηλαδή του καθολικού, σε έναν άριστο συνδυασμό και με την ηχητική απόδοση που είναι απαραίτητη για τη δημιουργία μιας κατανυκτικής και πνευματικής ατμόσφαιρας.
ΣΤ. Συγχρόνως όμως οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη μας και την πολιτιστική παράδοση του τόπου, τη νοοτροπία του λαού, την τεχνοτροπία της εποχής κτλ. και να δημιουργούμε ένα σχέδιο-κράμα, που να ικανοποιεί και τις δογματικές ή πρακτικές ανάγκες της Εκκλησίας, αλλά και τις αισθητικές ή καλλιτεχνικές τάσεις της κοινωνίας. Τέλος, μπορούμε ακόμη, όταν μάλιστα οι περιστάσεις και οι συνθήκες το επιβάλλουν, να παίρνουμε και μία απλή καλύβα των ιθαγενών, να θέτουμε επάνω σ' αυτήν, στην κορυφή της σκεπής, το σταυρό και να την χρησιμοποιούμε για ναό. Μάλιστα εδώ πρέπει να τονισθεί συμπερασματικώς, ότι μπορούμε να ακολουθούμε οποιοδήποτε ρυθμό θέλουμε, αρκεί να μη λείπει απ' αυτόν «ο ζωοποιός σταυρός», το χριστιανικό αυτό σύμβολο, «το της νίκης τρόπαιον » των χριστιανών (ογ' καν. της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου).
|