Επιτρέπεται σε ένα κατηχούμενο των ιεραποστολικών χωρών, εφόσον πεθάνει λίγο καιρό προτού λάβει το βάπτισμα, για το οποίο έχει εκδηλώσει την επιθυμία του, να γίνει μνημόσυνο;
Παν. Ι. Μπούμη ( Πάντα τα έθνη, Τεύχος 23, γ΄ Τρίμηνο 1987, σελ. 6 - 7)
Πριν προχωρήσουμε στην απάντηση του ερωτήματος αυτού θα θέλαμε και πάλι προεισαγωγικά να δώσουμε ορισμένες εξηγήσεις σε όσα είπαμε στο προηγούμενο σημείωμά μας, για να μη γίνονται παρεξηγήσεις και συγχρόνως να συμπληρώνουμε τις γνώσεις μας επάνω στα θέματα της Ορθοδόξου Πίστεώς μας γενικότερα και του Κανονικού Δικαίου ειδικότερα. Θα θέλαμε, λοιπόν, να πούμε ότι η διάκριση μεταξύ παραδόσεως της καθόλου Εκκλησίας και παραδόσεων των τοπικών ή εθνικών Εκκλησιών, καθώς και ο διαχωρισμός μεταξύ ιερών κανόνων και κανονιστικών διατάξεων (τον οποίον κάναμε στο προηγούμενο Σημείωμα), δεν ήταν αυθαίρετα. Ούτε έγιναν από λόγους διπλωματικούς ή έστω φιλανθρωπικούς προς τους εν λόγω λαούς των ιεραποστολικών χωρών, επειδή τάχα είναι δυνατόν οι εθνικές ή τοπικές αυτές παραδόσεις (διατάξεις και συνήθειες) «να έρχονται σε αντίθεση με τους νόμους ή τα έθιμα» των λαών αυτών.
Οι λόγοι για τους οποίους έγινε ο διαχωρισμούς αυτός είναι θεμελιώδεις, είναι ζωτικοί και κανονικοί.
Έχουν σχέση με την αυθεντία και την αλήθεια των παραδόσεων αυτών, έχουν σχέση με το αιώνιο κύρος και το αλάθητο των ιερών κανόνων. Κα λέμε αυτό, γιατί μόνο με οι παραδόσεις, μόνο οι διατάξεις, μόνο οι συνθήκες, οι οποίες θεσπίστηκαν ή υιοθετήθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας, δηλαδή από την καθόλου Εκκλησία, έχουν οικουμενικό και απόλυτο κύρος, είναι ορθές και αλάθητες. Αντιθέτως δεν μπορούμε να δεχθούμε με βεβαιότητα και σιγουριά, ότι είναι οπωσδήποτε ορθές οι τοπικές παραδόσεις και διαταγές, είτε εκκλησιαστικές είναι αυτές, είτε εθνικές, ή ότι είναι αλάθητες οι προσωπικές παραδόσεις και απόψεις, είτε προέρχονται από έναν Πατριάρχη, είτε από έναν απλό πιστό. Ίσως όμως χρειαστεί να επανέλθουμε και σε επόμενο σημείωμα στο θεμελιώδες αυτό θέμα.
Και τώρα ας έλθουμε στην απάντηση του τεθέντος ερωτήματος. Εφόσον, λοιπόν, ο κατηχούμενος είχε εκφράσει την επιθυμία του να βαπτιστεί χριστιανός Ορθόδοξος και δεν βρισκόταν ακόμη στο στάδιο της αναζητήσεως της αλήθειας ή της ικανοποιήσεως μιας απλής περιέργειας, να μάθει δηλαδή τι είναι ο Χριστιανισμός, μπορούμε να κάνουμε μνημόσυνο στην Εκκλησία υπέρ αυτού αφού πέθανε αιφνιδίως (π.χ. σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα) και μάλιστα λίγο καιρό προτού βαπτιστεί.
Λέμε αν πέθανε αιφνιδίως, γιατί αν ήταν άρρωστος στο κρεββάτι (κλίνη) του πόνου και αφέθηκε να πεθάνει αβάπτιστος, τότε είναι και αυτός αδικαιολόγητος και οι οικείοι της πίστεως και τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα. Μπορούμε κάλλιστα, αν μάλιστα ήταν βαριά άρρωστος, να δεχτεί το «βάπτισμα των κλινικών», των ασθενών, δηλαδή δια ραντισμού. Η δικαιολογία ότι περίμεναν να γίνει καλά, για να λάβει το «πλήρες βάπτισμα», μετά την ολοκλήρωση της κατηχήσεως δεν ευσταθεί. Οι κανόνες και οι θεσμοί της Εκκλησίας προβλέπουν αυτές τις περιπτώσεις ανάγκης. Συγκεκριμένως ο ε΄κανόνας του Κυρίλλου Αλεξανδρείας λέει «Εάν δε χωρισμόν (από της Εκκλησίας) υπομένωσι τινες, επιτιμηθέντες πταισμάτων ένεκα, είτα μέλλοντες τελευτάν, κατηχούμενοι όντες, βαπτίζεσθωσαν, και μη αποδημείτωσαν των ανθρωπίνων, αμέτοχοι της χάριτος, ήγουν ακοινώνητοι. Δοκεί γαρ προσέχειν και τούτο τοις της Εκκλησίας θεσμοίς». Επίσης ο μζ΄ κανόνας της Λαοδικείας ορίζει: «Ότι δει τους εν νόσω παραλαμβάνοντας το φώτισμα, και είτα αναστάντας, εκμανθάνειν την πίστιν , και γινώσκειν, ότι θείας δωρεάς κατηξιώθησαν».
Εφόσον, λοιπόν, είχε λάβει ο εν λόγω κατηχούμενος την απόφαση να βαπτιστεί και την είχε εκφράσει στα αρμόδια όργανα της Εκκλησίας, ή όπερ το αυτό, εφόσον αυτός είχε αποδεχθεί την απόφαση της Εκκλησίας να βαπτιστεί την τάδε ημέρα ή εορτή, πέθανε αιφνιδίως, μπορούμε να του κάνουμε εκκλησιαστικό μνημόσυνο. Πολύ περισσότερο, εφόσον δεν υπάρχει κανόνας της Εκκλησίας που να απαγορεύει μία τέτοια ακολουθία.
Βεβαίως κατά τους πέντε πρώτους αιώνες της Εκκλησίας και στη Ρώμη και στην Ισπανία είχε επικρατήσει η συνήθεια να αποκλείονται από τις κοινές δεήσεις στη θεία λατρεία οι κατηχούμενοι, οι οποίοι πέθαναν προτού να βαπτιστούν. Αλλά επίσης στη Δυτική Εκκλησία, ιδίως μετά την εν Τριδέντω Σύνοδο (1545-1563 μ.Χ.), έγινε δεκτό ακόμη και το βάπτισμα της επιθυμίας ( baptismus flaminis ), το οποίο είχε κατά κάποιο τρόπο δεχθεί ή μάλλον ανεχθεί ο Αμβρόσιος και ο Αυγουστίνος ( Παν. Τρεμπέλα , Δογματική, τομ. Γ', σελ. 104 εξ.). Επομένως οι συνήθειες των τοπικών Εκκλησιών ή οι προσωπικές απόψεις και επιλογές των εκκλησιαστικών ανδρών δεν μπορούν να αποτελούν αλάθητο γνώμονα, πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν αντιτίθενται μεταξύ τους.
Αντιθέτως η μακραίων τάξη και πράξη της Εκκλησίας είναι να εύχεται και να προσεύχεται υπέρ των κατηχουμένων και δέχεται να συμπροσεύχονται και αυτοί μαζί με τους πιστούς κατά ένα μεγάλο μέρος της Θείας μάλιστα Λειτουργίας.
Επίσης σε σκέψεις πρέπει να μας εμβάλλει και το γεγονός ότι η Εκκλησία έχει καθιερώσει την τεσσαρακοστή ημέρα από την γέννηση ενός παιδιού να γίνεται η ακολουθία του «εκκλησιασμού» κατά την οποία «εκκλησιάζεται» το αβάπτιστο αυτό παιδί, το οποίο προέρχεται από Ορθόδοξους γονείς. Αυτή η λέξη «εκκλησιάζεται», η οποία λέγεται στη σχετική ευχή, σημαίνει απλώς εισέρχεται στην Εκκλησία, στο ναό, ή σημαίνει κάτι περισσότερο εκκλησιολογικώς;
Ένα άλλο επιχείρημα που μας δίνει το θάρρος να εκφράσουμε την άποψη, ότι μπορούμε να τελούμε μνημόσυνα στην ανωτέρα περίπτωση των κατηχουμένων, γιατί έχουν σχέση με την Εκκλησία, είναι και το γεγονός, ότι κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους υπήρξε η «ονοματογραφία», κατά την οποία οι κατηχούμενοι ενεγράφοντο - καταγράφοντο σε ειδικές δέλτους, επειδή θα εγίνοντο μέλη της Εκκλησίας με το βάπτισμα (σπ. Μακρή, Ονοματοθεσία, Θρησκ. Και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. Θ΄, σελ. 927).
Ότι έχουν κάποια σχέση με την Εκκλησία οι κατηχούμενοι αυτοί, φαίνεται από τον ιδ΄ κανόνα της Α΄ Οικουμ. Συνόδου, ο οποίος επιτιμά τους κατηχούμενους, οι οποίοι αρνήθηκαν την πίστη, πλανήθηκαν. Αυτός λέει: «Περί των κατηχουμένων, και παραπεσόντων, έδοξε τη αγία και μεγάλη συνόδω ώστε, τριών ετών αυτούς ακροωμένους μόνον, μετά ταύτα εύχεσθαι μετά των κατηχουμένων». Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει στον κανόνα αυτό: «Επιτιμώνται δε οι Κατηχούμενοι, διατί και αυτοί, αγκαλά και να μη ήναι πράγματι εντός της Εκκλησίας, ούτε ενεργεία μέλη της Εκκλησίας εισίν, όμως εφέσει, και προθυμία ψυχής, και δυνάμει, εν τη Εκκλησία εισί. Διότι κατά τον Θεολόγον (εν τω εις τα Φώτα λόγω) εν προθύροις της ευσεβείας ούτοι εισί, και συνελήφθησαν εν τη πίστει, αν και ακόμη δεν εγεννήθησαν διά του βαπτίσματος (καθ'ο και ούτε είναι απεγνωσμένοι από κάθε ελπίδα σωτηρίας, αν εξ ανάγκης αβάπτιστοι αποθάνωσιν), ως τούτο δείκνυται από τον επιτάφιον λόγον όπου κάμνει ο Θείος Αμβρόσιος προς τον Βασιλέα Ουαλεντινιανόν, τον αποθανόντα έτι κατηχούμενον» («Πηδάλιον», σελ. 143).
Μπορεί όμως στο σημείο αυτό να προβληθεί η εξής αντίρρηση: Τι ωφελείται με τα μνημόσυνα εκείνος που πέθανε αβάπτιστος (με το προπατορικό αμάρτημα και τις προσωπικές του αμαρτίες); Γιατί για τους κατηχούμενους που ζουν η Εκκλησία εύχεται, επειδή βρίσκονται στη ζωή και είναι επιδεκτικοί προόδου και σωτηρίας. Ενώ για τον κατηχούμενο που πέθανε αβάπτιστος ποια βεβαιότητα, ή έστω ποια ελπίδα έχουμε, για να σωθεί, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του; «Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια», λένε.
Βεβαιότητα μπορεί αν μην έχουμε. Ελπίδα όμως δικαιολογείται και πρέπει να έχουμε. Βεβαίως από τον ίδιο τον απελθόντα δυνατότητα βελτιώσεως της θέσεώς του, ή πνευματικής του προόδου δεν πρέπει να περιμένουμε, αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη βοήθεια που μπορούν να του προσφέρουν οι άλλοι πιστοί, η Εκκλησία. Εδώ αξίζει να «μεταφέρουμε» τα λόγια του ια΄ κανόνα του Αγ. Πέτρου Αλεξανδρείας, ο οποίος λέει: «Και τοις κατά πίστιν υπεξιούσιν ευχάς και δεήσεις γίνεσθαι, ήτοι υπέρ των... ηττηθέντων (κατά τον διωγμόν) υπό της ασθενείας της σαρκός, άξιον εστιν επινεύσαι. Συμπάσχειν γαρ και συναλγείν τοις οδυρομένοις, και στενάζουσιν υπέρ των εν τω αγώνι ηττηθέντων υπό της πολλής βίας του κακομηχάνου διαβόλου, ήτοι υπέρ γονέων, ή αδελφών, ή τέκνων, ουδένα ουδέν καταβλάπτει· ίσμεν (=γνωρίζομεν) γαρ και δι' ετέρων πίστιν απολαύσαντας τινας της του Θεού αγαθότητος, επί τε αφέσει αμαρτιών , και υγεία σώματος, και αναστάσει νεκρών. Μεμνημένοι τοίνυν των πολλών αυτών καμάτων, ων προϋπήνεγκαν εν ονόματι του Χριστού, και των ταλανισμών, ου μην αλλά και μεταγνόντων αυτών... συνευχόμεθα και συμπαρακαλούμεν υπέρ ιλασμού αυτών μετά των άλλων καθηκόντων».
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ερμηνεύοντας τον κανόνα, γράφει: «Δια τούτους, λέγω, πρέπει να συμπάσχωμεν και να συλλυπούμεθα, και με τους υπέρ αυτών παρακαλούντας, είτε γονείς αυτών ήσαν ούτοι, είτε αδελφοί, είτε τέκνα, πρέπει να συμπαρακαλούμεν τον Θεόν και Πατέρα... λέγω δε να παρακαλούμεν δι' αυτούς, δια τι μανθάνομεν από τας ιστορίας της θείας Γραφής, ότι πολλοί δια την πίστιν και απαρακάλεσιν των άλλων, απήλαυσαν του θείου ελέους· και άλλοι μεν έλαβον συγχώρησιν των αμαρτιών τους (ως οι φίλοι του Ιώβ δια την δέησιν αυτού), άλλοι δε έλαβον την υγείαν του σώματος (ως ο Παραλυτικός δια την πίστιν των αιρόντων αυτού τον κράββατον), και άλλοι ανεστήθησαν από τους νεκρούς (ως ο Λάζαρος κα η θυγάτηρ του Ιαείρου, και ο υιός της χήρας) δια την παρακάλεσιν των γονέων και συγγενών αυτών» («Πηδάλιον», σελ. 571).
Ο δε βυζαντινός κανονολόγος Θεόδωρος ο Βαλσαμών, Πατριάρχης Αντιοχείας, ερμηνεύοντας την τελευταία έκφραση του κειμένου του κανόνα που παραθέσαμε πιο πάνω «μετά των άλλων καθηκόντων» λέει: «Δια τοι τούτο αυτοίς τε δοθήναι άφεσιν παρά του Θεού εξαιτήσομεν... αλλά και συνευξόμεθα υπέρ ιλασμού αυτών μετά των άλλων των καθηκόντων, ήγουν μετά των οφειλουσών γίνεσθαι ευποιϊών περί τούτων, νηστείας δηλονότι, ελεημοσύνης, και μετανοίας» (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τομ. Δ΄, σελ. 37).
Επομένως και οι δεήσεις και οι αγαθοεργίες ισχύουν και ωφελούν και τους ζώντες και τους τεθνεώτες. «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη» (Ιακ. 5, 16). Συνεπώς και πάλι θα πρέπει να πούμε, ότι μπορούμε κατ' αναλογία και προς τους ανωτέρω «πεπτωκότες» να τελούμε μνημόσυνα στους κατηχουμένους, που είχαν εκφράσει την επιθυμία να βαπτιστούν και που είχαν την ατυχία να πεθάνουν αιφνιδίως. Και τούτο πολύ περισσότερο, εφόσον μας ζητούν οι οικείοι τους (γονείς, αδέλφια, τέκνα), οι οποίοι είναι πιστοί, και μάλιστα σε ιεραποστολικές χώρες, μεταξύ τόσων απίστων και αλλοδόξων ή μεταξύ τόσων πολλών αντιξοοτήτων. Προς ενίσχυση των λεγομένων εδώ μπορούμε να αναφέρουμε και ένα δυσνόητο μεν αυτό καθ' εαυτό χωρίο του Απ. Παύλου, αλλά διαφωτιστικό για την προκειμένη περίπτωση. Αυτό έχει ως εξής: «Ηγίασται ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί (τη πιστή), και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω αδελφώ· επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτά έστιν, νυν δε άγια έστιν» (Α΄ Κορ. 7, 14).
|