Η ορθόδοξη ιεραποστολή είναι ιμπεριαλιστικό ή απελευθερωτικό κίνημα;
Παν. Ι. Μπούμη (Πάντα τα έθνη, Τεύχος 30, β΄Τρίμηνο 1989, σελ.5 -6)
Απάντηση: Στο τελευταίο σημείωμα καταλήξαμε, ότι και η τήρηση (διαφύλαξη και εφαρμογή) της ακριβείας, της αυθεντικής εκκλησιαστικής παραδόσεως, της αληθείας, έχει ως συνέπεια και αποτέλεσμα την απόκτηση της ελευθερίας, σύμφωνα με τους λόγους του Ευαγγελίου: «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. 8,32). Αλλά και σε προηγούμενα σημειώματα είχαμε επαναλάβει και τονίσει, ότι στις χώρες της Ιεραποστολής είμαστε υποχρεωμένοι «να πορευόμαστε», να ξεκινούμε, να πηγαίνουμε και να ενεργούμε, σύμφωνα με αυτήν την αλάθητη και αυθεντική παράδοση της καθόλου Εκκλησίας και όχι με τις διάφορες παραδόσεις των επί μέρους τοπικών Εκκλησιών, που οργανώνουν ή πραγματοποιούν μία ιεραποστολική κίνηση ή «πορεία».
Με τον τρόπο αυτό, εκτός από τα άλλα αγαθά αποτελέσματα, μερικά από τα οποία ήδη περιγράψαμε, και μόνο το γεγονός, ότι δεν κινούμεθα και δεν ενεργούμε σύμφωνα με τις παραδόσεις, τις συνήθειες, τα έθιμα, τις υποδείξεις, τις εντολές και τους νόμους μιας τοπικής - εθνικής Εκκλησίας, αλλά σύμφωνα με την Παράδοση (όρους -κανόνες) της καθόλου Εκκλησίας, σημαίνει αυτομάτως, ότι δεν ενεργούμε ως εντολοδόχοι ενός κράτους ή έθνους, αλλά ως εντολοδόχοι μιας υπερ-εθνικής αρχής. Σημαίνει αυτομάτως, ότι δεν ενεργούμε ως απεσταλμένοι, ως διπλωμάτες ως τεχνοκράτες, ως πολιτικοί ή ως στρατιωτικοί ενός ωρισμένου κράτους, που θέλει να επιβληθεί ή να επεκταθεί, είτε εδαφικώς, είτε οικονομικώς, είτε πολιτικώς, είτε ακόμη και πολιτιστικώς, αλλά ενεργούμε ως αντιπρόσωποι, ως απεσταλμένοι ενός οικουμενικού και υπερ-χρονικού οργανισμού, ενός υπεράνω τόπου και χρόνου κινήματος.
Και επιτυγχάνεται αυτό (και θα επιτυγχάνεται αυτό) με τον τρόπο αυτό, γιατί μόνο έτσι θα μπορεί η Ορθόδοξη Ιεραποστολή να είναι συνεπής προς τη γραμμή και την πορεία που χάραξε ο ίδιος ο Χριστός, ο αρχηγός του κινήματος αυτού. Έτσι δεν θα μπορεί να κατηγορηθεί, ότι ασκεί κατακτητική Ιεραποστολή, ιμπεριαλιστική πολιτική και τακτική. Ήδη, όπως είναι γνωστό, έμβλημα της Ορθόδοξης Ιεραποστολής είναι (και πρέπει να είναι) οι λόγοι του Κυρίου: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιου και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάνατ όσα ενετειλάμην υμίν· και ιδού εγώ μεθ' υμών ειμι πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 19 - 20). Αυτοί όμως οι λόγοι δεν πρέπει να είναι μόνο έμβλημα, και σημεία, αλλά πρέπει να είναι και το «Σύνταγμα» και ο «Καταστατικός Χάρτης» της Ορθόδοξης Ιεραποστολής, όλων όσων πορεύονται προς τις ιεραποστολικές χώρες ως αντιπρόσωποι του Ι. Χριστού. Οι λόγοι αυτοί πράγματι είναι αποφασιστικοί, βάση και αφετηρία υπερεθνικών και απελευθερωτικών αρχών και τάσεων και απευθύνονται τόσο στους ιεραποστόλους, όσο και στους ιθαγενείς λαούς των σημερινών ιεραποστολικών χωρών.
Λέει, παραγγέλλει, λοιπόν ο Κύριος προς τους ιεραποστόλους Του, «Μαθητεύσατε πάντα τα έθνη», ήτοι κάνετε μαθητές μου, όχι δικούς σας μαθητές, κάνετε οπαδούς μου, όχι δικούς σας οπαδούς, κάνετε μέλη της Εκκλησίας μου, του Έθνους του αγίου (Α΄ Πέτρ. 2,9) όχι του Έθνους του δικού σας. Ότι το «μαθητεύω» δεν έχει την απλή έννοια του «διδάσκω», αλλά έχει την ευρύτερη και γενικότερη που δίνουμε πιο πάνω, διακρίνεται σαφώς από τη σύνταξη και τη συνέχεια του χωρίου που λέει «μαθητεύσατε... βαπτίζοντες... και διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάνατ όσα ενετειλάμην υμίν», που σημαίνει: «Κάνετε όλα τα έθνη μαθητές μου με το βάπτισμα και τη διδασκαλία τηρήσεως των εντολών μου». Κάνετέ τους, λοιπόν, μαθητές μου και υπηκόους μου, όχι δικούς σας υπηκόους. Ότι σημαίνει αυτό, φαίνεται σαφώς και από το ότι λέει να τους βαπτίζετε «στο όνομα του Πατέρα μου και το δικό ου και του Αγίου Πνεύματος», και όχι στο όνομα το δικό σας ή του κράτους σας.
Στη συνέχεια πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως εδώ και το γεγονός, ότι η εντολή αυτή του Ι. Χριστού είναι απόρροια και συνέπεια του γεγονότος, ότι δόθηκε σ' Αυτόν «κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη». Διότι μαρτυρεί ο ίδιος: «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί της γης. Πορευθέντες ουν (=λοιπόν) μαθητεύσατε πάντα τα έθνη...». Αυτό το συμπερασματικό «ούν» = λοιπόν, αυτό σημαίνει, αυτό το αποτέλεσμα δηλώνει. Ο Κύριος δεν αποστέλλει τους εργάτες Του σε «αλλότριο», σε ξένο έδαφος. Δεν είναι, ούτε γίνεται κατακτητής ξένης γης. Τους στέλνει σε επικράτεια, σε χώρο που Του ανήκει. Λέει άλλως τε και ο Προφητάναξ Δαυίδ: «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή» (Ψαλμ. 23,1. Πρβλ. Α΄ Κορ. 10,26).
Επομένως, όσοι εργάζονται στην Ιεραποστολή ως πραγματικοί εντολοδόχοι του Ι. Χριστού α) δεν πηγαίνουν σε ξένο έδαφος και β) δεν πηγαίνουν (δεν πρέπει, ούτε μπορούν να πάνε) να επεκτείνουν κάποιο δικό τους έδαφος, αλλά πρέπει να γνωρίζουν καλά, ότι πηγαίνουν στην επικράτεια, στο φυσικό χώρο του Ι. Χριστού. Επί πλέον δεν πάνε να κυριεύσουν ούτε στρατιωτικώς, ούτε πολιτικώς, ούτε πολιτιστικώς, ούτε τεχνικώς τους λαούς αυτούς των ιεραποστολικών χωρών, αλλά πηγαίνουν να μεταδώσουν το μήνυμα του Ευαγγελίου, τη διδασκαλία, τις εντολές και τους κανόνες του Κυρίου. «Διδάσκοντες αυτούς τους λαούς να τηρούν όλα, όσα ενετείλατο (=παρήγγειλε)» ο ίδιος ο Κύριος και όχι άλλος κανείς. Αυτά τα οποία διδάσκει και εντέλλεται ο Κύριος δια μέσου της Εκκλησίας Του, της οποίας αποτελεί την αλάθητη κεφαλή.
Εξ άλλου στη συνάφεια αυτή και για τον τελικό χαρακτηρισμό της Ορθόδοξης Ιεραποστολής δεν πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη και την τελική πρόταση της αναφερθείσης ευαγγελικής περικοπής, η οποία αποτελεί μία Δεσποτική, μία αυθεντική υπόσχεση και διακήρυξη και συγχρόνως ένα απελευθερωτικό μήνυμα: «Και ιδού εγώ μεθ' υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28,20). Και το διάγγελμα αυτό ακριβώς υπόσχεται την ελευθερία, την παροχή και την τελική επικράτηση της ελευθερίας, γιατί πάλι η Γραφή διαβεβαιώνει: «Ο δε Κύριος το πνεύμα εστιν· ου δε το πνεύμα Κυρίου, (εκεί) ελευθερία» (Β΄ Κορ. 3,17).
Ο προηγούμενος σχολιασμός μας βοηθάει να επαναφέρουμε προ οφθαλμών το άλλο εκείνο ευαγγελικό χωρίο που είδαμε στην αρχή του παρόντος σημειώματος και που μας υποχρεώνει όμως συγχρόνως να το μεταφέρουμε ολοκληρωμένο, καθώς λέει: «Εάν υμείς μεινήτε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς, μαθηταί μου έστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. 8,31-32).
Άρα, η τήρηση των εντολών του Θεού, του λόγου του Θεού, ή αλλιώς η διατήρηση, η γνώση και η βίωση της αληθείας, έχει ως καρπό, ως αποτέλεσμα, την ελευθερία. Την ελευθερία και την απελευθέρωση από τα δεσμά της δουλείας, της φθοράς και του θανάτου.
Ότι η τήρηση των εντολών του Κυρίου (βιβλικών - κανονικών) συντελεί στην ελευθερία εν Χριστώ, και ότι γι' αυτήν την ελευθερία καταβάλλει ιδιαίτερη φροντίδα ανέκαθεν η Εκκλησία, φαίνεται και στον η΄ κανόνα της Γ΄ Οικουμ. Συνόδου (431 μ.Χ.), ο οποίος λέει: «Πράγμα παρά τους εκκλησιαστικούς θεσμούς και τους κανόνας των Αγίων Αποστόλων καινοτομούμενον, και της πάντων ελευθερίας απτόμενον , προσήγγειλεν ο Θεοφιλέστατος συνεπίσκοπος Ρηγίνος... Όθεν... ίνα μη των Πατέρων οι κανόνες παραβαίνωνται... μηδέ λάθωμεν την ελευθερίαν κατά μικρόν απολέσαντες, ην ημίν εδωρήσατο τω ιδίω αίματι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο πάντων ανθρώπων ελευθερωτής . Έδοξε τοίνυν τη αγία και οικουμενική συνόδω...».
Με αυτήν την ερμηνεία, με αυτήν τη σχέση αληθείας εν Χριστώ και ελευθερίας, η οποία, νομίζουμε, είναι και η πιο πραγματική, αληθινή και κατορθωτή, κατανοείται και εναρμονίζεται προς το όλο πνεύμα της Αγ. Γραφής και ένα άλλο εκ πρώτης όψεως παρεξηγήσιμο χωρίο αυτής. Αυτό το χωρίο υπάρχει σε σχετική παραβολή-προτροπή του Κυρίου περί της κλήσεως των εθνών και αναφέρεται στην ιεραποστολική δραστηριότητα. Σύμφωνα με αυτό φαίνεται, ότι δικαιολογείται κάποιο είδος ηθικής ή λογικής πιέσεως και εξαναγκασμού πους στην πραγματικότητα όμως δεν είναι, γιατί οδηγεί στην ελευθερία. Το χωρίο συγκεκριμένως λέει: «Ανάγκασον εισελθείν (Λουκ. 14,23) τους ευρησκόμενους στα έθνη, πίεσε «τους εξ εθνών» να εισέλθουν στον οίκο μου, στο δείπνο μου, στην Εκκλησία μου, στη μοναδική βασιλεία μου.
Με άλλα λόγια: Να τους κάνεις («ποίησον», έχει άλλη γραφή, αντί «ανάγκασον») να εισέλθουν στην Εκκλησία, να γνωρίσουν και να «γευθούν» την πραγματική αλήθεια και ζωή, γιατί έτσι θα ελευθερωθούν. Αλλιώς, αν δεν είχε αυτό το περιεχόμενο και αυτό το αποτέλεσμα η παραγγελία αυτή του Ιησού, θα νόμιζε κανείς, ότι έρχεται σε αντίθεση προς το πνεύμα της ελευθερίας που επαγγέλλεται το Ευαγγέλιο, και επί πλέον θα διερωτάτο: Πώς γίνεται να αντιφάσκει η Αγ. Γραφή; Δεν είναι θεόπνευστη; Το «ένα και το αυτό άγιον Πνεύμα» δεν εφώτισε τους συγγραφείς της; (Πρβλ. α΄ καν. της Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου).
Βεβαίως, για να είναι εναρμονισμένο το «ανάγκασον» προς το όλο πνεύμα της ελευθερίας του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση προς άλλες εντολές τους, αλλά να κινείται μέσα σε πλαίσια του ευαγγελίου και των ι. κανόνων. Π.χ. δεν μπορεί ένας ιεραπόστολός (κληρικός ή λαϊκός) να χτυπάει έναν αφρικανό για να τον αναγκάσει να γίνει χριστιανός. Γιατί έχουμε τον κζ΄ αποστολικό κανόνα που ορίζει: «Ο επίσκοπος, ή ο πρεσβύτερος, ή ο διάκονος, ο οποίος χτυπάει πιστούς χριστιανούς, οι οποίοι αμαρτάνουν, ή απίστους, οι οποίοι αδίκησαν, και με τέτοια μέσα θέλει να τους φοβίζει, να καθαιρείτε· γιατί πουθενά δεν μας το δίδαξε αυτό ο Κύριος· αντιθέτως δε, όταν αυτός εχτυπάτο, δεν ανταπέδιδε το χτύπημα, όταν βριζόταν, δεν ανταπέδιδε τις βρισιές, όταν έπασχε, δεν απειλούσε».
Η ιδιότυπη αυτή, λοιπόν, πίεση συνίσταται σε ένα λόγο ή ένα επιχείρημα πειστικό (Πρβλ. Β΄ Τιμ 4, 2-5), σε ένα παράδειγμα φωτεινό, ή σε ένα θαύμα αληθινό, και συνίσταται στις περιπτώσεις εκείνες που ο άνθρωπος θέλει να γνωρίσει την αλήθεια, η θέλησή του είναι βέβαιη και θετική για την αλλαγή του, αλλά αντιστρατεύονται σ' αυτή η δειλία η φυσική ή η φυλετική, καθώς και η δουλεία σε κατώτερες ή ενστικτώδεις διαθέσεις και πάθη.
Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή, λοιπόν, εφ' όσον δεν έχει άλλο σκοπό, παρά να ελευθερώσει τον άνθρωπο, να τον απελευθερώσει από τα δεσμά της αμάθειας και της αμαρτίας, από τη δουλεία της πλάνης, της φθοράς και του θανάτου, γνωρίζοντά του την αλήθεια και κάνοντάς τον ζωντανό μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, όπου υπάρχει το πνεύμα του Κυρίου και η ελευθερία, δεν είναι ιμπεριαλιστικό κίνημα, αλλά σαφώς απελευθερωτικό.
Ίσως θα μας κατηγορήσει κάποιος, ότι μιλήσαμε και γράψαμε με χριστιανικά, με θεολογικά δεδομένα και κριτήρια, με ευαγγελικές και κανονικές κατηγορίες και διακηρύξεις και όχι με σύγχρονες κοινωνικές ή πολιτικές αρχές και αντιλήψεις. Αυτό όμως τι σημασία έχει; Ακόμη περισσότερο: Δεν νομίζουμε, ότι είναι μειονέκτημα. Το ζητούμενο είναι -πρέπει να είναι- μήπως αυτά είναι ορθά και όχι τα ανθρώπινα δεδομένα, τα οποία φυσικά είναι πολλές φορές εσφαλμένα. Επομένως, μήπως είναι πλεονεκτήματα, όταν μιλάμε με αυτές τις αρχές, όταν ακολουθούμε αυτές τις γραμμές: μήπως επί πλέον αυτός ο τρόπος είναι ο μοναδικός δρόμος αποκτήσεως της ελευθερίας; Μάλλον.
Διότι και πάλι διαβεβαιώνει η Θεόπνευστη Γραφή: «Εάν ουν ο Υιός υμάς ελευθερώση, όντως ελεύθεροι έσεσθε» (Ιω. 8,36). Πραγματικά θα είσθε ελεύθεροι, εάν σας ελευθερώσει ο Ι. Χριστός. Οι άλλοι δρόμοι, τρόποι, θεωρίες, ενέργειες και όλα τα αποκλειστικώς ανθρώπινα κινήματα είναι αμφίβολο, εάν παρέχουν την πραγματική ελευθερία. Τουλάχιστον δεν μας δίνουν καμμία σαφή και κατηγο-ρηματική διαβεβαίωση, όπως η ανωτέρω θεόπνευστη Γραφή.
* * *
Επομένως η Ορθόδοξη Ιεραποστολή δεν είναι μόνο φαινομενικά (δεν διακηρύττει μόνο, ότι είναι) απελευθερωτικό κίνημα, αλλά είναι και πραγματικά απελευθερωτικό κίνημα. Και αντιστρόφως: Αν δεν είναι (πραγματικό) απελευθερωτικό κίνημα, δεν είναι ορθόδοξη, δεν είναι ειλικρινής, δεν είναι αληθινή.
«Πορευθέντες, λοιπόν, απελευθερώσατε πάντα τα έθνη»
|