Ίδρυσις ναών επί των αγίων Τόπων

Παπαδόπουλου Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος (†)

Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων , β΄ έκδ. σελ. 92-101

Ιεροσολύμων Επίσκοπος από του 314 ήτο ο άγιος Μακάριος Α’ (314—333) «άξιος της επικλήσεως ανήρ και πάσιν αβρυνόμενος αγαθοίς» (1). Ο ιεράρχης ούτος και εν τη καθόλου ‘Εκκλησια υπέροχον κατέλαβε θέσιν, ένεκα της αντιδράσεως κατά της αίρέσεως του Αρειανισμού, ήτις άμα τη διαδόσει αυτής εύρε και εν Παλαιστίνη ακολούθους τινάς Επισκόπους, τον Πατρόφιλον Σκυθοπόλεως και ’έτιον Διοσπόλεως. Εν τη Α’ Οικουμενική Συνόδω τη συγκληθείση υπό του Κωνσταντίνου εν Νικαία τω 325 παρέστη και ο Μακάριος Ιεροσολυμων, μετ’ άλλων εκ Παλαιστίνης Επισκόπων υπέρμαχος της ‘Ορθοδοξιας· όθεν εν αυτή και μετ’ αυτήν, λίαν ευλόγως ετάσσετο μεταξύ των «αποστολικών» ανδρών του Δ’ αιώνος (2).. Εν τη Συνόδω εκείνη ο επισκοπικός Θρόνος Ιεροσολυμων κατέλαβε τιμητικήν θέσιν μεταξύ των λοιπών της Παλαιστίνης Θρόνων δια του ζ’ κανόνος, ορίσαντος, «Επειδή συνήθεια κεκράτηκε και παράδοσις αρχαία, ώστε τον εν Αιλία Επίσκοπον τιμάσθαι, εχέτω την ακολουθίαν της τιμής, τη Μητροπόλει σωζομένου του οικείου άξιώματος» (3). Ο κανών ούτος υπήρξε το πρώτον βήμα προς την εμπρέπουσαν μητροπολιτικήν και πατριαρχικήν εξύψωσιν του επισκοπικοΰ Θρόνου της Μητρός των Εκκλησιών, οφειλομένην εις την μεγάλην αυτής σημασίαν δια σύμπαντα τον χριστιανικόν κόσμον. Ουχ ήττον δια του ζ’ κανόνος δεν απεδόθη ήδη εις τον Επίσκοπον Ιεροσολυμων μητροπολιτικόν ή πατριαρχικόν αξίωμα, ως τινες υπέλαβον, άνευ ιστορικής τίνος βάσεως (4).. Προσέλαβεν απλώς ο Επίσκοπος Ιεροσολυμων ό,τι εκ συνήθειας και παραδόσεως αρχαίας είχε δι’ ωρισμένου κανόνος, ήτοι «ακολουθίαν τιμής» μεταξύ των λοιπών Επισκόπων της Παλαιστίνης, σωζομένου τη Μητροπόλει Καισαρείας του οικείου μητροπολιτικού αξιώματος, καθ’ ο, πρώτιστα πάντων, ο Μητροπολίτης Καισαρείας εχειροτόνει και τον Ιεροσολύμων και τους λοιπούς της Παλαιστίνης Επισκόπους. Εν συνοδικοίς λ.χ. συνελεύσεσι των Επισκόπων Παλαιστίνης προήδρευε, τιμής ένεκεν, ο Ιεροσολυμων, καίτοι το πραγματικόν αξίωμα του Μητροπολίτου Παλαιστίνης είχεν ο Καισαρείας (5). Αλλά τα εφεξής επακολουθήσαντα γεγονότα έμελλον να συντελέσωσιν εις την πραγματικήν έξύψωσιν του Ιεροσολύμων Επισκόπου ουχί ένεκα λόγων τοιούτων, οίους είχον τ’ άλλα πατριαρχικά κέντρα της Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και ύστερον Κ/πόλεως, αλλ’ ένεκα της όλως εξαιρετικής σημασίας των αγίων Τόπων.

Ιεροσολύμων Επίσκοπος από του 314 ήτο ο άγιος Μακάριος Α’ (314—333) «άξιος της επικλήσεως ανήρ και πάσιν αβρυνόμενος αγαθοίς» (1). Ο ιεράρχης ούτος και εν τη καθόλου ‘Εκκλησια υπέροχον κατέλαβε θέσιν, ένεκα της αντιδράσεως κατά της αίρέσεως του Αρειανισμού, ήτις άμα τη διαδόσει αυτής εύρε και εν Παλαιστίνη ακολούθους τινάς Επισκόπους, τον Πατρόφιλον Σκυθοπόλεως και ’έτιον Διοσπόλεως. Εν τη Α’ Οικουμενική Συνόδω τη συγκληθείση υπό του Κωνσταντίνου εν Νικαία τω 325 παρέστη και ο Μακάριος Ιεροσολυμων, μετ’ άλλων εκ Παλαιστίνης Επισκόπων υπέρμαχος της ‘Ορθοδοξιας· όθεν εν αυτή και μετ’ αυτήν, λίαν ευλόγως ετάσσετο μεταξύ των «αποστολικών» ανδρών του Δ’ αιώνος (2).. Εν τη Συνόδω εκείνη ο επισκοπικός Θρόνος Ιεροσολυμων κατέλαβε τιμητικήν θέσιν μεταξύ των λοιπών της Παλαιστίνης Θρόνων δια του ζ’ κανόνος, ορίσαντος, «Επειδή συνήθεια κεκράτηκε και παράδοσις αρχαία, ώστε τον εν Αιλία Επίσκοπον τιμάσθαι, εχέτω την ακολουθίαν της τιμής, τη Μητροπόλει σωζομένου του οικείου άξιώματος» (3). Ο κανών ούτος υπήρξε το πρώτον βήμα προς την εμπρέπουσαν μητροπολιτικήν και πατριαρχικήν εξύψωσιν του επισκοπικοΰ Θρόνου της Μητρός των Εκκλησιών, οφειλομένην εις την μεγάλην αυτής σημασίαν δια σύμπαντα τον χριστιανικόν κόσμον. Ουχ ήττον δια του ζ’ κανόνος δεν απεδόθη ήδη εις τον Επίσκοπον Ιεροσολυμων μητροπολιτικόν ή πατριαρχικόν αξίωμα, ως τινες υπέλαβον, άνευ ιστορικής τίνος βάσεως (4).. Προσέλαβεν απλώς ο Επίσκοπος Ιεροσολυμων ό,τι εκ συνήθειας και παραδόσεως αρχαίας είχε δι’ ωρισμένου κανόνος, ήτοι «ακολουθίαν τιμής» μεταξύ των λοιπών Επισκόπων της Παλαιστίνης, σωζομένου τη Μητροπόλει Καισαρείας του οικείου μητροπολιτικού αξιώματος, καθ’ ο, πρώτιστα πάντων, ο Μητροπολίτης Καισαρείας εχειροτόνει και τον Ιεροσολύμων και τους λοιπούς της Παλαιστίνης Επισκόπους. Εν συνοδικοίς λ.χ. συνελεύσεσι των Επισκόπων Παλαιστίνης προήδρευε, τιμής ένεκεν, ο Ιεροσολυμων, καίτοι το πραγματικόν αξίωμα του Μητροπολίτου Παλαιστίνης είχεν ο Καισαρείας (5). Αλλά τα εφεξής επακολουθήσαντα γεγονότα έμελλον να συντελέσωσιν εις την πραγματικήν έξύψωσιν του Ιεροσολύμων Επισκόπου ουχί ένεκα λόγων τοιούτων, οίους είχον τ’ άλλα πατριαρχικά κέντρα της Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και ύστερον Κ/πόλεως, αλλ’ ένεκα της όλως εξαιρετικής σημασίας των αγίων Τόπων.