Περί το αλάθητον της Εκκλησίας εν τη Ορθοδόξω Θεολογία, Αθήνα 20142,
εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ.118-127
α. Γενικότητες
Κατόπιν της προδηλωθείσης δια της προλαβούσης παραγράφου ενιαίας συμμετοχής πάντων των μελών της Εκκλησίας εν τω αλαθήτω αύτής, ως φορέων, θα ηδύνατό τις να συμπεράνη, ότι συνεπώς και παν της Εκκλησίας μέλος αδιακρίτως θα ηδύνατο να χρησιμοποιηθή υπό του Αγίου Πνεύματος ως όργανον εκφράσεως του αλαθήτου φρονήματος της Εκκλησίας.
Το τοιούτον βεβαίως, ήκιστα αμάρτυρον εκ της όλης Ιστορίας της Εκκλησίας, ουδόλως θα ηδύνατό τις να θέση υπό αμφισβήτησιν.
Ενταύθα όμως, ομιλούντες περί του οργάνου του αλαθήτου, δεν εννοούμεν πάσας τας δυνατότητας, τας οποίας το ελευθέρως ενεργούν εν τη Εκκλησία Πνεύμα του Θεού ενδέχεται να χρησιμοποιήση εκτάκτως, προς οικονομίαν των εκάστοτε αναφυομένων προβλημάτων, αλλ’ εννοούμεν το σαφώς επηγγελμένον και εξωτερικώς διακεκριμένον, προς αναγνώρισιν υπό των πιστών, τακτικόν όργανον της φωνής της Εκκλησίας.
Δεν πρόκειται δηλαδή ενταύθα να εξετασθούν οι τρόποι, καθ’ ους δύναται να λαλήση το Πνεύμα του Θεού εν τη Εκκλησία -διότι ούτοι, ανάλογοι προς την Παντοδυναμίαν του Θεού, είναι άπειροι και συνεπώς μη δυνάμενοι να προβλεφθούν υπό της εν τω κόσμω τούτω θεολογούσης Εκκλησίας- αλλά πολλώ μάλλον επιζητείται η διαπίστωσις του κλασσικού, ούτως ειπείν, και τακτικού οργάνου, όπερ αείποτε κέκτηται η Εκκλησία αυθεντικώς εν τω κόσμω τούτω ενεργούσα.
Διότι, ως εν τω κόσμω της φυσικής τάξεως υφίστανται και ενεργούν οι πανθομολογουμένως τακτικόν και κανονικόν κύρος έχοντες φυσικοί νόμοι, μη καταστρατηγούμενοι ή ποσώς αθετούμενοι κατά την θαυματουγικήν του θέσαντος τούτους Δημιουργού έκτακτον επενέργειαν -του θαύματος συντελουμένου καθ’ υπέρβασιν και ουχί κατά κατάλυσιν των φυσικών νόμων – ούτω και εν τω χώρω της πνευματικής τάξεως, της Εκκλησίας, υπάρχει ο κανονικός και τακτικός τρόπος ζωής και εκδηλώσεως αυτής, ως μη εκστάσης (της Εκκλησίας), παρά την θεανθρωπίνην αυτής φύσιν, της φυσικής τάξεως, χωρίς ποσώς τούτο να αποκλείη και την ενίοτε έκτακτον του Θεού επενέργειαν, εφ’ όσον ο Θεός δεν απεσύρθη εκ της Ιστορίας κατά την δεϊστικήν αντίληψιν, αναθέσας εις την Εκκλησίαν την όλην Αυτού περί του κόσμου μέριμναν, αλλ’ άντιθέτως εσαρκώθη, ίνα παραμένη εν τω κόσμω εγγύτερον τρόπον τινά δια της Εκκλησίας.
Το κανονικόν όμως και τακτικόν όργανον εκφράσεως του φρονήματος και της διδασκαλίας της Εκκλησίας είδομεν εν τοις έμπροσθεν, ότι εδόθη τη Εκκλησία υπ’ Αυτού του θείου αυτής Ιδρυτού, εν τω προσώπω των Αποστόλων και, δια της μυστηριακής αποστολικής διαδοχής, εν τω προσώπω της ανά τα πέρατα της γης Ιεραρχίας.
Τούτους, ως και εν τοις έμπροσθεν παρετηρήσαμεν, δέον να θεωρήση τις ως σύνολον, διότι άπαντες έλαβον την αυτήν ενιαίαν αποστολήν και ευθύνην (1), επί μέρους δε ενεργούντες τυγχάνουν τότε μόνον τα αυθεντικά όργανα του εντολέως, όταν ουδόλως εξίστανται, ως τε Απόστολοι και ως Επίσκοποι, της ην παρέλαβον κοινής εν Χριστώ αλήθειας. Αλλά το τοιούτον αμέσως άγει την σκέψιν εις την συνοδικήν ιδέαν, δι’ ο ανάγκη να εξετάσωμεν τον θεσμόν της Συνόδου.
β. Ο Θεσμός της Συνόδου εν γένει
Ο όρος Σύνοδος (2)[1]συνδέεται στενώς προς τον όρον Εκκλησία, αμφότεροι δε εξωχριστιανικής προελεύσεως τυγχάνοντες, ενηλλάσσοντο ευκόλως εν τη προχριστιανική Γραμματεία δια το κοινόν του νοήματος, του όρου όμως Εκκλησία διατηρούντος παρά ταύτα βαθυτέραν και πλέον επίσημον σημασίαν.
Και επληρώθησαν μεν αμφότεροι οι όροι ούτοι εν τω Χριστιανισμώ απείρως βαθυτέρου και ιερού νοήματος, πλην η στενή αυτών σχέσις εξηκολούθησεν υφισταμένη και ενταύθα, αποκτήσασα και αύτη θεμέλιον νέον, υπαγορευόμενον εκ της οντολογικής συγγενείας των ων οι όροι δηλούν πραγματικοτήτων, και ουχί εκ του όλως εξωτερικού κοινού στοιχείου, της συνελεύσεως δήλον ότι επί το αυτό πλήθους τινός ανθρώπων (3)..
Η συνοδική ιδέα τυγχάνει αναπόσπαστον στοιχείον της Εκκλησίας, δι’ ο και αν ποτέ η Εκκλησία διενοείτο να αποβάλη από της ζωής αυτής και επί στιγμήν μόνον την ιδέαν του συνοδικού συστήματος, θα έπαυεν αυτομάτως να είναι Εκκλησία, υπενθυμίζουσα το πάθημα του θεατρικού εκείνου θιάσου, όστις ασθενούντος του πρωταγωνιστού επεχείρησε να διδάξη τον «’Αμλετ» του Σαίξπηρ άνευ ’Αμλετ! Εκκλησία δήλα δη άνευ συνοδικού συστήματος και πολιτεύματος αποτελεί τούτ’ αυτό αντίφασιν εν τοις όροις.
Αν δε αναζητήση τις και το βαθύτερον νόημα του 6ου Κανόνος της Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου (4)[1] απαγορεύοντος το «απολελυμένον χειροτονείσθαι» θέλει ίδει, ότι ο αυτός λόγος, ήτοι το αδύνατον υπάρξεως Εκκλησίας κατ’ άτομον, απετέλει υποσυνειδήτως το κίνητρον μιας τοιαύτης αποφάσεως.
Την τοιαύτην της αρχαίας Εκκλησίας πεποίθησιν εκφράζων και ο ι. Χρυσόστομος, γράφει: «ουδείς αρκεί καθ’ εαυτόν τι πράξαι, αν τε χειροτονήσαι δέη, αν τε βουλάς σκέψασθαι, αλλά τιμιώτεροι γίνονται από της συνόδου και του πλήθους» (5). Ωσαύτως παρατηρεί και ο ι. Κύριλλος ο Αλεξάνδρειάς, ότι «εν τοις θεολογικοίς και εκκλησιαστικοίς ζητήμασιν ισχύει η των αγίων πατέρων και της ιεράς συνόδου βουλή» (6).
Την συνοδικήν ταύτην ιδέαν οικοδομούν εν τη Εκκλησία αυτοί ούτοι οι λόγοι του Κυρίου: «ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (7).
Ως προς τους λόγους όμως τούτους δέον να παρατηρηθούν κεφαλαιωδώς δύο τινά: Πρώτον, ότι δεν επιτρέπεται να εκληφθούν οι λόγοι ούτοι εν εννοία μαθηματική, ήτοι ως ορίζοντες το minimum των μελών της εκκλησιαστικής Συνόδου, αλλ’ εν εννοία ηθική, ως εξαίροντες αυτήν ταύτην την σημασίαν της Συνόδου καθ’ εαυτήν και ουδέν πλέον.
Δεύτερον δε, ότι οι λόγοι ούτοι δεν ισχύουν γενικώς και απολύτως περί πάσης συνελεύσεως οιωνδήτινων της Εκκλησίας μελών, διότι ελέχθησαν προς τους Αποστόλους και επομένως μόνον προς τους τούτων διαδόχους δύνανται να έχουν την αναφοράν.
Πράγματι εάν παρατηρήση τις ακριβέστερον την συνέχειαν του ιερού κειμένου βλέπει, ότι οι λόγοι ούτοι λέγονται υπό του Κυρίου εν αμέσω σχέσει και συνεχεία προς την υπ’ Αυτού τοις Αποστόλοις δοθείσαν εξουσίαν του δεσμείν και λύειν τας των ανθρώπων αμαρτίας.
Ότι δε οι λόγοι ούτοι αναντιρρήτως απευθύνονται προς τους Αποστόλους, δηλοί ο αμέσως αυτών προηγούμενος 19ος στίχος του Ματθαίου, ένθα λέγεται: «πάλιν λέγω υμίν, ότι εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος, ου εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου του εν ουρανοίς». Πλημμελής άρα ελέγχεται η άποψις, καθ’ ην οι λόγοι ούτοι του Κυρίου («δύο ή τρεις»), υποδηλούν την ισότητα των μελών της Εκκλησίας (8),[1],όλως δε αξιοπρόσεκτον τυγχάνει, ότι και Διαμαρτυρόμενοι έτι σύγχρονοι Θεολόγοι ήκιστα αρνούνται και μάλλον εξαίρουν την όλως ειδικήν και προς ειδικήν τάξιν εν τη Εκκλησία αφορώσαν έννοιαν των λόγων τούτων του Κυρίου (9).
Εκείνο λοιπόν, όπερ κυρίως έχει ιδιαιτέραν σημασίαν, είναι ο θεσμός της Συνόδου καθ’ εαυτόν, και δη της Συνόδου των κανονικών διαδόχων των Αποστόλων, ανεξαρτήτως κατ’ αρχήν εάν συμπαρίσταται ή μη εν τη τοιαύτη Συνόδω εκπροσωπούμενον το λαϊκόν της Εκκλησίας μέρος.
Ο συνοδικός ούτος θεσμός και η συνοδική ιδέα ουδ’ επί στιγμήν σιγήσας εν τη Εκκλησία δύναται να ασκηθή κατά τρόπον διττόν, ως συνέβη πράγματι καθ’ όλην την εκκλησιαστικήν Ιστορίαν, ήτοι κατά τρόπον λελυμένον και λανθάνοντα, άνευ ιδιαιτέρας εξωτερικής προβολής, και κατά τρόπον συγκεκροτημένον και πανηγυρικόν, επιδεκτικόν ακριβούς εξωτερικής περιγραφής.
Κατά τον πρώτον τρόπον ήσκουν τον συνοδικόν θεσμόν οι Απόστολοι, ότε συμπράττοντες ίδρυον και εκυβέρνων την Εκκλησίαν κατά τόπους. Κλασσικόν δε του δευτέρου τρόπου εκδηλώσεως και ενεργείας του συνοδικού θεσμού παράδειγμα έχομεν την Αποστολικήν καλουμένην Σύνοδον των Ιεροσολύμων (10).
Δυνάμεθα λοιπόν να είπωμεν κατ’ αρχήν και κατά τρόπον γενικόν, ότι ο συνοδικός θεσμός αποτελεί το όργανον, δι’ ου αποφαίνεται η φωνή της Εκκλησίας, άρα το όργανον του αλαθήτου της Εκκλησίας, και εν τοιαύτη μόνον έννοια θα ήτο δυνατόν να δικαιολογήση τις και τους λόγους του Λουθήρου, ειπόντος: «Ego Ekklesiam virtualiter non scio nisi in Christo, repraesentative non nisi in concilio» (11).
Του συνοδικού όμως θεσμού υπό ευρείαν έννοιαν κατά τα ανωτέρω θεωρηθέντος, αυτονόητον ότι αποβαίνει κατ’ αρχήν άνευ ιδιαιτέρας σημασίας η εν τω αλαθήτω της Εκκλησιας διάκρισις εις αλάθητον τακτικόν και αλάθητον έκτακτον, υπό το πρώτον νοουμένης της υπό του Αγίου Πνεύματος επιστασίας των Ποιμένων της Εκκλησίας επί μέρους και καθ’ εαυτούς δρώντων, υπό δε το δεύτερον νοουμένης της του Αγίου Πνεύματος επιστασίας εν ταις Συνόδοις, και δη ταις Οικουμενικαίς.
Κατ’ ουσίαν πρόκειται περί ενός και του αυτού αλαθήτου της Εκκλησίας, του επαγγελθέντος αυτή παρά του Κυρίου, εν τη ασκήσει του συνοδικού θεσμού, εν τη προδηλωθείση ευρυτέρα έννοια.
Ουδέν άτομον, ούτε και ο Επίσκοπος, αυστηρώς καθ’ εαυτόν λαμβανόμενος, δύναται, παρά τα υπό του ι. Ιγνατίου περί της επισκοπικής εξουσίας γενικώς γραφόμενα (12) να εκληφθή μόνον ως το όργανον του αλαθήτου, διότι, η ορθή περί της δυνάμεως του Επισκόπου έννοια δίδεται υπό του ι. Κυπριανού εν τη προτάσει: «scire debes, episcopum in Ecclesia esse et Ecclesiam in episcopo» (13).
Ο Επίσκοπος ουδέποτε λαμβάνεται μόνος ως αυθεντία έναντι της εαυτού Εκκλησίας, αλλ’ αποτελεί πάντοτε, είτε κατά τρόπον λελυμένον είτε κατά τρόπον συγκεκροτημένον, συνοδικόν θεσμόν εν τη Εκκλησία, μετά του περι αυτόν ιερατείου τούλάχιστον, ως δηλοί ο αυτός ι. Κυπριανός, γράφων προς τους εαυτού Πρεσβυτέρους και διακόνους: «nihil sine concilio vestro et sine consensu plebis mea privatim sententia gerere» (14).
Υπό τοιαύτην ευρείαν έννοιαν θεωρηθέντος του συνοδικού θεσμού, κατανοείται η ανωτέρω εκτεθείσα άποψις, ότι ουδέποτε εσίγησεν εν τη Εκκλησία ο θεσμός ούτος ως όργανον του αλαθήτου, και αν έτι επί μακράς περιόδους η Εκκλησία εστερήθη ή στερείται Συνόδων κατά τον επίσημον συγκεκροτημένον τρόπον.
Του συνοδικού θεσμού ασκουμένου κατά τρόπον συγκεκροτημένον και επίσημον, διακρίνομεν εκ της όλης εκκλησιαστικής Ιστορίας τρία είδη Συνόδων, ήτοι σύνοδον επισκοπικήν (ης προΐσταται εις μόνον, ο κατά τόπους Επίσκοπος), σύνοδον τοπικήν (ης μετέχουν πλείονες Επίσκοποι, ανεξάρτητοι αλλήλων), και σύνοδον οικουμενικήν (εν η λαμβάνουν μέρος ή εκπροσωπούνται κατά το δυνατόν άπαντες οι Επίσκοποι της χριστιανικής Οικουμένης).
Ως ύψιστον λοιπόν αυθεντικόν όργανον του αλαθήτου της Εκκλησίας η Ορθόδοξος Θεολογία αποδέχεται το τρίτον τούτο είδος της Συνόδου, ήτοι την Οικουμενικήν Σύνοδον (15)[1] δι’ ο ανάγκη να εξετάσωμεν τα κατ’ αύτήν, αφού προηγουμένως αναφερθώμεν δι’ ολίγων εις την γνωστήν αρνητικήν περί Συνόδων κρίσιν του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Πολλοί κατ’ επανάληψιν επεκαλέσθησαν ρήσεις του ι. Πατρός κατά των Συνόδων, και δη την κατηγορηματικήν φαινομένην δήλωσιν αυτού, ότι άνάγκη «πάντα σύλλογον φεύγειν Επισκόπων, ότι μηδεμιάς συνόδου τέλος είδον χρηστόν, μηδέ λύσιν κακών μάλλον εσχηκυίαν ή προσθήκην. Αεί γαρ φιλονικίαι και φιλαρχίαι… και του λόγου κρείττονες· ή θάττον αν τις εγκληθείη κακίαν ετέροις δικάζων ή την εκείνων λύσειεν» (16).
Η τοιαύτη όμως και αι όμοιαι ταύτη κρίσεις ήκιστα δύνανται να κλονίσουν το κύρος των Συνόδων. Διότι ο αποκλειστικός και απόλυτος τρόπος, καθ’ ον ομιλεί ο ι. Πατήρ («πάντα σύλλογον Επισκόπων», «μηδεμιάς συνόδου»), καταδεικνύει αμέσως, ότι η τοιαύτη αυτού κρίσις, εξενεχθείσα υπό την επίδρασιν των πικρών προσωπικών βιωμάτων και ταλαιπωριών εν συνόδοις, δεν ήτο κρίσις νηφάλιος και αντικειμενική, ως τοιαύτη δε ίσταται εις άκραν αντίθεσιν προς το σύνολον των Πατέρων της Εκκλησίας. Τούτο είναι προφανές, διότι, εάν πας σύλλογος Επισκόπων τυγχάνη και κατά την κρίσιν των Πατέρων φευκτέος, ακατανόητον είναι τότε πως πάντες ούτοι ακριβώς δια Συνόδων εκυβέρνησαν την Εκκλησίαν.
Μάλλον λοιπόν δέον να θεωρήσωμεν την κρίσιν ταύτην του Αγίου Γρηγορίου ως αναφερομένην εις τας εν Συνόδοις ουχί σπανίας λογομαχίας και λοιπάς αταξίας -αίτινες αποτελούν ως γνωστόν συμπαρομαρτοϋντα τη άνθρωπίνη των συνοδικών αδυναμία-, διότι περί, των Συνόδων γενικώς και δη των Οικουμενικών εφρόνει ο ι. Πατήρ ότι ήσαν αλάθητοι, ήτοι ότι απεφαίνοντο εν Πνεύματι Αγίω (17).
γ. Οικουμενική Σύνοδος
Το πρότυπον και την απαρχήν των Οικουμενικών Συνόδων η Ορθόδοξος Εκκλησία διαβλέπει εν τη πρώτη ήδη Συνόδω της Εκκλησίας (18) ασχέτως εάν τας Οικουμενικάς Συνόδους αριθμή από της εν έτει 325 εν Νικαία συνελθούσης, δια να διακρίνη την πρώτην εκείνην, ως εκ του εξέχοντος των ιερών Αποστόλων κύρους, ως Σύνοδον Αποστολικήν (19).
Καίτοι όμως ομολογείται παρά πάντων εν τη Ορθοδόξω Θεολογία, ότι το ύψιστον και αυθεντικόν όργανον του αλαθήτου της Εκκλησίας τυγχάνει η Οικουμενική Σύνοδος, εξόχως προβληματικός και δυσχερής παραμένει εισέτι ο καθορισμός των χαρακτήρων ή στοιχείων, άτινα εξασφαλίζουν την οικουμενικότητα της Συνόδου.
Περί της θεολογικής ταύτης απορίας γράφει ο Stephan Zankow: «Επειδή δεν υφίσταται μία γενική εκκλησιαστική διδασκαλία, ως προς το τι είναι η Οικουμενική Σύνοδος, κατά την έννοιαν και τους χαρακτήρας, εξ επόψεως τύπου και ύλης, δια τούτο μόνη μέθοδος προς έρευναν του προβλήματος τούτου απομένει ο ιστορικός τρόπος ερεύνης της πράξεως της Εκκλησίας» (20).
Η πράξις όμως της Εκκλησίας ποικίλει και ως προς το θέμα τούτο, διότι η ζωή της Εκκλησίας δεν εξελίσσεται πάντοτε κατά τρόπον ευθύγραμμον, ούτως ειπείν, και αυστηρώς τυπικόν, εν τη εννοία μιας μηχανικής σταθερότητος και κανονικότητος, αλλ’ ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι και εν μυστηρίω παρουσιάζει άπειρον πληθύν φαινομένων, προς ερμηνείαν των οποίων δεν εξαρκεί πάντοτε ο ιστορικός μόνον τρόπος ερεύνης, όστις, τυγχάνων ασφαλώς απαραίτητος ως αφετηρία, ανάγκη πάντοτε να συνδυάζηται και μετά των στοιχειωδών εκκλησιολογικών προϋποθέσεων και αρχών της Εκκλησίας, ίνα μη ερευνάται αύτη ως απλούν ιστορικόν φαινόμενον του κόσμου τούτου.
Δέον λοιπόν να λεχθή εν αρχή, προκειμένου περί της Οικουμενικής Συνόδου, ότι αύτη δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθή εκ των προτέρων δι’ ωρισμένων όρων (21), αλλ’ εκ των αποτελεσμάτων αυτής.
Οικουμενική δύναται να αποβή πάσα Σύνοδος ασχολουμένη μετά θεμάτων αφορώντων εις την ουσίαν της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως κατ’ αρχάς της κατά πλειονοψηφίαν αποδοχής αυτής υπό της συνόλου Χριστιανικής
Εκκλησίας, αρκεί η υπό της Συνόδου διατυπωθείσα διδασκαλία να ανταποκρίνηται προς το γνήσιον της Εκκλησίας φρόνημα (22).
Βεβαίως το γνήσιον της Εκκλησίας φρόνημα εκφράζεται απαραιτήτως εν τη δια σιωπηράς συναινέσεως ή τη δι’ εκπεφρασμένης ομοφωνίας ομοθυμία του συνόλου σώματος της Εκκλησίας, ήτοι Κλήρου και Λαού, πλην εφ’ όσον το όργανον της Εκκλησίας τυγχάνει η ιεραρχία, ανάγκη όπως αποδεχθώμεν, ότι και όταν έχωμεν ηθικήν ομοφωνίαν και ομοθυμίαν της συνόλου Ιεραρχίας, έχομεν ωσαύτως δι’ αυτής την έκφρασιν του γνησίου της Εκκλησίας φρονήματος (23). Διότι, ως ορθώς παρετηρήθη, «η μεγίστη σπουδαιότης και σημασία της ιεραρχικής της Εκκλησίας οργανώσεως συνίσταται εις το ότι την Εκκλησίαν και ως ορατόν καθίδρυμα ουδόλως διαμορφοί η βούλησις των πιστών, αλλά βασικώς και κυρίως η βούλησις του Θεού, ήτις κυβερνά δια μέσου της ιεραρχίας, κεκλημένης όπως εφαρμόζη ως εντολοδόχος του Θεού πιστώς και μετά πάσης προσοχής το εν τη Εκκλησία τεθειμένον θείον δίκαιον, δι’ ου ακριβώς εκφράζεται η βούλησις του Θεού» (24).
Την αντίληψιν δε ταύτην, ότι εν ομοφωνία η Ιεραρχία αδύνατον να πλανηθή, ουδέ αυτός ο Chomiakov ηδυνήθη να θέση εν αμφιβόλω, αλλ’ ωμολόγησεν ότι «η ομοφωνία του Επισκοπάτου εν τη πλάνη ουδέ καν ως υπόθεσις θα ήτο δυνατή» (25).
Επειδή όμως εν ουδεμιά των αναγνωριζομένων υπό της Ορθοδοξίας επτά Οικουμενικών Συνόδων παρίστατο εκπροσωπουμένη σύμπασα η ανά την Οικουμένην χριστιανική Ιεραρχία, ούτε δ’ εν τω μέλλοντι συγκληθησομένη Οικουμενική Σύνοδος θα ήτο δυνατόν να έχη αμέσως την φωνήν πάσης της Ιεραρχίας ετοίμην, δια τούτο μεσολαβεί πάντοτε χρονικόν τι διάστημα, μακρότερον ή βραχύτερον, έως ότου αποφανθή οριστικώς εκ πασών των κατά τόπους του Θεού Εκκλησιών η φωνή της Εκκλησίας δια της κανονικής αυτής Ιεραρχίας, ήτις, εννοείται, ήκιστα δέον να εκληφθή ως αποφαινομένη εν απομονώσει από του λαϊκού στοιχείου, αλλ’ αντιθέτως εν συνεργασία και συνεπικουρία αυτού, κατά τα εαυτού χαρίσματα του Πνεύματος και τη επιστημονική θεολογική αυτού ειδικεύσει και αρμοδιότητι (Θεολογικαί Σχολαί κατά τόπους).
Περί Ιεραρχίας εν απομονώσει αποφαινομένης δύναταί τις μόνον εκεί να ομιλή, ένθα η Ιεραρχία δεν είναι πλέον Ιεραρχία της Εκκλησίας, αλλά ξένον προς αυτήν και τυραννικόν σώμα, όπερ όμως αδιανόητον.
Ως δε προς την συνεργασίαν Κλήρου και Λαού υποδειγματικώς γράφει ο ι. Χρυσόστομος: «Μη δη παρορώμεν τινάς τα δέοντα συμβουλεύοντας, καν των αρχομένων τις η, καν των ευτελών, μηδέ άπερ αν ημείς εισηγησώμεθα ταύτα πάντως κρατείν αξιώμεν αλλ’ άπερ αν συμφέροντα φανή, ταύτα παρά πάντων κυρούσθω. Πολλοί γαρ των αμβλυοπούντων πολλά συνείδον μάλλον υπέρ τους οξύ βλέποντας, δια το σπουδάζειν και συντετάσθαι» (26).
Το κύριον λοιπόν πρόβλημα, το οποίον θέτει η εξέτασις της Οικουμενικής Συνόδου, δεν είναι η εις αυτήν έστω και υπό διάφορον του των Κληρικών δικαίωμα συμμετοχή των Λαϊκών, εφ’ όσον οι την Σύνοδον αποτελούντες Επίσκοποι εκπροσωπούν τας εαυτών Εκκλησίας, και εφ’ όσον σήμερον θεωρείται λελυμένον πλέον το θέμα της συμμετοχής των Λαϊκών, διότι ούτοι δεν απουσίασαν ούτε από της Αποστολικής ούτε από των μετά ταύτα Οικουμενικών Συνόδων (27)[1], αλλά το ακανθωδέστερον των Οικουμενικών Συνόδων πρόβλημα αποτελεί ο τρόπος, καθ’ ον δέον να συνδυασθή ορθοδόξως το αλάθητον των Οικουμενικών Συνόδων μετά της εκ των υστέρων αποδοχής αυτών υπό του εκκλησιαστικού πληρώματος.
Μετά του προβλήματος όμως τούτου θα ασχοληθώμεν διεξοδικώς κατωτέρω εν τη ανασκευή των εν προκειμένω αντιλήψεων του A. Chomiakov.
Υποσημειώσεις
(1) Πλημμελώς ο αείμνηστος Γερμανός Στρινόπουλος εθεώρησε το δικαίωμα του αποφαίνεσθαι περί της αληθούς του Χριστού διδασκαλίας ως ευθέως απορρέον εκ του δικαιώματος εις την σωτηρίαν, την από του σταυρικού του Κυρίου θανάτου αναβλύσασαν, γράφων ότι «όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός απέθανεν υπέρ απάσης της Εκκλησίας, ούτω απάση τη Εκκλησία ανήκει το δικαίωμα και επιβάλλεται το καθήκον να αποφαίνηται ποία εστίν η διδασκαλία, ην ο Ιησούς Χριστός εδίδαξεν αυτήν, ποίαι αι εντολαί, ας έδωκεν αυτή, ποια τα μυστήρια, α ενεπιστεύθη αυτή» (Ιεροδ. Γ. Στρινοπούλου, θέσις θεολογική, ότι η Οικουμενική Εκκλησία εστίν ο αλάθητος κριτής εν τοις της Πίστεως, 1897 – τόμος του ακαδημαϊκού έτους 1896-1897 των εν τη Θεολογική Σχολή Χάλκης τηρουμένων διατριβών-πρβλ. ιδία μέρος Α’ κεφ. α’). Αλλά τοιαύτη συσχέτισις των δύο δικαιωμάτων δεν δύναται ασφαλώς να επιτραπή, διότι ο Κύριος απέθανεν υπέρ παντός του ανθρωπίνου γένους, ουχί όμως παν το ανθρώπινον γένος δικαιούται ή υποχρεούται, όπως αποφαίνηται αυθεντικώς περί της υπό του Κυρίου γενομένης Αποκαλύψεως.
(2) Πρβλ. I. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία…,τομ. Ι,σελ. 105: «Ο όρος “Σύνοδος”, εν τη εννοία της συναθροίσεως επί το αυτό των Επισκόπων προς εξέτασιν και ρύθμισιν γενικών εκκλησιαστικών ζητημάτων, και μάλιστα προς “ανάκρισιν των δογμάτων της ευσεβείας”, απαντά το πρώτον εις τον 37ον Αποστολικόν κανόνα, ο δε αντίστοιχος λατινικός “concilium” παρά τω Τερτυλλιανώ, de jejunio 13».
(3) Πρβλ. Η. Küng, Strukturen der Kirche, σελ. 19: «In unserem Zusammenhang muss es nun auffallen, dass Concilium und Ecclesia sprachlich dieselbe Wurzel haben; dies ist keine Ausserlichkeit. Con–cilium kommt von con–cal–ium, bzw. von con–calare. Calare wird als religioser Terminus technikus gebraucht fur “ausrufen”, “zusammenrufen”… Schon die etymologischen Worterbiicher verweisen nun von conclium ausdriicklich auf σύγκλητος bzw εκκλησία. Das lateinische calo entspricht ja dem griechischen καλώ…».
(4) «Μηδένα aπολελυμένως χειροτονηθείσθαι, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον, μήτε όλως τινά των εν τω εκκλησιαστικώ τάγματι- ει μη ειδικώς εν Εκκλησία πόλεως ή κώμης ή μαρτυρίω ή μοναστηρίω ο χειροτονούμενος επικηρύττοιτο. Τους δε απολελυμένως χειροτονουμένους, ώρισεν η αγία Σύνοδος άκυρον έχει την τοιαύτην χειροτονίαν και μηδαμού δύνασθαι ενεργείν, εφ’ ύβρει του χειροτονήσαντος» (Κανών 6ος της Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου).
(5) Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Πράξεις Αποστόλων, Ομιλ. 37, 3, PG 60, 266.
(6) Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επιστ. XVII προς Νεστόριον, PG 77,108.
(7) Ματθ. 18,20.
(8) Πρβλ. Α. Αλιβιζάτου, Η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία, II. Περί της φύσεως της Εκκλησίας εξ επόψεως Ορθοδόξου, εν ΕΕΘΣΠΑ (1955) 84: «Σχετικώς προς τον πρώτον ιδρυτικόν λόγον (Ματθ. 18, 20), δεν δύναται να υπάρξη ουδέ η ελαχίστη αμφιβολία, 1) ότι ο Ιησούς ίδρυσε την Εκκλησίαν εν τόπω (“όπου”), 2) ότι η Εκκλησία έχει αριθμόν μελών ίσων προς άλληλα (“δύο ή τρεις”)...». Ωσαύτως πεπλανημένη δέον να θεωρηθή, κατά ταύτα, και η εν προκειμένω άποψις του S. Boulgakov, φρονούντος, ότι η κατά τους λόγους τούτους του Κυρίου συνέλευσις οιωνδήτινων ανθρώπων συνιστά την εκκλησιαστικήν ιδιότητα («cerkovnostj») των ανθρώπων τούτων, και εις περίπτωσιν ακόμη καθ’ ην ούτοι ήθελον ίστανται έκτος των ορίων της ορατής Εκκλησίας (πρβλ. S. Boulgakov, Παρά το φρέαρ του Ιακώβ (Ρωσ.), εν Christliche Wiedervereinigung, Paris 1933, σελ. 9).
(9) Ούτω π.χ. γράφει ο P. Meinhold: «In dem an die Stiftung der Binde-und Lösegewalt anschliessenden Wort des Herrn wird seine Gegenwart an die “Versammlung” geknüpft, die in seinem Namen, und das heisst auf seine Autorität hin, zusammentritt. Sie ist ferner an das “Eins-sein in der Sache” bei den Jüngern und an ihr Gebet gebunden. Es kann sich dabei nicht um das Gebet der ganzen Gemeinde in der gottesdienstlichen Versammlung oder bei der Feier der Eucharistie handeln. Es ist das Gebet ihrer berufenen und dadurch bevollmachtigten Vertreter gemeint, weil diese ja als die zwei oder drei Versammelten von der Gesamtheit der christlichen Brüider unterschieden werden» (P. Meinhold, Die Konzile der Kirche in Evangelischer Sicht, Stuttgart 1961, σελ. 18).
(10) Πραξ. κεφ. 15.
(11) M. Luther, Werke – kritische Gesamtausgabe («Weimarer Ausgabe»), 1883,1, 656.
(12) Ιγνατίου, Επιστ. προς Σμυρναίους, κεφ. 8-9 (ΒΕΠ, 2,281): «όπου αν φανή ο Επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω· ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί η Καθολική Εκκλησία. Ουκ εξόν εστίν χωρίς του Επισκόπου ούτε βαπτίζειν ούτε αγάπην ποιείν αλλ’ ο εάν εκείνος δοκιμάση, τούτο και τω Θεώ ευάρεστον, ίνα ασφαλές η και βέβαιον παν ο πράσσετε…».
(13) Κυπριανού, Epist. 66.
(14) Κυπριανού, Epist. ad presbyteros et diaconos 5, 4, PL 4, 240.
(15) Πρβλ. Xρ. Ανδρούτσου, Δογματική, Αθήναι 21956, σελ. 290 κ.εξ. I. Καρμίρη, Σύνοψις…, σελ. 8. Του αυτού, Η Εκκλησιολογία των Τριών Ιεραρχών, Αθήναι 1962, σελ. 143. Και Α. Αλιβιζάτου, Η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία, II. Περί της φύσεως της Εκκλησίας εξ επόψεως Ορθοδόξου, εν ΕΕΘΣΠΑ (1955) 89.
(16) Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Επιστ. 130, PG 37, 225. Πρβλ. και Επιστ. 132,135 και 136 (αυτόθι σ. 228, 232).
(17) Πρβλ. I. Καρμίρη, Η Εκκλησιολογία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Αθήναι 1960, σελ. 38.
(18) Πραξ. κεφ. 15.
(19) Πρβλ. I. Καρμίρη,Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία.,.,τομ. Ι, σελ. 105. Ως εκ τούτου τυγχάνει απαράδεκτος από ορθοδοξου πλευράς η άποψις του Ρωμαιοκαθολικού Η. Küng ότι:ι «Als Vorbild der ersten ökumenischen Konzilien gilt nun aber weniger das Apostelkonzil als die Regionalsynoden des zweiten und dritten Jahrhunderts, von denen schon Tertullian berichtet» (H. Küng, Strukturen der Kirche, σελ. 78).
(20) St. Zankow, Die prinzipiellen Schwierigkeiten der Abhandlung eines Okumenischen Konzils, εν Procès – Verbaux…, σελ. 269.
(21) Δι’ o εν καθαρώς θετικονομική εννοία δέον να θεωρηθούν οι υπό του Κανονικού Δικαίου προβαλλόμενοι εσωτερικοί και εξωτερικοί όροι της Οικουμενικής Συνόδου (πρβλ. Νικοδ. Μιλάς, Το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, κατά μετάφρ. Μ. Αποστολοπούλου, Αθήναι 1906, σελ. 406 κ.εξ.), ουχί δε εν εννοία αυστηρώς δογματική.
(22) Δια τούτο δεν δύνανται να ισχύσουν τα υπό του Η. Küng γραφόμενα, ότι «an sich richtige Lehrdefinitionen, die ein Konzil herausgeben kann, reichen noch nicht aus, um das Konzil als Ganzes zu einem inneren Erfolg zu fiihren» (H. Küng, Strukturen der Kirche, σελ. 72), εάν βεβαίως υπό «inneren Erfolg» εννοή ο Küng την οικουμενικότητα της Συνόδου.
(23) Πρβλ. Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική, Αθήναι 19562, σελ. 287: «’Εαν δε η καθόλου Εκκλησία η φέρουσα τας επαγγελίας και την αυθεντίαν του Σωτήρος και υπό του αγίου Πνεύματος οδηγούμενη είναι, ως είπομεν, αλάθητος, έπεται φυσικώς ότι και το όργανον, δι’ ου αποφαίνεται η καθόλου Εκκλησία, ήτοι το σύνολον των Επισκόπων, είναι αλάθητον».
(24) Κ. Μουρατίδου, Η ουσία και το πολίτευμα της Εκκλησίας, σελ. 197.
(25) Α. Chomiakov, L’ Eglise latine et le protestantisme au point de vue de l’Eglise d’ Orient, Lausanne et Vevey, σελ. 285.
(26) Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Β’ Κορ. ομιλ. 18, 3, PG 61, 528.
(27) Πρβλ. I. Καρμίρη,Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία…,τομ. Ι, σελ. 109: «Των οικουμενικών Συνόδων μετείχον με πλήρη δικαιώματα μόνον οι Επίσκοποι, ήτοι Πατριάρχαι, Έξαρχοι, Μητροπολίται, απλοί Επισκοποι, αρχαιότερον δε και χωρεπίσκοποι. Προς τούτοις ηδύναντο να μετέχωσι μετά δικαιώματος ψήφου και πρεσβύτεροι και διάκονοι, αλλά μόνον ως αντιπρόσωποι των καλούμενων να παραστώσιν αυτοπροσώπως Επισκόπων, ων κατείχον τον τόπον, ωσαύτως μετείχον ούτοι άνευ δικαιώματος ψήφου ως γραμματείς… και εις άλλας βοηθητικάς εργασίας των Συνόδων και των Επισκόπων… Τέλος και μοναχοί και λαϊκοί, ιδίως θεολόγοι και φιλόσοφοι μετείχον των Συνόδων ως σύμβουλοι και ερμηνευταί, επικουρούντες πολυτρόπους το έργον αυτών». Πρβλ. και G. Racoveanu, Okumenizitat aus der Sicht der Rumanischen Orthodoxie, εν «Ostkirchliche Studien», Wurzburg 1958, σελ. 277.
