ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


Κείμενα

Επακριβώσεις στην ιδεολογική ταυτότητα,
Θεόκλητου Φαρμακίδη

Η ελληνικότητα της αρχαίας Εκκλησίας της Ρώμης,
Μεθοδίου Γ. Φούγια

Ο Ελληνισμός στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου,
Ι. Ζηζιούλα

Η μυστική θεολογία,
Δεληκωστόπουλου

Οι «ιστορικές περιπέτειες» των ιερών λειψάνων της Αγίας Βαρβάρας,
Επισκόπου Φ. Αγαθαγγέλου

Η προσφορά του Βυζαντίου στον πολιτισμό.
I. Χατζηφώτη

Τα Ευαγγέλια και η θέση του Ιησού έναντι των εθνών- Μεσοδια- θηκική περίοδος και προπαρασκευή,
Γ. Πατρώνου

Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τους αγώνας του Έθνους
Αθ. Ε. Καραθανάση

Ο 'Αγιος Κοσμάς και το Εικοσιένα
Κ. Σ. Κώνστα

Η Ευχαριστιακή λειτουργία - Αρχές και ιστορική εξέλιξη
Π. Ευδοκίμωφ

Σκέψεις πάνω στον διάλογο της Ορθοδοξίας με τον έξω κόσμο
Αστέριου Αργυρίου

Η Πέτρα του Αποστόλου Πέτρου
Παν. Μπούμη

Τα όρια της Δυτικής Ευρώπης
Μ. Μπέγζου

Πολιορκία και 'Αλωση της Κωνσταντινου- πόλεως
Γουσταύου Σλουμβερζέ

Θρήνος Δούκα για την άλωση της Κωνσταντινου- πόλεως
Δούκας

Απόπειραι των Δυτικών προς απελευθέρωσιν των Ελλήνων από της τουρκικής δουλείας (1453- 1463)
Κωνσταντίνου Σάθα

Το ζήτημα της σχέσεως του Ευγενίου Βουλγάρεως προς το Διαφωτισμό και τις αρχές του
Αθανασίου Γ. Κάρμη

Η Λουκάρειος Ομολογία και το εκ ταύτης δημιουργηθέν Λουκάρειον πρόβλημα
Ιωάννου Ν. Καρμίρη

Εις Νικόλαον Λούβαρι Μνημόσυνον
Eduard Spranger

Τα Πρεσβεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν σχέσει προς τα άλλα Ανατολικά Πατριαρχεία
Βασιλείου Σταυρίδου

Ο παπισμός στη Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα
Ζαχαρόπουλου Νίκου

Κολλυβάδες- Αντικολλυβάδες
Χαρ. Γ. Σωτηρόπουλο

Η φιλοσοφία από την Αθήνα στην Αλεξάνδρεια
Ηλία Τεμπέλη

Ενοφυλία το ιδεώδες των Γνωστικών
Παναγιώτη Χρήστου

Ο χαρακτήρ των πρώτων κατά της Εκκλησίας διωγμών
Αγουρίδη Σάββα

Eastern Orthodoxy and Islam: An Historical Overview
Robert M. Haddad

Η «Πολιτεία του Θεού»
Αντωνίου Κ. Παπαντωνίου

Η τελευταία δημηγορία του Παλαιολόγου και ο Βαρβερινός Ελληνικός Κώδιξ ΙΙΙ
Γεωργίου Θ. Ζώρα

Κριτόβουλος, Ξυγγραφής Ιστοριών Α΄
Δήμητρας Ι. Μόνιου

Όψιμη Ιεραποστολή στη Λακωνία
Νίκου Οικονομίδη

Υπήρξε ποτέ «Τρίτη Ρώμη»; Παρατηρήσεις για τη βυζαντινή κληρονομιά στη Ρωσία
John Meyendorff

«Ρουμ Μιλέτι»: οι Ορθόδοξες κοινότητες υπό τους Οθωμανούς Σουλτάνους
Steven Runciman

 

 

Επακριβώσεις στην ιδεολογική ταυτότητα του Θεόκλητου Φαρμακίδη

Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,
Ελληνισμός μετέωρος,

Εκδ. Αποστολική Διακονία, Β΄ Εκδ. Αθήνα 1999, σελ. 168-183

 

Το κείμενό μας αυτό επιχειρεί μια απογραφή των γνώσεών μας, από ανέκδοτες κυρίως μαρτυρίες, για μια κριτική ανασύνθεση όψεων της ιδεολογίας του «μοιραίου» για τη νεώτερή μας ιστορία ανθρώπου, του Θ. Φαρμακίδη (1784-1860) (1), που δίκαια χαρακτηρίστηκε «σημείον αντιλεγόμενον». Γιατί άλλοτε μεν η υπεύθυνη ακαδημαϊκή μας Θεολογία τον βλέπει ως τον κακόν δαίμονα της νεοελληνικής πραγματικότητας (2), και άλλοτε η ίδια τον ανακηρύσσει απροκάλυπτα ήδη στον ΙΘ΄ αιώνα «ἄξιον, ἵνα χρησιμεύσῃ ὡς πρότυπον θεολόγου εἰς τούς νεωτέρους ἕλληνας θεολόγους» (3).

Η ιχνηλάτηση, άλλωστε, των θεμελιακών ιδεολογικών στοιχείων, που συγκροτούσαν την προσωπικότητα του Φαρμακίδη, βοηθά στην κατανόηση και ερμηνεία της πράξεώς του, μέσω μιας ψυχογραφικής θεωρήσεώς του. Και σ' αυτό θα κληθούν να μας συνδράμουν οι υπεύθυνες αυτοεκφράσεις του, όπως είναι τα χειρόγραφα των ανεκδότων -ακόμη- εργασιών του (4). Η σύντομη έκθεσή μας θα εστιασθεί στη θεώρηση της πολιτικής συνειδήσεως του επιφανούς Κληρικού και Θεολόγου, η οποία κατά την ομολογία του ιστορικού του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Καθηγητού της Σχολής μας Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ήταν η συνισταμένη όλης της υπάρξεώς του.

1. Ο Θ. Φαρμακίδης υπήρξε ο «πολιτικός θεολόγος»του ΙΘ΄ αιώνα με την σημερινή νοηματοδότηση του όρου. Ενσάρκωνε στην εποχή του το τύπο του εκκλησιαστικού άνδρα, που είχε ήδη διαμορφωθεί στο κοσμογονικό για την ιστορική πορεία της Εκκλησίας μας Δ΄ αιώνα στο πρόσωπο του πατέρα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Ευσεβίου Καισαρείας (5). Στο εκκλησιαστικό ζήτημα, που ήταν ο κύριος χώρος της αρμοδιότητάς του, «ἐσκέπτετο ὡς πολιτικός μᾶλλον ἀνήρ» και «ὑπερίσχυσε τό αἴσθημά τοῦ πρός τήν πατρίδα (γρ. πολιτεία) καθήκοντος» (7). Πράγματι, ο πατριωτισμός του Φαρμακίδη αφ' ενός με περιθωριοποιούσε καταλυτικά την ιερατική του ιδιότητα, ενώ ταυτόχρονα κατέφασκε μια μινωταυρική Πολιτεία, που ως «παμφάγον τέρας» καταβροχθίζει τον εκκλησιαστικό οργανισμό, στα όρια μιας μονοφυσιτικής απορροφήσεως της Εκκλησίας, ως της μιας φύσεως του εθνικού μας σώματος, από την άλλη του φύση, την Πολιτεία. Έστω κι αν εκ των υστέρων δήλωνε την μετάνοιά του για διάφορες ενέργειές του-και είναι αυτό σημαντικότατο τεκμήριο για μια ψυχογραφία του-, μπορεί να χαρακτηρισθεί ανεπιφύλακτα ως πατριδολάτρης και «επιστήμων θεολόγος», κατά τον καθηγητή Α. Διομήδη Κυριακό, όπως όμως ήδη ο κ. Οικονόμος παρατήρησε, ο Φαρμακίδης ήταν «ἱερομόναχος τῆς ἐν λόγοις μέν παιδείας ἐγκρατής καί τήν θεολογίαν ἐν Γοττίγγῃ τῆς Γερμανίας ἐπί διετίαν σπουδάσας, ἀλλ' εἰς οὐδέν ἀνήκων μοναστήριον ἤ ἐκκλησίαν οὐδεμιᾶς τοῦ κράτους ἐπισκοπῆς» (8). Έμεινε δηλαδή χωρίς εσωτερικό σύνδεσμο με την παράδοση της Εκκλησίας του και, αν θέλαμε κάποιο παραλληλισμό, η είσοδός του στην ιεροσύνη (18 ετών διάκονος) έχει σε μεγάλο βαθμό αντιστοιχία με εκείνη του Θ. Καΐρη (9).

Τα σωζόμενα χειρόγραφα του Φαρμακίδη μας βοηθούν να εισέλθουμε στο επίκεντρο του πολιτικού προβληματισμού του, που ήταν η διασφάλιση της πολιτικής υποστάσεως του νεότευκτου ελληνικού κρατιδίου, άμεσα εξαρτημένη από την συναφή με την Ελλάδα ευρωπαϊκή πολιτική. Είναι γνωστή η ρωσοφοβία του Φαρμακίδη και η ένταξή του στην παράταξη των αγγλοφίλων, μολονότι δεν φαίνεται απληροφόρητος (10) για την πραγματική ταυτότητα της αγγλικής πολιτικής και συνεπώς και την αληθινή της στάση απέναντι στην Ελλάδα. Η απέχθειά του όμως απέναντι στην απολυταρχική Ρωσία, συνέπεια και της επιρροής του Κοραή, επηρέαζε απόλυτα την στάση του, πολύ περισσότερο όμως από τη στιγμή, που συνειδητοποίησε την ουσία, τις μεθοδεύσεις και τους παραμόνιμους στόχους του Πανσλαβισμού.

Η ομαδική επίθεση που δέχθηκε ο γνωστός «Αντιτόμος» του Φαρμακίδη (11), και κυρίως τα εναντίον του δημοσιεύματα του Γ. Μαυροκορδάτου (12) καθηγητή της Νομικής Σχολής και στενού φίλου και συνεργάτου του Κ. Οικονόμου, ανάγκασαν τον Φαρμακίδη να διατυπώσει απερίφραστα τις πεποιθήσεις του για το Έθνος, τα οράματά του και τις αδυσώπητες δυνάμεις που τα απειλούσαν. Ο φάκελος 15 του Αρχείου του περιέχει υλικό σπουδαιότατο, που αναλύεται σε πολυσέλιδες απαντήσεις προς τους αντιφρονούντες, πέρα από όσα έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει, επώνυμα και ανώνυμα, στον Τύπο της εποχής (13).

2. Ο Φαρμακίδης είχε κατηγορηθεί απροκάλυπτα από αντιπάλους του, ότι με τον «Αντίτομό» του «θραύει καί συναθλᾶ τόν θεμέλιον λίθον τῆς Μ. Ἰδέας». Η αντιτιθέμενη στον Φαρμακίδη πλευρά διακήρυττε, ότι ο «Συνοδικός τόμος» του 1850 «ἥνωσε τό ἔθνος μετά τοῦ Γένους», δηλαδή «τούς ἐλεύθερους Ἕλληνας μετά τῶν ὑπό τήν ὀθωμανικήν δεσποτείαν ὀρθοδόξων χριστιανικῶν ἐθνῶν». Ιδεολογικό έρεισμα της θέσεως αυτής ήταν η ευρεία ρωμαίικη-βυζαντινή αντίληψη για το Γένος, η ιδέα δηλαδή του οικουμενικού εθνισμού, με τον ορθόδοξο υπερεθνικό- υπερφυλετικό της χαρακτήρα. Αυτό φαίνεται και όταν ο Φαρμακίδης τεκμηριώνει την άρνησή του στην εναντίον του κατηγορία, ότι, δολοφονεί τη Μ. Ιδέα. Ερωτά: «Τίς δέ ἐστιν ἡ Μ. Ἰδέα;» Και απαντά: «Ἡ ἀπό τῆς δουλείας ἀπελευθέρωσις ὅλων τῶν ὑπό τόν ὀθωμανικόν ζυγόν ἔτι δούλων ὀρθοδόξων χριστιανῶν καί ὅλων τούτων εἰς μίαν χριστιανικήν ἐπικράτειαν ἕνωσις». Ο μεγαλοϊδεατισμός δηλαδή, που προκάλεσε την επανάσταση και συνεχίσθηκε μετά το 1821, και για τον Φαρμακίδη δεν ήταν εθνικιστικός- φυλετικός, αλλά καθαρά ρωμαίικος. Η ανασύσταση του οικουμενικού κράτους της Ν. Ρώμης/ Κωνσταντινουπόλεως.

Σ' αυτά ο Φαρμακίδης απαντά με αφετηριακή βάση τη στενή εθνική ιδέα (αρχή των εθνικοτήτων), από την οποία ο ίδιος κατεχόταν. Είναι έτσι ο Φαρμακίδης ένας μάρτυρας της αλλαγής, που δέχθηκαν στον χώρο της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας ήδη από την επανάσταση του Υψηλάντη τα οικουμενικά σχέδια του Ρήγα. Η αρχή των εθνικοτήτων υιοθετήθηκε από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1822) και γι αυτό σε αυτήν καταφεύγει στην επιχειρηματολογία του ο Φαρμακίδης, προκειμένου να δώσει τη νέα εκδοχή του Έθνους. «Ἄν τά ὅρια τῆς εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας ἐγίνοντο ὅρια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, τά ὅρια ταῦτα ἤθελον εἶναι καί ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους». Γι αυτό η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνος (1827) διακήρυξε, ότι «ἡ Ἑλληνική Ἐπικράτεια εἶναι μία καί ἀδιαίρετος, σύγκειται δε ἐξ ἐπαρχιῶν. Ἐπαρχίαι δε τῆς Ἑλλάδος εἶναι ὅσαι ἔλαβον καί ὅσαι θέλουσι λάβει τά ὅπλα κατά τῆς Ὀθωμανικής δυναστείας» (14). Ο Φαρμακίδης μετά από αυτά διατυπώνει το συμπέρασμά του: «Οὐδέποτε ἄρα ἐθεωρήθη ἑλληνικόν ἔθνος ὅλη ἡ ἑλληνική φυλή, ὅλοι οἱ εἰς Χριστόν ὀρθοδόξως πιστεύοντες κάτοικοι τῆς Ὀθωμανικῆς Ἐπικρατείας. Ἄν τοῦτο ὑπῆρχε πάντοτε κοινή εὐχή, κοινή ἐπιθυμία, ἄλλο καί ἐπιθυμία καί ἄλλο πρᾶγμα (=πραγματικότητα)». Για να καταλήξει στό δικό του ὁρισμό περί Ἔθνους: «Ἑλληνικόν Ἔθνος λέγοντες ἐννοοῦμεν κατά τάς ἐθνικάς ἀποφάσεις τους πραγματικῶς ἐπαναστάντας Ἕλληνας, ὄχι ὅλη την ἑλληνική φυλήν, ὄχι ὅλους τους εἰς Χριστόν ὀρθοδόξως πιστεύοντας κατοίκους τῆς Ὀθωμανικῆς Ἐπικράτειας». Ο ορθόδοξος κληρικός έχει πλήρως αποδεχθεί μαζί με όλη τη δυτικίζουσα παράταξη του πολιτικού μας κόσμου την έννοια του γαλλικού nation (15).

Ο τρόπος βέβαια, με τον οποίο διατυπώνει την άποψή του ο Φαρμακίδης, δεν δείχνει μεν ότι ο τελευταίος απορρίπτει άμεσα την συνέχιση της Επαναστάσεως, και συνεπώς τη βαθμιαία πραγμάτωση της Μ. Ιδέας. Περιορίζεται όμως στην περιγραφή της ήδη γνωστής ταυτότητας του Ελληνικού Έθνους, στα υπαρκτά στενά κρατικά πλαίσιά του, προσαρμοζόμενος- φαινομενικά τουλάχιστον- στο πνεύμα της τότε βρετανικής πολιτικής, σύμφωνα με την οποία μόνο η Αγγλία μπορούσε να πραγματώσει τα ελληνικά όνειρα. Διάδοχος της γηρασμένης οθωμανικής αυτοκρατορίας θα είναι μοιραία η Ελλάδα, η οποία όμως οφείλει να αναμένει, και μάλιστα να συνεργάζεται με τους Τούρκους, για να τεθεί φραγμός στη ρωσική επέκταση προς το νότο (16).

Ο Φαρμακίδης ευφυέστατα καταφεύγει, έτσι, στην έμμεση απόκρουση της Μ. Ιδέας, υπογραμμίζοντας το αδύνατο της πραγματώσεώς της. Η αδυναμία τεκμηριώνεται κατ' αυτόν πρώτα από την κατάσταση της ίδιας της Ελλάδας: «Ὁποία ἐγεννήθη και ὅπως έπαιδαγωγήθη, δύναται ἡ Ἑλλάς νά ἐπιχειρήση τοιούτῳ μεγάλῳ ἔργῳ;». Από την άλλη όμως πλευρά κάθε παρόμοια προσπάθεια πιστεύει, ότι θα βρει αντιμέτωπη μιαν «ἀπάνθρωπον ἐπιβουλήν», που δεν είναι άλλη από τον Πανσλαβισμό. Χαρακτηριστικό είναι, ότι στο σημείο αυτό ο Φαρμακίδης συναντάται και φραστικά με τον Φλαμιάτο (17). Και οι δύο μιλούν για «επιβουλή» κατά του Ελληνισμού. Διαφέρουν όμως ριζικά ως προς τον εντοπισμό της «επιβουλής». Ο Φλαμιάτος με όλη την ανατολική ρωσόφιλη παράταξη, βλέπει ως ενσάρκωση της εναντίον της Ελλάδας επιβουλής την Αγγλία. Ο Φαρμακίδης τη Ρωσία. Η αδυναμία χαράξεως καθολικής εθνικής προοπτικής θα μείνει έκτοτε η ολεθριότερη αδυναμία μας ως Ελλήνων.

3. Σ το χειρόγραφο του Φαρμακίδη έχουμε μία εκτενή και σαφή στο θέμα του Πανσλαβισμού αναφορά. Ο Φαρμακίδης μιλά για «σλαβική» και για «πανσλαβιστική ιδέα» και καθορίζει χρονικά τη διαμόρφωσή της στο τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου, σύγχρονα με την συνθήκη της Αδριανουπόλεως (1829) και την ίδρυση του Ελληνικού κράτους (1828). Της προσδίδει δε σαφή ανθελληνικό χαρακτήρα: «Μόλις ἀνηγέρθη Ἑλληνικόν βασίλειον καί εὐθύς ἐγεννήθη ἄλλη ἰδέα καί αὐτή εἶναι ὅλως ἀντίθετος καί ἀντιπολέμιος τῇ παρ' ἡμῖν λεγομένῃ Μεγάλῃ Ἰδέᾳ, καί εἰς πραγματοποίησιν αὐτῆς γίνεται ἀδιαλείπτως μεγίστη ἐνέργεια. Καί τίς ἡ μείζων αὕτη ἰδέα; Ἡ ἰδέα τοῦ Πανσλαβισμοῦ. Ὁ σλαβισμός ὑποβλέπων καί φθονῶν τόν Ἑλληνισμόν, ὡπλίσθη εὐθύς εἰς τελείαν αὐτοῦ καταστροφήν, ὄχι εἰς κώλυσιν τῶν προόδων αὐτοῦ». Είναι δε Πανσλαβισμός, κατά τόν Φαρμακίδη, «ἕνωσις ὅλων τῶν πολυπληθῶν σλαβικῶν ἐθνῶν ὑπό ἑν καί τό αὐτό σκῆπτρον». Πρόκειται, συνεπώς, για καθαρή αντιποίηση της ρωμαίικης ιδέας, που εγκυμονεί κινδύνους και για τον ίδιο τον «ευρωπαϊσμό», του οποίου φορέας, όμως πιστός μαθητής του Κοραή, ήταν ο Φαρμακίδης: «...ἄν ποτέ ἡ ἰδέα αὕτη γενῇ πρᾶγμα, τρέχει μέγιστον κίνδυνον αὐτός ὁ εὐρωπαϊσμός». Πανσλαβισμός ή σλαβισμός, Ρωσσισμός, Ελληνισμός ή Πανελληνισμός, Ευρωπαϊσμός είναι μερικά από τα ιδεολογήματα της περιρρέουσας πολιτικής ατμόσφαιρας της εποχής, και θα ακολουθήσουν φυσικά και άλλα (19).

Η απολογία του Φαρμακίδη για την αντισλαβική πολιτική του, που τον οδήγησε τελικά στην απόρριψη του Συνοδικού Τόμου (20), διατυπώνεται με τον ακόλουθο τρόπο: «Δέν εἴμεθα, λοιπόν, ἡμεῖς οἱ θραύοντες καί συνθλῶντες, ἤ θραύσαντες καί συνθλάσαντες, τόν θεμέλιον λίθον τῆς Μεγάλης Ἰδέας. Το θεμέλιον λίθον τῆς λεγομένης Μεγάλης Ἰδέας θραύει και συνθλᾶ ἡ πραγματικῶς ὑπάρχουσα μεγίστη τοῦ Πανσλαβισμοῦ Ἰδέα και αὐτή δέν εἶναι ἰδέα, ἀλλά πρᾶγμα, καί ὄχι μόνον τήν Μεγάλην Ἑλληνικήν Ἰδέαν δέν ἀφίνει να προκόψῃ εἰς τήν Θράκην, εἰς τήν Βουλγαρίαν, εἰς τήν Δακίαν, εἰς τήν Σερβία, εἰς τήν Μακεδονίαν, ἀλλ' ἀπειλεῖ ὄλεθρον καί αὐτῇ τῇ Ἑλλάδι. Γράψαντες δε κατά τοῦ διαβοήτου συνοδικοῦ τόμου, σκοπόν εἴχομεν ταύτης τήν σωτηρίαν καί χαίρομεν, ὅτι ἐπετύχομεν τοῦ σκοποῦ καί ταύτην τήν φοράν» (21).

Μερικές παρενθετικές διασαφήσεις κρίνονται εδώ κατ' αρχάς απαραίτητες: ο Φαρμακίδης δεν αναφέρεται καθόλου στη Μ. Ασία, αλλά στη Βαλκανική, (μένοντας πιστός στη δυτική εκδοχή της λύσεως του ανατολικού ζητήματος). Την Μ. Ιδέα εννοεί πάλι, φυλετικά, στην καθιερωμένη πια από τις δυτικοευρωπαϊκές ανακατατάξεις αρχή των εθνικοτήτων. Χρησιμοποιεί ακόμη τον όρο Δακία για τις παραδουνάβιες χώρες, γιατί προ του 1861 ήταν άγνωστο το Romania ως κρατικό όνομα για τις ενωμένες «ρωμαϊκές» επαρχίες Βλαχία- Μολδαβία (22).

Είναι όμως γεγονός, ότι ο συνεπής αντισλαβισμός του τον οδήγησε και σε έμπρακτη απόρριψη της Μ. Ιδέας. Στα 1854 αντιτάχθηκε στην ανάμειξη της Ελλάδας στον Κριμαϊκό πόλεμο υπέρ της Ρωσίας, ταχθείς υπέρ της ουδετερότητας. Η συνέπεια ήταν να χαρακτηριστεί δειλός και φιλότουρκος, στην ουσία όμως αποδεικνυόμενος πιστός ακόλουθος της αγγλικής πολιτικής.

Ο Φαρμακίδης διακρίνει περαιτέρω δύο επίπεδα στη Σλαβική ιδεολογία: α) Ένωση «εἰς μέγα σλαβικόν ἔθνος τῶν ὑπό τά ἄλλα ἔθνη τελούντων σλαβικῶν ἐθνῶν» και β) ἕνωση «τῶν ἐν τῇ οθωμανικῇ ἐπικρατείᾳ σλαβικῶν ἐθνῶν». Το δεύτερο ως ευκολότερο, «προπαρασκευάζεται καί ἡ προπαρασκευή αὕτη ἐνεργεῖται, ἀφ' ἧς ἡμέρας ὑπεγράφη τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου ἡ ἀνέγερσις». Είναι ενήμερος, μάλιστα, για την ύπαρξη Εταιρείας του Πανσλαβισμού στην Οθωμανική επικράτεια, που είναι εις όλους γνωστή, γιατί «ἐνεργεῖ ἀσυστόλως».

Διατυπώνει στη συνέχεια μία κρίση, που τεκμηριώνει σε μεγάλο μέρος την αντίθεση των δυτικών, αλλά και δυτικιζόντων Ελλήνων απέναντι στο Άγιο Όρος, ως και αντιαγιονορική προπαγάνδα, που επικράτησε κατόπιν, επηρεάζοντας, κατά την γνώμη μας, και τις μεταγενέστερες λαϊκές θρησκευτικές κινήσεις δυσμενώς απέναντί του.

«Ὁρμητήριον δε τῆς Ἑταιρείας τοῦ Πανσλαβισμοῦ εἶναι κατ' ἀντίφρασιν ἅγιον λεγόμενον ὅρος. Ἐκεῖ ὑπάρχει καθιδρυμένον το σχολεῖον τῶν ἀποστόλων τοῦ Πανσλαβισμοῦ, και οὖτοι δέν εἶναι μόνο Σλάβοι, ἀλλά καί Ἕλληνες τό Γένος. Τό ἀργύριον καί τό χρυσίον τι δέν κατορθώνουσι; Καί δέν εἶναι ἀπόστολοι μόνον λαἱκοί, εἶναι καί κληρικοί, καί πόλλῳ περισσότεροι ἐκ τοῦ λεγομένου άγγελικοῦ, ἤτοι τοῦ μοναχικοῦ τάγματος, διότι οἱ ἄγγελοι οὗτοι ἔχουσι πρός παντός ἄλλου τήν ἐπιτηδειότητα καί ἱκανότητα εἰς τό μεταβάλλεσθαι κατά τούς πολύποδας». Δέν μπορούμε νά κρίνουμε εδώ, πώς βλέπει τον μοναχισμό ο μοναχός- υποτίθεται- Φαρμακίδης. Υπενθυμίζουμε μόνο όσα περιέχει η «Ἔκθεσις τῆς Ἑπταμελοῦς Ἐπιτροπείας τοῦ 1833» για το θέμα (23). Για τον Φαρμακίδη όμως ο σλαβισμός «φοβεῖται τόν ἑλληνισμόν» και γι αυτό τον πολεμεί «πανταχόθεν τῆς ὀθωμανικῆς ἐπικρατείας». Η πολεμική δε αυτή περιλαμβάνει συγκεκριμένες ενέργειες:

«Ἐξορίζεται ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἐκ τῶν κατά τήν Θράκην, Βουλγαρίαν, Μακεδονίαν, Βοσνίαν, Ἰλλυρίαν καί ὅλους τους παρά τῶν σλαβικῶν ἐθνῶν ἐν Τουρκίᾳ κατοικημένους τόπους ἐκκλησιῶν, οὐδ' ἀνέχεται πλέον αὕτη, και μόνη ἡ σλαβική συνιστᾶται. Ὅπου και τῶν τόπων τούτων ὑπῆρχεν ἑλληνικόν σχολεῖον, κατηργήθη, ὅπου ἔτσι ὑπάρχει τοιοῦτον, ἐπιβουλεύεται και διαβάλλεται, και ὅπου ἔμελλε νά συσταθῇ, ἠμποδίσθη: Ἀνεγείρονται δε πανταχοῦ σλαβικά σχολεῖα, καί ὅπου αἱ κοινότητες δέν ἐξαρκοῦσιν εἰς διατήρησιν αὐτῶν, διατηροῦνται ταῦτα δαπάνῃ τῆς Ἑταιρείας. Οἱ Ἕλληνες διδάσκαλοι πανταχοῦ διαβάλλονται καί διασύρονται ὡς ἀσεβεῖς, καί πανταχοῦ μῖσος ἄσπονδον ἐμπνέεται κατά Ἑλλήνων καί Ἑλλάδος. Βιβλία σλαβικά ἐκτός τῆς Ὀθωμανικῆς Ἐπικρατείας συνταττόμενα καί ἐκδιδόμενα, ἀδιακόπως εἰσάγονται εἰς την Τουρκίαν, καί πανταχοῦ αὐτῆς διανέμονται δωρεάν καί αὐτά μόνα ἀναγινώσκονται καί ἐν τοῖς σχολείοις καί ἐν ταῖς οἰκίαις. Καί πῶς περιγράφονται καί ἐν αύταῖς ταῖς κατηχήσεσι καί ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀλφαβηταρίοις οἱ Ἕλληνες; Ὡς ἀλλόφυλοι, μηδέν κοινόν πρός τούς Σλάβους ἔχοντες. Και ἄν οἱ συντάττοντες τά βιβλία ταῦτα ἤξευρον, ὅτι ἐπιστεύοντο, ἤθελον περιγράψει ἐν αὐτοῖς τούς Ἕλληνας ὡς αἱρετικούς, ἄν ὄχι καί ὡς ἐθνικούς, ἵνα ἐμπνεύσωσι ἔτι μᾶλλον κατά αὐτῶν μῖσος εἰς τούς Σλάβους».

Αυτά γράφονται μετά το 1852 και δείχνουν αφ' ενός μεν, ότι ο Φαρμακίδης γνωρίζει καλά το προχωρημένο στάδιο της πανσλαβιστικής προπαγάνδας, ως ανθελληνικής εκστρατείας, αλλά και το αντισλαβικό μένος του συνεπεία του πατριωτισμού του.

Επισημαίνονται στη συνέχεια δόλιες ενέργειες των πανσλαβιστών για την εξαγορά των ανυπόπτων Ελλήνων (24), και οι προσπάθειες που καταβάλλονται για την ηθική αλλοίωσή τους (25).

Τα ανθελληνικά σχέδια του πανσλαβισμού εστιάζονται περαιτέρω κατά τον Φαρμακίδη στην απειλή της ίδιας της υποστάσεως του Ελληνικού Κράτους:

«Ἐπιβουλεύει ἀδιακόπως καί αὐτῆς τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος τήν πολιτικήν ὕπαρξιν καί ὄχι μόνον ἐπιθυμεῖ τόν ἐκ νέου πολιτικόν αὐτῆς θάνατον ἀλλά παντίοις τρόποιες συνεργεῖ εἰς ἐπιτυχίαν τοῦ ὀλέθριου σκοποῦ τούτου. Διότι θεωρεῖ αὐτήν ἐμπόδιον εἰς τήν ἐπιτυχίαν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ σκοποῦ. Ὁ σλαβισμός θέλει να ἐκταθῇ μέχρι Μεθώνης καί δέν θέλει ἡσυχάσει ποτέ, ἐν ὅσῳ ὑπάρχει ἑλληνικόν βασίλειον... Ὁ σλαβισμός δέν εἶδεν εὐνοϊκῷ ὄμματι τήν εἰς ἔθνος αὐτόνομον καί ἀνεξάρτητον ἀπόφασιν τῆς Ἑλλάδος καί τήν εἰς βασίλειον ἀνέγερσιν ἀυτῆς, καί ἄν κατά προσποίησιν ἐνέδωκε καί αὐτός εἰς τοῦτο, πάντοτε ὅμως μηνοινᾶ (γρ. μηνιᾶ) κατά φρένα καί κατά θυμόν τήν ἀπώλειαν αὐτῆς».

Στο σλαβικό δάκτυλο αποδίδει ο Φαρμακίδης το συνοδικό τόμο (1850), τα «φλαμιατικά» και τα «χριστοφορικά» (1852) (26). Αφετηρία δε όλων αυτών θεωρεί το Άγιο Όρος: «Πόθεν ἤρχοντο εἰς τήν Ἑλλάδα καί ποῦ ἀπήρχοντο ἐξ αὐτῆς οἱ μεμυημένοι εἰς τά μυστήρια τῆς κατά τῆς Ἑλλάδος γινομένης ἐπιβουλής ἐπίγειοι ἄγγελοι καί οὐράνιοι ἄνθρωποι; Ἐκ τοῦ καταχρηστικῶς λεγομένου Ἁγίου Ὄρους ἤρχοντο καί εἰς αὐτό ἀνήρχοντο. Διότι ἐκεῖ ὑπάρχει καθεσταμένη ἡ Ἑταιρεία τοῦ έχθροῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, Πανσλαβισμοῦ και ἐκεῖθεν πέμπονται πανταχοῦ οἱ ἀπόστολοι αὐτῆς». Η διεύθυνση όμως της Εταιρείας βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Ένας ακόμη λόγος, για να αποστρέφεται ο Φαρμακίδης την πρωτεύουσα της Ρωμηοσύνης. «Ὁδηγεῖται δε καί διευθύνεται ἡ Ἑταιρεία ἐκ Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκεῖ ὡδηγήθησαν καί τά εὐσεβῆ καί εὐσυνείδητα αὐτῆς μέλη εἰς τήν κατασκευήν τοῦ ἱερωτάτου προσκυνητοῦ συνοδικοῦ τόμου. Ἐκεῖθεν συχναί μεταβάσεις και σκέψεις ( sic ) εἰς τό λεγόμενον Ἅγιον Ὄρος καί ἐκεῖσε μεταβάσεις και ἐπισκέψεις αἰδεσίμων κληρικῶν ἐξ Ἀθηνῶν...».

4. Στην τοποθέτησή του αυτή απέναντι στον Πανσλαβισμό συναντάται ο Φαρμακίδης με μία άλλη μεγάλη μορφή του πολιτικού μας κόσμου τον ΙΘ΄ αιώνα, τον επίσης «πολιτικό θεολόγο», κεφαλλονίτη πολιτευτή Γεώργιο Τυπάλδο- Ιακωβάτο (27), με τη διαφορά, ότι ο τελευταίος έδωσε δημόσια την μάχη εναντίον του Πανσλαβισμού, μέσα στη Βουλή, με απόλυτη συνέπεια αλλά και ανάλογες περιπέτειες.

Εντυπωσιακή είναι η σύμπτωση των δύο ανδρών στην κατανόηση του πανσλαβιστικού κινήματος και στην εκτίμηση των στόχων του έναντι του Ελληνισμού, κάτι που αποτυπώνει το εποχιακό πολιτικό κλίμα. Δεν είναι, βέβαια, δυνατόν να εκθέσουμε εδώ τις απόψεις του Ιακωβάτου, αλλά τούτο γίνεται σε ειδική για τον άνδρα μελέτη, που γράφεται αυτόν τον καιρό.

Ο Ιακωβάτος, όπως και ο Φαρμακίδης, αποστρεφόταν με βδελυγμία το ρωσικό απολυταρχισμό (28) και επεκτατισμό. Παραθέτουμε τις βασικές στο ζήτημα θέσεις του: Η Ρωσία «ἐπιβουλεύει ὅλα τά ἔθνη τῆς Ἀνατολῆς» (29). «Ἡ Ρωσία πάντοτε την Ἑλλάδα ἤθελε ὡς συντελεστική τῶν σκοπῶν της» (30). Η ρωσική πολιτική «παρήγγειλε να ἐμπνεύσωμεν ὅλα τά ἔθνη τῆς ἀνατολῆς ἐναντίον τῆς Τουρκίας...ὅπως οὕτως ἡ μέν Τουρκία ἀδυνατήσῃ, ἡ δε Ρωσία μεταβῇ εἰς Κωνσταντινούπολιν καί ἔπειτα καταβροχθίσῃ ἡμᾶς καί τά λοιπά ἐθνάρια» (31). Περιοριζόμενος ο Ιακωβάτος κυρίως στις εκδιπλώσεις του Πανσλαβισμού μέσα στα όρια του Ελληνικού κράτους και της πολιτικής του, μιλεί και αυτός για εξαγορές συνειδήσεων, δημιουργία κλίματος ανησυχίας και κοινωνικής αρρυθμίας, όπως ακόμη για χρησιμοποίηση του Αγίου Όρους ως ορμητηρίου σλαβικών σχεδίων, σε ένα δε σημείο θα κάνει λόγο και αυτός για το «λεγόμενον Άγιο Όρος» αλλά στα 1881 (32). Έχουμε όμως και εδώ μια ακόμη μαρτυρία για τον κλονισμό των συνειδήσεων απέναντι στο Άγιο Όρος, το οποίο θα συνεχίσει να καθιστά ύποπτη χρησιμοποίηση της Μονής Παντελεήμονος από τη Ρωσική διπλωματία για πολύ ακόμη.

Βέβαια υπάρχουν διαφορετικές αφετηρίες στους δύο άνδρες, γιατί διαφορετικό ήταν και το φρόνημα ενός εκάστου. Ο Φαρμακίδης συνέβαλε στην πληρότητά του το πρόβλημα του Πανσλαβισμού, αλλά η ρωσοφοβία του τον απομάκρυνε τελείως από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον έδεσε στο άρμα της πολιτικής της Αγγλίας. Ο Ιακωβάτος, αντίθετα, τίποτε δεν καταπολέμησε με σφοδρότερο πάθος, όσο το ελλαδικό αυτοκέφαλο και έμεινε πιστός στον Οικουμενικό θρόνο, τον οποίο ως πνευματικό κέντρο και φάρο του Ελληνισμού, θεωρούσε ως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην εφαρμογή των σλαβικών σχεδίων. Θα δεχθεί δε ακόμη και την ελληνοτουρκική συνεργασία και φιλία (πολύ προ του Βενιζέλου), όχι πειθαρχώντας στην βρετανική πολιτική, αλλά πιστεύοντας στην ανάγκη πραγματώσεως της φαναριώτικης θεωρίας και την βαθμιαία υποκατάσταση των Οσμανιδών στην άσκηση της εξουσίας σε μία οθωμανική αυτοκρατορία του Ελληνικού Έθνους. Άλλωστε, ο Ιακωβάτος εκφράζει μια πολύ προχωρημένη για την εποχή του αντίληψη για τη διεθνή πολιτική, μένοντας αδέσμευτος, λόγω του παραδοσιακά ορθόδοξου φρονήματός του, κάτι που δεν είχε ο Φαρμακίδης. Η αιτία της ελληνικής κακοδαιμονίας ήταν κατά τον Ιακωβάτο «τά δύο ρεύματα τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, τά οποῖα ἐνεργοῦν ἐντός τῆς Ἑλλάδος, ἀφανῶς, φανερῶς, καί μυστηριωδῶς, τό πνεῦμα δηλαδή τοῦ Βορρᾶ (Ρωσία) καί τό πνεῦμα τῆς Δύσεως. Ἐδῶθεν προέρχονται τά δεινά τῆς Ἑλλάδος» (33). Ο Ιακωβάτος, ελεύθερο και ασυμβίβαστο ρωμαίικο πνεύμα, δεν ταυτίστηκε ποτέ με καμία πολιτική ιδεολογία ή κόμμα.

Ο Ιακωβάτος έμεινε πιστός στην ιδέα του Γένους και της Πόλης, ως αναντικατάστατης πρωτεύουσάς του, και γι αυτό απέκρουσε τη Ρωσία, γιατί απειλούσε αυτή την Ιδέα. Ο Φαρμακίδης όμως έμενε δεμένος με τον Ελλαδισμό και την Αθήνα ως το μόνο του κέντρο. Ο Ιακωβάτος έγινε ένας από τους δυναμικότερους εκφραστές της ρωμαίικης Ελληνορθόδοξης Ιδέας, σαφώς διακρινόμενης από τα Ρωσικά σχέδια, και γι αυτό αποστασιοποιημένος από τη ρωσόφιλη ανατολική παράταξη (34). Ο Φαρμακίδης, αντίθετα, έμεινε συνεπέστατα πιστός στην ιδέα του ευρωπαϊσμού με την οποία είχε συνδέσει τις τύχες του το ελληνικό κράτος, (ενώ το Έθνος, ο Λαός, αυτοδιαστελλόταν ακόμη από τη Φραγκιά και τους Φράγκους). Έτσι, ο Φαρμακίδης, λόγω του τυφλού αντισλαβισμού και του δυτικισμού του, δεν μπορούσε να κατανοήσει την εκδοχή, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεμένο με την Ελλάδα, θα απέβαινε ισχυρότατο στήριγμα του Ελληνισμού, όπως ακριβώς συνέβη μετά το βουλγαρικό σχίσμα. Ο Ιακωβάτος, αντίθετα, με την ρωμαίικη συνείδησή του, αυτό το δεχόταν ανεπιφύλακτα και γι αυτό διεκήρυσσε στη Βουλή το 1864, ότι «ἐάν θεωρήσωμεν κέντρον αὐτό (δηλ. τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο), ἔχομεν τήν πρωτοκαθεδρίαν εἰς ὅλην τήν Ἀνατολήν» (35). Αλλ' ο λαϊκός Ιακωβάτος, μολονότι πολιτικός καριέρας, είχε εγκολπωθεί τους μακρόπνοους οραματισμούς του Γένους, ενώ ο περιστασιακά πολιτικός κληρικός Φαρμακίδης έβλεπε το μέλλον της Ελλάδος μέσα από το πρίσμα του απελπιστικά πρόσγειου ρεαλισμού του.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βασικές μελέτες για τον Φαρμακίδη μένουν ακόμη: Χρ. Α. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τομ. Α΄, Αθήναι 1920, σ. 55 κ.ε. Δημ. Σ. Μπαλάνου, Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784-1860), Αθήναι, 1933. Βλ. και άρθρο του Ν. Τζιράκη στην Θ. Η. Ε. 11 (1967), στ. 999-1104. Ανέκδοτη παραμένει η μελέτη του Ν. Κουλουγλιώτη, Ἡ διαμάχη Θεοκλήτου Φαρμακίδη-Κωνσταντίνου Οικονόμου καί ἡ διαμόρφωση τοῦ παιδευτικοῦ ἰδεώδους τοῦ Νεωτέρου Ελληνισμού (διδ. διατρ.), Ρώμη 1983.

2. Βλ. σχετικά παραθέματα στου Δ. Σ. Μπαλάνου, οπ. παρ. σελ. 50 ε. Και κατά τον καθηγητή Γερασ. Κονιδάρη ( Σταθμοί τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς ἀπό τοῦ Καποδιστρίου μέχρι σήμερον, Αθήνα 1971, σ. 24) με το Φαρμακίδη «ἀρχίζει ἡ εὐθύνη τῶν Καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς» για τις σχέσεις Εκκλησίας- Πολιτείας.

3. Α. Διομήδους Κυριακού, Εκκλησιαστική Ιστορία , τομ. Γ΄, Αθήναι 1898, σ. 194.

4. Για το αρχείο του Θ. Φαρμακίδου, που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών, βλ. Σ. Δ. Μπαλάνου, Ἀνέκδοτα ἔργα Θεοκλήτου Φαρμακίδου , Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τομ. 18 (1943), σ. 226-238.

5. Wilhem Schneemelcher, Athanasius von Alexandrien als Theologe und als Kirchenpolitiker, v. Gesammelte Aufsätze, Thessaloniki, 1974, 274-279. Του ιδίου : Das Konstantinische Zeitalter. Kritisch- historische Bemerkungen zu einem modernen Schlawort, στην « Κληρονομία », τ . 6 (1974), σ . 37-60.

6. Χρ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία , σ. 442.

7. Στο ίδιο σ. 377. Πρβλ. σ. 58. Βέβαια, είναι άλλη υπόθεση, αν μπορεί να χαρακτηρισθεί «εθνικόφρων» ο Φαρμακίδης, και μάλιστα το 1850! (Βλ. Γ. Ιλ. Κονιδάρη, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος , τομ. Β΄, Εν Αθήναις 1970, σ. 241). Γιατί, τότε, τι ήταν ο Οικονόμος;

8. Βλ. Κ. Οικονόμου , Τά σωζόμενα Ἐκκλησιαστικά συγγράμματα...., Εκδ. Σοφ. Κ. Οικονόμου, τομ. Γ΄ Αθήναι 1866, σ. 56.

9. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Θῦμα ἤ Θύτης; Ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ Καϊρείου δράματος, στον τόμο (του ιδίου) Παράδοση καί ἀλλοτρίωση , Αθήνα 1986, σ. 346.

10. Βλ. λ.χ. Δ. Σ. Μπαλάνου, Περικοπαί ἐξ ἀνεκδότων ἐπιστολῶν τοῦ Θ. Φαρμακίδου, ἀναφερόμεναι εἰς πολιτικά γεγονότα τῶν ἐτῶν 1826-1834, στα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 1933. σ. 106 ε.

11. Βλ. Χρ. Παπαδοπούλου, όπ. παρ. σ. 386. Πρβλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ἑλλαδικού Αὐτοκεφάλου παραλειπόμενα , Αθήνα 1983. σ. 236 ε.

12. Βλ. Χρ. Παπαδοπούλου, όπ. παρ. σ. 384, σημ. και αναλυτικότερα Γ. Δ. Μεταλληνού, Ἑλλαδικού Αὐτοκεφάλου παραλειπόμενα , σ. 251.

13. Χρ. Παπαδοπούλου, οπ. παρ. σ. 376 ε. Το περιεχόμενο του φακέλου 15 βλ. στου Δ. Σ. Μπαλάνου, Ἀνέκδοτα ἔργα, οπ. Παρ. σ. 237. Τα φύλλα είναι λυμένα και χωρίς αρίθμηση.

14. Βλ. σχετικά με τα πολιτεύματα αυτά στου Απ. Β. Δασκαλάκη, Κείμενα-Πηγαί τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τομ. Α΄ Αθήναι 1966, σελ. 283, 309 ε.

15. Για τις μεταβολές αυτές βλ. στου Al . Papaderos , Metakenosis . Griechenlands Kulturelle Herausforderung durch die Aufkl ä rung in der Sicht des Korais und des Oikonomos , Meisenhaim am Glan , 1970, σ. 61 ε. Πρβλ. και σχετικές αναφορές του Κ. Θ. Δημαρά στην Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Εκδοτικής Αθηνών), τ. ΙΑ΄ (1975), σ. 348 ε.

16. Βλ. Χ. Κοριζή, Ἡ πολιτική ζωή εἰς τήν Ἑλλάδα (1821-1910) , Αθήναι, 1974, σ. 55 ε.

17. Βλ. το έργο του «Φωνή ὀρθόδοξος καί σπουδαία εἰς ἀνακάλυψιν τῆς κατά τῶν ὀρθοδόξων ἐπιβουλῆς...», Αθήνα, 1849. Πρβλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Δύο Κεφαλλῆνες ἀγωνισταί ἀντιμέτωποι (Κ. Φλαμιάτος καί Κ. Τυπάλδος), Λευκωσία 1980, σ. 4 ε.

18. Για τον Πανσλαβισμό και τα σχέδιά του βλ. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους , τ. ΙΓ΄ (1977), σ. 299 ε. Μ. Θ. Λάσκαρη, Τό Ἀνατολικόν ζήτημα (1800-1923), τ. Α΄(1800-1878), Θεσσαλονίκη 1978 (=1948) σ. 228 ε. Γ. Ι. Κονιδάρη, Ἡ ἄρσις τοῦ βουλγαρικοῦ σχίσματος ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς καθολικῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, εκδ. Γ΄, Αθήνα 1971, σ. 30 ε. Γ. Αλεξιάδου, Ὁ Πανσλαβισμός, Αθήνα 1980. Ευρύτερο χαρακτήρα έχει η μελέτη Ι. Ν. Μοσχοπούλου, Πανσλαβισμός καί Ἑλληνισμός, Α΄ και Β΄, Αθήνα 1978.

19. Βλ. Κ. Δοσίου, Ἑλληνισμός ἤ Ρωσσισμός, Ἀθῆναι 1854 .

20. Βλαχισμός (1854), νοτιοσλαβισμός (1862), πανρωμουνισμός (1870), πανμωαμεθανισμός- παλλατινισμός-πανισλαμισμός (1878), παγγραικισμός, πανελληνισμός (1860), νεοελληνισμός (1875) κλπ. Βλ. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους , Εκδ. Αθηνών, τ. ΙΓ΄, σ. 484. Ο όρος Πανσλαβισμός πιστευόταν, ότι μαρτυρείται το 1855. Βλέπουμε όμως, ότι προηγήθηκε στη χρήση του ο Φαρμακίδης (1852).

21. Στην πολεμική του εναντίον του Πατριαρχικού Τόμο0υ του 1850 (Ο Συνοδικός Τόμος ή Περί Αληθείας, εν Αθήναις 1852, σ. 591) τον χαρακτηρίζει: «ταμεῖον ἐπιβουλῆς ἐκ μέρους ἐπιβούλου πολιτικῆς, ἥτις ἠθέλησε νά φθάσῃ διά τῆς Συνόδου τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐκκλησίας εἰς ὅν ἀπό πολλοῦ ἤδη προέθετο ἑαυτῇ ὀλέθριον κατά τῆς Ἑλλάδος σκοπόν», δηλ. της Ρωσίας. Βέβαια, οι αντίπαλοί του, όπως ο. χ. ο Γ. Μαυροκορδάτος ( Περί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, φυλλάδιον τρίτον, Αθήνα 1852, σ. 190), απαντούσαν: «Κἀγώ τοίνυν, Θεόκλητε, ἐν ὀνόματι τῆς πατρίδος λέγω σοι, ὅτι ἡ πατρίς τάς τρεῖς Μεγάλας Δυνάμεις προστάτιδας καί εὐεργέτιδας αὐτῆς ἀνέγραψεν. Ἐν δ' αὐταῖς καταλέγεται ἐπ' αἰσίοις καί ἡ ὀρθόδοξος καί ὁμόδοξος Ρωσσία, καί κρῶζε σύ ὅσα ἄν θέλῃς». Ο εθνικός διχασμός έχει ήδη αρχίσει, για να κορυφωθεί το 1916.

22. Βλ. Παγκόσμιος Ιστορία , εκδ. Ελευθερουδάκη, τ. Β2, Αθήνα χ.χρ. σ. 904 ε.

23. Βλ. Θεοκλ. Α. Στράγκα, Αρχιμ. Εκκλησίας Ελλάδος, Ἱστορία ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν , (1817-1967), τ. Α΄ Αθήνα 1969, σ. 24 ε. Πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία ...., σ. 82 ε. Για τη σχέση Ρωσίας και Αγίου Όρους ήδη από την συνθήκη της Ανδριανουπόλεως (6-6-1829) βλ. Σταύρου Ι. Παπαδάτου, Ἡ πολιτειακή θέση τοῦ Ἁγίου Ὅρους, Αθήνα, 1965, σ. 34 και 59. Πρβλ και την ευρυτέρου ενδιαφέροντος μελέτη του Κ. Κ. Παπουλίδη, «Ρωσικό ἐνδιαφέρον γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τήν ἐποχή τοῦ Ὄθωνα», στη Θεολογία , τ. 57 (1986),. σ. 764-776. Επίσης του ιδίου, Το ρωσικό ἀρχαιολογικό Ἰνστιτοῦτο Κωνσταντινουπόλεως (1894-1924), Θεσσαλονίκη 1984.

24. «Χρυσοΰφαντα ἱερά ἄμφια και χρυσωμένα ἀργυρᾶ σκεύη πέμπονται ἀδιακόπως δωρεάν καί ὄχι μόνον εἰς τάς Ἐκκλησίας τῶν σλαβικῶν Κοινοτήτων, καί οὕτω σπείρεται καί ἐν αὐταῖς ὁ σπόρος τοῦ σλαβισμοῦ. Τά λαμπρά ταῦτα δῶρα γίνονται δεκτά καί παρά ταῶν Ἑλλήνων, διότι θεωροῦνται ἀθῶα καί ἀδελφικῆς ἀγάπης δείγματα».

25. «...Και παντοία προσπάθεια γίνεται εἰς μετάπλασιν καί αὐτῶν τῶν ἑλλήνων εἰς σλάβους...».

26. Βλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία ...σ. 387 ε.

27. Γράφεται ειδική μελέτη. Πρόχειρα βλ. Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, Ἀγορεύσεις ἐν τῇ Ν΄ ἐν Ἀθήναις Ἐθνοσυνελεύσει καί ἐν ταῖς Βουλαῖς , Ἐν Ἀθήναις 1882. Πρβλ. Η. Τσιτσέλη, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα , τ. Α΄ Αθήνα 1904, σ. 661 ε.

28. «Ἐν ὅλῳ τῷ πολιτικῷ του βίω τόν δεσποτισμόν ἀπεστρέφετο...Ποσάκις προς ἡμᾶς ἔλεγεν, ὅτι δεσποτισμός και δουλεία κατ' οὐδέν διαφέρουσιν» (Λόγος ἐκφωνηθείς ὑπό Μιχαήλ Π. Μπονάνου εἰς τό λαϊκόν μνημόσυνον Γεωργίου Ἰακωβάτου, Κεφαλληνίᾳ 1884).

29. Γ. Τυπάλδου-Ιακωβάτου, Ἀγορεύσεις, οπ. Παρ. σ. 330.

30. Στο ίδιο, σ. 226.

31. Στο ίδιο, σ. 222.

32. «Ἔκ τινος ρωσικοῦ μοναστηρίου τοῦ λεγομένου Ἁγίου Ὅρους» (Βλ. «Διαμαρτύρησιν» Γ. Ιακωβάτου κατά τῆς Βουλευτικῆς Ἐκλογῆς τῆς 20-12-1881).

33. «Ἀγορεύσεις», οπ. παρ. σ. 221.

34. Βλ. Δ. Κιτσίκη, Ἡ ἀνατολική παράταξη στήν Ἑλλάδα, περιοδ. ΤΟΤΕ, αρ. 27 (1985), σ. 54-68.

35. «Ἀγορεύσεις», οπ. παρ., σ.19.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.