Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ . 5, Αθήνα 2006, εκδ . Αποστολική Διακονία, σελ. 329-331.
Η Αγία Ελένη εγεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας περί το 247. Φαίνεται ότι ήταν ταπεινής καταγωγής (1). Στην ιστοριογραφία υπάρχει σχετική διχογνωμία ως προς το αν η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρξε σύζυγος ή νόμιμη παλλακίδα του Κωνσταντίνου του Χλωρού (2).
Μεταξύ των ετών 274-288 εγέννησε στη Ναϊσό της Μοισίας τον Κωνσταντίνο. Όταν, πέντε έτη αργότερα, ο Κωνσταντίνος Χλωρός έγινε Καίσαρας από τον Διοκλητιανό, αναγκάσθηκε να την απομακρύνει για να συζευχθεί τη Θεοδώρα, θετή κόρη του αυτοκράτορος Μαξιμιανού, και να έχει έτσι το συγγενικό εκείνο δεσμό, ο οποίος θα εξασφάλιζε τη στερεότητα του διοκλητιανού τετραρχικού συστήματος. Παρά το γεγονός αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος ετιμούσε ιδιαίτερα τη μητέρα του. Της απένειμε τον τίτλο της αυγούστης, έθεσε τη μορφή της επί νομισμάτων και έδωσε το όνομά της σε μία πόλη της Βιθυνίας.
Η Αγία έδειξε την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες και την ανοικοδήμηση νέων Εκκλησιών στη Ρώμη (Τιμίου Σταυρού), στην Κωσνταντινούπολη (Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική της Γεννήσεως) και επί του Όρους των Ελαιών (βασιλική της Γεσθημανή). Η Αγία Ελένη επήγε το 326 στην Ιερουσαλήμ, όπου «με μέγαν κόπον και πολλήν έξοδον και φοβερίσματα εύρεν τον τίμιον σταυρόν και τους άλλους δύο σταυρούς των ληστών», όπως γράφει ο Κύπριος χρονόγραφος Λεόντιος Μαχαιράς (3). Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο (4).
Η Αγία Ελένη εκοιμήθηκε με ειρήνη μάλλον το 327 σε ηλικία ογδόντα ετών. Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει ότι η Αγία προαισθάνθηκε το θάνατό της και με διαθήκη άφησε την περιουσία της στον υιό της και στους εγγονούς της. Όπως ήταν φυσικό ο υιός της μετέφερε το τίμιο λείψανό της στην Κωσνταντινούπολη και την ενταφίασε στον ναό των Αγίων Αποστόλων.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Αμβρόσιος Μεδιολάνων, « De obitu Theodosii Oratio », PL 16, 1385- 1406.
(2)Ι. Ζωναρά, Επιτομή Ιστοριών, XIII, 1.
(3) Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, έκδ . R . M . Dawkins, Oxford 1932, 65. Αρχιμανδρίτου Κυπριανού, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, Ενετίησιν 1788, σελ. 97. Για την εύρεση του Τιμίου Σταυρού βλ. 6 Μαρτίου.
(4) Πρβλ . Θεοδώρου Παπαδοπούλου, Εκ της αρχαιοτάτης Ιστορίας του πατριαρχείου Ιεροσολύμων, Νέα Σιών, τόμ . 47 ος (1952), σ. 209-216. Λεοντίου Μαχαιρά, όπ . π. 63,4. Αρχιμανδρίτου Κυπριανού, όπ.π . σελ. 97. Louis De Mas Latrie, Histoire de l ‘î le de Chypre, I, Paris 1861, p . 78-79.