ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Εκκλησία και Έθνος

Δημητρίου Σ. Μπαλάνου,
Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 13, 1938, σελ. 208-217

Έχω υπ’ όψει την από Ιουλίου παρελθόντος έτους Εγκύκλιον του προεδρείου της Ακαδημίας, δ’ ης συνιστάται εις τα μέλη αυτής όπως, εκ παραλλήλου πρός τας συνήθεις ανακοινώσεις τας αναφερομένας εις ειδικάς μελέτας, ων ουδείς παραγνωρίζει την σπουδαιότητα, «δοθή γενναιοτέρα ώθησις εις τας επι γενικωτέρων θεμάτων ανα­κοινώσεις και τας επ’ αυτών συζητήσεις, ίνα κινηθή και του όλου επιστημονικού κόσμου το ενδιαφέρον προς ερεύνας, και της κοινωνίας προς τα έργα της Ακαδημίας ευρυτέρα και ζωηροτέρα η προσοχή». Συμμεριζόμενος πλήρως την ως άνω αντίληψιν, και κατ’ εξοχήν δια την τάξιν των ηθικών και πολιτικών επιστημών, δια της εφαρ­μογής της οποίας πληρούται εις των κυριωτέρων σκοπών της Ακαδημίας, προβαίνω σήμερον εις ανακοίνωσιν περί σχέσεως εκκλησίας και έθνους, λόγω της έπικαιρότητος του θέματος, ήτις καταφαίνεται ου μόνον εκ της πλουσιωτάτης περί αυτό φιλολογίας και των ζωηρών σχετικών συζητήσεων κατά τα τελευταία έτη, αλλαχού και παρ’ ημίν, αλλά και εκ του ότι εν Οξφόρδη, κατά τον παρελθόντα Ιούλιον, συνεκλήθη παγκόσμιον εκκλησιαστικόν συνέδριον, εις το οποίον αντεπροσωπεύθησαν τα πατριαρχεία και αι αυτοκέφαλοι ορθόδοξοι εκκλησίαι, εν αις και η εκκλησία του βασιλείου της Ελλάδος (1), ούτινος κύριον θέμα ήτο η ε ξέτασις των σχέσεων της εκκλησίας προς εθνος και κράτος (2).

Επιφυλασσόμενος εις άλλην συνεδρίαν να πραγματευτώ περί της σχέσεως της εκκλησίας προς το κράτος, περιορίζομαι σήμερον να εξετάσω την σχέσιν εκκλησίας και έθνους από απόψεως ορθοδόξου, επί τη βάσει της αγίας Γραφής και της εν τη ημετέρα εκκλησία διαμορφωθείσης παραδόσεως, εν τε τη θεωρία και τη πράξει, μη παραβλέπων άμα και την ζώσαν παράδοσιν του χριστιανικού έθνους, ήτις δεν δύναται να είναι αδιάφορος δι’ εκκλησίαν επιθυμούσαν να είναι ζώσα εις τας καρδίας των πιστών της. Εν τη εξετάσει τοιούτων ζητημάτων άλλως δεν πρέπει να επηρεαζώμεθα εκ κρίσεων ξένων, οίτινες μη εμβαθύνοντες εις τας ιδιαζούσας συνθήκας υφ’ ας έζησεν η εκκλησία ημών και διατελούντες υπό το πρίσμα θεωριών, διαμορφωθεισών εκ των εν τη εκκλησία αυτών προκυψασών συνθηκών, κατακρίνουσι τον εθνικόν χαρακτήρα, όστις διέπει την εκκλησίαν μας, χαρακτηρίζοντες αυτόν ως απόκλισιν από του κηρύγματος του Σωτήρος και του αρχικού Χριστιανισμού, παραβλάπτουσαν τον υπερκόσμιον αυτού χαρακτήρα. Το περίεργον δ’ είναι ότι υπό την επίδρασιν των αντιλήψεων τούτων και τινες των ορθοδόξων θεολόγων χαρακτηρίζουσι τον στενόν δεσμόν της εκκλησίας προς το έθνος ως αυτόχρημα αντιχριστιανικόν και κατώτερον της υψηλής πνευματικής απο­στολής αυτής- άλλοι δε τούτων παριστώσι τον εθνικόν χαρακτήρα της εκκλησίας μας ως μοιραίον τι, παρεισδύσαν κυρίως κατά τους χρόνους της δουλείας και ούτινος δέον αύτη να απαλλαγή, διότι ούτος δήθεν αποτελεί την κυρίαν αιτίαν της καταπτώσεως αυτής. Άλλοι δε πάλιν, εν τέλει, θεωρούντες ως «όλως άλυτον πρόβλημα» το ζήτημα της σχέσεως εκκλησίας και έθνους, αποπειρώνται επί υποκειμενικών και οθνείων, ως το πολύ, αντιλήψεων στηριζόμενοι, να εξεύρωσι μέσην τινά λύσιν, περιέχουσαν σειράν κενών φράσεων, στερουμένων οιασδήποτε πραγματικότητας, ήτις μόνον εκ των πηγών της θρησκείας μας και της ζώσης εκκλησιαστικής παραδόσεως και εθνικής άμα συνειδήσεως δύναται να εξευρεθή.

Εν πρώτοις δέον να εξετασθή εάν είναι αληθές το κατά κόρον επαναλαμβανόμενον ότι η αγία Γραφή αγνοεί ή και αποκρούει, το συναίσθημα της αγάπης προς την πατρίδα και ότι θεωρεί το συναίσθημα του εθνισμού ξένον ή και αντιστρατευόμενον προς την γνησίαν θρησκευτικότητα.

Εν τη αγία Γραφή ουδεμία, ως ευνόητον, υπάρχει συστηματική διδασκαλία περί σχάσεως εκκλησίας και έθνους· εκ διαφόρων όμως χωρίων αυτής δύναται να εξαχθή το πνεύμα αυτής επί του ζητήματος τούτου. Ότι εν τη παλαιά Διαθηκη σαφώς καταφαίνεται το εθνικιστικον πνεύμα είναι περιττόν καν να λεχθή. Εν τη καινή Δια­θήκη ο Ιησούς ναι μεν δεν διδάσκει ρητώς περί του καθήκοντος προς την πατρίδα, ότι όμως δεν θεωρεί την έννοιαν της εθνότητος ως ασυμβίβαστον προς την θρησκευτικό­τητα είναι φανερόν, εφόσον αυτός ούτος, όστις παρίσταται ως τέκνον του Ισραήλ και απόγονος του Δαυίδ κατά σάρκα (3), φροντίζει, κατά την έναρξιν του επιγείου κηρύ­γματος του, μόνον διά την σωτηρίαν του Ισραήλ· κηρύττει ότι ήλθε να σώση «τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ» (4), άτινα είναι «τα τέκνα», εν αντιθέσει προς τα κυνάρια, ως αποκαλούνται οι μη Ισραηλίται(5)· συνιστά εις τους μαθητάς του να μη απευθύνωνται προς εθνικούς ή Σαμαρείτας, αλλά μόνον προς τους Ισραηλίτας (6). Ώστε και ο Σωτήρ έχει, ως άνθρωπος, την προτίμησίν του και μείζον ενδιαφέρον δια τους ομοεθνείς του και μόνον όταν πασιφανώς κατεδείχθη η σκληροκαρδία αυτών, τότε μόνον στρέφεται προς τα έθνη. Αλλά και πάλιν, κατά το ανθρώπινον, δεν αποβάλλει την ιδιαιτέραν του αγάπην δια τον Ισραήλ, ως φαίνεται εκ του ότι, μικρόν προ του τέλους του, επι τη θέα της Ιερουσαλήμ, «έκλαυσεν επ’ αυτή» (7), και ανεφώνησεν «Ιερου­σαλήμ, Ιερουσαλήμ, η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν, ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου, ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε;» (8).

Και ο απόστολος Παύλος τονίζει την Ιουδαϊκήν του εθνικότητα (9)· η δε περίφημος ρήσίς του, καθ’ ην προ του Θεού «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην» (10), δεν δηλοί άρσιν των εθνικών διακρίσεων επί της γής, όπως το «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (11) δεν αίρει την μεταξύ των φύλων επίγειον διαφοράν αλλ’ αμφότεραι αι ρήσεις αναφέρονται εις την προ του Θεού σχέσιν.

Αληθώς υπέρ τας επιγείους πατρίδας τονίζεται εν τη αγία Γραφή «η άνω Ιερουσαλήμ, ήτις εστί μήτηρ πάντων ημών» (12)· η άνω όμως ή επουράνιος Ιερουσαλήμ αυτή του μέλλοντος αιώνος, προς ην δέον να είναι εστραμμένα τα βλέμματα, ουδόλως συνε­πάγεται την εν τη παρούση ζωή κατάργησιν της εννοίας της επιγείου πατρίδος, ως η εν μία πνευματική οικογενεία ζωή κατά τον μέλλοντα αιώνα δεν συνεπάγεται την κατάργησιν της εννοίας της οικογενείας και των συγγενικών δεσμών εν τω νυν αιώνι.

Κατά ταύτα, χωρίς να ευρίσκηται εν τη καινή Διαθήκη συστηματική διδασκαλία περί της σχέσεως εκκλησίας και έθνους, ουδαμού καταδικάζεται εν αυτή ως τι κακόν το εθνικόν συναίσθημα και ουδαμού παρίσταται τούτο ως αντιτιθέμενον προς το θρη­σκευτικόν συναίσθημα, ουδ’ η έννοια του πόθου προς την άνω Ιερουσαλήμ αποκλείει την αγάπην προς την επίγειον πατρίδα. Τουναντίον εκ διαφόρων χωρίων προκύπτει ότι η αγάπη προς το ίδιον έθνος θεωρείται ως προϋποτιθέμενον φυσικόν και αδιάβλητον ανθρώπινον συναίσθημα.

Κατά τούς τρεις πρώτους χριστιανικούς αιώνας αφ’ ενός μεν ο ενθουσιαστικός φανατισμός, όστις, φυσικώ τω λόγω, εγεννήθη εις τας ψυχάς των οπαδών της νέας θρησκείας, αφ’ ετέρου δε αι απηνείς διώξεις, ας ούτοι υφίσταντο παρά τε του κράτους και των ομοεθνών των, εδημιούργησαν αδιαφορίαν ή και αντιπάθειαν αυτών προς παν επίγειον, και δη και προς αυτήν την έννοιαν του κράτους και της πατρίδος, ης την θέσιν κατέλαβεν αποκλειστικώς η ουρανία πατρίς, η άνω Ιερουσαλήμ.

Χαρακτηριστική διατύπωσις των συναισθήματων τούτων ευρίσκεται ε ν τη κατά τούς χρόνους των διωγμών γραφείση επιστολή πρός Διόγνητον, καθ’ ην οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι-... πάσα ξένη πατρίς εστιν αυτών και πάσα πατρίς ξένη» (13). Υπό το κράτος των αντιλήψεων τούτων οι Χριστιανοί απέφευγον την στρατιωτικήν υποχρέωσιν καί τήν συμμετοχήν εις πολέμους. Ούτως ο μέγας εκκλησιαστικός συγγραφεύς του α΄ ημίσεος του γ' αιώνος Ωριγένης (14), απαντών εις τον κατά του Χριστιανισμού και των Χριστιανών γράψαντα εθνικόν φιλόσοφον Κέλσον, όστις, οιονεί ελέγχων τους Χριστιανούς δια την προς την επίγειον πατρίδα αδιαφορίαν των, συνίστα αυτοίς «αρήγειν τω βασιλεί παντί σθένει και συμπονείν αυτώ τα δίκαια καί υπερμαχείν αυτού και συστρατεύειν αυτώ, ην επείγη, και στρατηγείν», απαντά ότι οι Χριστιανοί βοηθούσι και αυτοί τους βασιλείς «θείαν άρηξιν», μείζονα εκείνης, την οποίαν προσφέρουσιν οι πολεμούντες και φονεύοντες στρατιώτας, όχι στρατευόμενοι αλλά προσευχόμενοι υπέρ της νίκης και διδάσκοντες την αρετήν: «και ου συστρατευόμεθα μεν τω βασιλεί, καν επείγη· στρατευόμεθα δε υπέρ αυτού, ίδιον στρατόπεδον ευσεβείας συγκροτούντες δια των προς τον Θεόν εντεύξεων», αποτελούντες δηλαδή, διά νά μεταχειρισθώμεν έκφρασιν ανάλογον προς σύγχρονον ορολο­γίαν, τα θρησκευτικά μετόπισθεν. Ο Λατίνος μάλιστα εκκλησιαστικός συγγραφεύς Τερτυλλιανός χαρακτηρίζει ασυμβίβαστον προς την χριστιανικήν πίστιν την επιτέλεσιν της στρατιωτικής υπηρεσίας (15). Εννοείται ότι τοιαύται αντιλήψεις, ευεξήγητοι εις εποχήν απηνούς διώξεως, ήτις εγέννα την αντίδρασιν και τον θρησκευτικόν φανατισμόν, έδιδον τροφήν εις τους διώκτας, οίτινες παρίστων τον Χριστιανισμόν ως εχθρόν προς την πολιτείαν και το έθνος.

Από του τετάρτου όμως αιώνος, αφ’ ης δηλ. ο μέγας Κωνσταντίνος διά του διατάγματος των Μεδιολάνων έθεσε τέρμα εις τους διωγμούς, ήρχισε βαθμηδόν να εκλείπη η αντίθεσις μεταξύ εκκλησίας και κράτους και μεταξύ χριστιανικού και εθνικού συναισθήματος και ούτω συνεβιβάζετο πλέον άριστα η εν ενί και τω αυτώ προσώπω συνύπαρξις αμφοτέρων.

Την τοιαύτην συνδιαλλαγήν βλέπομεν σαφώς εν τοις συγγράμμασι των μετά τον μέγαν Κωνσταντίνον ακμασάντων εκκλησιαστικών πατέρων και συγγραφέων, εις τα οποία εξαίρεται η έννοια της πατρίδος, «διάφορον αν αύτη λαμβάνεται εν ευρυτέρα ή στενωτέρα εννοία.

Τοιουτοτρόπως, ίνα ολίγα εκ των πολλών φέρωμεν παραδείγματα, ο μέγας Βασί­λειος, γράφων Σωφρονίω μαγίστρω (16), επαινεί αυτόν ότι είναι τόσον φιλόπατρις, ώστε την ενεγκούσαν και θρέψασαν πατρίδα ίσα γονεύσι τιμάν», και χαίρει ότι επ’ αυτού άρχοντος «όναρ επλούτησεν η πατρίς ημών, άνδρα έχουσα τον την επιμέλειαν αυτής επιτραπέντα». Και εις άλλην επιστολήν του ανεπίγραφον ο μέγας Βασίλειος λέγει (17): «τους εκ της πατρίδος ημών αφικομένους συνίστησί σοι αυτό το της πατρίδας δίκαιον.,., και τον εγχειρίζοντα τοίνυν την επιστολήν τη κοσμιότητί σου δέξαι και ως πατριώτην και ως δεόμενον αντιλήψεως». Και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, γράφων τω αυτώ Σωφρονίω, λέγει (18) : «Μητέρα τιμάν των οσίων μήτηρ δε άλλη μεν άλλου, κοινή δε πάντων πατρίς», και επαινεί αυτόν «κοινόν όντα της πατρίδος προστάτην». Ο Ιωάν­νης ο Χρυσόστομος ανακράζει ότι ουδέν πατρίδος γλυκύτερον» (19). Ο δε μέγας Αθα­νάσιος, την εκ της έξορίας ανάκλησιν του οποίου ο αυτοκράτωρ Κωνστάντιος χαρα­κτηρίζει ως ευτυχίαν του, διότι τοιουτοτρόπως ανέκτησε «την πατρίδα ομού και την εκκλησίαν» (20), προχωρεί τόσον ώστε να θεωρή το εν πολέμοις αναιρείν τους αντιπά­λους καί έννομον και επαίνου άξιον» (21). Θεοδώρητος ο Κύρου, γράφων Ζήνων, στρατηγώ και υπάτω, θαυμάζει την ανδρείαν του, «τοις οικείοις ηπίως, τοις δε πολεμίοις ανδρείως προσφερομένην», ήτις «δείκνυσι τον αξιέπαινον στρατηγόν» (22). Συνέσιος, ο Πτολεμαΐδος επίσκοπος, όστις προΐσταται της αμύνης της πόλεως κατά των επιδραμόντων βαρβάρων, υπόσχεται ότι θα πολεμήση ως Λάκων· «μαχήσομαι ως αποθανούμενος και ευ οίδα ότι περιέσομαι· Λάκων γάρ άνωθέν ειμι και οίδα την προς Λεωνίδαν επιστολήν των τελών· μαχέσθων ως τεθναξάμενοι και ου τεθνάξονται» (23) εύχεται δε την καταστρο­φήν των επιδρομέων «κακούς κακώς απολωλεκέναι τους καταράτους βαρβάρους εγώ μεν ήτησα Θεόν» (24).

Αλλ’ η θεία λειτουργία, η σημαντικωτάτη αυτή έκφανσις του θρησκευτικού συναισθήματος, δεν είναι αψευδές μαρτύριον της ενεργού συμμετοχής, ην έλαβεν η εκκλησία δια τους εθνικούς πόθους και τα εθνικά συμφέροντα; A ι ευχαί υπέρ του έθνους και του στρατού, υπέρ του υποταγήναι υπό τους πόδας των βασιλέων πάντα εχθρόν και πολέμιον, δεν δεικνύουσι πασιφανώς την ζωηράν συμμετοχήν της εκκλη­σίας εις τας τύχας του έθνους; Και εις την Θεοτόκον, «την υπέρμαχον στρατηγόν», δεν αναπέμπονται «ευχαριστήρια», καθόσον εις την άμαχον αυτής προστασίαν αποδίδονται τα «νικητήρια»; Ο περίφημος Ευστάθιος, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, κατά τον δωδέκατον αιώνα, αναπέμπει ευχήν προς την παρθένον Μαρίαν, ευχόμενος όπως αύτη βραβεύη «τω αυτοκράτορι αριστεύματα πάντοτε, βαρβαρικάς εκτρέπουσα φάλαγ­γας» (25). Και, αλλαχού εύχεται προς τον Θεόν: «τάς λόγχας, ας (οι εχθροί) απευθύνουσι κατά του ρωμαϊκού λάχους, αντιστρέψας, ταις καρδίαις των εχθρών του βασιλέως έμπηξον (26). Ο Ευθύμιος Μαλάκης, μητροπολίτης Νέων Πατρών, εκφωνεί πανηγυρικόν λόγον, υποδεχόμενος τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνόν (1143-1180), «μετά νικηφόρον στρατείαν εκ της Περσίδος επανακάμψαντα» (27).

Θα υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια της προκειμένης ανακοινώσεως εάν ανέφερα πάντα τα αποδεικνύοντα την εν τη εκκλησία ημών αρμονικήν συνύπαρξιν θρησκευ­τικών και εθνικών ιδεωδών, ήτις λαμπρότατα καταφαίνεται εις τας υπερλάμπρους θυσίας, τας οποίας ο ελληνικός κλήρος, συναγωνιζόμενος μετά του λαού «για του Χριστού την πίστι την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», προσέφερεν εις τον βωμόν του έθνους, κατά τους χρόνους της δουλείας και κατά τον ιερόν αγώνα της εθνεγερσίας. Άξιον δ’ ιδιαιτέρας εξάρσεως είναι ότι τόσον βαθέως είχε διεισδύσει εις την εκκλησιαστικήν συνείδησιν η πεποίθησις ότι ο αγών υπέρ των εθνικών ιδεωδών είναι αλληλέγγυος προς τον αγώνα υπέρ των χριστιανικών ιδεωδών, ώστε αυτός ο μοναχικός και ασκητικός κόσμος, ο αποταχθείς του κόσμου, επρωτοστάτησεν εις τον εθνικόν αγώνα (28).

Η μακραίων αύτη παράδοσις, το τίμιον αίμα όπερ εχύθη, εσφυρηλάτησε τόσον στενούς και αδιαρρήκτους δεσμούς μεταξύ εκκλησίας και έθνους, ώστε, ας μη αυταπατώμεθα, καμμία, υπό επίδρασιν ξένων αντιλήψεων, υποκειμενική θεωρία θα ήτο ικανή να διασπάση αυτούς.

Η εκκλησία μας απεριφράστως ήτο, είναι και θαείναι εθνική εκκλησία και τούτο προς δόξαν της. Αν δε τινες, επιπολαίως κρίνοντες, θεωρούσι τούτο ως στοιχείον κατηγορίας, η εκκλησία μας τουναντίον καυχάται δια τον στενόν μετά του έθνους σύνδεσμον, εφ’ ου στηρίζεται η ζωηρότατη προς αυτήν αγάπη του ελληνικού λαού, όστις συνήνωσεν επί το αυτό εθνικάς καί θρησκευτικάς παραδόσεις. Κατά ταύτα ο δισχυρισμός των φρονούντων ότι η εκκλησία μας είναι εστερημένη εθνικού χαρακτήρος και φρονήματος («anational») (29) ή και ότι ο εθνικός χαρακτήρ της εκκλησίας ημών είναι παρείσακτον αντιχριστιανικόν στοιχείον, είναι όλως ανιστόρητος και εσφαλμένος και επ' ουδεμιάς ιστορικής και πραγματικής βάσεως στηρίζεται.

Ο εθνικός χαρακτήρ της εκκλησίας μας άλλως, αφορών σχέσεις επιγείους, συνυφασμένας προς αυτήν την ανθρωπίνην φύσιν, ουδόλως παραβλάπτει τον υπερκόσμιον χαρακτήρα αυτής. Τω όντι, η εκκλησία, ως υπερκόσμιον, αόρατον και πνευματικής φύσεως καθίδρυμα, είναι υπεράνω πάσης επιγείου σχέσεως, συνεπώς και υπεράνω εθνικών διακρίσεων αλλά, κατά την ορθόδοξον διδασκαλίαν, η εκκλησία δεν είναι μόνον αόρατον και υπερκόσμιον αλλά και ορατόν και εγκόσμιον και ίδρυμα, και ως τοιούτο δεν δύναται να αδιαφορήση προς τα κυριώτερα και ευγενέστερα ανθρώπινα συναι­σθήματα, όποια είναι η αγάπη και η προσήλωσις προς τους επιγείους δεσμούς της οικογενείας, της πατρίδος και του έθνους, ουδέ δύναται να μη λάβη θέσιν έναντι αυτών. Σκοπός της εκκλησίας δεν είναι μόνον η φροντίς δια τα υπερκόσμια, αλλά και η συναφής προς ταύτην μέριμνα δια την εξευγένισιν και εξύψωσιν των επιγείων σχέσεων, ας δέν δύναται νά άγνοή. Εάν, συγχέοντες την έννοιαν ορατής και αοράτου εκκλησίας, καταντήσωμεν εις την γνώμην οτι ο εθνισμός είναι τι «διάφορον και ξένον προς την εκκλησίαν, διότι δήθεν αύτη μόνον προς τα υπερκόσμια αποβλέπει, θα έπρεπε, κατ’ αναλογίαν, η εκκλησία να εθεώρει εαυτήν αδιάφορον και ξένην και προς τους επιγείους οικογενειακούς δεσμούς. Άλλως το υγιές εθνικόν συναίσθημα, το ενυπάρχον εν ταις αυτοκεφάλοις ορθοδόξοις εκκλησίαις, και το οποίον μόνον εκτός χώρου και τόπου ζώντες δύνανται να αρνηθώσιν ή να κατακρίνωσιν, ουδόλως δύναται να παραβλάψη τον κοινόν σύνδεσμον των εκκλησιών, ουδέ την συνένωσιν πάντων των Χριστιανών εις μίαν ουρανίαν, πνευματικήν οικογένειαν. Η προς την επίγειον πατρίδα αγάπη ουδόλως παρεμποδίζει τον προς την άνω Ιερουσαλήμ κοινόν χριστιανικόν πόθον τουναντίον δια καταλλήλου διαπαιδαγωγήσεως ή προς την πατρίδα αγάπη θα ηδύνατο να αναγάγη εις την έννοιαν της άνω Ιερουσαλήμ, χρησιμεύουσα ως προπαίδεια και προβαθμίς δι’ αυτήν.

Ότι βεβαίως η προς την επίγειον πατρίδα αγάπη δέον να διακρίνηται του τυφλού σωβινισμού (30), και ότι αύτη δέον να ευρίσκηται, κατά το εφικτόν, εις αρμονίαν προς την καθολικήν αγάπην, ην εκήρυξεν ο Χριστιανισμός, είναι αναντίρρητον. Η εκκλησία μας, αναγνωρίζουσα το εθνικόν συναίσθημα, δέον αληθώς να καταβάλλη πάσαν φροντίδα προς εξευγένισιν αυτού, εν πνεύματι χριστιανικώ, εργαζομένη, κατά δύναμιν, υπέρ προλήψεως, μετριασμού και άρσεως παρεξηγήσεων και προστριβών και υπέρ παγιώσεως πραγματικής και διαρκούς μεταξύ των εθνών αδελφώσεως και ειρήνης. Αλλ’ εκκλησία, ήτις θα ηδιαφόρει δια τα ζώντα εθνικά δίκαια του λαού» εν μέσω του οποίου δρα, ή και ήτις, έτι χείρον, θα έθετε δίλημμα μεταξύ εαυτής και του έθνους, δεν θα ήτο εκκλησία ζώσα εν τω έθνει και θα ειργάζετο επί βλάβη ου μόνον των εθνικών αλλά και των χριστιανικών ιδεωδών. Ναι, δεν θέλομεν άθρησκον εθνισμόν, αλλ’ ουδέ άπατριν Χριστιανισμόν. Άλλως, εάν ο απόστολος Παύλος, φροντίζων δια την σωτηρίαν της ανθρωπότητας, εγένετο, ως ο ίδιος λέγει, τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος και τοις ανόμοις ως άνομος, ίνα τους πάντας κερδήση (31), θα ήτο φρόνιμον η εκκλησία, παραγνωρίζουσα εν των ευγενεστέρων ανθρωπίνων συναισθημάτων, να μη ηκολούθει το σοφόν παράδειγμα του αποστόλου των εθνών;

Και νυν, μετά τα λεχθέντα, εξεταστέον αν το προς τας εκκλησίας ψηφισθέν διάγ­γελμα του συνεδρίου της Οξφόρδης, κατά τον παρελθόντα Ιούλιον, είναι σύμφωνον προς τας απόψεις της εκκλησίας ημών, όσον αφορά το ζήτημα της σχέσεως εκκλησίας και έθνους.

Αναντιρρήτως το διάγγελμα τούτο είναι σύμφωνον προς τας απόψεις της εκκλη­σίας ημών, εφόσον διακηρύττει ότι «η ύπαρξις διαφόρων φυλών προέρχεται, κατά την χριστιανικήν μας αντίληψιν, εκ της βουλής του Υψίστου, όστις επιθυμεί να πλουτίση την ανθρωπότητα δια της ποικιλίας των δωρεών του.... Η θεία κλήσις εκάστου ανθρώπου είναι να υπηρετή τους αδελφούς του εν τω ιδίω λαώ· αλλ’ εάν εθνικός εγωισμός ήθελεν οδηγήσει εις πίεσιν ξένου λαού ή μειονότητας, τούτο θα ήτο, ως ο ατομικός εγωισμός, αμάρτημα κατ’ εκείνου, όστις εδημιουργήσε πάντας τους λαούς και πάσας τας φυλάς» (32).

Δεν νομίζω όμως ότι η εκκλησία μας δύναται να αποδεχθή το τμήμα του διαγ­γέλματος, το αφορών τον πόλεμον. Κατ’ αυτό «η εκκλησία του Χριστού, ήτις έχει τα μέλη της μεταξύ πάντων των λαών, οφείλει να καταδικάζη τον πόλεμον άνευ επιφυλάξεων και περιορισμών. Ο πόλεμος είναι πάντοτε συνέπεια και έκρηξις της αμαρτίας. Η απόφανσις αύτη ισχύει, οιονδήποτε και αν είναι το καθήκον ενός λαού, όστις θα ώφειλε να εκλέξη μεταξύ πολέμου και μιας πολιτικής, την οποίαν θα εθεώρει ως προδοσίαν των δικαίων του, και οιονδήποτε και αν είναι το καθήκον του καθ' έκαστον Χριστιανού πολίτου, ούτινος η χώρα ήθελε περιπλακή εις πόλεμον. Η καταδίκη του πολέμου εξακολουθεί υφιστάμενη…Όταν εκραγή πόλεμος, οφείλει η εκκλησία τότε μάλιστα να είναι εκκλησία παραμένουσα ηνωμένη ως το εν σώμα του Κυρίου, αδιαφόρως του ότι οι λαοί, εν μέσω των οποίων ζη πολεμούσι προς αλλήλους» (33).

Το τμήμα τούτο του διαγγέλματος αναντιρρήτως η εκκλησία μας δεν δύναται να αποδεχθή· διότι θα αντέκειτο εις τας παραδόσεις της να κηρύξη «άνευ επιφυλάξεων καί περιορισμών πάντα πόλεμον ως συνέπειαν και έκρηξιν της αμαρτίας», η εκκλη­σία μας, ήτις διεκήρυξε, δι’ έργων και λόγων, την ιερότητα της επαναστάσεως του 1821 και των επακολουθησάντων ιερών υπέρ της πίστεως και πατρίδος αγώνων, των οποίων ενεργώς συμμετέσχε. Βεβαίως η εκκλησία πρέπει πάσαν να καταβάλλη προσπάθειαν υπέρ της εδραιώσεως της ειρήνης και της αποσοβήσεως του πολέμου·αλλ’ άπαξ τούτου εκραγέντος, η εκκλησία, εχομένη βεβαίως του υπερκοσμίου αυτής χαρακτήρας, αλλά και μη λησμονούσα την εγκόσμιον αυτής αποστολήν, δεν θα ήτο δυνατόν να μείνη αδιάφορος δια τας τύχας του μαχομένου έθνους και ως απλούς θεατής να παρακολουθή πόλεμον αυτού υπέρ βωμών και εστιών. Τοιαύτη συμπεριφορά εκκλησίας θα απεξένου ταύτην των προς αυτήν συμπαθειών κράτους και λαού και θα επέφερεν αποτελέσματα λίαν δυσάρεστα. Άλλως είναι περίεργον πώς, ενώ εν τω ψηφίσματι τούτω αναγνωρίζεται το καθήκον του Χριστιανού πολίτου, ούτινος η χώρα περιεπλάκη εις πόλεμον, να μετάσχη αυτού, και αναγνωρίζεται ότι υπάρχουσι περιστάσεις, καθ’ ας η υπό ενός λαού αποφυγή του πολέμου θα εθεωρείτο δικαίως ως προδοσία, αφ’ ετέρου διδάσκεται ότι η εκ του συνόλου των πιστών απαρτιζομένη εκκλησία, ως όλον, δέον να θεωρή τον δίκαιον και επιβεβλημένον τούτον πόλεμον ως άνευ επιφυλάξεων και περιορισμών καταδικαστέον και ως συνέπειαν και έκρηξιν της αμαρτίας. Δεν αποτελεί τούτο ηθικήν ανακολουθίαν;

Ευτυχώς και εν προκειμένω η εκκλησία μας έχει τους φωτεινούς αυτής καθοδη­γούς, τους μεγάλους της εκκλησίας πατέρας, οίτινες αυθεντικώτερον παντός άλλου διερμηνεύουσι την γνησίαν αυτής διδασκαλίαν. Τοιουτοτρόπως ο μέγας Αθανάσιος λέγει ότι δεν δύνανται να τίθενται τόσον απόλυτοι κανόνες, καθόσον «το αυτό κατά τι μεν και κατά καιρόν ουκ έξεστι, κατά τι δε και ευκαίρως αφίεται και συγκεχώρηται» (34). Ο δε μέγας Χριστιανός Ισίδωρος ο ΙΙηλουσιώτης († περί το 440), όστις εξαίρει τα αγαθά της ειρήνης και τα κακά του πολέμου, εν τούτοις σοφώτατα λέγει ότι υπάρχει «πόλεμος ευαγής και ειρήνη πάσης ασπόνδου μάχης αργαλεωτέρα. Μή πανταχού την ειρήνην νόμιζε είναι καλόν· έστι γαρ πολλάκις παντός πολέμου χαλεπωτέρα». Ανομολογεί δε ότι ο προς τους αλλοφύλους πόλεμος είναι νόμιμος και αναγκαίος, εφόσον πρόκειται περί πολέμου αμύνης, και ότι ο υπέρ της πατρίδος θάνα­τος, ως θάνατος «υπέρ των της φύσεως δικαίων», είναι αξιέπαινος και στηλών και αναρρήσεων άξιος (35). Τοιούτ o υς πολέμους θά ήτο δυνατόν νά χαρακτηρίση ή έκκλησία ώς καταδικαστέους;

Πάντως ας μη ζητώμεν, εκ θεωρητικών ορμώμενοι απόψεων και υπό επίδρασιν σχέσεων αλλαχού δημιουργηθεισών, να γεννήσωμεν ζητήματα, άτινα ευτυχώς εν τη Εκκλησία ημών ουδέποτε μέχρι ώρας προέκυψαν εν τη πραγματικότητι. Ευτυχώς το έθνος μας είναι και θα είναι έθνος χριστιανικόν!.


Υποσημειωσεις

(1) Η εκκλησί α του βασιλείου της Ελλάδος αντεπροσωπεύθη υπό των αξιότιμων συναδέλφων καθη­γητών κ. κ. Αμ. Αλιβιζάτου και Παν. Μπρατσιώτου.

(2) Τας απόψεις μου επί του θέματος εξέθεσα και εν άρθροις μου εν τω περιοδικώ «Εκκλη­σία» (7 καί 21 Μαρτίου καί 9 Ἀπριλίου 1936). Ὁ καθηγητής κ. Π. Μπρατσιώτης εξέθεσε τας αντιθέ­τους προς τας εμάς απόψεις του εν τω περιοδικώ Ανάπλασις (20. 3. 36) και «Εκκλησία» (14 και 28 Μαρτίου και 25 Απριλίου 1936), ο δε καθηγητής κ. Αμ. Αλιβιζάτος, σύμφωνος μάλλον προς τας αντι­λήψεις μου, εν «Εκκλησία» της 9ης Απριλίου 1936. Πρβλ. καί άρθρον μου «Τό συνέδριον της Οξφόρδης» εν Ελευθέρω Βήματι 6. 7. 37. — Ο εν Σόφια καθηγητής κ. Stefan Zankovv ε ξέδωσεν εσχάτως μελέ­την «Nation, Staat, Welt und Kirche im orthodoxen Osten a 1 s theologisches Problem», Sofia 1937, έ νθα, παραθέτων καί την σχετικήν φιλολογίαν εν ταις ομοδόξοις εκκλησίαις (σ. 8 καί 31-32), θεωρεί την εκκλησίαν στερουμένην εθνικού χαρακτήρας («anatiotial»),

(3) Ματθ. 1, 1. Ρωμ. 9, 5 κ.ά.

(4) Ματθ. 15, 24.

(5) Ματθ., 15, 26.

(6) Ματθ. 10, 5.

(7) Λουκ. 19, 41.

(8) Ματθ.23,37.

(9) Πράξεων 22, 3 : «εγώ μεν ειμί ανήρ Ιουδαίος». Ρωμ. 9, 3-5 : «ηυχόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινές εισι Ισραηλίται…και εξ ων Χριστός το κατά σάρκα».

( 10 ) Γαλ. 3,28. Πρβλ, Κολοσ. 3,11.

(11) Γαλ. 3, 28.

(12) Γαλ. 4, 26, Πρβλ. Φιλιπ. 3. 20 και Εβρ. 12,22 και 13,14.

(13) Επιστολή προς Διόγνητον 5, 5. PG 2, 1173.

(14) Κατά Κέλσου 8,73, PG 11, 1 625 κ. ε.

(15) De corona, κεφ. 11, PL 2, 111 κεξ. Πρβλ, του αυτού D e idololatria ( 1, 737 κεξ ).

(16) Μ. Βασιλειου, Ε πιστολή 96, PG 32.492.

(17) Του αυτού, Επιστολή 318, PG 32, 1065.

(18) Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Επιστολή 37, PG 37, 77.

(19) Χρυσοστόμου, Εις Αδριάντας 2, β', PG 49, 35.

(20) Μ. Αθανασίου, Απολογία προς Κωνστάντιον PG 25,348.

(21) Του αυτού, Επιστολή προς Αμούν, PG 26, 1175.

(22) Θεοδώρητου Κύρου, Επιστολή 71, PG 83, 1240.

(23) Συνεσίου, Επιστολή 113, PG 66, 1496.

(24) Του αυτού, Κατάστασις β, PG 66, 1576.

(25) Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Κανών εις άγιον Δημήτριον, PG 136, 168.

(26) Του αυτού, Λόγος Εγκωμιαστικός εις άγιον Δημήτριον κεφ. νδ', PG 136,216.

(27) Κωνστ. Μπόνη, Ευθυμίου του Μαλάχη τα σωζόμενα, Αθήναι 1937, σ. 30-31.

(28) Πρβλ. Δ. Ζ Μπαλάνου, A ι θυσίαι του του κλήρου υπέρ της εθνικής αποκαταστάσεως μέχρι του 1821 (Ημερολόγιον της Μ. Ελλάδος, Αθήναι 1922, σ. 253-264) και Αι υπέρ του έθνους θυσίαι του κλήρου κατά την Επανάστασιν του 1821 (αυτόθι 1923, σ. 185-194.

(29) Zankow έ. α., σ. 33.

(30) Η εν Κωνσταντινουπόλει τοπική σύνοδος του 1872 δεν καταδίκασε τον εθνισμόν, αλλά την κατάχρησιν τούτου, τον σωβινισμόν, ον απεκάλεσε φυλετισμόν, εκδηλωθέντα διά των, παρά τα εκκλησιαστικά θέσμια, βουλγαρικών αξιώσεων.

(31) Α Κορ. 9, 20-21.

(32) Ίδε Έ κθεσιν περί των αποφάσεων του εν Οξφόρδη παγκοσμίου εκκλησιαστικού συνεδρίου, κατ’ Ιούλιον 1937, εν γερμανική μεταφράσει, υπό τον τίτλο «Kirc h e und Welt in ö kumenischer Sicht. Bericht der Weltkirchenkonferenz von Oxford über Kirche. Volk und Staat», Frauenfeld und Leipzig 1938, σ. 261 (Botschaft an die christlichen Kirchen).

(33) Αυτόθι, σ. 262.

(34) Μ. Αθανασίου, Προς Αμούν, PG 26, 1173).

(35) Ισιδώρου Πηλουσιώτου Επιστολαί 3,116. 3,407. 4. 180. 5,386 PG 78. ΙΙρβλ. Λ. Σ. Μπαλάνου, Ισίδωρος ό ΙΙηλουσιώτης, Αθήναι 1922 σ. 105 κεξ. Χαρακτηριστικός είναι και ο ιγ' κανών του Μ. Βασιλείου : « Τοὺς ἐν πολέμοις φόνους οἱ Πατέρες ἡμῶν ἐν τοῖς φόνοις οὐκ ἐλογίσαντο, ἐμοὶ δοκεῖ συγγνώμην διδόντες τοῖς ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας ἀμυνομένοις. Τάχα δὲ καλῶς ἔχει συμβουλεύειν, ὡς τὰς χεῖρας μὴ καθαρούς, τριῶν ἐτῶν τῆς κοινωνίας μόνης ἀπέχεσθαι». Ε ρμηνεύων τον κανόνα τούτον ο ερμηνευτής των κανόνων Ζωναράς λέγει: «Ου κατ’ επιταγήν φησιν ο άγιος, αλλά κατά συμβουλήν. Πλην φορτική η τοιαύτη δοκεί συμβουλή· συμβαίη γάρ αν εκ ταύτης, μηδέποτε τους στρατιώτας μεταλαβείν -των θείων δώρων, καί μάλιστα τούς θάρσος ενδεικνυμένους και αριστείς· ου γαρ αν π οτε σχοίεν άδειαν επί τριετίαν ηρεμήσαι…Διατί δε τας χείρας ου καθαροί κριθείεν οι υπέρ του πολιτεύματος και των αδελφών αγωνιζόμενοι, ίνα μη ληφθείεν τοις πολεμίοις ή ίνα αιχμαλωτισθέντας ε λευθερώσωσιν; Ει γάρ φονεύειν τους βαρβάρους ευλαβηθήσονται, ως τας χείρας εντεύθεν μιαίνοντες…».

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.