ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Οἱ ἐκκλησιολογικὲς διαστάσεις τοῦ ὑμνογραφικοῦ χαρίσματος.

Φωτίου Τζελέπη, Δρ. Θεολογίας, Εισήγηση στα Παύλεια της Μητροπόλεως Βεροίας, 1ο Πανορθόδοξο Συνεδρίου Υμνογράφων

Ἡ ὀρθὴ κατανόηση τῆς δυναμικῆς καὶ τῆς λειτουργικότητας τοῦ ὑμνογραφικοῦ ταλάντου πρέπει νὰ ἔχει ἀφετηρία τὴν ἐκκλησιολογική του διάσταση. Μόνο τότε θὰ μπορέσουμε νὰ θεολογήσουμε σωστὰ πάνω στὸ στίγμα αὐτοῦ τοῦ ξεχωριστοῦ χαρίσματος μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πρόσφατη ἔκφραση τῆς λειτουργικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν πατέρα Γεώργιο Φλωρόφσκυ ὅτι ἡ Ἐκκλησία «εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα λατρεύουσα κοινότητα»1, ἐπισυνάπτει καὶ τὴν ὑμνογραφία μέσα στὰ λειτουργικὰ πλαίσια, τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ ἐξαρχῆς κεντρικὴ ἔκφραση τῆς πίστης καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ2, καὶ καθορίζει τὶς ἐκκλησιολογικὲς συντεταγμένες της, ἀφοῦ ἡ ὑμνογραφία δὲν εἶναι ἁπλὰ μέρος, ἀλλὰ συστατικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης λατρείας3. Κατ’ ἀναλογία, λοιπόν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ὑμνογραφία εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα «ᾀσματόπλοκος χαρισματικὴ θεολογία»4, δηλαδὴ τὸ ποιητικὸ καὶ μελικὸ ἄμφιο τῆς Θεολογίας, τὸ ὁποῖο ὑφαίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἑπομένως, ὁ ὑμνογράφος εἶναι ὁ διάκονος τῆς Λειτουργίας τοῦ ᾀσματόπλοκου χαρισματικοῦ Λόγου.

Ὁ φυσικὸς χῶρος τῆς ὑμνογραφίας κατέστη ἐξαρχῆς ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας5, τὴν ὁποία διακονεῖ θεολογικὰ καὶ μέσα στὴν ὁποία φανερώνεται ὁ Τριαδικὸς Θεός, ἀρύεται ἡ θεία χάρη καὶ οἱ πιστοὶ συνάπτονται μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Θεό6. Ὅλα τὰ ὑμνογραφήματα ἀποτυπώνουν κατὰ τὸ ἀνθρώπινο δυνατὸ τὴν «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»7 κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸν συνάνθρωπο καὶ τὴν κτίση, τὴν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου καὶ παίρνουν νόημα ἀπὸ τὴ βίωσή της8. Ἑπομένως, ἡ συνολικὴ παρουσία καὶ διακονία τῆς ὑμνογραφίας στὴ λατρεία ἔχει τὸ χαρακτῆρα τῆς ἐκκλησιολογικῆς θεολογίας, ἀφοῦ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ποιητικοῦ ὑπομνηματισμοῦ ἀποβαίνει ἑρμηνεία τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τὸ φῶς τῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας9 καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἁρμονικά δεμένη μὲ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν μελῶν της. Τὸ ὑμνογραφικὸ τάλαντο θεολογεῖ πάνω σὲ αὐτὸ τὸ ὑπόβαθρο τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τὸ διατηρεῖ πάντοτε ἀναλλοίωτο, ζωντανὸ καὶ παρόν. Δηλαδὴ ὁ ὑμνογράφος θεολογεῖ ὑμνολογώντας καὶ ὑμνολογεῖ θεολογώντας. Αὐτὸ καθιστᾶ τὴν ὑμνογραφία ὡς τὸ ἑορτολογικό, διηνεκὲς καὶ ἀπύλωτο στόμα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ βοᾶ καὶ κραυγάζει τὴ σωτηρία, τὴ μία καὶ μοναδικὴ ὀρθὴ πίστη, τὴ γνήσια ζωή, τὴν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου καὶ τὴ χαρισματικὴ ἁγιότητά της. Ἐκφράζει τὴν Ἐκκλησία ὡς τὴν ἑνότητα τοῦ σώματος ποὺ ἔχει κεφαλὴ τὸν Χριστό. Σκοπός της, ὅπως καὶ ὁλόκληρης τῆς λατρείας, εἶναι νὰ λατρεύουμε τὸν Θεὸ «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ»10. Ἄρα, ἡ γλῶσσα τῶν ὑμνογράφων εἶναι καθαρὰ ἐκκλησιολογικὴ ἔκφραση τῆς αὐτοσυνειδησίας της καὶ τῆς ἑνότητάς της καὶ μάλιστα ἐκφέρεται μὲ τὴν πατερικὴ γλῶσσα11. Οἱ καρποὶ τῆς ὑμνογραφίας συναρμολογοῦν τὴ ραχοκοκαλιὰ κάθε ἱερῆς Ἀκολουθίας τῆς νυχθήμερης κοινῆς προσευχῆς, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν λειτουργικῶν Μυστηρίων12.

Ὡς φιλολογικὸ εἶδος, ποὺ καλλιεργήθηκε στὶς μονὲς τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἡ συνολικὴ ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ μὲ τὰ Τροπάρια, τὰ Κοντάκια καὶ τοὺς Κανόνες εἶναι ἡ σημαντικότερη λογοτεχνικὴ δημιουργία τοῦ Βυζαντίου-Ρωμανίας καὶ μία ἀπὸ τὶς μορφὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας13. Μποροῦμε νὰ ἐξετάσουμε τὰ μέτρα, τὸ ἀνακλώμενο, τὴν ἀκροστιχίδα ὡς λογοτεχνικὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ θὰ ἀποτελοῦσε σοβαρὸ ὑποβιβασμὸ καὶ ὑπεραπλούστευσή της, ἂν τὴν ἐκλαμβάναμε μόνον ὡς τέτοια. Χαρακτηρίζεται ὡς θεολογικὸ ἐργαλεῖο ἢ ἔκφραση θεολογίας ποὺ ἔχει τὴ μορφὴ μελῳδήματος, ἐκλαμβάνεται ὡς τὸ ἄκουσμα καὶ τὸ λάλημα τῶν πιστῶν καὶ θεωρεῖται καίριο στοιχεῖο τῆς λειτουργικῆς μας ταυτότητας14. Ἔχοντας τὸ λειτουργικὸ πλαίσιο κατὰ νοῦ, κατανοοῦμε ὅτι ἡ ὑμνογραφία συνιστᾶ ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ Κανόνα τῆς Προσευχῆς (Lexorandi ). Εἶναι τὸ ᾆσμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας ποὺ μόνον αὐτὸ συνδυάζει ταυτόχρονα δύο μορφὲς τέχνης: τὴν ποίηση καὶ τὴ μουσική15. Αὐτὲς τὶς τέχνες, ὅπως καὶ τὶς ὑπόλοιπες, τὶς προσέλαβε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν κόσμο, τοὺς ἔδωσε τὰ ἰδιαίτερα ἐκφραστικὰ χαρακτηριστικά της ἀπορρίπτοντας κάθε κοσμικὴ χροιά, τὶς μεταμόρφωσε Ἁγιοπνευματικὰ καὶ τὶς ὑπέταξε στὸν σκοπό της, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴ διατράνωση καὶ μετάδοση τῆς ὀρθῆς πίστης καὶ τῆς γνήσιας ζωῆς της πάντοτε ἐντὸς τῶν λατρευτικῶν της πλαισίων16. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ ὑμνογράφοι τοῦ παρελθόντος, ποὺ ἦταν ταυτόχρονα καὶ μελῳδοί, κάθε φορὰ ποὺ εἰσήγαγαν ἕναν νέο τύπο ᾄσματος στὴν Ἐκκλησία17 διανθίζοντας τὴ λατρεία μὲ γνώμονα τὴν Ἱερὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας18.

Ἂν ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ μὲ ἀειθαλὲς πολύκαρπο δένδρο, τοῦ ὁποίου ὁ καλύτερος καρπὸς εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, τότε ἡ ὑμνογραφία, ὡς γέννημα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Παράδοσής της, εἶναι ἕνας ἰσότιμος καὶ ἰσόκυρος μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους καρπὸς αὐτοῦ τοῦ δένδρου ποὺ ἐμπεριέχει καὶ περιγράφει μέσα στὰ ἀσφυκτικὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ἔκφρασης τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ διαχρονικὴ ταυτότητα τῆς ἁγιαστικῆς ἐμπειρίας μέσα ἀπὸ τὴν ποικιλία τῶν μορφῶν της19. Εἶναι ὁ ἡδὺλαλος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία ἔκφράζει τὴν πίστη, τὴ ζωὴ κα ὶ τὴν ἱστορία της. Ταυτόχρονα ἡ ὑμνογραφία εἶναι ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία καὶ ἀναπαραγωγὴ τοῦ Κανόνα τῆς πίστης (Lexcredendi ), τὸν ὁποῖον καθιστᾶ πάντοτε παρόντα20, ζωντανὸ καὶ προσιτὸ καὶ συμβάλλει στὸν ἐμπλουτισμὸ τοῦ Κανόνα τῆς προσευχῆς (Lexorandi ), ὁ ὁποῖος ἔχει εὐχαριστιακὸ ἢ ἐκκλησιολογικὸ χαρακτῆρα, ἀφοῦ τὸ θεμέλιο κάθε προσευχῆς εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία21. Δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἐμφάνιση τοῦ ᾈσματικοῦ Τυπικοῦ, ποὺ χρησιμοποιήθηκε στὶς ἐνορίες καὶ εἶχε κυρίαρχο στοιχεῖο τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν του τὰ μελικὰ ᾄσματα.

Χωρὶς καμιὰ ὑπερβολὴ ἡ ὑμνογραφία εἶναι τὸ γλωσσικὸ ἀπαύγασμα μὲ τὴ μορφὴ τῶν μελοποιημένων ποιημάτων ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸ ὑπέρλογο μυστήριο τῆς σωτηρίας, τὴν πίστη, τὴ ζωὴ καὶ τὴν ποικιλία τοῦ ἁγιασματικοῦ βιώματός της. Ἡ οὐσία, ὅμως τῆς ὑμνογραφίας εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ἀντιπροσωπευτικὴ ἀποκρυστάλλωση αὐτοῦ ποὺ ὀνομάζω Προσευχητικὴ καὶ Διαλογικὴ Θεολογία. Αὐτὸς εἶναι ἕνας καινούργιος ὅρος ποὺ εἰσάγω γιὰ νὰ χαρακτηρίσω τὴν ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ μὲ σκοπὸ νὰ ψηλαφίσω τὴν οὐσία τοῦ χαρίσματος ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκκλησιολογικὴ θέση τοῦ ὑμνογράφου ὡς χαρισματούχου.

Εἰδικότερα, εἶναι Προσευχητικὴ Θεολογία, γιατὶ προϋπόθεση, σκοπὸς ἀλλὰ καὶ καρπὸς τῆς συγγραφῆς τῶν ὕμνων εἶναι ἡ προσευχή. Εἶναι ἡ μελικὴ μορφὴ ὁμιλίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους. Ὁ ὑμνογράφος πρῶτα ἀπ’ ὅλα προσεύχεται μὲ ταπείνωση στὸν Τριαδικὸ Θεὸ, τὴ Θεοτόκο καὶ τὸν ἅγιο ποὺ ὑμνογραφεῖ. Ἡ ψυχή του πάλλεται ἀπὸ τὴ μεγάλη δωρεὰ ποὺ ἔλαβε καὶ τὸν κατέστησε ποιητικὸ θεολόγο. Στὴ συνέχεια μὲ τὸ δοθὲν τάλαντο παράγει ᾀσματικὴ προσευχή, ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἴδιο ἀλλὰ καὶ γιὰ σύνολη τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ὑμνογραφεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία22. Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο, ὁ ὁποῖος δανείζει τὴ γραφίδα του, τὴ σκέψη του, τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἐμπειρία του ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ θεολογεῖ ᾀσματικὰ ἐξ ὀνόματος ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἀντιδωρούμενος τὸ μεγάλο χάρισμα ποὺ ἔλαβε, τὸ ὁποῖο χάρισμα ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία. Μόνον ἔτσι γίνεται τὸ γνήσιο στόμα τῶν πιστῶν, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ ἀποσπάσει τὸν ἔπαινο κανενὸς -αὐτὸ θὰ ἦταν φιλαυτία καὶ δαιμονικὴ πλάνη- ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐκφράσει μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ὕμνοι του ἔχουν αὐστηρὰ ἐκκλησιολογικὸ χαρακτῆρα, ἀφοῦ ἐκφράζουν τὴ θεολογία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ὡς προσευχὴ κάθε χριστιανοῦ ποὺ νιώθει παιδὶ τοῦ Θεοῦ καὶ μέλος τοῦ ἑνιαίου σώματος τῆς Ἐκκλησίας σὲ κάθε ἐποχὴ εἴτε αὐτοὶ οἱ ὕμνοι ἔχουν δοξολογικὸ εἴτε παρακλητικὸ περιεχόμενο.

Ἐπειδὴ ἡ προσευχὴ εἶναι διάλογος τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ23 καὶ τοὺς ἁγίους, ἐπιβάλλεται ἡ ὑμνογραφία νὰ λογιστεῖ καὶ ὡς Διαλογικὴ Θεολογία24. Ἡ συγγραφὴ ἑνὸς ὕμνου ἑδράζεται πάνω στὸν ἐσωτερικὸ διάλογο καὶ τὴ συνάντηση τοῦ ὑμνογράφου μὲ τὸν ὑμνογραφούμενο ἅγιο. Ὁ ὑμνογράφος κινεῖται ἀνάμεσα σὲ δύο πόλους: αἰσθάνεται τὴν ἀναξιότητά του25, θαυμάζει, ὅμως, καὶ τὴ θέληση τοῦ ἁγίου νὰ τὸν ὑμνογραφήσει. Νιώθει, δηλαδή, μία χαρμολύπη. Θλίβεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, τὴ μηδαμινότητά του ἀλλὰ διαπιστώνει καὶ τὴν ἀδυναμία του νὰ ὑμνογραφήσει26. Χαίρεται, ὅμως, γιὰ τὴν ἀδιάστατη μετοχὴ στὴ χαρισματικὴ ἄκτιστη δόξα τοῦ ἁγίου ποὺ ὑμνογραφεῖ, ὁ ὁποῖος μάλιστα πολλὲς φορὲς τὸν κατευθύνει στὴ συγγραφή, ἀκόμη καὶ στὴν ἐπιλογὴ τῶν λέξεων27. Ἡ ἐπικοινωνία αὐτὴ εἶναι πραγματικὰ ἐκπληκτική, γιατὶ εἶναι μυσταγωγική. Οἱ ὕμνοι ἐκλαμβάνονται πρώτιστα ὡς καρποὶ αὐτῆς τῆς μυσταγωγίας καὶ παράλληλα ἐκφράζουν τὴν ἱερή μας παρακαταθήκη28. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ ὑμνογράφος ἀφουγκράζεται καὶ μεταδίδει τὴ ζωντάνια τῆς ἐκκλησιολογικῆς, θεολογικῆς-δογματικῆς, ἁγιολογικῆς καὶ ποιητικῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας καὶ συμβάλλει στὴν ἐπαύξησή της.

Ἡ ὑμνογραφία, ἑπομένως, εἶναι τὸ ἔσοπτρο καὶ ὁ πρόβολος τῆς Ἱερῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ποιητικὸς ἐκφραστὴς τῆς γραπτῆς καὶ προφορικῆς ἱερῆς μας παρακαταθήκης, ἡ ὁποία παρακαταθήκη ἀποτελεῖ τὸ δεύτερο μετὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπόμνημα τῆς πίστης μας. Ἀποτυπώνει γνήσια καὶ ἑρμηνεύει ποιητικὰ τὸ μέγα μυστήριο τῆς σωτηρίας μας εἴτε στὴν προπαρασκευαστική του διάσταση εἴτε στὴν τέλεια φανέρωσή του ἐν Χριστῷ. Περιγράφει τὴ θεωτικὴ ἐμπειρία τῶν ἁγίων ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τοὺς πατριάρχες, τοὺς προφῆτες, τὶς προφητίδες καὶ τοὺς δικαίους τῆς Π.Δ., ἀποκορυφώνεται στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους στὴν Κ.Δ., διαχέεται κατὰ ἕνα μέρος στὰ πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ τῶν πατέρων καὶ συνεχίζεται διηνεκῶς στοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι γνήσιος φορέας τῆς ἱερῆς παρακαταθήκης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκφέρει ποιητικά29.

Ὡς πρὸς τὴν ἐκφορὰ τοῦ ποιητικοῦ λόγου τῶν ὕμνων, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε καὶ μία ἀκόμη σχέση μὲ τὴν ἐκφορὰ τῶν δογμάτων. Ὅπως αὐτὰ τὰ τελευταῖα ἀποτυπώθηκαν στὶς Οἰκουμενικὲς συνόδους μὲ λόγο πυκνό, περιεκτικὸ καὶ σύντομο, ἔτσι ἀκριβῶς ἐκφέρονται καὶ οἱ ὕμνοι, χωρὶς φλυαρίες καὶ περιττὲς λέξεις. Γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε οἱ ὑμνογράφοι ἐκφράζονται μὲ τὴν πατερικὴ γλῶσσα. Αὐτό, ὅμως, δὲν ἐμποδίζει τὸν ὑμνογράφο νὰ ὑπομνηματίζει μὲ πολυποίκιλα λεκτικὰ σχήματα καὶ συνθέσεις τὸ ἴδιο γεγονὸς ἢ τὸν ἴδιο ἅγιο κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο30.

Εἶναι σημαντικὸ νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦ ὅτι ἡ ὑμνογραφία εἶναι χάρισμα. Οἱ χαρισματικὲς δωρεὲς εἶναι θεόσδοτες καὶ συντελοῦν στὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴ συνοχὴ τῶν πιστῶν, τὴν προαγωγὴ στὴν ἁγιότητα καὶ καταγγέλλουν τὸν θεάνθρωπο Χριστὸ καὶ τὶς ἐμπειρίες τῶν θεουμένων πιστῶν, δηλαδὴ τῶν ἁγίων. Πολὺ εὔστοχα ἡ Ἐκκλησία εἰκονίζεται ὡς ναῦς ποὺ ὁδεύει μὲ τὴν αὔρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὴν πλήρη φανέρωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐσχάτων μὲ κυβερνήτη τὸν Χριστὸ καὶ ἐπιβάτες τοὺς ἀποστόλους καὶ διὰ μέσου αὐτῶν ὅλους τοὺς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πιστούς. Ἐκκλησιολογικὰ ἡ Θεοτόκος «παρίσταται ὡς βασίλισσα ἐκ δεξιῶν τοῦ Σωτῆρος ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη»31. Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ὄχι μόνο γιὰ τὴ θέση τῆς Θεοτόκου μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐξηγεῖ καὶ τὴ σπουδαιότητα τοῦ ὑμνογραφικοῦ ταλάντου.

Ὁ ἱστορικὰ πρῶτος καταγεγραμμένος χριστιανικὸς ὕμνος τῶν Εὐαγγελίων εἶναι τὸ Μεγαλυνάριο ποὺ ἡ κυοφοροῦσα Παναγία μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνέπεμψε στὸν Θεό, ὅταν μετὰ τὸν εὐαγγελισμό της ἐπισκέφθηκε τὴν ἔγκυο συγγενῆ της Ἐλισάβετ ἕξι μῆνες μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Προδρόμου: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου…» κ.τ.λ.32 Μὲ αὐτὸν τὸν ὕμνο ἡ Παναγία ἐξέφρασε τὴν ἀγαλλίασή της γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει μητέρα Του προφητεύοντας ὅτι θὰ τὴν ὑμνοῦν ὅλες οἱ ἐπερχόμενες γενεές, ὕμνησε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ σωτῆρα γιὰ τὸ ἔλεός Του σὲ ὅλες τὶς γενεὲς ποὺ θὰ Τὸν προσκυνήσουν, ὅπως ὑποσχέθηκε στοὺς πατέρες, καὶ ὑπέταξε τὴ διακονία της στὴ Θεία Οἰκονομία. Ἀπὸ ἐδῶ φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι διὰ τοῦ Υἱοῦ της ἡ κτητόρισσα καὶ ἡ οἰκονόμος τοῦ ὑμνογραφικοῦ χαρίσματος, γιατὶ εἶναι ἡ πρώτη ὑμνογράφος μέσα στὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ δίνει τὸ στίγμα τῆς μετέπειτα ὑμνογραφίας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἔκφραση τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας μας καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴν τὴν πεποίθηση τῆς δωρεᾶς τοῦ ὑμνογραφικοῦ ταλάντου διὰ τοῦ Υἱοῦ της ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ τῆς ἐνίσχυσής του κατὰ τὴν προαίρεσή τους σὲ ἐκείνους τοὺς χριστιανοὺς καὶ τὸν χρόνο ποὺ ἐπιλέγει «κρίμασιν οἷς ἐκείνη μόνον οἶδε» ἐκφράζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὸν εἱρμὸ τῆς ἐνάτης ᾠδῆς τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνα τῶν Χριστουγέννων γράφοντας: «ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους ἐργῶδές ἐστιν ἀλλὰ καὶ μήτηρ σθένος, ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου». Στὴν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας ὡς νηὸς κινούμενης ἀπὸ τὴν αὔρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὑμνογραφία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι τὸ κεντρικὸ ἱστίο της, ἀφοῦ ἐκφράζει ὅλη τὴ Θεολογία καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα χαρίζεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ Θεοτόκο. Ἔτσι ἑρμηνεύεται τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ περισσότεροι ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας ξεκίνησαν νὰ ξετυλίγουν τὸ ὑμνογραφικὸ εἰλητάριο, ποὺ ἐκείνη τοὺς δώρισε, μὲ πρωτόλειο ὕμνο ἢ Ἀκολουθία πρὸς τὴν κτητόρισσα τοῦ ὑμνογραφικοῦ ταλάντου καὶ κυρία Θεοτόκο ἀντιδωρούμενοι τὸ χάρισμα33. Παράδειγμα ἀποτελοῦν σύμφωνα μὲ τὰ Συναξάρια ὁ ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Μελῳδός34, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός35, ὁ ὅσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης κ.ἄ.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ κρίνω ἀπαραίτητο νὰ κάνω μία ἐσωτερικὴ διευκρίνηση. Ἀφοῦ τὸ χάρισμα αὐτὸ εἶναι ἕνα καὶ τὸ οἰκονομεῖ μόνον ἡ Θεοτόκος καὶ ἀφοῦ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ αὐτὸ Πνεῦμα36, τότε καὶ οἱ ὑμνογράφοι δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἰσότιμοι μεταξύ τους ἢ μᾶλλον νὰ μετέχουν ἰσότιμα στὸ ἕνα καὶ αὐτὸ χάρισμα. Δὲν μποροῦμε, δηλαδή, νὰ διακρίνουμε σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους ὑμνογράφους, ἀλλὰ νὰ μιλοῦμε μόνο γιὰ ὑμνογράφους, ἀφοῦ ἄλλωστε «προσωποληψία οὐκ ἔστι παρὰ τῷ Θεῷ»37.

Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴν μποροῦμε νὰ ποῦμε χωρὶς ὑπερβολὴ ὅτι κατὰ ἔμμεσο τρόπο ἡ Θεοτόκος συνέβαλε στὴ διαμόρφωση τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν μέσῳ τῆς ὑμνογραφίας. Αὐτὸ πιστοποιεῖται ἀπὸ τρία στοιχεῖα: α) ἀπὸ τοὺς βιογράφους πολλῶν ἁγίων ὑμνογράφων ποὺ ἀναφέρουν ὅτι οἱ ὑμνογράφοι ἔλαβαν τὸ χάρισμα ἀπὸ τὴν Παναγία, β) ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν ὕμνων ποὺ γράφτηκαν πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου καὶ ἐντοπίζονται διάσπαρτοι σὲ Θεομητορικὲς ἑορτές, σὲ ἑορτὲς εὕρεσης ἱερῶν εἰκόνων, σὲ ὅλες τὶς Ἀκολουθίες καὶ τὰ ὑμνογραφικὰ βιβλία καὶ γ) ἀπὸ τὶς εἰδικὲς Ἀκολουθίες ποὺ εἶναι ἀφιερωμένες στὴ Θεοτόκο (Χαιρετισμοί, Παρακλητικοὶ Κανόνες). Κλείνοντας αὐτὴν τὴν εἰσήγηση θέλω νὰ τονίσω ἐμφαντικὰ ὅτι δὲν θὰ μποροῦσα νὰ φανταστῶ τὴ λατρεία χωρὶς τὸ συσσωρευμένο ὑμνογραφικὸ πλοῦτο τόσων αἰώνων.

 

ΠΗΓΕΣ

- Μ. Ἀθανάσιος, Ψαλμὸς ΜΔ΄, P.G. 27.

- Μ. Βασίλειος, Ὁμιλία εἰς τὸν ΜΔ΄ ψαλμόν, P.G. 29.

-Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, P.G. 3.

- Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν ψαλμῶν. Ἑρμηνεία τινῶν κατ’ ἐπιτομήν, P.G. 23.

-Ν. Καβάσιλα, Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν λη΄, P.G. 150.

-Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ 28, P.G., 88, 1129A.

- Ἰ. Χρυσοστόμου, Ἐξήγησις εἰς τὸν ΜΔ΄ ψαλμόν, P.G. 55.

- Ὠριγένους, Ψαλμὸς ΜΔ΄, P.G. 12.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Ἰ. Ἀναστασίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Α΄, ἐκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1983.

- Vagaggini Cipriano, TheologiederLiturgie, Z ü rich - K ö ln 1959.

-Ζηζιούλα, Εὐχαριστία καὶ βασιλεία Θεοῦ, Σύναξη 52 (1994), 81 κ.ἑ.

- Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Μέλισσα, Θεσσαλονίκη 1988.

- Δημητρίου Καϊμάκη, Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου, ἐκδ. Ἐκτυπωτικὴ Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1990.

- π. Ἀνανία Κουστένη, Ρωμανοῦ Μελῳδοῦ ὕμνοι, ἐκδ. Χ. Μπούρας, 2η ἐκδ. Ἀθήνα 2000.

-Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπὸ ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2004.

- Ματθαίου Λαγγῆ, Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. 5η, Ἀθῆναι 1990.

- Γ. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1977.

- Τοῦ ἰδίου, Χριστιανικὴ Ἠθική, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1991.

- Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἁρμόνιον καὶ Ὀρθόδοξος πνευματικότης, Ἀθῆναι 1970.

- Τοῦ ἰδίου, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1995.

-Τοῦ ἰδίου, Ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴν ἱστοσελίδα τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου.

-Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας Παντελεήμονος, Ὅσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης ὁ Ὑμνογράφος, ἐκδ. Μητροπολιτικὸν Κέντρον Πολιτισμοῦ Παντάνασσα, Νάουσα 2023.

- Ν.Α. Νησιώτου, Ἡ Θεολογία ὡς ἐπιστήμη καὶ δοξολογία, Ἀθῆναι 1962.

-Σμέμαν Ἀλεξάνδρου Πρεσβυτέρου, Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη, Εἰσαγωγὴ στὴ Λειτουργικὴ Θεολογία, μτφρ. Πρωτ. Δημήτριος Τζέρπος, ἐκδ. Ἀκρίτας, Νέα Σμύρνη 2003.

- Τσάμη Δ., Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1989.

- Ν. Τωμαδάκη, Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία καὶ Ποίησις, Ἀθῆναι 1965.

E. Troeltsch, Die Soziallehren der christlichen Kirchen und Gruppen, Gesammelte Schriften I.

-Φλωρόφσκυ Γ. Πρεσβυτέρου, Ὀρθόδοξος Λατρεία, στὸ Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, μτφρ. Στ. Παπαλεξανδρόπουλος, ἐκδ. Ἁρμός, 2η ἔκδ., Ἀθήνα1989.

- Ἰ. Φουντούλη, Λειτουργική, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1986.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Φλωρόφσκυ Γ. Πρεσβυτέρου, Ὀρθόδοξος Λατρεία, στὸ Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, μτφρ. Στ. Παπαλεξανδρόπουλος, ἐκδ. Ἁρμός, 2 η ἔκδ., Ἀθήνα1989, σ.159. «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία φανερώνεται ἱστορικὰ ὡς λατρεύουσα κοινωνία. Ἡ λατρεία ἔρχεται πρώτη, ἀκολουθεῖ ἡ διδασκαλία καὶ ἡ πειθαρχία», Ν. Καβάσιλα, Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν λη΄, P.G. 150, 452 C «Ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις σημαίνεται», Ἰ. Ζηζιούλα, Εὐχαριστία καὶ βασιλεία Θεοῦ, Σύναξη 52 (1994), 81 κ.ἑ. Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1995, σ. 92, 243-261. «Ἡ λατρεία προηγεῖται καὶ ἀκολουθεῖ ἡ δογματικὴ διδασκαλία καὶ ἡ πειθαρχία (ἐκκλησιαστικὴ τάξη)».

2 Γ. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 40. «Ἡ λατρεία εἶναι τὸ μέσον διαμορφώσεως τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας».

3 Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὅ.π., σ. 53-54. Ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς νέας πορείας τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων ἦταν ἡ ἀνάπτυξη τῆς Ὑμνογραφίας ποὺ ἀναδείχθηκε βαθμιαῖα σὲ κύριο στοιχεῖο τῆς λατρείας.

4 Σμέμαν Ἀλεξάνδρου Πρεσβυτέρου, Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη, Εἰσαγωγὴ στὴ Λειτουργικὴ Θεολογία, μτφρ. Πρωτ. Δημήτριος Τζέρπος, ἐκδ. Ἀκρίτας, Νέα Σμύρνη 2003, σ. 27. «Ἡ Θεολογία εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ἑρμηνεία, ἡ ἀναζήτηση «τῶν θεοπρεπῶν λόγων», ἕνα, δηλαδὴ σύστημα ἀπὸ ἔννοιες ποὺ ἀντιστοιχοῦν, ὅσο εἶναι δυνατό, στὴν πίστη καὶ τὰ βιώματα τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ὑμνογραφία εἶναι πρώτιστα θεολογικὸς λόγος, ποιητικὸς φορέας καὶ ἐκφραστὴς αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν.

5 Ἰ. Φουντούλη, Λειτουργική, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1986. «Οἱ ὕμνοι εἶναι προϊόντα λειτουργικῆς ποιήσεως ποὺ ἀποβλέπουν σὲ λειτουργικοὺς σκοποὺς καὶ ἐντάσσονται στὰ πλαίσια τῶν λειτουργικῶν ἐκδηλώσεων τῆς Ἐκκλησίας» (σ. 24). «Ἄλλως τε ἡ λατρεία ἀποτελεῖ τὴν ἔκφρασιν τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης τῶν πιστῶν καὶ λαλεῖ πρὸς Αὐτὸν ἐκ τοῦ πληρώματος τῆς καρδίας αὐτῶν» (σ. 38).

6 E. Troeltsch, Die Soziallehren der christlichen Kirchen und Gruppen, Gesammelte Schriften I, σ. 83, 968. «Μέσῳ τῆς λατρείας οἱ χριστιανοὶ ἐκφράζουν τὴ θέλησή τους νὰ βρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό, ὡς Θεὸ καὶ Κύριό τους». Βλ. καὶ Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὅ.π., σ. 31.

7 Ἰω. 4, 23-24.

8 Σύμφωνα μὲ τὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη οἱ ὕμνοι καὶ τὰ ὑπόλοιπα ᾀσματικὰ στοιχεῖα ποὺ χρησιμοποιοῦμε στὴ λατρεία μας εἶναι μία «ἀντήχηση» τῆς οὐράνιας ψαλμῳδίας, τὴν ὁποίαν ὁ ὑμνογράφος ἀκούει μὲ τὰ πνευματικά του αὐτιὰ καὶ τὴ μεταφέρει στὰ ἔργα του. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀντίγραφα τοῦ οὐράνιου «ἀρχετύπου» καὶ βοηθοῦν στὴν ἱεραρχικὴ ἀνάβαση πρὸς μιὰ ἀόρατη πραγματικότητα, Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, P.G. 3, 2, 4.

9 Βλ. Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανικὴ Ἠθική, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 86.

10 Ρωμ. 15, 6.

11 Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὅ.π., σ. 179. «Ὁ θεολογικός-καὶ στὴν οὐσία πατερικός- λόγος (διότι τὰ κείμενα τῶν ἁγίων πατέρων εἶναι ἡ πηγὴ τῆς «λειτουργικῆς» θεολογίας), γίνεται λόγος τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας καὶ τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας προσφέρεται στὸ πλήρωμά της».

12 «Ὑπῆρξε μιὰ βαθιὰ σύνθεση καὶ ἐπέκταση τῆς ὑμνογραφίας καὶ προοδευτικὰ οἱ ὕμνοι κατέλαβαν κεντρικὴ θέση στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας», π. Ἀ. Σμέμαν, «Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη», Εἰσαγωγὴ στὴ Λειτουργικὴ Θεολογία, ὅ.π., σ. 213.

13 «Εὐχογραφία καὶ Ὑμνογραφία συνιστοῦν τὴν καρδιὰ τῆς χριστιανικῆς λατρείας, ἀλλὰ καὶ τὴ σημαντικότερη λογοτεχνικὴ δημιουργία τοῦ Βυζαντίου-Ρωμανίας. Ὁ ποιητικὸς λόγος τῶν ὕμνων προσφέρει σπουδαίες δυνατότητες, ὥστε νὰ γίνεται τὸ ἀποτελεσματικότερο μέσο γιὰ τὴ μυσταγωγία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τὸ ὁποῖο βιώνει καὶ ὁμολογεῖ τὴν πίστη του «λόγῳ πλέκον ἐκ λόγων μελῳδίαν». Ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας γίνεται τὸ ἀσίγαστο στόμα της ποὺ ὁμολογεῖ τὴν πίστη της σὲ ἕνα συνεχὲς καὶ εὐλογημένο τραγούδι Ὀρθοδοξίας», ἄρθρο τοῦ Π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴν ἱστοσελίδα τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου.

14 Ν.Α. Νησιώτου, Ἡ Θεολογία ὡς ἐπιστήμη καὶ δοξολογία, Ἀθῆναι 1962, ὅπου ἀναφέρει ὅτι ἡ γνήσια θεολογία εἶναι δοξολογική, δηλαδὴ λειτουργική.

15 Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὅ.π., σ. 155. «Ἂν ἡ Ὑμνογραφία εἶναι τὸ ἀσίγητο στόμα καὶ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μελῳδία (μουσικὴ) εἶναι τὸ κατάλληλο ἔνδυμά της. Ἡ μουσικὴ δέχθηκε σημαντικὴ καλλιέργεια καὶ ἀνάπτυξη, ἀλλὰ πάντοτε σὲ συνάρτηση μὲ τὴν ὑμνογραφία». Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἁρμόνιον καὶ Ὀρθόδοξος πνευματικότης, Ἀθῆναι 1970, σ. 37.

16 Ἰ. Φουντούλη, Λειτουργική, ἐκδ. Κυριακίδη, ὅ.π., σ. 48. Ἡ πρώτη εἰσαγωγὴ καὶ χρήση τῶν ὕμνων στὴ λατρεία ἀποδίδεται στοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς, διότι γνώριζαν ὅτι τὸ ᾆσμα ἐντυπώνεται εὐκολότερα στὴ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἄρειος συνέταξε τὴ «Θαλεία», γιὰ τὴ διάδοση τῶν ἰδεῶν του (βλ. καὶ Ἰ. Ἀναστασίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Α΄, ἐκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 259). Ἡ Ἐκκλησία δὲν περιορίστηκε στὸ νὰ λάβει ἀρνητικὴ θέση ἀπέναντι σ’ ὅλα αὐτὰ καὶ ἀπαγορεύσει τὴ χρήση τους ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους (σύνοδοι Καρθαγένης 397 καὶ 407), ἀλλὰ τοὺς πολέμησε μὲ τὰ ἴδια ὅπλα ἐνθαρρύνοντας τὴν ὑμνογραφία ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ εἰσάγοντάς τους στὴ λατρεία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν «καθιέρωσε» τὴν ὑμνογραφία καὶ τῆς προσέδωσε ὁμολογιακὸ χαρακτῆρα. Σκοπὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης δὲν εἶναι ὁ ἐντυπωσιασμὸς ἀλλὰ ἡ οἰκοδομὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Αὐτὸς εἶναι ὁ θεολογικὸς χαρακτῆρας τῆς λειτουργικῆς Τέχνης τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι’ αὐτὸ ἡ λειτουργικὴ Τέχνη παραμένει σταθερὰ ὁμοούσια μὲ τὸ δόγμα, τὴν πίστη, ποὺ διακονεῖ, ὥστε νὰ μὴν ἐμποδίζεται ἡ πνευματικὴ ἀποστολή της.

17 Π. Σμέμαν Ἀλεξάνδρου, Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη, ὅ.π., σ. 31. Γιὰ παράδειγμα τὰ Κοντάκια καὶ οἱ Κανόνες. Ἡ ἀπουσία ἐξέλιξης θὰ ἦταν σημάδι μοιραίας σκλήρυνσης καὶ στὴν ὑμνογραφικὴ παραγωγή.

18 «Στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» ὅπως ἐπιτάσσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Θεσ. 2, 15). Αὐτὸ ἀκριβῶς κάνουν ὅλοι οἱ μελῳδοὶ καὶ ὑμνογράφοι, παλαιοί, σύγχρονοι ἀλλὰ καὶ θὰ κάνουν ὅσοι ἀκόμη ἀναδειχθοῦν μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἑπομένως, οἱ ὑμνογράφοι εἶναι καὶ θεματοφύλακες τῆς Ἱερῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας.

19 Vagaggini Cipriano, TheologiederLiturgie, Z ü rich - K ö ln 1959, σ. 297 κ.ἑ. Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὅ.π., σ. 179. «Οἱ ὕμνοι συνδέουν τὴ βιβλικὴ ἢ ἁγιολογικὴ ἱστορία μὲ τὴ θεολογική-δογματικὴ ἀναφορὰ στὸ ἑορταζόμενο γεγονὸς ἢ τὸ τιμώμενο ἱερὸ πρόσωπο. Οἱ συντάκτες τῶν λειτουργικῶν κειμένων κινοῦνται στὰ δύο αὐτὰ ἐπίπεδα. Τὰ συνθέματά τους διαποτίζουν θεολογικὰ τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα, συνδέοντάς τα μὲ τὴ θεολογικὴ ἀποτίμησή τους».

20 Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὅ.π., σ. 117. «Οἱ χρησιμοποιούμενες συχνότατα στὴ λατρεία ἐνεστωτικὲς ἐκφράσεις φανερώνουν τὴ βιούμενη ἀπὸ τὸ πλήρωμα λειτουργικὴ παροντοποίηση τῶν γεγονότων τῆς θείας Οἰκονομίας…Παροντοποίησή τους σημαίνει τὴν παρεχόμενη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δυνατότητα στοὺς πιστοὺς νὰ τὰ ζήσουν, σὰν νὰ ἦταν παρόντες, ὅταν αὐτὰ συνέβαιναν, καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἁγιαστικὴ χάρη ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ αὐτὰ».

21 Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανικὴ Ἠθική, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 157, 166, 172. «…ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ καὶ τὸ κατεξοχὴν μυστήριο τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ τους.Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἔχει εὐχαριστιακὸ χαρακτῆρα. Καὶ ἡ λατρευτικὴ ζωὴ στὸ σύνολό της εἶναι τὸ πλαίσιο στὸ ὁποῖο πραγματοποιεῖται ἡ κοινωνία αὐτὴ». Φλωρόφσκυ Γ. Πρεσβυτέρου, Ὀρθόδοξος Λατρεία, ὅ.π., σ. 159: «...ἡ χριστιανικὴ λατρεία εἶναι καθεαυτὴν σὲ μεγάλη ἔκταση δογματικὴ λατρευτικὴ μαρτυρία στὴν ἀλήθεια τῆς Ἀποκαλύψεως...στὴν Ἀνατολικὴ παράδοση ἡ ἑνότητα τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς λατρείας τονίζεται πολὺ ἰσχυρὰ».

22 Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας Β΄, κεφ. IV, P.G. 3, 144. Κατὰ τὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη οἱ ὕμνοι ἀντηχοῦν τὴν οὐράνια ψαλμῳδία, τὴν ὁποίαν ἀκούει ὁ ὑμνογράφος μὲ τὰ πνευματικά του αὐτιὰ καὶ τὴ μεταφέρει μὲ κτιστὰ μέσα στὴν ἐπίγεια λατρεία.

23 Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ 28, P.G., 88, 1129 A. «Προσευχή ἐστι κατὰ μὲν τὴν αὐτῆς ποιότητα συνουσία καὶ ἕνωσις ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ».

24 Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὅ.π., σ. 164. «Ἡ ἐκκλησιαστικὴ λατρεία εἶναι διάλογος μυστικὸς Πλάστου καὶ πλάσματος, θεανθρωποκοινωνία. Ἀποβαίνει συνάντηση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου «ἀληθινὴ». Ἐπειδὴ ἡ ὑμνογραφία εἶναι κεντρικὸ τμῆμα τῆς λατρείας, τότε εἶναι ἕνα ἄλλο εἶδος μυστικοῦ διαλόγου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους.

25 Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ρωμανὸς ἐπαναλαμβάνει τὴ λέξη ΤΑΠΕΙΝΟΥ στὶς ἀκροστιχίδες πολλῶν Κοντακίων του: Εἰς τὸν εὐαγγελισμὸν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, Μεθεόρτιον τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, Εἰς τὴν ἀποτομὴν τοῦ Προδρόμου, Εἰς τὸν χωλὸν τὸν παρὰ τὴν πύλην τοῦ ἱεροῦ θεραπευθέντα ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων, Εἰς τὸν Ἰσαὰκ ὅτε εὐλόγησε τὸν Ἰακώβ, Τῶν ἁγίων Τριῶν παίδων κ.τ.λ. Βλ. π. Ἀνανία Κουστένη, Ρωμανοῦ Μελῳδοῦ ὕμνοι, ἐκδ. Χ. Μπούρας, 2 η ἐκδ. Ἀθήνα 2000.

26 «Χαίροις, ἄνασσα, μητροπάρθενον κλέος, ἅπαν γὰρ εὐδύνητον εὔλαλον στόμα ῥητρεῦον οὐ σθένει σε μέλπειν ἀξίως, ἰλιγγιᾷ δὲ νοῦς ἅπας σου τὸν τόκον νοεῖν∙ ὅθεν σε συμφώνως δοξάζομεν», γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὴν ἔνατη ᾠδὴ τῆς Πεντηκοστῆς.

27 Βλ. στὸν βίο τοῦ νεοφανοῦς ὁσίου Γερασίμου μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου τοῦ Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας Παντελεήμονος, Ὅσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης ὁ Ὑμνογράφος, ἐκδ. Μητροπολιτικὸν Κέντρον Πολιτισμοῦ Παντάνασσα, Νάουσα 2023.

28 Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὅ.π., σ. 176. «Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς λατρείας εἶναι ἡ παραδοσιακότητά της, ἡ ἄμεση δηλαδὴ σχέση της, αὐτόχρημα ταύτισή της, μὲ τὴν «παράδοση» τῆς Ἐκκλησίας…Ἡ παραδοσιακότητά της ὅμως δὲν συνίσταται ἁπλὰ στὴ διατήρηση καθιερωμένων δομῶν καὶ μορφῶν…Ὅλα τὰ κατὰ καιροὺς νέα στοιχεῖα εἶναι «ὁμοούσια» πρὸς τὰ ἀρχαιοχριστιανικὰ».

29 Ν. Τωμαδάκη, Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία καὶ Ποίησις, Ἀθῆναι 1965, σ. 18: «Οὐδὲν κείμενον, κανονικὸν ἢ ρητορικόν, ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅσον τὰ ὑμνογραφικὰ λατρευτικὰ κείμενα». Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὅ.π., σ. 183. «Ὄχι μόνον ἡ θετικὴ ἔκθεση τῆς πίστεως-δόγματος, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς πλάνης ἔχει τὴ θέση της στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία…Τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἔχει ἐνσωματωθεῖ στὴν Ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, προσφέρει μέσῳ τῆς λατρείας δυναμικὴ ἀναίρεση αἱρετικῶν διδασκαλιῶν».

30 Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα εἶναι τὰ ἀναστάσιμα Ἀπολυτίκια ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ἀναστάσιμη ὑμνογραφία τῆς Ὀκτωήχου ἀλλὰ καὶ οἱ εἱρμοὶ τῶν βιβλικῶν ᾠδῶν (Καταβασίες) στὸ Δωδεκάορτο.

31 Ψαλμ. 44, 10. Βλ. Δημητρίου Καϊμάκη, Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου, ἐκδ. Ἐκτυπωτικὴ Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1990, σ. 208-220, Β. Βέλλα, Ἐκλεκτοὶ ψαλμοί, ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, 3 η ἔκδ., Ἀθήνα 1996, σ. 213-215. Ἀνήκει στοὺς Βασιλικοὺς ἢ Μεσσιανικοὺς ψαλμούς. Δόθηκαν διάφορες ἑρμηνεῖες (συντάχθηκε γιὰ τὸν γάμο τοῦ βασιλιᾶ ἢ συνδέεται ὁ γάμος τοῦ βασιλιᾶ μὲ τὴ λατρεία τοῦ θεϊκοῦ βασιλιᾶ). Ὁ στίχος ἀναφέρεται στὴ σύζυγο τοῦ βασιλιᾶ ποὺ κάθεται δεξιά του, στὴν τιμητικὴ θέση, κατὰ τὸ γαμήλιο δεῖπνο. Εἶναι στολισμένη μὲ χρυσὸ διάδημα. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς βασίλισσα ἐκλαμβάνουν τὴν καθολικὴ ἐκκλησία (Εὐσέβιος Καισαρείας, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν ψαλμῶν. Ἑρμηνεία τινῶν κατ’ ἐπιτομήν, P.G. 23, 401C, Ὠριγένης, Ψαλμὸς ΜΔ΄, P.G. 12, 1432Α, Μ. Ἀθανάσιος, Ψαλμὸς ΜΔ΄, P.G. 27, 212Β, Μ. Βασίλειος, Ὁμιλία εἰς τὸν ΜΔ΄ ψαλμόν, P.G. 29, 408, Ἰ. Χρυσόστομος, Ἐξήγησις εἰς τὸν ΜΔ΄ ψαλμόν, P.G. 55, 198 κ.λ.π.) ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς καὶ ἔγινε νύμφη τοῦ μεγάλου βασιλέως. Ἡ λειτουργική, ὅμως, παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζει τὴ βασίλισσα ποὺ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ βασιλιᾶ μὲ τὴ Θεοτόκο καὶ μάλιστα μὲ δύο τρόπους: α) κατὰ τὴν Προσκομιδὴ ἢ Πρόθεση τῆς θείας Λειτουργίας αἴρεται πρώτη μερίδα εἰς «τιμὴν καὶ μνήμην» τῆς Θεοτόκου, τοποθετεῖται στὸ Δισκάριο στὰ δεξιὰ τοῦ ἀμνοῦ καὶ ὁ λειτουργὸς ἐκφωνεῖ αὐτὸν τὸν στίχο καὶ β) ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου βρίσκεται πάντοτε στὰ δεξιὰ τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ στὸ τέμπλο.

32 Λκ. 1, 46-55. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Μέλισσα, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 248-29, ὅπου παραθέτει τὶς ἑρμηνεῖες πολλῶν πατέρων. Εἶναι ἡ γνωστὴ ὡς «ᾨδὴ τῆς Θεοτόκου» μὲ τὴν ὁποίαν ἡ Παναγία δοξολογεῖ καὶ μεγαλύνει τὸν Κύριο, «εἶναι ᾠδὴ τῆς νέας χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ συνετέθη εὐχαριστήριος...». Σμέμαν Ἀλεξάνδρου Πρεσβυτέρου, Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη, ὅ.π., σ. 75-85. Περιέχει σχεδὸν ὅλα τὰ δομικὰ στοιχεῖα τῆς προσευχῆς τῆς Συναγωγῆς (εὐλογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, αἶνο, τελικὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ ἔργα Του μέσα στὴν ἱστορία) ἐκτὸς τῆς ἱκεσίας καὶ τῆς ἐξομολόγησης τῶν ἁμαρτιῶν. Ἄλλωστε, τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ἀποτέλεσαν τὴ δομὴ τῆς πρώτης χριστιανικῆς λατρείας καὶ προσευχῆς. Ἑπομένως, ἡ ᾠδὴ αὐτὴ δείχνει ὀργανικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὴν προσευχὴ τῆς Συναγωγῆς. Ταυτόχρονα, ὅμως, δείχνει τὴ συνείδηση τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλης τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἀνήκουν στὴ μεσσιανικὴ κοινωνία. Οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ βίωσαν τὴν ἐκπλήρωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς Μεσσίας καὶ ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς «ἡμέρας Κυρίου», πρὸς τὴν ὁποίαν κινεῖται ἡ ἱστορία τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ. Ἡ ᾠδὴ αὐτὴ δίνει ἤδη τὸ στίγμα ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ ἐκπλήρωση καὶ ἡ ἔσχατη τελείωση τῆς μιᾶς ἀληθινῆς θρησκείας, αὐτῆς τῆς ἱερῆς ἱστορίας τῆς Διαθήκης μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ νέου λαοῦ Του.

33 Αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπομνηματίζω στὸ πρῶτο τροπάριο τῆς Θ΄ ᾠδῆς τοῦ Κανόνα τῆς Θεοτόκου στὴν Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου Βουχερᾶ, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: «Ὁ νοῦς μου πτωχεύει ὡς καὶ ὁ λόγος σε ὑμνεῖν, ἀλλ’ ὁ πόθος κινεῖ με ᾠδὰς ἐξυφαίνειν σοι, ὅσον διὸ συγχωρεῖς σοὶ βοῶ χρεωστικῶς τὴν ὑμνολογίαν, παρθένε, ἀντιδωρούμενος».

34 Βλ. Τσάμη Δ., Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 201, Ματθαίου Λαγγῆ, Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. 5 η, Ἀθῆναι 1990, τ. Ι΄, σ. 18-19. Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπὸ ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2004, τ. 2 ος, σ. 11-12.

35 Ματθαίου Λαγγῆ, Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. 5η, Ἀθῆναι 1990, τ. ΙΒ΄, σ. 134-147, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπὸ ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2005, τ. 4ος, σ. 45-48.

36 «Πάντα δὲ ταῦτα (τὰ χαρίσματα) ἐνεργεῖ τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθὼς βούλεται» (Α΄ Κορ. 12, 11).

37 Ἐφ. 6, 9.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.