ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΥΣ

Βλασίου Ἰ. Φειδᾶ

1. Δύο τέλειες κοινωνίες καί ἡ ἀρχή τῆς βυζαντινῆς συναλληλίας

Οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀποτελοῦν μία ἰδιαίτερη πτυχή τοῦ γενικώτερου ζητήματος τῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καί κόσμου, ἀφοῦ ἡ πνευματική ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στήν πρόσληψη, τήν ἀναικαίνιση καί τήν ἀναφορά τοῦ κόσμου στό θεΐο ἱδρυτή της Ἰησοΰ Χριστό. Ἔτσι, ἡ πρόσληψη τοΰ κόσμου στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας κατανοεῖται πάντοτε μέσα στά πλαίσια τῆς προσλήψεως ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τῆς ὅλης θείας δημιουργίας στήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, «ἵνα ᾖ τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3,11). Πράγματι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καίτοι ἀνέλαβε κατά τήν ἐνανθρώπησή του τήν κοινή ἀνθρώπινη φύση ἐκ γένους Δαυίδ, δέν ἦταν μόνο ἕνας ἄνθρωπος μέσα στήν ἀτομική ἀνθρωπότητά του, ἀλλά καί ὁ κατ' ἐξοχήν ἄνθρωπος, ὁ νέος Ἄδαμ, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε στή μοναδική περιεκτική του ἀνθρωπότητα ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος καί ὁλόκληρη τή θεία δημιουργία, γι' αὐτό κατά τήν ἐνανθρώπηση ἀνέλαβε ὡς σῶμα του τήν ὅλη σάρκαν τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο, γιά νά καταστῆ κατά τόν Κύριλλο Ἱεροσολύμων, ὄχι μόνο ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τό «κοινόν πρόσωπον» τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ἡ χριστολογική αὐτή προοπτική τῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καί κόσμου, ἡ ὁποία ἔχει ὡς βασικό της ἄξονα τήν «ἀνακεφαλαίωση» τῶν πάντων στήν ἀνθρωπότητα τοΰ Χριστοῦ, ὑποδηλώνει σαφῶς τήν προσληπτική καί ὄχι βεβαίως τήν ἀπορριπτική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας στήν ὅλη ἱστορία τῆς σωτηρίας. Ὅπως ἡ ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό προκάλεσε τήν ἀπώλεια τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό καί τή διάσπαση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους σέ ἔθνη στόν Πύργο τῆς Βαβέλ, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἀποκαθιστᾶ τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί ἔχει ὡς ἀποστολή τήνν ἐπανένταξη τῶν ἐθνῶν στήν ἑνότητα αὐτή. Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἡ ἱστορική προέκταση τοῦ σώματος Χριστοῦ μέσα στόν χῶρο καί στόν χρόνο, προσλαμβάνει συνεχῶς τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο, ὄχι βεβαίως ὡς ἁπλᾶ θεωρητικά ἤ ἰδεολογικά σχήματα, ἀλλ' ὡς σαρκωμένες ἱστορικές πραγματικότητες, ὅπως δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει καί ἐξελίσσεται μέσα στήν ποικιλία τῶν πνευματικῶν του ἀναζητήσεων ἤ καί τῶν πολιτιστικῶν του παραδόσεων. Ἄλλωστε, ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός στόν κόσμο τό κάνει μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία του, ὅπως καί ὅ,τι κάνει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο τό κάνει μέσα ἀπό τόν Χριστό, γι' αὐτό ὁ χωρισμός Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας εἶναι καθ' ὑπόθεση ἀδιανόητος στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί παράδοση.

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ ὅλη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κατά τή φύση της, ὡς τοῦ ἱστορικοῦ σώματος Χριστοῦ, ὅπως καί κατά τήν ἀποστολή της, ὡς συνεχοῦς προσλήψεως στό σῶμα Χριστοῦ ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὁ κατ' ἐξοχήν ἱερός χῶρος τῆς ὑπερβάσεως ὅλων τῶν ἐθνικῶν, τῶν κοινωνικῶν, τῶν πνευματικῶν καί τῶν ὅποιων ἄλλων διασπάσεων, τόσο γιά τήν ἐν Χριστῷ ἀποκατάστασή τῆς ὀρθῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, μέ τόν συνάνθρωπό του καί μέ τόν κόσμο, ὅσο καί γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ἐν Χριστῷ ὀντολογικῆς ἑνότητας ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Αὐτή ὑπῆρξε πάντοτε ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀποστολική παράδοση καί στή θεολογία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὅπως αὐτή βιώνεται μέ μοναδική συνέπεια καί συνέχεια στήν ὀρθόδοξη λειτουργική ἐμπειρία καί παράδοση, ἀφοῦ, μετά τό σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως (1054), ἡ σχολαστική θεολογία τῆς Δύσεως διαφοροποιήθηκε, ὅπως θά δοῦμε, ἀπό τήν κοινή πατερική παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας.

Βεβαίως, ἡ ὅλη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας γιά τή συγκρότηση τοῦ ἱστορικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὡς τοῦ προεκτεινομένου στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας «σώματος Χριστοῦ» (Christus prolongatus), εἰσάγει καί μία νέα πρόταση γιά τήν ριζική ἀναδιοργάνωση τῆς ὅλης κοινωνίας, ἀφοῦ προβάλλει ἕνα νέο πρότυπο ἀνθρώπου, τό πρότυπο τοῦ «χριστιανοῦ ἀνθρώπου», ὡς βασικοῦ κυττάρου γιά τήν ἀνανέωση τῶν δομῶν της, καί ἕνα νέο τύπο σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί μέ τόν κόσμο, τόν τύπο τῆς ἐν Χριστῷ σαρκωμένης κοινωνικῆς πραγματικότητας. Ἡ χριστιανική λοιπόν κοινότητα λειτούργησε ἐξ ἀρχῆς ὄχι μόνο ὡς μία ἁπλῆ θρησκευτική πρόταση, ἀλλά συγχρόνως καί ὡς μία σύνθετη κοινωνική πρόσκληση, ἡ ὁποία συνέδεε τήν πνευματική ἀναγέννηση τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας μέ τήν ὀργανική τους ἔνταξη στό συγκεκριμένο ἐκκλησιαστικό σῶμα, κεφαλή τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ διαδικασία αὐτή ἄρχιζε πάντοτε μέ τήν ἀποδοχή ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ λυτρωτικοῦ μηνύματος τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τελειωνόταν μέ τό μυσταγωγικό βάπτισμα καί τήν ὅλη μυστηριακή ἐμπειρία της Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα μορφοποιοῦσαν τήν ἰδιαίτερη πνευματική ταυτότητα τοῦ θεανθρωπίνου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος μέσα στά εὐρύτερα πλαίσια τῆς κοινωνίας. Ἡ βαθύτερη λοιπόν σχέση Ἐκκλησίας καί κόσμου βιώνεται ἐμπειρικά σέ κάθε λειτουργική σύναξη, στήν ὁποία συγκροτεῖται τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τόσο ὡς μία εὐχαριστιακή ἀναφορά της ὅλης θείας δημιουργίας στόν Δημιουργό της, ὅσο καί ὡς μία μυσταγωγική προέκταση τῆς Ἁγίας Τράπεζας σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο.

Συνεπῶς, οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες εἶχαν ἤδη ἐξ ἀρχῆς πλήρη συνείδηση τῆς ἐσωτερικῆς τους αὐτοτέλειας, χωρίς ὅμως νά ἀποσυνδέονται ἤ νά ἀποκόπτονται οὔτε ἀπό τό εὐρύτερο μή χριστιανικό κοινωνικό σῶμα, ἀλλ' οὔτε καί ἀπό τήν προσπάθεια γιά τήν ἀνακαίνισή του, σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Οἱ χριστιανικές κοινότητες δηλαδή λειτουργοῦσαν ὡς ἡ «ζύμη», ἡ ὁποία θά ζύμωνε μέ τίς δικές της πνευματικές δυνάμεις τό εὐρύτερο κοινωνικό «φύραμα», γι' αὐτό εἶχαν ἐξ ἀρχῆς τή συνείδηση ὅτι ἀποτελοῦν τήν «ψυχή» ὄχι μόνο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, ἀλλά καί τοῦ εὐρύτερου κοινωνικοῦ «σώματος», τοῦ ὁποίου ὀργανικά μέλη ἦσαν τόσο οἱ χριστιανοί, ὅσο καί οἱ μή χριστιανοί. Τή συνείδηση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων ἐκφράζει μέ χαρακτηριστικό τρόπο καί ὁ ἀνώνυμος συντάκτης τῆς πρός Διόγνητον Ἐπιστολῆς:

«Χριστιανοί γάρ οὔτε γῇ, οὔτε φωνῇ, οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσιν ἀνθρώπων. Οὔτε γάρ που πόλεις ἰδίας κατοικοῦσιν, οὔτε διαλέκτῳ τινί παρηλλαγμένῃ χρῶνται, οὔτε βίον παράσημον ἀσκοῦσιν... Κατοικοῦντες δέ πόλεις ἑλληνίδας τε καί βαρβάρους, ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, καί τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἔν τε ἐσθῆτι καί διαίτῃ καί τῷ λοιπῷ βίῳ, θαυμαστήν καί ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυνται τήν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας. Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ' ὡς πάροικοι. Μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καί πάνθ' ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· Πᾶσα ξένη, πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καί πᾶσα πατρίς, ξένη... Ἐπί γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ' ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. Πείθονται τοῖς ὡρισμένοις νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι νόμους. Ἀγαπῶσι πάντας, καί ὑπό πάντων διώκονται. Ἀγνοοῦνται, καί κατακρίνονται. Θανατοῦνται, καί ζωοποιοῦνται. Πτωχεύουσι, καί πλουτίζουσι πολλούς. Πάντων ὑστεροῦνται, καί ἐν πᾶσι περισσεύουσιν. Ἀτιμοῦνται, καί ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται. Βλασφημοῦνται, καί δικαιοῦνται. Λοιδοροῦνται, καί εὐλογοῦσιν. Ὑβρίζονται, καί τιμῶσιν. Ἀγαθοποιοῦντες, ὡς κακοί κολάζονται· Κολαζόμενοι, χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι. Ὑπο Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται, καί ὑπό Ἑλλήνων διώκονται, καί τήν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες οὐκ ἔχουσιν. Ἁπλῶς δ' εἰπεῖν, ὅπερ ἐστίν ἐν σώματι ψυχή, τοῦτ' εἰσιν ἐν κόσμῳ χριστιανοί. Ἔσπαρται κατά πάντων τῶν τοῦ σώματος μελῶν ἡ ψυχή, καί χριστιανοί κατά τάς τοῦ κόσμου πόλεις. Οἰκεῖ μέν ἐν τῷ σώματι ψυχή, οὐκ ἔστι δέ ἐκ τοῦ σώματος. Καί χριστιανοί τῷ κόσμῳ οἰκοῦσιν, οὐκ εἰσί δέ ἐκ τοῦ κόσμου» (Κεφ. 5-6).

Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι κάθε ἐκκλησιαστική κοινότητα εἶχε καί ἔχει τή συνείδηση μιᾶς τελείας κοινωνικῆς ὀντότητας ὄχι μόνο αὐτή καθ' αὐτήν, ἀλλά καί κατά τήν ἀναφορά της στό εὐρύτερο, χριστιανικό ἤ μή, κοινωνικό σῶμα, τό ὁποῖο ἐκφράζεται συνήθως σέ μία κρατική ὀντότητα, μέ τή συνείδηση ὅτι ἀποτελεῖ αὐτό καθ' αὐτό μιά τέλεια κοινωνία. Ἔτσι, Κράτο ς καί Ἐκκλησία ἐμφανίζονται στόν χριστιανικό κόσμο εἰδικώτερα ὡς δύο τέλειες κοινωνίες, οἱ ὁποῖες διαθέτουν καθ' αὐτές αὐτοδυναμία ὑπάρξεως καί αὐτοτέλεια σκοπῶν, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὁποιαδήποτε συσχέτιση ἀριθμοῦ μελῶν ἤ θεσμικοῦ πλαισίου σχέσεων, ἀκόμη καί ὅταν οἱ δύο αὐτές τέλειες κοινωνίες συνυπάρχουν στήν ἴδια ἐδαφική περιφέρεια ἤ ἔχουν κοινά μέλη. Πράγματι, οἱ δύο αὐτές κοινωνίες, ἤτοι τό Κράτος καί ἡ Ἐκκλησία, διαθέτουν ὅλα τά ἀναγκαῖα μέσα γιά νά πραγματοποιοῦν τούς ἰδιαιτέρους σκοπούς τους, ἀνεξάρτητα ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη, ὅπως συνέβη κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τοΰ ἱστορικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν δηλαδή ἡ χριστιανική Ἐκκλησία ἦταν μία αὐστηρῶς ἀπαγορευμένη θρησκεία ( religio illicita ) στά πλαίσια τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἐν τούτοις, καί οἱ δύο αὐτές τέλειες κοινωνίες γιά νά συγκροτηθοῦν κάθε μία σέ σῶμα ἔχουν ἀνάγκη ἀπό μία ἀτελῆ κοινωνία, ἤτοι τήν Οἰκογένεια, ἡ ὁποία προσφέρει τά μέλη καί στά δύο σώματα τῶν τελείων κοινωνιῶν, χωρίς βεβαίως νά μπορεῖ καί ἡ ἴδια νά συγκροτηθῆ ἀπό μόνη της σέ μία τέλεια κοινωνία.

Ὑπάρχει ὅμως μία σημαντική διαφορά στή σχέση τῶν δύο τελείων κοινωνιῶν πρός τά μέλη τους. Ἔτσι, ἐνῶ τό Κράτος συγκροτεῖται ὡς ἕνα ἁπλό ἄθροισμα τῶν μελῶν τῶν ἀτελῶν κοινωνιῶν κάθε συγκεκριμένης ἐδαφικῆς περιφέρειας ἤ ἐθνικῆς ὁμάδας σέ μία τέλεια κοινωνία, ἀντιθέτως ἡ Ἐκκλησία δέν συγκροτεῖται ἀρθροιστικά ἀπό τά μέλη της, ἀλλά τά ἀναγεννᾶ προηγουμένως γιά νά τά ἐντάξη στό ἱστορικό «σῶμα Χριστοῦ» ὡς ὀργανικά μέλη του. Συνεπῶς, ἐνῶ ἡ σχέση τοῦ Κράτους μέ τούς πολίτες εἶναι σχέση συμβατική, ἡ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς πιστούς εἶναι σχέση μητρική, ἤτοι τό Κράτος δηλαδή γεννᾶται ἀπό τά μέλη του, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία γεννᾶ τά μέλη της, γι' αὐτό ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος διακηρύσσει πρός τούς Κορινθίους «ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ Εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α' Κόρ. 4,15). Ἡ καταστατική αὐτή ἰδιαιτερότητα τῆς ταυτότητας τῶν δύο τελείων κοινωνιῶν, ἡ ὁποία προσδιορίζεται καί ἀπό τήν προφανῆ ἰδιαιτερότητα τῶν σκοπῶν τους, ἐπιτρέπει σαφῶς καί τήν παραλληλότητα τῆς ὑπάρξεώς τους στό ἴδιο κοινωνικό σύνολο, ἀκόμη καί ὅταν τά μέλη τῆς μιᾶς τέλειας κοινωνίας ταυτίζονται πλήρως πρός τά μέλη τῆς ἄλλης, ὅπως συνέβη λ.χ. στό Βυζάντιο καί σέ ἄλλα χριστιανικά κράτη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ Δ' αἰώνα μ.Χ. Ὡστόσο, ἡ παραλληλότητα ῆς ὑπάρξεως τῶν δύο τελείων κοινωνιῶν προϋποθέτει ἤ συνεπάγεται τή διάκριση τῶν δύο ἐξουσιῶν, οἱ ὁποῖες μεριμνοῦν γιά τήν ὀργάνωση, διοίκηση καί λειτουργία τοῦ οἰκείου σώματος, ἤτοι τῆς Βασιλείας καί τῆς Ἱερωσύνης, ἀλλά κατά τή χριστιανική παράδοση,,ἔχουν κοινή τή θεία προέλευση καί διακριτούς ρόλους στήν ἰδιαίτερη ἀποστολή τους, γι' αὐτό ὀφείλουν νά ἔχουν ἁρμονική συνεργασία γιά τήν καλλίτερη κάλυψη τῶν ἱερῶν σκοπῶν τους. Συνεπῶς, ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος προέβαλε μέ ἐντυπωσιακό τρόπο τή χριστιανική προσέγγιση γιά τήν ἀναγκαιότητα τῆς συνεργασίας τῶν δύιο ἐξουσιῶν στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ σταθερή καί ἀμετάθετη βἀση τῆς ὅλης πατερικῆς θεολογίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως γιά τίς σχέσεις τῶν δύο ἐξουσιῶν:

Ύπό τό πνεῦμα αὐτό, εἶναι ὀρθή ἡ θέση τοῦ ἐγκρίτου συνταγματολόγου Εὐ. Βενιζέλου, ὅτι «τό ζήτημα τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας εἶναι μία οὐσιαστική καί κρίσιμη ἐκδοχή τοῦ εὐρύτερου ζητήματος τῶν σχέσεων Κράτους καί κοινωνίας τῶν πολιτῶν» ( Οἱ σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας ὡς σχέσεις συνταγματικά ρυθμισμένες, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 28). Οἱ θρησκευτικές συσωματώσεις ἦσαν καί εἶναι βασικό συστατικό τῆς Κοινωνίας τῶν πολιτῶν». Στήν περίπτωση ὅμως αὐτή εἶναι ἀναγκαία ἀφ' ἑνός μέν ἡ σαφής διάκριση τῶν δύο ἐξουσιῶν καί τῶν φορέων τους, ἀφ' ἑτέρου δέ ἡ συναινετική περιγραφή τῶν ὁρίων τῶν «διακριτῶν ρόλων» τους, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦνται στό κοινό κοινωνικό σῶμα. Πράγματι, ἡ ἱστορική ταύτιση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί τοῦ κρατικοῦ σώματος ἀνέδειξε πληρέστερα καί στήν πολιτική θεωρία τήν ἰδέα τῆς ὀργανικῆς ἑνότητας καί τοῦ κρατικοῦ σώματος, ἀφοῦ μετέφερε τήν παλαιά τυπολογία «ψυχῆς-σώματος» γιά τή σχέση Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀπό τή διάκριση τῶν δύο διαφορετικῶν λειτουργιῶν τους στό ἑνιαῖο πλέον σῶμα τοῦ Κράτους καί τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι στή σαφῆ διάκριση τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας στό ἴδιο σῶμα. Πρωτοπόροι στή νέα αὐτή προσέγγιση τῶν «διακριτῶν ρόλων» τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας στό ἑνιαῖο σῶμα τῶν δύο τελείων κοινωνιῶν ὑπῆρξαν κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ («ἀπόδοτε τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ») καί τῶν ἀποστόλων (Ρωμ. 13, 1-9), οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δ' αἰώνα (Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἀμβρόσιος κ.ἅ.), οἱ ὁποῖοι, καίτοι διακήρυσσαν τή θεία προέλευση τῶν δύο ἐξουσιῶν ( Βασιλείας- Ἱερωσύνης ), ἐν τούτοις, ἀφ' ἑνός μέν προέβαλλαν τή σαφῆ διάκριση τῶν δύο αὐτοτελῶν ἐξουσιῶν, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται μέ τήν περίφημη διακήρυξη τοῦ Μ. Ἀθανασίου ὅτι εἶναι «ἄλλοι οἱ ὅροι τῆς βασιλείας καί ἄλλοι οἱ ὅροι τῆς ἱερωσύνης», ἀφ' ἑτέρου δέ συνέδεαν τήν ἀποστολή τῆς Ἱερωσύνης ς μέ τήν ἐπιμέλεια κυρίωτῆς ψυχῆς, ἐνῶ τήν ἀποστολή τῆς Βασιλείας μέ τήν ἐπιμέλεια κυρίως τοῦ σώματος τόσο στόν ἑνιαῖο ὀργανισμό τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας, ὅσο καί στό σῶμα κάθε χριστιανικοῦ κράτους (Β. Ι. Φειδᾶ, Σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχας,Ἀθῆναι 1977).

Οἱ θεωρητικές αὐτές διακηρύξεις ἐξέφραζαν συγχρόνως μία νέα κοινωνική πραγματικότητα, ἀλλά δέν ἀπέκλειαν καί τόν πειρασμό τῆς ὑπερβάσεως τῶν «οἰκείων ὅρων» ἀπό τή μία ἤ τήν ἄλλη ἐξουσία, ὅπως συνέβη ἐπανειλημμενως κατά τούς Δ' καί Ε' αἰῶνες μέ τίς αὐθαίρετες ἐπεμβάσεις τῶν ἐκπροσώπων κυρίως τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας στά ἐσωτερικά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας (Βασιλεία, Ἱερωσύνη). Ἡ ἄρση λοιπόν τῶν πολλαπλῶν συγχύσεων καί τῶν συνεχῶν ἀντιθέσεων ὡς πρός τά ὅρια τῶν «διακριτῶν ρόλων» τῶν δύο θεσμῶν προϋπέθετε ἀφ' ἑνός μέν μία νομοθετική κατοχύρωση τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου τῶν σχέσεών τους, ἀφ' ἑτέρου δέ μία συμφωνία τῶν δύο θεσμῶν γιά τήν ὁριοθέτηση τῶν «οἰκείων ὅρων», ἡ ὁποία θά κατοχύρωνε τόν ἀμοιβαῖο σεβασμό γιά τήν ἰδιαιτερότητα τόσο τῆς ταυτότητας, ὅσο καί τῆς ἀποστολῆς τους. Ἡ συναινετική λοιπόν νομοθετική ρύθμιση τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου καί τῶν διακριτῶν ρόλων στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καθιέρωσε τήν ἀρχή μιᾶς συμβατικῆς ἰσόρροπης συναλληλίας γιά νά ἐξουδετερώση τίς ὀδυνηρές συνέπειες γιά τήν κοινωνική συνοχή τῆς αὐτοκρατορίας τόσο τῆς ἀνταγωνιστικῆς παραλληλίας, ὅσο καί τῆς ἀλυσιτελοῦς ὑπαλληλίας τῶν δύο θεσμῶν, οἱ ὁποῖες προκάλεσαν τίς γνωστές τραγικές διασπάσεις τοῦ σώματος τῆς αὐτοκρατορίας ( Ἀρειανοί, Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες κ.λπ.).

Ἡ κάλυψη τῶν δύο αὐτῶν βασικῶν πτυχῶν τοῦ ζητήματος τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας θεσμοθετήθηκε μέ ἐντυπωσιακή πληρότητα στό σπουδαῖο νομοθετικό ἔργο ( corpus iuris civilis ) καί ἐιδικώτερα στήν ΣΤ΄ Νεαρά (535) τοῦ μεγαλόπνοου αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α' (527-565) γιά τήν καθιέρωση τοΰ περιφήμου συστήματος τῆς βυζαντινῆς «συναλληλίας» (Β. Ι. Φειδᾶ, Βυζάντιο, Ἀθῆναι 1997 4 , σελ. 143-155, 218-236). Τό σύστημα αὐτό κατοχύρωνε τόσο τήν πλήρη ὁμοτιμία τῶν δύο θεσμῶν, ὅσο καί τόν ἀπερίφραστο σεβασμό ἀπό τήν Πολιτεία τοῦ ἐσωτερικοῦ Κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο εἶχε μέν μία ποιοτική ὑπεροχή ὡς πρός τήν εἰδικώτερη ἀναφορά του στήν πνευματική ζωή, ἀλλ' ἦταν στήν πράξη τουλάχιστον ἰσόκυρο πρός τήν πολιτική νομοθεσία: «Μέγιστα ἐν ἀνθρώποις ἐστί δῶρα Θεοῦ παρά τῆς ἄνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας Ἱερωσύνη τε καί Βασιλεία, ἡ μέν τοῖς θείοις ὑπηρετουμένη, ἡ δέ τῶν ἀνθρωπίνων ἐξάρχουσά τε καί ἐπιμελουμένη, καί ἐκ μιᾶς τε καί τῆς αὐτῆς ἀρχῆς ἑκατέρα προϊοῦσα, καί τόν ἀνθρώπινον κατακοσμοῦσα βίον. Ὥστε οὐδέν οὕτως ἄν εἴη περισπούδαστον βασιλεῦσιν ὡς ἡ τῶν ἱερέων σεμνότης, εἴ γε καί ὑπέρ αὐτῶν ἐκείνων ἀεί τόν Θεόν ἱκετεύουσιν. Εἰ γάρ ἡ μέν ἄμεμπτος εἴη πανταχόθεν καί τῆς πρός Θεόν μετέχοι παρρησίας, ἡ δέ ὀρθῶς τε καί προσηκόντως κατακοσμοίη τήν παραδοθεῖσαν αὐτῇ Πολιτείαν, ἔσται συμφωνία τις ἀγαθή, πᾶν εἴ τι χρηστόν τῷ ἀνθρωπίνῳ χαριχομένη γένει... Καλῶς δέ ἄν ἅπαντα πράττοιτο καί προσηκόντως, εἴπερ ἡ τοῦ πράγματος ἀρχή γένοιτο πρέπουσα καί φίλη Θεῷ. Τοῦτο δέ ἔσεσθαι πιστεύομεν, εἴπερ ἡ τῶν ἱερῶν κανόνων παρατήρησις φυλάττοιτο, ἥν οἵ τε δικαίως ὑμνούμενοι καί προσκυνητοί καί αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ θείου λόγου παραδεδώκασιν Ἀπόστολοι, καί οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐφύλαξάν τε καί ὑφηγήσαντο ...».

Βεβαίως, ἡ ἐπίσημη νομοθετική κατοχύρωση τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου καί τῶν διακριτῶν ρόλων γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν ἦταν ποτέ καί δέν θά μποροῦσε νά εἶναι μία πανάκεια γιά τόν πλήρη ἔλεγχο τῶν ἐνδιαθέτων τάσεων τῶν ἐκπροσώπων καί τῶν δύο θεσμῶν νά ὑπερβοῦν μονομερῶς κατά περίπτωση τούς «οἰκείους ὅρους». Ὡστόσο, τό θεσμικό αὐτό πλαίσιο λειτούργησε στό παρελθόν καί λειτουργεῖ πάντοτε ὡς ἕνα δοκιμασμένο, σταθερό ἤ καί δεσμευτικό ἀντικειμενικό κριτήριο γιά τήν ἐξουδετέρωση τῶν αὐθαιρέτων ὑπερβάσεων ἀπό τή μία ἤ τήν ἄλλη πλευρά τῶν συναινετικά καθορισμένων ὁρίων τῆς θεσμικῆς ἰσορροπίας. Ἔτσι, ἡ γνωστή περιστασιακή, ἀλλ' ἀκραία «καισαροπαπική» διακήρυξη τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντα Γ' (717-741), ἡ ὁποία ἀποτυπώθηκε στήν περίφημη φράση «Βασιλεύς εἰμί καί Ἱερεύς», παραβίαζε αὐθαίρετα τό ὅλο θεσμικό πλαίσιο τῶν καθιερωμένων διακριτῶν ρόλων γιά τήν αἰτιολόγηση τῆς εἰκονομαχικῆς του πολιτικῆς, γι' αὐτό καί ἀξιολογήθηκε ὀρθῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς μία μονομερής ἤ καί ἐπικίνδυνη ἀνατροπή τοῦ ὅλου συστήματος τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ι, Ἀθῆναι 1997 3 , σέλ. 777 κἑξ.).

Ἡ ἐμμονή λοιπόν τῆς Πολιτείας στή διακήρυξη αὐτή προκάλεσε μία ὀξύτατη καί μακροχρόνια σύγκρουση τῶν δύο θεσμῶν μέ τίς γνωστές ὀδυνηρές συνέπειες ὄχι μόνο γιά τήν ἐσωτερική κοινωνική συνοχή, ἀλλά καί γιά τίς εὐρύτερες διεθνεῖς πολιτικές προοπτικές τῆς αὐτοκρατορίας. Πράγματι, κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (727-843) κατέρρευσε τό ὅλο οἰκοδόμημα τῆς πολιτικῆς ἀκτινοβολίας τῆς αὐτοκρατορίας στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Δύσεως λόγω τῆς ἐπεκτάσεως τῶν Φράγκων, ἐνῶ περιορίσθηκε σταδιακά ὁ ρόλος της καί στά πράγματα τῆς Ἀνατολῆς λόγω τῆς ἐπεκτάσεως τῶν Ἀράβων. Ἀντιθέτως, μετά ἀπό ἕνα αἰώνα τραγικῶν συγκρούσεων, ἡ Ἐκκλησία διακήρυσσε θριαμβευτικά τήν ἐπίσημη ἄποκατάστασή τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων στήν ὀρθόδοξη λατρεία καί πνευματικότητα ( Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, 843), ἀφοῦ ἡ τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἦταν ἕνα σοβαρό ἐσωτερικό ζήτημα πίστεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τούτοις, ἡ βασική αἰτία τῆς ὀξύτητας τῶν εἰκονομαχικῶν ἐρίδων, ἤτοι ἡ «καισαροπαπική» Διακήρυξη τοῦ Λέοντα Γ' καί τῶν διαδόχων τοῦ εἰκονομάχων αὐτοκρατόρων, δέν καταργήθηκε de facto μέ τήν ἀποκατάσταση τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅπως δέν καταργήθηκε de facto καί τό πράγματι ἀξιόλογο νομοθετικό τους ἔργο.

Ἡ «καισαροπαπική» ὅμως διακήρυξη τοῦ Λέοντος Γ' δέν ἀμφισβήτησε εὐθέως τίς θεωρητικές ἀρχές τῆς ὁμοτιμίας καί τῆς διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν τῶν δύο θεσμῶν, ὅπως συνήθως ὑποστηρίζεται ἀπό ὅλους σχεδόν τούς εἰδικούς, ἀλλ' ἁπλῶς συνέδεσε τήν ἄσκησή τους μέ τήν ἀπόλυτη ἀναφορά τους σέ μόνη τήν ἐξαιρετική αὐθεντία τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ Λέων ὁ Γ' ἀπέφευγε τή σύγχυση τῶν δύο διακριτῶν ἐξουσιῶν (Βασιλεία- Ἱερωσύνη), ἀλλ' ἀξίωνε τήν ἱεραρχική ὑπαγωγή σύγχυση τῶν φορέων τους ( Βασιλεύς-Πατριάρχης ) ὑπό τόν βυζαντινό αὐτοκράτορα.

Συνεπῶς, ἡ εὐθύνη γιά τή θεραπεία τῆς ἐπικίνδυνης θεσμικῆς συγχύσεως μέ μία νέα νομοθετική ρύθμιση ἀνῆκε βεβαίως στήν Πολιτεία, ἀλλά τό περιεχόμενο τῆς ρυθμίσεως ἔπρεπε νά ἐκφράζη πάντοτε τή συμφωνία τῶν ἐκπροσώπων τῶν δύο θεσμῶν, στά ἐπίμαχα τουλάχιστον θεσμικά σημεῖα τοῦ καθιερωμένου συστήματος τῆς συναλληλίας τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης Φώτιος (858-867, 877-886), ἄριστος γνώστης τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, θεώρησε πρώτιστο χρέος του ὄχι μόνο τήν ἄμεση ἀποκατάσταση τοῦ κύρους τοῦ καθιερωμένου θεσμικοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά καί τή ρητή νομοθετική ἀπόρριψη τῆς αὐθαίρετης παρεμηνείας του ἀπό τούς εἰκονομάχους αὐτοκράτορες γιά τήν ἐξυπηρέτηση μονοσήμαντων ἤ καί οὐτοπικῶν πολιτικῶν ἐπιλογῶν ἤ σκοπιμοτήτων, οἱ ὁποῖες προκάλεσαν τήν ὁλόθυμη σχεδόν ἀντίδραση τοῦ εὐλαβοῦς λαοῦ τῆς αὐτοκρατορίας.

Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν ἐπέμεινε στήν ἰουστινιάνεια ἀρχή τῆς συναλληλίας σέ ὅλα τά ἐπίπεδα ( ἐξουσιῶν καί φορέων ) τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, γι' αὐτό ὁ ἱ. Φώτιος ἀνέλαβε, μετά ἀπό σχετική πρόταση τοῦ αὐτοκράτορα, νά συντάξη τή νέα συναινετική νομοθετική ρύθμιση τόσο γιά τήν ἄρση τῆς θεσμικῆς συγχύσεως σέ ἐπιπεδο φορέων τῶν ἐξουσιῶν, ὅσο καί γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀρχῆς τῆς συναλληλίας στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ὁ ἱ. Φώτιος, ὡς βαθύς γνώστης τῆς καθιερωμένης σχετικῆς παραδόσεως, ἐπισήμανε τή ρίζα τοῦ προβλήματος καί προέτεινε τελικῶς τήν ὀρθή λύση, ἡ ὁποία εἰσηγεῖτο τή ρητή ἐπέκταση τῆς ὁμοτιμίας καί τῆς διακρίσεως τῶν δύο ἐξουσιῶν καί στούς ἰδιαίτερους θεσμικούς φορεῖς τους, ἤτοι στόν αὐτοκράτορα καί τόν πατριάρχη, ἤτοι ὄχι μόνο μέ λεπτομερῆ ὁριοθέτηση τῶν ἁρμοδιοτήτων τους κυρίως σέ ζητήματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, ἀλλά καί μέ προφανῆ, ὅπως θά δοῦμε, διάθεση τόσο τοῦ αὐστηροῦ περιορισμοῦ τῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ αὐτοκράτορα, ὅσο καί τῆς ὑπερβολικῆς προβολῆς τῆς ἀποκλειστικῆς ἁρμοδιότητας τῆς αὐθεντίας τοῦ πατριάρχη σέ ζητήματα πίστεως. Βεβαίως, οἱ ἀνώτερω θεσμικές διακρίσεις εἶναι λεπτές σέ μία σύνθετη πραγματικότητα μέ ποικίλες μάλιστα ἀλληλοκαλυπτόμενες λειτουργικές συναρτήσεις, οἱ ὁποῖες διαμορφώνονται σέ κάθε ἐποχή ἤ καί σέ κάθε περίπτωση τόσο ἀπό τόν δυναμισμό τῶν ἐκπροσώπων τῶν δύο θεσμῶν, ὅσο καί ἀπό τίς μεταβαλλόμενες ἱστορικές συγκυρίες (Β. Ι. Φειδᾶ, Αἱ περί σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἀντιλήψεις τοῦ Μ. Φωτίου, Ἄθῆναι 1980. Τοῦ αὐτοῦ, Ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, ΙΙΙ, Ἀθῆναι 2013, 93-118).

Βεβαίως, οἱ νέες νομοθετικές ρυθμίσεις ἀναφέρονται κυρίως στά βασικά καί ἀμετάβλητα κριτήρια τῆς σχέσεως τῶν δύο θεσμῶν γιά τή διασφάλιση τῆς καταστατικῆς τους αὐτοτελείας μέσα ἀπό τίς λειτουργικές συμβάσεις τῶν ἱστορικῶν τους σχέσεων. Ἐν τούτοις, ἡ αὐστηρή περιγραφή τῶν διακριτῶν ρόλων τῶν φορέων τῶν δύο ἐξουσιῶν, εἰσῆγον συγχρόνως καί μίαν νέαν ἑρμηνείαν τῶν ὁρίων τῶν δύο ἐξουσιῶν. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό προτάθηκαν ἀπό τόν ἱ. Φώτιο οἱ γνωστές νομοθετικές ρυθμίσεις τῶν «Τίτλων» Β΄ καί Γ' τῆς περίφημης «Ἐπαναγωγῆς» ἤ «Εἰσαγωγῆς τοῦ νόμον», οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς ἀντικείμενο ὄχι βεβαίως τή Βασιλεία καί τήν Ἱερωσύνη, ὅπως στήν ἰουστινιάνεια νομοθεσία, ἄλλα τόν Βασιλέα καί τόν Πατριάρχη, ἀφοῦ ἡ θεσμική σύγχυση τῆς περιόδου τῆς Εἰκονομαχίας προέκυψε σέ ἐπίπεδο ἁρμοδιοτήτων τῶν φορέων καί ὄχι στίς καθιερωμένες θεσμικές τους σχέσεις τῶν δύο ἐξουσιῶν. Ὁ ἱ. Φώτιος κωδικοποίησε στούς δύο σχετικούς «Τίτλους» τῆς Ἐπαναγωγῆς τό ὅλο πλαίσιο τῶν σταθερῶν καί τῶν μεταβλητῶν στοιχείων γιά τίς σχέσεις τῶν δύο καταστατικῶν θεσμῶν μέ χαρακτηριστική σαφήνεια καί πληρότητα, ὥστε νά εἶναι προφανής ὄχι μόνο ἡ ἀδιαμφισβήτητη κοινή θεωρητική βάση τῶν σχέσεών τους, ἀλλά καί ἡ παρεπόμενη λειτουργική ὁριοθέτηση τῶν διακριτῶν ρόλων τους στήν κοινωνία:

Τίτλος Β ΄ . Περί Βασιλέως : «α'. Βασιλεύς ἐστιν ἔννομος ἐπιστασία, κοινόν ἀγαθόν πᾶσι τοῖς ὑπηκόοις, μήτε κατά ἀντιπάθειαν τιμωρῶν, μήτε κατά προσπάθειαν ἀγαθοποιῶν, ἀλλ' ἀνάλογός τις ἀγωνοθέτης τά βραβεῖα παρεχόμενος, β '. Σκοπός τῷ βασιλεῖ τῶν τέ ὄντων καί ὑπαρχόντων δυνάμεων δι' ἀγαθότητος ἡ φυλακή καί ἀσφάλεια, καί τῶν ἀπολωλότων δι' ἀγρύπνου ἐπιμελείας ἡ ἀνάληψις, καί τῶν ἀπόντων διά σοφίας καί δικαίων τροπαίων καί ἐπιτηδεύσεων ἡ ἀνάκτησις... δ '. Ὑπόκειται ἐκδικεῖν καί διατηρεῖν ὁ βασιλεύς πρῶτον μέν πάντα τά ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ γεγραμμένα, ἔπειτα δέ καί τά παρά τῶν ἑπτά ἁγίων Συνόδων δογματισθέντα, ἔτι δέ καί τούς ἐγκεκριμένους ρωμαϊκούς νόμους. ε΄. Ἐπισημότατος ἐν ὀρθοδοξίᾳ καί εὐσεβείᾳ ὀφείλει εἶναι ὁ βασιλεύς, καί ἐν ζήλῳ θείῳ διαβόητος... στ΄. Τά τοῖς παλαιοῖς νομοθετηθέντα τόν βασιλέα δεῖ ἑρμηνεύειν, καί ἐκ τῶν ὁμοίων τέμνειν τά περί ὧν οὐ κεῖται νόμος. ζ' Ἐν τῇ τῶν νόμων ἑρμηνεία δεῖ καί τῇ συνηθείᾳ προσέχειν τῆς πόλεως, τό δέ παρά κανόνας εἰσαγόμενον οὐκ ἐᾶται πρός ὑπόδειγμα. η΄. Φιλαγάθως δεῖ τούς νόμους ἑρμηνεύειν τόν βασιλέα· ἐν γάρ τοῖς ἀμφιβόλοις τήν φιλόκαλον ἑρμηνείαν προσιέμεθα».

Τίτλος Γ'. Περί Πατριάρχου : «α'. Πατριάρχης ἐστίν εἰκών ζῶσα Χριστοῦ καί ἔμψυχος, δι' ἔργων καί λόγων χαρακτηρίζουσα τήν ἀλήθειαν... γ'. Τέλος τῷ πατριάρχῃ ἡ τῶν καταπεπιστευμένων αὐτῷ ψυχῶν σωτηρία, καί τό ζῆν μέν Χριστῷ, ἐσταυρῶσθαι δέ τῷ κόσμῳ. δ΄. Ἴδια πατριάρχου τό εἶναι διδακτικόν, τό πρός πάντας ὑψηλούς τε καί ταπεινούς ἀστενοχωρήτως ἐξισοῦσθαι, καί πρᾶον μέν εἶναι ἐν δικαιοσύνῃ, ἐλεγκτικόν δέ πρός τούς ἀπειθοῦντας, ὑπέρ δέ τῆς ἀληθείας καί τῆς ἐκδικήσεως τῶν δογμάτων λαλεῖν ἐνώπιον βασιλέως καί μή αἰσχύνεσθαι...ε΄. Τά παρά τῶν παλαιῶν κανονισθέντα καί παρά τῶν ἁγίων Πατέρων ὁρισθέντα καί παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἐκτεθέντα τόν Πατριάρχην μόνον δεῖ ἑρμηνεύειν. στ΄. Τά παρά τῶν ἀρχαίων Πατέρων ἐν Συνόδοις ἤ ἐν ἐπαρχίαις ἰδικῶς καί καθολικῶς πραχθέντα καί οἰκονομηθέντα τόν Πατριάρχην δεῖ διαιτᾶν καί διακρίνειν... η '. Τῆς Πολιτείας ἐκ μερῶν καί μορίων ἀναλόγως τῷ ἀνθρώπῳ συνισταμένης, τά μέγιστα καί ἀναγκαιοτητα μέρη Βασιλεύς ἐστι καί Πατριάρχης, διό καί ἡ κατά ψυχήν καί σῶμα τῶν ὑπηκόων εἰρήνη καί εὐδαιμονία βασιλείας ἐστι καί ἀρχιερωσύνης ἐν πᾶσιν ὅμοφροσύνη καί συμφωνία».

Ἡ εὐθύνη λοιπόν τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, κατά τόν ἱ. Φώτιο, δέν περιοριζόταν μόνο στήν ἐπίσημη νομοθετική κατοχύρωση τῶν θεωρητικῶν ἀρχῶν τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, οἱ ὁποῖες ἦσαν αὐτονόητες καί ἀστασίαστες, ἀλλ' ἐκτεινόταν πλέον καί στή συναινετική περιγραφή τῶν ὁρίων τῆς θεσμικῆς λειτουργίας τῶν παραδοσιακῶν διακριτῶν ρόλων τους στήν ὁμοιογενῆ χριστιανική κοινωνία τῆς αὔτοκρατοριας. Ὕπο τήν ἔννοια αὐτή, ἡ ὁποιαδήποτε σύγχυση τῶν δύο ἐξουσιῶν ( βασιλείας-ἱερωσύνης ) ἤ καί τῶν ἁρμοδιοτήτων τῶν φορέων τους ( αὐτοκράτορα-πατριάρχη ) ἦταν θεωρητικά ἀβάσιμη καί πρακτικά ἐπικίνδυνη, ἀφοῦ θά δημιουργοῦσε μεῖζον ζήτημα στίς ἴδιες τίς βασικές δομές τῆς αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ ἐμμονή τῶν εἰκονομάχων αὐτοκρατόρων στήν καισαροπαπική διακήρυξη τοῦ Λέοντος Γ' προκάλεσε τήν πλήρη κατάρρευση τῆς δυτικῆς πολιτικῆς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ἁρμονική συνεργασία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μετά τό τέλος τῆς Εἰκονομαχίας (843) δημιούργησε τό θαῦμα τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς στόν κόσμο τῶν Σλάβων (Ρώσων, Βουλγάρων, Σέρβων κλ.π.), μέ ὅλες τίς γνωσές εὐεργετικές συνέπειες γιά τήν ἱστορική πορεία τῆς αὐτοκρατορίας.

Ὁ ἱ. Φώτιος, ὁ ὁποῖος γνώριζε τίς ὀδυνηρές συνέπειες μιᾶς περιστασιακῆς συγχύσεως, ἐπέμεινε στή λεπτομερῆ νομοθετική περιγραφή τῶν διακριτῶν ρόλων τῶν δύο βασικῶν θεσμικῶν ἐκφράσεων τῆς ζωῆς τῆς αὐτοκρατορίας, ἐνῶ ἀπέφυγε στήν προσωπική του περιπέτεια ὁποιαδήποτε ἀνοικτή ἀντιπαράθεση μέ τήν πολιτική ἐξουσία, παρά τά ἀντιθέτως ὑποστηριζόμενα ἀπό ὁρισμένους ἱστορικούς. Ἄλλωστε, ἦταν βέβαιος ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε προσωπική ἀντιπαράθεση πρός τήν πολιτική ἐξουσία γιά τίς ἄδικες ἤ καί αὐθαίρετες ἐκθρονίσεις του (867,886) θά διασποῦσε τήν ἐσωτερική ἑνότητα τοΰ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅπως συνέβη καί κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (727-843), μέ ἀπροβλεπτες μάλιστα συνέπειες καί γιά τίς προοπτικές τῆς αὐτοκρατορίας. Πράγματι, ὁ Ἱ. Φώτιος ἀπέδιδε πάντοτε τήν κυρία εὐθύνη στήν ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία, ἡ ὁποία ὑποστήριζε μέ ἐπιπολαιότητα τίς αὐθαίρετες παρεμβάσεις τῆς Πολιτείας στά ἐσωτερικά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, γι' αὐτό ὄχι μόνο ἀρνήθηκε συστηματικά νά ἀναγνωρίση τίς ἀντικανονικές πράξεις τους, ἀλλά καί τούς ἀντιμετώπισε μέ ἰδιαίτερη αὐστηρότητα κατά τήν ἐπιστροφή του στόν πατριαρχικό θρόνο. Ἦταν βέβαιος ὅτι χωρίς τήν ἐσωτερική διάσπασητῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας θά ἦταν θεωρητικά καί πρακτικά ἀδύνατη ἡ ὁποιαδήποτε αὐθαίρετη ἐπέμβαση τῆς Πολιτείας στά ἐσωτερικά τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τούτοις, κατά τούς νεωτέρους χρόνους οἱ παραδοσιακές αὐτές ἀρχές σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μεταβλήθηκαν ριζικά ὄχι μόνο ἀπό τήν πτώση τῆς βυζαντινῆς αὔτοκρατοριας (1453), ἀλλά καί ἀπό τή γενικώτερη πνευματική σύγχυση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως μετά τήν προτεσταντική Μεταρρύθμιση τοῦ ΙΣΤ' αἰώνα.

κεφάλαιο 2 >>

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.