ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Το θέλημα (βούληση) του Θεού και η Ορθόδοξη Εκκλησία

Παναγιώτης Ι. Μπούμη,
Ομότ. Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών

Στο μάθημα του Κανονικού Δικαιου μιά μέρα μού λέει ένας φοιτητής ερωτηματικά: Ο τάδε αρχιερέας μάς είπε ότι εμείς οι επίσκοποι είμαστε πάνω από τους κανόνες. Αντί άλλης απαντήσεως τού είπα ρητά: Οι ιεροί και θείοι κανόνες θεσπίστηκαν ακριβώς για τους επισκόπους. Ίσως αυτή η απάντηση-θέση εκ πρώτης όψεως φαίνεται μονόπλευρη. Πλην όμως ακριβώς οι ιεροί κανόνες έγιναν αφ' ενός για να τους εφαρμόζουν οι επίσκοποι στους εαυτούς τους και ακολούθως να τους προβάλλουν και στα μέλη της Εκκλησίας, τον κλήρο και το λαό.

Ασφαλώς ο εν λόγῳ αρχιερέας είπε τα ανωτέρω, επειδή επίσκοποι επίσης ήσαν και εκείνοι που συνέταξαν και όρισαν τους κανόνες. Ίσως όμως εκείνη τη στιγμή δεν σκέφθηκε ότι οι επίσκοποι εκείνοι τους διατύπωσαν ή ότι τους όρισαν και εθέσπισαν εν Οικουμενική Συνόδῳ και άρα είχαν τον φωτισμό και την επιστασία του Αγίου Πνεύματος και άρα εξέφραζαν το θέλημα του Θεού.

Χαρακτηριστική είναι η διαβεβαίωση της Αποστολικής Συνόδου «έδοξε τώ Πνεύματι τω Αγίῳ και ημίν» (Πράξ. 15,28), καθώς και του α΄ καν. της Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου: « ... ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν (= δίνουμε κράτος-δύναμη) των εκτεθέντων υπό των αγίων σαλπίγγων του Πνεύματος ... Εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες (= φωτισθέντες) ώρισαν τα συμφέροντα» (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ἱερών κανόνων, ΙΙ, σελ. 556).

Άρα ο κύριος νομοθέτης των κανόνων είναι ο Θεός και όχι κάποιος ή κάποιοι επίσκοποι. Γι' αυτό και ο β΄ καν. της ίδιας (Ζ΄) Οικουμ. Συνόδου ορίζει: «Όθεν ορίζομεν, πάντα τον προάγεσθαι μέλλοντα εις τον της επισκοπῆς βαθμόν ... ανακρίνεσθαι ... ασφαλώς υπό του Μητροπολίτου, ει προθύμως έχει αναγινώσκειν ερευνητικώς, και ου παροδευτικώς (=επιτροχάδην και επιπολαίως), τους τε ιερούς κανόνας, και τι άγιον Ευαγγέλιον, την τε του θείου Αποστόλου βίβλον, και πάσαν την θείαν Γραφήν· και κατά τα θεία εντάλματα αναστρέφεσθαι, και διδάσκειν τον κατ' αυτόν λαόν. Ουσία γαρ της καθ' ημάς ιεραρχίας εστί τα θεοπαράδοτα λόγια, ήγουν η των θείων Γραφών αληθινή επιστήμη... » (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, ΙΙ, σελ. 561).

Υπογραμμίζουμε και τονίζουμε τις χαρακτηριστικές εκφράσεις «θεία εντάλματα» και «θεοπαράδοτα λόγια», γιατί δεν πιστεύουμε ότι τις διατύπωσαν παροδευτικώς, προχείρως και επιπολαίως, και όχι κατόπιν μεγάλης προσοχής και μελέτης.

Εκείνο μόνο που ίσως ξενίζει μερικούς είναι το γιατί βάζουν οι Πατέρες στην ίδια μοίρα, στην ίδια ἀξία και τιμή την Αγία Γραφή και τους ιερούς κανόνες. Αυτό δεν πρέπει να σκανδαλίζει καθόλου τους πιστούς, γιατί τον Κανόνα, τον κατάλογο των βιβλίων της Αγίας Γραφῆς, οι κανόνες της Εκκλησίας (πε΄ [85ος] αποστολικός, κδ΄/λβ΄ Καρθαγένης, ξ΄ [60ος] Λαοδικείας, Μεγ. Αθανασίου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Αμφιλοχίου του Ἰκονίου, β΄ της Πενθέκτης) τον καθόρισαν και τον επικύρωσαν.

Και εκτός αυτού οι δογματικές αποφάσεις και οι ιεροί κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων είναι οι αυθεντικότεροι ερμηνευτές των θείων και θεοπαραδότων λόγων, αφού περιλαμβάνουν, στηρίζονται και διαφωτίζουν στα κείμενα τους πλήθος χωρίων της Αγίας Γραφής.

Επίσης οι ιεροί κανόνες είναι εκείνοι που εναρμονίζουν ακόμη και δύσκολα χωρία της Αγίας Γραφής και λύνουν τυχόν θεωρούμενες μεταξύ τους αντιθέσεις (εναντιοφάνειες). Σ' αυτό το έργο τους εφαρμόζουν, αλλά και υποδεικνύουν σε μάς μία θεμελιώδη ερμηνευτική αρχή και μέθοδο,που λέει: «Πρόσεχε ουν ακριβώς τη Γραφή και αυτόθεν ευρήσεις την λύσιν του ζητήματος» (ιστ΄ καν. Μεγ. Βασιλείου).

Έτσι,στο σημείο αυτό, ερχόμαστε και στο μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί και σήμερα την επιστήμη στο θέμα της ερμηνείας του νόμου. Αυτό έγκειται στο εξής δίλημμα: Ο νομοθέτης ή το γράμμα του νόμου; Δηλαδή ποιό πρέπει να λαμβάνουμε υπ' όψη προκειμένου να ανεύρουμε και να εφαρμόσουμε τη διάταξη ενός νόμου; Το νου και τη θέληση (βούληση) του νομοθέτη, ή το γράμμα, το κείμενο του νόμου και αυτό να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε, για να ανεύρουμε, τι ο νόμος ορίζει (2) ;

Προφανώς, λοιπόν, όταν ο νόμος έχει θεσπισθεί από ένα (άντε δύο) πρόσωπα και είναι εύκολο να αναζητήσουμε και να ανεύρουμε το νου, τη βούληση του νομοθέτη, τότε μπορούμε να αρκεσθούμε στη θέληση του νομοθέτη.

Όταν όμως είναι πολλοί εκείνοι που ψήφισαν το νόμο-κανόνα, τότε είναι αδύνατο να βρεθεί η θέληση του νομοθέτη. Γιατί κάθε μέλος του νομοθετικού σώματος ενδέχεται να είχε διαφορετική θέληση ή σκέψη, όταν ψήφιζε. Οπότε είμαστε αναγκασμένοι να καταφύγουμε στο γράμμα, στο κείμενο, του νόμου και να λάβουμε υπ' όψη, τι αυτό μάς λέει.

Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τα εντάλματα της Αγίας Γραφής (Διαθήκης) και τους κανόνες της Εκκλησίας, στα οποία διατυπώνεται και εκφράζεται η βούληση, το θέλημα, του Θεού. Και «τις γαρ έγνω νουν Κυρίου;» ρωτάει ο απόστολος Παύλος τους Ρωμαίους (11,34). Πρβλ. και Α΄ Κορ. 2,11. Ποιός μπορεί να μας αποκαλύψει ποιά ήταν η βούληση και ο νους του Θεού. Αφού είναι «θεοπαράδοτα λόγια», μόνο εκείνο που μας έχει παραδοθεί μπορούμε να ερευνήσουμε και να ερμηνεύσουμε και να μεταφράσουμε. Το πολύ να ανατρέξουμε και σε άλλα παράλληλα χωρία της θείας Γραφής ή των θείων κανόνων.

Εκτός όμως από αυτή τη μέθοδο άλλη ερμηνευτική αρχή, συμπληρωματική της προηγούμενης, είναι και αυτή που μάς παραδίδει ο πζ΄ (87ος ) καν. του Μεγ. Βασιλείου. Αυτός ορίζει: «Το εκ της ακολούθου επιφοράς (= από την ακολουθίαν του λόγου) το σιωπηθέν συλλογίζεσθαι, νομοθετούντός ἐστιν, ου τα του νόμου λέγοντος». Τον κανόνα αυτόν το «Πηδάλιον» αποδίδει ως εξής: «Το να συμπεραίνῃ τινας από την ακολουθίαν του λόγου εκείνο, οπού η Γραφή εσιώπησε, τούτο δεν είναι ίδιον εκείνου οπού θέλει να λέγῃ, όσα λέγει ο νόμος, αλλ' εκείνου οπού θέλει να νομοθετή αυτός από λόγου του» (σελ. 635). Έτσι πρέπει ο ερμηνευτής ή ο εφαρμοστής ενός θείου εντάλματος ή κανόνα να αποφεύγει αβάσιμες προεκτάσεις και επεκτάσεις στα παραδιδόμενα κείμενα, γιατί έτσι είναι σαν να νομοθετεί αυτός από λόγου του.

Όπου σταματάει το θείο κείμενο, εκεί πρέπει να σταματάει και ο ερμηνευτής, χωρίς να προσθέτει σ' αυτό κάτι δικό του. Γιατί ακόμη μπορεί να το πάει προς άλλη κατεύθυνση ή και να περιορίσει το νου του κειμένου. Έτσι αν δεν ακολουθήσουμε αυτές τις αρχές καταντούμε να ακολουθούμε το θέλημα το δικό μας και όχι το νου και το θέλημα του Θεού.

Και αν γίνεται κάτι τέτοιο από άγνοια, είναι κάπως δικαιολογημένα τα σφάλματά μας, μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος, αν και λέει προφητικώς η Γραφή «Συ επίγνωσιν απώσω (= απώθησες) καγώ απώσομαί σε (= θά σέ ἀποδιώξω) του μη ιερατεύειν μοι» (Ὡσηέ 4,16).

Πλην όμως εδώ πρέπει να προσέξουμε ως ένα ελαφρυντικό ότι αυτό το προφητικό χωρίο το έχει ο β΄ καν. της Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου στο τέλος και αφού προηγουμένως αποφαίνεται προειδοποιητικώς: «Ει δε αμφισβητοίη, και μη ασμενίζοι ούτω ποιείν τε και διδάσκειν, μη χειροτονείσθω», που σημαίνει ότι, αν αμφισβητεί και δεν του αρέσει έτσι να πράττει και να διδάσκει ο υποψήφιος επίσκοπος, τελικά να μην χειροτονείται.

Επομένως δεν μιλάει ο κανόνας για μία ενδεχόμενη άγνοια του κληρικού δικαιολογημένη, αλλά μιλάει για ηθελημένη αμέλεια και αδιαφορία στο να εντρυφά στις θείες Γραφές και τους θείους κανόνες με τελικό αποτέλεσμα να μη διδάσκει ορθώς το λαό.

Πολύ χειρότερα καθίστανται τα πράγματα και οι συνέπειες, όταν ο υποψήφιος ή και ο ενεργείᾳ Μητροπολίτης ή επίσκοπος, δεν ακολουθεί και δεν εφαρμόζει τη Γραφή και τους κανόνες, αλλά πάει αντίθετα εν γνώσει του προς τα θεία εντάλματα και κανόνες. Τότε πάει αντίθετα προς το εκπεφρασμένο θέλημα του Θεού. Και, όπως είναι γνωστό: «Τω βουλήματι αυτού τις ανθέστηκε;» (Ρωμ. 9,19). Ό,τι και να κάνει ο άνθρωπος, όσο πανίσχυρος και αν είναι στο τέλος το θέλημα του Θεού (θα) γίνεται και η αλήθεια (θα) υπερισχύει.

Άλλο, όταν κατ' οικονομίαν -κατά θείαν χάριν- ο (αρχ)ιερέας ωφείλει να παρέχει άδεια για να παρεκκλίνει ο πιστός από την τήρηση ενός κανόνα κατ' ανάγκην ή να τον συγχωρήσει για κάποια παράβασή του. Αλλά και τότε πρέπει μαζί με την παρεχόμενη άδεια-συγχώρηση να του υπενθυμίζει και μάλιστα εγγράφως τη σχετική εντολή ή τον κανόνα, ο οποίος ισχύει και πρέπει πάντοτε να τηρείται και ο οποίος ανεστάλη προσωρινώς για την ψυχική και σωματική αυτού του πιστού ωφέλεια και σωτηρία χωρίς σκανδαλισμό των άλλων.

Βεβαίως, για να παρέχεται κάτι κατ' οικονομία και να μην αποτελεί παράβαση, πρέπει να γίνεται, να χορηγείται, από το ιεραρχικώς ανώτερο εκκλησιαστικό όργανο από ό,τι είναι εκείνο που τη ζητάει. Δηλαδή ο κλήρος και ο λαός από τον επίσκοπό του, ο επίσκοπος από την τοπική σύνοδό του, και η τοπική σύνοδος από τη γενική (π.χ. Πανορθόδοξο) και από την Οικουμενική.

Πάντως είτε κατ' ακρίβεια είτε κατ' οικονομία πράττουν κάτι τα εκκλησιαστικά όργανα, πρέπει πάντα να έχουν ως γνώμονα το θέλημα του Θεού, όπως έχει παραδοθεί και ως στόχο την επικράτηση αυτού. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πρέπει να έχουν και την αυτομαρτυρία ότι πορεύονται και συναγονται σύμφωνα με τη θέληση του Θεού και με την ευλογία Του αποφασίζουν και πράττουν τα δέοντα και πρέποντα. Και επί πλέον: Να έχουν την παρρησία να διακηρύσσουν εκείνο που διακήρυξαν οι απόστολοι κατά τη Σύνοδο των Ιεροσολύμων: «΄Εδοξε τω πνεύματι τω αγίῳ και ημίν» (Πράξ. 15,28), ή οι Πατέρες της Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου (α΄ και β΄ κανόνες).

Διαφορετικά πώς θα έχουν την επιθυμία ή την απαίτηση να πιστεύουν οι χριστιανοί ότι οι λόγοι τους, οι αποφάσεις τους και οι πράξεις τους είναι κατά Θεόν, ότι αυτά που λένε και πράττουν είναι θεάρεστα, «αληθή, σεμνα (και) δίκαια» (βλ. Φιλιπ. 4,8), ότι είναι «τα καλά και ωφέλιμα τοις ἀνθρώποις» (Τίτ. 3,8);


Υποσημείωσεις

(1) Περισσότερα για το θέμα αυτό μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ανεύρει στό Παν. Μπούμη, Οι κανόνες της Εκκλησίας περί τοΰ κανόνος της Αγίας Γραφής, Αθήναι 1986.

(2) Πολύ περισσότερα περί αυτών μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ανεύρει στο βιβλίο Παν. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα 2002 3 , σελ. 76 εξ.

 

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.