ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Γνωμοδότησις περί των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας βάσει του Συντάγματος της 11ης Ιουνίου 1975

Αριστόβουλου Μάνεση - Κων. Α. Βαβούσκου
Εκκλησία , Ὀκτώβριος 1975 (19-20), σελ. 304-310

Επί τεθέντος ερωτήματος περί των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας βάσει του νέου Συντάγματος της 11 ης Ιουνίου 1975 η γνώμη μας έχει ως ακολούθως.

1. Εις το νέον Σύνταγμα της Ελλάδος έχουν ενταχθή εις ιδιαίτερον «Τμήμα Β'», υπό τον τίτλον «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας», του Πρώτου Μέρους περί «Βασικών Διατάξεων» και δη εν άρθρω 3 παρ. 1 και 2, αι ρυθμίζουσαι τας σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας διατάξεις ως εξής: Εις μεν τα εδ. α' και β' της παρ. 1 του άρθρ. 3 επαναλαμβάνεται η παγίως σχεδόν εις τα προϊσχύσαντα ελληνικά Συντάγματα του 1844, 1864, 1911, 1927 και 1952 χρησιμοποιηθείσα διατύπωσις· εις δε το εδ. γ' έχουν προστεθή ωρισμέναι σημαντικαί νέαι διατάξεις. Μολονότι η διατύπωσις εν τω συνόλω της δεν είναι πάντοτε ακριβολόγος, προδίδει ουχ ήττον την πρόθεσιν του συντακτικού νομοθέτου, όπως του λοιπού ρυθμίση επί το φιλελευθερώτερον τας περί ων πρόκειται σχέσεις. Το κείμενον του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 έχει ως εξής:

«1. Επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, της Ελλάδος, κεφαλήν γνωρίζουσα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, υπάρχει αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης και πάσης άλλης ομοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, τηρούσα απαρασαλεύτως, ως εκείναι, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλος και διοικείται υπό της Ιεράς Συνόδου των εν ενεργείᾳ Αρχιερέων και της εκ ταύτης προερχομένης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, συγκροτουμένης ως ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ορίζει, τηρούμενων των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ' (29) Ιουνίου του έτους 1850 και της Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.

2. Το υφιστάμενον εις ωρισμένας περιοχάς του Κράτους εκκλησιαστικόν καθεστώς δεν αντίκειται εις τας διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου».

Επί του ως άνω κειμένου θα ήτο δυνατόν να γίνουν ωρισμέναι ήσσονος ίσως ενδιαφέροντος παρατηρήσεις, τόσον ως προς την εμμονήν εις παραδοσιακήν διατύπωσιν (π.χ. αι λέξεις «κεφαλήν γνωρίζουσα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν» θα έδει να παραλειφθούν, αφ’ ενός μεν ως περιτταί, καθ’ ο αυτονόητοι δια χριστιανικήν Εκκλησίαν, αφ’ ετέρου δε διότι δια του «ημών», εις πρώτον πληθυντικόν, υποδηλούνται όλοι οι Έλληνες, ενώ υπάρχουν και πολίται Έλληνες πρεσβεύοντες άλλας γνωστάς θρησκείας κ.λπ.), όσον και ως προς τινας μεταβολάς , αι οποίαι συνίστανται είτε εις απαλείψεις (ως π.χ. των μετά το «αυτοκέφαλος» λέξεων «ενεργούσα ανεξαρτήτως πάσης άλλης Εκκλησίας τα κυριαρχικά αυτής δικαιώματα», ως αποτελουσών ασφαλώς ταυτολογίαν), είτε εις προσθήκας διευκρινήσεις (η Εκκλησία διοικείται υπό I. Συνόδου, όχι εν γένει αρχιερέων, αλλά «των εν ενεργεία» αρχιερέων), είτε εις τροποποιήσεις (ως η αντικατάστασις του όρου «εκκλησιαστική καταστασις» δια του δοκιμωτέρου « εκκλησιαστικόν καθεστώς», το ισχύον «εις ωρισμένας περιοχάς του Κράτους» κατά την διατύπωσιν της παρ. 2 του άρθρ. 3 του Συντάγματος, μη ομιλούντος πλέον δια «τας Νέας Χώρας», περί ων η σχετική ερμηνευτική δήλωσις, η περιεχομένη εις τα Συντάγματα του 1927 και 1952. Επί του αυτού όμως κειμένου δέον να γίνη η βασική παρατήρησις ότι η ουσιωδεστέρα διαφορά του νέου Συντάγματος εν σχέσει προς τα προϊσχύσαντα έγκειται εις την ρύθμισιν των της διοικήσεως της Εκκλησίας. Πράγματι, ενώ μέχρι τούδε, από του 1844, ωρίζετο απλώς, ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος. . .είναι αυτοκέφαλος…και διοικείται υπό Ιεράς Συνόδου Αρχιερέων», ήδη ο συντακτικός νομοθέτης δεν εγκαταλείπει την ρύθμισιν της διοικήσεως της Εκκλησίας εις την κατά το μάλλον ή ήττον ελευθέραν ή και αυθαίρετον εκτίμησιν του κοινού νομοθέτου, αλλά θεσπίζει περιορισμούς προς εξασφάλισιν της Εκκλησίας έναντι κρατικών επεμβάσεων, ανεπιτρέπτων κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνας, του λοιπού δε και κατ’ αυτό τούτο το Σύνταγμα.

2. Ο συντακτικός νομοθέτης είναι, εξ ορισμού, νομικώς αδέσμευτος. Ρυθμίζων κυριαρχικώς την οργάνωσιν και την άσκησιν της κρατικής εξουσίας, καθορίζει και τας σχέσεις αυτής προς τας εντός της Χώρας δρώσας θρησκείας και εκκλησίας και την εν γένει νομικήν θέσιν αυτών. Του κοινού όμως νομοθέτου η εξουσία προς ρύθμισιν των τοιούτων θεμάτων και δη των εκκλησιαστικών πραγμάτων δεν είναι απεριόριστος. Προσδιοριστική εν προκειμένω είναι η βούλησις του συντακτικού νομοθέτου. Διο και δέον όπως αύτη ερευνηθή, ως ειδικώτερον εξεδηλώθη δια των επενεχθεισών, ως ανωτέρω εδείχθη, μεταβολών εις το κείμενον των σχετικών συνταγματικών διατάξεων.

Η υπό της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής γενομένη δια του άρθρ. 3 παρ. 1 και 2 του νέου Συντάγματος ρύθμισις των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας δεν είναι δυνατόν να διακριβωθή και ερμηνευθή, ειμή μόνον εφ’ όσον ληφθούν υπ’ όψιν αί συνθήκαι, υφ’ ας ενηργήθη και ο σκοπός, εις ον απέβλεψε. Συναφώς είναι χαρακτηριστικόν, ότι εις την ενώπιον της Β' Υποεπιτροπής Αναθεωρήσεως του Συντάγματος γενομένην εισήγησιν επί των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας υπό του ειδικού εισηγητού της πλειοψηφίας Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων αναφέρεται, ότι: «θα ηδύνατο ίσως να θεωρηθή ευνόητος η υπό της εθνικής αντιπροσωπείας επιδειχθείσα εφεκτικότης ως προς την αναγκαιότητα συνταγματικής κατοχυρώσεως της εν Ελλάδι εξεχούσης θέσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι η παρ’ ημίν ιδιότυπος μακραίων στενή σύνδεσις Εκκλησίας και Πολιτείας εθεωρήθη ως το κύριον αίτιον της προϊούσης χαλαρώσεως της αυτοσυνειδησίας, της δυνάμεως και του κύρους της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Ελλάδι. Αι πολλαχόθεν υποβληθείσαι προτάσεις περί πλήρους χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας είναι δηλωτικαί, όχι μόνον επιθυμίας άπαλλαγής της Πολιτείας από τα ποικίλα, και πολλαπλά εκκλησιαστικά προβλήματα, αλλά και της διαθέσεως δημιουργίας προϋποθέσεων ελευθέρας και ανεξαρτήτου Εκκλησίας» (Πρακτικά Β' Υποεπιτροπής, Συνεδρίασις 5, της 28 Ιανουαρίου 1975, σελ. 10). Ναι μεν ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 δεν ηθέλησε να φθάση μέχρι του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας—έστω και με σχετικήν κατοχύρωσιν προνομιακής τίνος θέσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας (π.χ. ως προς το εορτολόγιον, τας επισήμους τελετάς και αργίας, την μισθοδοσίαν του κλήρου κ.τ.λ.)—, η ιδέα όμως του χωρισμού τούτου εγένετο θεωρητικώς δεκτή και δη ως επιδιωκτέα αρχή. Εν προκειμένω δε συνέπεσαν αι απόψεις των πλείστων εκ των βουλευτών, των συμμετασχόντων εις τας εργασίας της ειδικής Β' Υποεπιτροπής και τας επί του θέματος συζητήσεις της Ολομελείας της Βουλής, και δη εξ όλων των εν τη Βουλή πολιτικών μερίδων (βλ. σχετικώς Πρακτικά Β' Υποεπιτροπής, ενθ’ αν., σελ. 21 επ., ως και Πρακτικά της Βουλής, Συνεδρίασις ΟΕ' της 22.4.1975, σελ. 2.100 επ. και Συνεδρίασις ΟΣΤ ; της 23-4-1975, σελ. 2.121 επ., σελ. 2.1262.139, ένθα και δήλωσις τού Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων Καθηγητού Π. Ζέπου, ότι υποστηρίζει «ως θεωρητικώς o ρθότερον » το σύστημα χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλ’ ότι «υπό τας παρούσας συνθήκας και λόγω της παραδόσεως που υπάρχει... είναι δύσκολον να εκφύγωμεν αυτήν την στιγμήν από το κρατούν σύστημα».

3. Η τάσις δια μίαν αφισταμένην του μέχρι τούδε ισχύοντος καθεστώτος ρύθμισιν των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας δεν εξεδηλώθη μόνον κατά τας συζητήσεις των αρμοδίων κοινοβουλευτικών οργάνων, αλλ’ απεκρυσταλλώθη και εις το κείμενον του Συντάγματος, το οποίον και εις άλλα σημεία, πλην του αρθρ. 3, αφίσταται χαρακτηριστικώς των παραδεδομένων. Ούτω, ναι μεν το νέον Σύνταγμα αναγνωρίζει, ως και πάντα τα προϊσχύσαντα παρ’ ημίν Συντάγματα, την Ορθόδοξον Χριστιανικήν Θρησκείαν ως επικρατούσαν τ.ε. επίσημον Θρησκείαν του Κράτους, αλλ’ ήδη α) αι περί Θρησκείας και Εκκλησίας διατάξεις έχουν μετατεθή, το πρώτον εις την ελληνικήν συνταγματικήν ιστορίαν—εξαιρέσει του συνταγματικού κειμένου του 1925 της 30μελους επιτροπής της Δ' Εθνικής Συνελεύσεως—εκ του άρθρ. 1 εις το άρθρ. 3 του Συντάγματος· β)έχει παραλειφθή η συνταγματική δέσμευσις, η οποία υπήρχε δια τον κληρονομικόν ανώτατον άρχοντα και δη και τον διάδοχον του θρόνου, όπως ο αρχηγός του Κράτους (ήδη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας) « πρεσβεύη την θρησκείαν της Ανατολικης Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας»· γ) δεν υπάρχει εις το κείμενον του όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρ. 33 παρ. 2 Συντ.) περικοπή περί του ότι ούτος «προστατεύει την επικρατούσαν θρησκείαν», τούθ’ όπερ προεβλέπετο υπό των προϊσχύσαντων Συνταγμάτων δια τον όρκον του κληρονομικού αρχηγού του Κράτους· δ) του λοιπού προσηλυτισμός απαγορεύεται γενικώς (άρθρ. 13 παρ. 2, εδ. γ' Συντ.) και όχι μόνον κατά της επικρατούσης θρησκείας (ως ωρίζετο εις όλα τα προϊσχύσαντα Συντάγματα, πλην του 1927)· ε) οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται, όχι μόνον εις την αυτήν εποπτείαν ή επιτήρησιν της Πολιτείας, ως παγίως ωρίζετο μέχρι τούδε, αλλά και εις «τας αυτάς έναντι ταύτης υποχρεώσεις, ως και οι της επικρατούσης θρησκείας» (άρθρ. 13 παρ. 3). Δέον δε συναφώς να σημειωθή, ότι η τοιαύτη τάσις προς πληρεστέραν κατοχύρωσιν της ελευθερίας της θρησκευτικής συνε ιδήσεως και διασφάλισιν της ανεξιθρησκείας δια της σχετικής ε ξισώσεως όλων των γνωστών θρησκειών έναντι του Κράτους εξεδηλώθη και επί δύο άλλων σημείων, επί των οποίων υπήρξε χαρακτηριστική σύμπτωσις θέσεων μεταξύ του υποβληθέντος εις την Βουλήν επισήμου κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγματος και των προτάσεων, αντισχεδίων και τροπολογιών των κομμάτων της αντιπολιτεύσεως. Πρόκειται: α) δια την απάλειψίν της, κατ’ απομίμησιν του τυπικού προοιμίου των μεταξύ των χριστιανικών «αυλών» της μοναρχικής Ευρώπης συναπτομένων παλαιότερον συνθηκών, καθιερωθείσης επικλήσεως της Αγίας Τριάδος εν αρχή του Συντάγματος· β) δια τον αποχρωματισμόν της παιδείας από τον θρησκευτικόν ιδεολογικόν προσανατολισμόν (άρθρ. 16 Συντ.). Άπασαι αι ως άνω αποκλίσεις από των παραδεδομένων σχέσεων μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας—μολονότι επί των δύο τελευταίων σημείων η Κυβέρνησις τελικώς υπανεχώρησε—προδίδουν και επιβεβαιώνουν την διάχυτον εν τη Ε' Αναθεωρητική Βουλή τάσιν, τόσον προς αποδέσμευσιν της Εκκλησίας από την Πολιτείαν, όσον και αντιστοίχως προς αποδέσμευσιν, εν τινι μέτρω, της Πολιτείας από την Εκκλησίαν. Εάν η καθιέρωσις του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας εκρίθη πρόωρος, η βαθμιαία ουχ ήττον απομάκρυνσις εκ του συστήματος της νόμω κρατούσης πολιτείας», ως τούτο ίσχυε παρ’ ημίν, εθεωρήθη τελικώς υπό του συντακτικού νομοθέτου του 1975 ως επιβεβλημένη. Ακριβώς δε προς τον σκοπόν τούτον εγένοντο αι τροποποιήσεις και προσθήκαι συνταγματικών διατάξεων, αφορωσών εις την διοίκησιν της Εκκλησίας και γενικώτερον εις τας σχέσεις αυτής προς την Πολιτείαν.

Το ισχύον Σύνταγμα ορίζει εν άρθρω 3, κατά τα ήδη λεχθέντα, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος: α) είναι Αυτοκέφαλος και β) διοικείται υπό της Ιεράς Συνόδου κ.λπ. Ως προς το « αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος» δέον να σημειωθή, ότι η τοιαύτη διατύπωσις δεν εκφράζει επακριβώς την σημερινήν νομικήν θέσιν της ελλαδικής Εκκλησίας, και δη ως αύτη προσδιορίζεται δια των αμέσως εν συνεχεία διατάξεων του εδ. γ' της παρ. 1 του αυτού άρθρ. 3 Συντ. περί τηρήσεως των διατάξεων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928. Διότι η Πράξις αύτη ερείδεται επί της ρητώς εκπεφρασμένης προϋποθέσεως, ότι αι δι’ αυτής υπαχθείσαι διοικητικώς εις την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος Μητροπόλεις των απελευθερωθεισών κατά τα έτη 1912-13 και 1916-18 περιοχών, των λεγομένων «Νέων Χωρών» (πλην της Κρήτης και του Αγίου Όρους) ήτοι της Μακεδονίας, της Ηπείρου (πλην της Άρτης), της Ελασσώνος, της Δυτικής Θράκης και των .νήσων του Αρχιπελάγους, εξακολουθούν να ανήκουν «κανονικώς» εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, συναποτελούσαι μετά της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος την « Εκκλησίαν της Ελλάδος» (βλ. και Κ.Ν. 5438/1932). Συνεπώς η τελευταία αυτή, καθ’ εαυτήν και εν τω συνόλω της, δεν δύναται να χαρακτηρίζεται ως Αυτοκέφαλος. Η επισημαινομένη αντίφασις οφείλεται εις το ότι οι συντάκται της σχετικής διατάξεως επανέλαβον χωρίς ιδιαιτέραν προσοχήν την στερεοτύπως υπό πάντων των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων χρησιμοποιηθείσαν διατύπωσιν «είναι αυτοκέφαλος», η οποία όμως ανεφέρετο, μέχρι και του Συντάγματος 1927, εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος, ως αύτη είχε χειραφετηθή, αρχικώς μεν εν τοις πράγμασιν, αντικανονικώς από του 1833, εν συνεχείᾳ δε κανονικώς δια του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850, εις ην μετά ταύτα υπήχθησαν δια των Πατριαρχικών και Συνοδικών Πράξεων του 1866 και του 1881, αντιστοίχως αι Μητροπόλεις των Ιονίων Νήσων και της Θεσσαλίας (πλην Ελασσώνος) μετά της περιοχής Άρτης εκ της Ηπείρου. Είναι πάντως βέβαιον, ότι δια της περί ης ο λόγος διατυπώσεως ο συντακτικός νομοθέτης δεν ήθέλησε να καθιερώση το Αυτοκέφαλον της εν γένει Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι και κατά το σκέλος των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αντίθετος εκδοχή θα εσήμαινεν ότι η Ελληνική Πολιτεία αυτογνωμόνως—χωρίς την συναίνεσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και παρά την αντίθετον γνώμην αυτού, την εκπεφρασμένην μάλιστα δια της Πράξεως του 1928, την τήρησιν της οποίας αυτό τούτο το Σύνταγμα επιβάλλει—απέσπασε τας ως άνω Μητροπόλεις εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τας προσήρτησεν υπό πάσαν έποψιν εις την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος. Ουδεμία όμως τοιαύτη βούλησις του συντακτικού νομοθέτου ουδαμόθεν προκύπτει. Ούτε εις τα Πρακτικά των Επιτροπών ή της Ολομελείας της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής ανευρίσκεται ίχνος τοιαύτης προθέσεως, ούτε θα ήτο δυνατόν, υπό το κρατούν σήμερον κλίμα αρίστων σχέσεων μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να υποτεθή, ότι, εάν υπήρχε τοιαύτη ποόθεσις, δεν θα ηκολουθείτο προηγουμένως διαδικασία συνεννοήσεων μετ’ αυτού, παρόμοια με εκείνην, η οποία απέληξε παλαιότερον εις την έκδοσιν των μνημονευθεισών ήδη Πατριαρχικών και Συνοδικών Πράξεων του 1866 και του 1881.

Εφ’ όσον, κατά ταύτα, το ιδιόρρυθμον εκκλησιαστικόν καθεστώς των περιοχών του Ελληνικού Κράτους, περί ων η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις του 1928, εξακολουθεί υφιστάμενον δυνάμει ακριβώς της Πράξεως ταύτης, περί ης ήδη το πρώτον γίνεται ρητή μνεία εν τω Συντάγματι ( αρθ. 3 παρ. 1, εδ. γ'), είναι προφανές, ότι η εν τη επομένη παρ. 2 του αύτού άρθρου διάταξις («το υφιστάμενον εις ωρισμένας περιοχάς του Κράτους εκκλησιαστικόν καθεστώς δεν αντίκειται εις τας διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου»), αποδίδουσα την παλαιάν ερμηνευτικήν δήλωσιν, ήτις περιείχετο εις τα Συντάγματα του 1927 και του 1952, αφορά ήδη εις τας περιοχάς των Μητροπόλεων της Κρήτης και της Δωδεκάνησου.

5.Το νέον Σύνταγμα, ρυθμίζον τας σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, καθορίζει δια συγκεκριμένων ειδικών διατάξεων εν άρθρ. 3 παρ. 1, εδ. γ', τον τρόπον διοικήσεως αύτής. Ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 δεν αρκείται να ορίση απλώς και μόνον, ως συνέβαινεν εις τα προϊσχύσαντα Συντάγματα, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος «διοικείται υπό Ιεράς Συνόδου Αρχιερέων». Αλλ’ επί πλέον: α) διευκρινίζει ότι πρόκειται περί Συνόδου των εν ενεργεία Αρχιερέων· β) κατοχυρώνει τον θεσμόν της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και δη προερχομένης εκ της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος (ενώ μέχρι τούδε δεν καθωρίζετο το είδος της Συνόδου)· γ)διασφαλίζει την συγκρότησιν της τελευταίας συμφώνως προς τας διατάξεις του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας, του οποίου ούτω ρητώς προβλέπει την έκδοσιν· και δ) επιβάλλει την τήρησιν των διατάξεων του Πατριαρχικού (και Συνοδικού) Τόμου της 29ης ’ Ιουνιου 1850 και της (Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, κυρουμένων ούτω, δια πρώτην φοράν, υπό συνταγματικού κειμένου.

Είναι άξιον προσοχής, ότι η ως άνω διατύπωσις των ρυθμιζουσών τας σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας και ειδικώτερον την διοίκησιν αυτής συνταγματικών διατάξεων διαφέρει της αρχικώς δια του κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγματος προταθείσης. Τούτο περιωρίζετο να επαναλάβη την αόριστον διατύπωσιν των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος... διοικείται υπό Ιεράς Συνόδου Αρχιερέων» με την προσθήκην «ως νόμος ορίζει » (άρθρ. 4, παρ. 3, εδ. δ' της πρώτης μορφής του Σχεδίου, ή άρθρ. 4 παρ. 1 εδ. δ' της δευτέρας μορφής του Σχεδίου). Επρόκειτο περί εμμονής εις το σύστημα «της νόμω κρατούσης πολιτείας», το οποίον ούτω κατωχυρούτο συνταγματικώς· ο καθορισμός του τρόπου διοικήσεως της Εκκλησίας επαφίετο ρητώς εις την διακριτικήν ευχέρειαν του κοινού νομοθέτου. Γενική εν τούτοις και κοινή εξ όλων των εν τη Αναθεωρητική Βουλή πολιτικών παρατάξεων εσημειώθη προσπάθεια, όπως τεθούν δια του Συντάγματος περιορισμοί εις τον κοινόν νομοθέτην. Ούτω παρά του επί του θέματος ειδικού είσηγητού της πλειοψηφίας X. Καραπιπέρη, Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, προετάθη, όπως η Εκκλησία «διοικείται υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και του εντεταλμένου αυτής οργάνου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ως ο υπό της ολομελείας της Βουλής ψηφιζόμενος καταστατικός νόμος της Εκκλησίας ορίζει» (βλ. Πρακτικά Β' Υποεπιτροπής, ενθ’ αν., σελ.16). Ναι μεν κατ’ αυτόν τον τρόπον, αιρομένης της ασαφείας όσον αφορά εις την λειτουργίαν του συνοδικού συστήματος, «ο προκαλέσας πολλά δεινά εις τας σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας θεσμός των αριστίνδην συνόδων θα είναι όχι μόνον αντικανονικός, αλλά και αντισυνταγματικός» (βλ. αυτόθι, σελ. 16), τα περαιτέρω όμως θα εξηρτώντο εν πάση περιπτώσει εκ της ρυθμίσεως, την οποίαν θα περιείχεν εκάστοτε ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας. Εφ’ όσον ουδείς τίθεται εκ του Συντάγματος περιορισμός ως προς το συγκεκριμένον περιεχόμενον του Καταστατικού Χάρτου και εφ’ όσον οδύος δεν θεσπίζεται εφ’ άπαξ, αλλ’ είναι δυνατόν εκάστοτε να τροποποιήται, η ψήφισίς του όχι από τμήμα αλλ’ από την Ολομέλειαν της Βουλής ( τούθ’ όπερ προβλέπεται, άλλωστε εν άρθρω 72 παρ. 1 Συντ.) δεν παρέχει εις την Εκκλησίαν ουσιαστικήν τινα εγγύησιν έναντι κρατικών επεμβάσεων εις τα της διοικήσεώς της. Προς αποτελεσματικωτέραν λοιπόν κατοχύρωσιν της Εκκλησίας η υπό την προεδρίαν του βουλευτού Επικρατείας Κ. Τσάτσου επί του Συντάγματος Κοινοβουλευτική Επιτροπή εισηγήθη, όπως προσδιορισθούν ειδικώτερον τα της διοικήσεως της Εκκλησίας: «υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και της εκ ταύτης προερχομένης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, συγ κροτουμένων κατά τους Ιερούς Κανόνας και τον Καταστατικόν Χάρτη ν ». ’ Ετι περαιτέρω βαίνουν, διασφαλίζουσαι την εν γένει αυτοδιοίκησιν της Εκκλησίας , αι διατυπώσεις αι προταθείσαι εις την Βουλήν υπό του επί του θέματος ειδικού αγορητού της μειοψηφίας βουλευτού Επικρατείας Ε. Παπανούτσου (η Εκκλησία «διοικείται βάσει καταστατικού Χάρτου, συντασσομένου υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας κατά τους Ιερούς Κανόνας και την εκκλησιαστικήν παράδοσι ν », βλ. Πρακτικά Ε' Αναθεωρητικής Βουλής, ένθ’, αν. σ. 2.012, 2.128) και υπό του βουλευτού Στ. Παπαθεμελή («Η Εκκλησία διοικείται ως οι ιεροί κανόνες και ο καταστατικός χάρτης αυτής ορίζουν» ή βάσει καταστατικού χάρτου ψηφιζομένου «προηγουμένης συμφώνου γνώμης τηςΕκκλησίας», αύτόθι , σ. 2.132). Τοιαύτην πρότασιν είχε διατυπώσει και η Ι. Σύνοδος. Επειδή ουχ ήττον η κατά τα ανωτέρω αναγνώρισις ουσιαστικώς ή και τυπικώς εις την Εκκλησίαν του δικαιώματος να θεσπίζη τον Καταστατικόν της Χάρτην, αποξενουμένης ούτω της Πολιτείας από της εξουσίας να νομοθετή δια την Εκκλησίαν, εθεωρήθη, ότι «προκαλεί τον πλήρη διαχωρισμόν Εκκλησίας και Πολιτείας», κατά την δήλωσιν του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Π. Ζέπου ( αύτόθι, σ. 2.132), όστις ετόνισεν ότι εμμένει «εις την ανάγκην κυρώσεως του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας από την Πολιτείαν» (αυτόθι, σ. 2.139), η Ε' Αναθεωρητική Βουλή κατέληξεν εις την υιοθέτησιν ηπιωτέρας διατυπώσεως, προταθείσης υπό του Βουλευτού Αθ. Κανελλοπούλου (βλ. Πρακτικά Β' Υποεπιτροπής, ένθ’ αν. σ. 40 επ. και Πρακτικά Βουλής, ένθ’ αν., σ. 2.136-2.137): πρόκειται περί της αναφοράς εις τον Πατριαρχικόν και Συνοδικόν Τόμον του 1850 και την Πατριαρχικήν και Συνοδικήν Πράξιν του 1928, των οποίων αι διατάξεις δέον να τηρώνται υπό του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας, του θεσπιζομένου υπό της Πολιτείας. Το ουσιώδες όμως και εις την τοιαύτην ρύθμισιν έγκειται εις το ότι καθιερούται, έστω και εμμέσως— δια της αναφοράς εις τα πατριαρχικά κείμενα— η σύμφωνος γνώμη της Εκκλησίας . Δια της ούτω πως διαμορφωθείσης διατάξεως το ισχύον Σύνταγμα παρεκκλίνει αναμφιβόλως από την ρύθμισιν των προηγουμένων Συνταγμάτων.

6. Εν όψει τούτων τίθεται το ερώτημα, αν ο εν εδαφ. γ' της παραγρ. 1 του άρθρ. 3 του Συντάγματος τιθέμενος όρος «τηρουμένων των διατάξεων» των αυτόθι μνημονευομένων πατριαρχικών κειμένων αναφέρεται εν γένει εις την διοίκησιν της Εκκλησίας (δηλ. εις το ρήμα «διοικείται») ή ειδικώς εις μόνην την συγκρότησιν της Διαρκούς Ι. Συνόδου (δηλ. εις την μετοχήν « συγκροτουμένης»).

Το γράμμα της συνταγματικής διατάξεως, θα ηδύνατό τις να ισχυρισθή ότι δεν είναι αρκούντως σαφές. Αλλά και αι σχετικαί συζητήσεις εις την Β' Υποεπιτροπήν και την ολομέλειαν της Βουλής, μη διακρινόμεναι πάντοτε δια την πλήρη γνώσιν των πραγμάτων, δεν υπήρξαν σαφέστεραι, ώστε να διευκολύνουν την ερμηνείαν, μολονότι βεβαίως δεν είναι απολύτως δεσμευτικαί δι’ αυτήν. Αρχικώς εις την Β' Υποεπιτροπήν φαίνεται, ότι είχε κρατήσει η άποψις ότι η αναφορά ειδικώτερον εις την Συνοδικήν Πράξιν του 1928 περιορίζεται εις το θέμα της συγκροτήσεως της Διαρκούς Ι. Συνόδου, συμφώνως προς τας σχετικάς διατάξεις της και ότι τούτο μόνον θα έδει, όπως κατοχυρωθή συνταγματικώς (βλ. εις Πρακτικά, ενθ’ αν., σελ. 4041, την στιχομυθίαν μεταξύ του Υφυπουργού Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων X. Καραπιπέρη και του βουλευτού Αθ. Κανελλοπούλου). Και η εισήγησις της επί του Συντάγματος Κοινοβουλευτικής Επιτροπής εμφανίζεται εντοπίζουσα την τήρησιν των ιερών κανόνων εις την συγκρότησιν των I. Συνόδων (βλ. ανωτέρω υπ’ αριθ. 5). Εις την Ολομέλειαν όμως της Βουλής το θέμα δεν απετέλεσεν αντικείμενον συζητήσεων. Η δε παρά του γενικού εισηγητού της πλειοψηφίας βουλευτού Δ. Παπασπύρου προταθείσα σχετική διατύπωσις «η Διαρκής Ιερά Σύνοδος εκλέγεται καθ’ α ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ορίζει, τηρουμένων των επί του θέματος τούτου διατάξεων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928» (Πρακτικά Βουλής, ένθ’άν., σελ. 2.1222.123) δεν περιελήφθη τελικώς εις το κείμενον του Συντάγματος, ενώ εξ άλλου εις τούτο προσετέθη η αναφορά εις τον Πατριαρχικόν και Συνοδικόν Τόμον του 1850 (βλ. Πρακτικά Βουλής, ενθ’ αν., σ. 2.1362.137). Αλλά δια την ερμηνείαν της περί ης πρόκειται συνταγματικής διατάξεως βαρύνουσαν σημασίαν έχει και η καθόλου βούλησις του συντακτικού νομοθέτου, ως αυτή προκύπτει εκ του συνόλου της γενομένης υπ’ αυτού ρυθμίσεως θεμάτων άναγομένων εις τας σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας (βλ. άνωτέρω ύπ’ άριθ. 3). Διάχυτος δε υπήρξε, κατά τα ήδη λεχθέντα, η πρόθεσίς του, όπως ρυθμίση ταύτας επί το φιλελευθερώτερον, και πρόδηλος υπήρξεν ο σκοπός του, δπως δια των τροποποιήσεων και προσθηκών, των επενεχθεισών εις τας σχετικάς διατάξεις του Συντάγματος, απαλλάξη την Εκκλησίαν από τον καταθλιπτικόν κρατικόν παρεμβατισμόν. Δοθέντος ότι ο σκοπός ούτος, εις ον βασικώς απέβλεψεν ο συντακτικός νομοθέτης, εξυπηρετείται λυσιτελέστερον δια της τηρήσεως των διατά ξεων του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Συνοδικής Πράξεως του 1928 των αφορωσών οχι μόνον εις την συγκρότησιν της Διαρκούς Ίερας Συνόδου, αλλ’ εις την εν γένει διοίκησιν της Εκκλησίας , φρονούμεν ότι, και εις ην τυχόν περίπτωσιν δεν εθεωρείτο σαφές το γράμμα της διατάξεως του εδ. γ', παρ. 1, άρθρ. 3 του Συντάγματος, αύτη, τελεολογικώς ερμηνευομένη, έχει την έννοιαν ότι η αυτόθι δια του δρου «τηρουμένων των διατάξεων» αναφορά εις τα πατριαρχικά κείμενα δεν ανάγεται μόνον και δεν εξαντλείται εις το ειδικόν θέμα του φορέως της διοικήσεως της Εκκλησίας—ήτοι ως συγκροτουμένου κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης και κατ’ ίσον αριθμόν αρχιερέων εκ των περιοχών της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και των περιοχών του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου—, αλλ’ εκτείνεται εις τους κανόνας των, δι’ ων ρυθμίζονται εν γένει τα της διοικήσεως της Εκκλησίας. Τούτο σημαίνει, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δέον όπως διοικήται, κατά βάσιν, ως τα μνημονευθέντα πατριαρχικά κείμενα ορίζουν. Η δε Πολιτεία δεν δύναται να προβαίνη μόνη, δια της συνήθους νομοθετικής οδού, εις την θέσπισιν διατάξεων μη συμφώνων προς τα εν αυτοίς οριζόμενα. Υπ’ αυτήν την έννοιαν κατοχυρούνται συνταγματικώς οι εις τα πατριαρχικά ταύτα κείμενα περιεχόμενοι κανόνες, οι αφορώντες εις την διοίκησιν της Εκκλησίας.

Τοιουτοτρόπως λύεται και το ζήτημα, το επανειλημμένως απασχόλησαν την επιστήμην και την νομολογίαν, αν το Σύνταγμα κατοχυρώνη μόνον τους αφορώντας εις το δόγμα κανόνας της Εκκλησίας (τους « δρους») ή και τους αφορώντας εις την διοίκησιν αυτής. Διότι ήδη ο συντακτικός νομοθέτης ερρύθμισεν ευθέως Θέματα, τα οποία ήσαν παλαιότερον αντικείμενον διαμάχης, ώστε μόνον οι αντίστοιχοι κανόνες της Εκκλησίας να κατοχυρώνται δια του Συντάγματος. Τούτο προκύπτει ειδικώτερον: α) εκ της μνημονευθείσης διατάξεως του εδ. γ' της παρ. 1 του άρθρ. 3, δι’ ης ρητώς και ειδικώς κατοχυρούνται οι εκ των διοικητικών κανόνων περιεχόμενοι εις τα αυτόθι μνημονευόμενα πατριαρχικά κείμενα, ως και εκ της αναλόγου περιεχομένου διατάξεως της παρ. 2 της σχετικής προς το υφιστάμενον εις ώρισμένας περιοχάς του Κράτους εκκλησιαστικόν καθεστώς· β) εκ της παρ. 8 άρθρ. 18, δι’ ης ορίζεται, ότι δεν υπόκειται εις απαλλοτρίωσιν η αγροτική ιδιοκτησία ωρισμένων πατριαρχικών και σταυροπηγιακών Μονών και η εν Ελλάδι περιουσία Πατριαρχείων κ.λπ., τουθ’ όπερ προϋποθέτει, ότι, πλην των συγκεκριμένων τούτων εξαιρεσεων, η εκκλησιαστική περιουσία υπόκειται γενικώς εις απαλλοτρίωσιν.

7. Το Σύνταγμα, αναφερόμενον εις τα ως άνω δύο πατριαρχικά κείμενα, αναφέρεται προφανώς εις τας αφορώσας εις την διοίκησιν της Εκκλησίας διατάξεις αυτών, δεδομένου ότι αι αφορώσαι εις το δόγμα και την θείαν λατρείαν διατάξεις προστατεύονται γενικώς δυνάμει τού προηγουμένου εδ. β' της αυτής παρ. 1 του άρθρ. 3 Συντ. Και ως προς μεν την Πατριαρχικήν και Συνοδικήν Πράξιν του 1928 δεν υπάρχει θέμα, διότι αι διατάξεις αυτής είναι διοικητικής φύσεως και δη εξειδικευμέναι. Θέματα όμως γεννώνται ως προς τον Πατριαρχικόν και Συνοδικόν Τόμον του 1850, διότι ούτος ορίζει γενικώς ότι η Ι. Σύνοδος διοικεί τα της Εκκλησίας της Ελλάδος «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ε λευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεω ς». Κατ’ εξοχήν η διάταξις αύτη αφορά εις το υπό κρίσιν θέμα. Διότι η περί κανονικής ενότητος διάταξις του Τόμου καλύπτεται ιδιαιτέρως υπό του εδ. β', παρ. 1 του άρθρ. 3 Συντ., ομοίως δε η διάταξις περί λήψεως του αγιου μύρου ως αναγομένη εις την λατρείαν, ενώ η αναφερομένη εις την αναγγελίαν Αναγορεύσεων Ιεραρχών, η οποία ανευρίσκεται και εις την Πράξιν του 1928, είναι προφανώς lex imperfecta .

Το νόημα της κατά τα ανωτέρω απαγορευομένης «κοσμικής επεμβάσεως» έχει αρκούντως διευκρινισθή δια των γραμμάτων των ανταλλαγέντων, το 1850, μεταξύ του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου και της τότε Ελληνικής Κυβερνήσεως. Πράγματι, εις μεν την Β' Πράξιν της Ι. Πατριαρχικής Συνόδου από 16 Ιουνίου 1850 (βλ. Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, Κωνσταντίνου Πρεσβυτέρου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, τομ. Β', Αθήναι , αωξθ ' , εκδ. Σοφοκλέους Κ. του εξ Οικονόμων , σελ. 530) αναφέρεται, ότι εσχεδιάσθησαν οι όροι του Αυτοκεφάλου, κανονίζοντες καθ’ άπαξ την εκκλησιαστικήν οικονομίαν της Εκκλησίας της Ελλάδος «συμφώνως τοις θείοις και ιεροίς κανόσι και εθίμοις της Εκκλησίας». Εξ άλλου δια του από 29.6.1850 γράμματός του προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν ο Οικουμενικός Πατριάρχης ΄Ανθιμος υπεδείκνυεν οτι έργον αυτής είναι, όπως την Εκκλησίαν «ούτως ανεξάρτητον και ευσταθή εν τοις πνευματικοίς αποκαταστήση, Καίσαρι μεν αυτά τα του Καίσαρος απονέμουσαν Θεώ δε μόνον τα του Θεού » ( ένθ’ αν., σελ. 557, επίσης βλ. εν Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα Τζωρτζάτου, Η καταστατική νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1967, σ. 34). Ανταπαντών δε, την 24.12.1850, εις το από 6.9.1850 ευχαριστήριον γράμμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ήτις υπέσχετο ότι θα « καταστήση του λοιπού την Σύνοδον ανεξάρτητον εν τοις πνευματικοίς... ουδέ κωλυθήσεται η περί τα τοιαύτα ε λευθέρα αυτής ενέργεια. Επιτηρεί δε μόνον η Κυβέρνησις κατά το καθήκον και δικαίωμα αυτής», ο αυτός Οικουμενικός Πατριάρχης ετόνιζεν ότι «πάσα καινοτομία και νεωτερισμός, άπαγε ! ή επέμβασις και παρείσφρησις επί παρασαλεύσει των ιερωτάτων αυτής εθίμων και δρων, εγγράφων τε και παραδεδομένων, ή άλλη τις περί τα πνευματικά πολιτική και κοσμική επιμιξία απέστω μέχρι και απο πείρας και απλού λογισμού» ( ενθ’ αν., αντιστοίχως σ. 563 και σ. 39).

Κατ’ ακολουθίαν τούτων, εκ τε του γράμματος και του πνεύματος του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850, συνάγεται, ότι πέραν των πνευματικών θεμάτων (δόγματος και θείας λατρείας)—, εις τα οποία οιαδήποτε κρατική επέμβασις απαγορεύεται— αποκλείεται επίσης, ως προς την διοίκησιν της Εκκλησίας, όχι μόνον η de facto και δια πλαγίας οδού ανάμιξις της Πολιτείας, αλλ’ ακόμη και η de jure , διά της νομοθετικής η διοικητικής οδού, επέμβασις της, εφ’ όσον πρόκειται περί «εσωτερικών» ζητημάτων της Εκκλησίας. Ύπ’ αυτήν την έννοιαν, δια της αναφοράς του Συντάγματος εις τον Πατριαρχικόν Τόμον του 1850, κατοχυρούται συνταγματικώς η αυτοδ ι ο ί κ η σ ι ς της Εκκλησίας, δηλαδή η παρ’ αυτής επιμέλεια των ιδίων της υποθέσεων—οργανώσεως xcd λειτουργίας της—και δη δι’ ιδίων οργάνων παρ’ αύτής άναδεικνυομένων. Ούτως η Εκκλησία της Ελλάδος είναι, κατά το Σύνταγμα, αυτοτελής και αύτοδιοικούμενος οργανισμός, αποτελεί δε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, ως ασκούσα και δημοσίαν λειτουργίαν. Υπό την ιδιότητα αυτήν υπάγεται εις κρατικήν εποπτείαν, αι δε εκτελεσταί διοικητικαί πράξεις των εκκλησιαστικών αρχών υπόκεινται εις τον έλεγχον νομιμότητος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Εν πάση περιπτώσει η αυτοδιοίκησις της Εκκλησίας, ως προς τα καθαρώς ιδία αυτής ζητήματα και ο αποκλεισμός κρατικής αναμίξεως εις ταύτα δεν είναι ει μη η μία μόνον όψις της νυν ισχυούσης συνταγματικής ρυθμίσεως των σχέσεων μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας. Η κατά το πνεύμα του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 διέπουσα αυτάς άρχή « Καίσαρι μεν αυτά μόνα τα του Καίσαρος, Θεώ δε μόνον τα του Θεού » έχει και ετέραν—την αντίστροφον—όψιν: αποκλειει την ανάμιξιν της Εκκλησίας εις θέματα της πολιτικώς ωργανωμένης κοινωνίας, προς ρύθμισιν των οποίων τεταγμένη είναι, εξ ορισμού, μόνη η κρατική εξουσία. Ειδικώτερον: Η συνταγματική καθιέρωσις της αυτοδιοικήσεως της Εκκλησίας δεν εκτείνεται και επί θεμάτων, τα οποία σχετίζονται προς αρμοδιότητας της Πολιτείας ή προς θεσπιζόμενα υπό ταύτης δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών ή προς την δημοσίαν τάξιν ή το γενικόν συμφέρον ή την κοινωνικήν ωφέλειαν κ.τ.λ. Η ρύθμισις των τοιούτων θεμάτων γίνεται είτε δια του Συντάγματος (βλ. π.χ. άρθρ. 3 παρ. 3 εδ. β', 4 παρ. 6, άρθρ. 13 και ιδίως παρ. 2 εδ. γ', άρθρ. 17, άρθρ. 18, άρθρ. 20, άρθρ. 22, άρθρ. 24 κ.λπ.), είτε δια της συνήθους νομοθετικής όδού, δια κανόνων τόσον του δημοσίου δικαίου (π.χ. διοικητικού, ποινικού, φορολογικού), όσον και του ιδιωτικού δικαίου, ιδίως δε του αστικού και δη του οικογενειακού δικαίου, ως π.χ. το εν γένει δίκαιον του γάμου).

Συμπέρασμα : Υπο το ισχύον Σύνταγμα αι σχέσεις μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας χαρακτηρίζονται από την τάσιν αμοιβαίας αποδεσμεύσεως και απαλλαγής αυτών εξ ωρισμένων εμπλοκών, τας οποίας, ως εκ της φύσεώς του, έχει προκαλέσει εις τας σχέσεις των, επί ζημία αμφοτέρων, το σύστημα της « νόμω κρατούσης πολιτείας».

Δέον να θεωρηθή βέβαιον, ότι το νέον Σύνταγμα αφίσταται του από της ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους ισχύσαντος ηπίου πολιτειοκρατικού συστήματος, του γνωστού ως συστήματος της « νόμω κρατούσης πολιτείας» (τουλάχιστον υπό την μορφήν, υπό την οποίαν τούτο καθιερούτο, πολύ δε περισσότερον υπό την οποίαν εφηρμόζετο). Χωρίς δε βεβαίως να φθάνη μέχρι του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας, πλησιάζει ουχ ήττον προς το λεγόμενον σύστημα της «ομοταξίας».

Η σημερινή φάσις των σχέσεων μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, ως έχει αποκρυσταλλ,ωθή εις το νέον Σύνταγμα και ιδίως εις το άρθρ. 3 παρ. 1 εδ. γ' αυτού, δύναται να λεχθή, ότι ευρίσκεται εις το μεταίχμιον μεταξύ του συστήματος της « νόμω κρατούσης πολιτείας» και ενός καθεστώτος «συναλληλίας». Διότι σαφής τυγχάνει η βούλησις του συντακτικού νομοθέτου, όπως η Εκκλησία παύση να υπόκειται εις την Πολιτείαν, εκατέρας τούτων ασχολουμένης με τα καθ’ εαυτήν ίδια ζητήματα, αμφοτέρων δε συνεργαζομένων εν ισοτιμία δια τα κοινά.

Θεσσαλονίκη, 16 Σεπτεμβρίου 1975 –
Οι γνωμοδοτούντες Καθηγηταί

Αριστόβουλος Ι. Μάνεσης- Κων. Α. Βαβούσκος

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.