ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Η Σύνοδος στη Βυζαντινή Εκκλησία και η αρχή της πλειονοψηφίας

Ευάγγελος Χρυσός, Ομότ. Καθηγητής ΕΚΠΑ, Πρακτικά Ημερίδας στην Μνήμη Κ. Γ. Πιτσάκη,
Η των πλειόνων ψήφος κρατείτω,
εκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων,
Αθήνα 2017, σελ. 99-110

 

Ο προβληματισμός μου για το θέμα της εισήγησής μου είναι παλαιός, είναι πενηντάχρονος. Στα χρόνια που έγραφα τη διδακτορική μου διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Βόννης με θέμα τους «Επισκοπικούς Καταλόγους της Πέμπτης Οικουμενικής Συνόδου» χρειάστηκε να διερευνήσω με ποια σειρά και τάξη παρακάθησαν τα μέλη της συνόδου στην Κωνσταντινούπολη το 553, την οποία είχε συγκαλέσει ο Ιουστινιανός (1). Τότε και αργότερα σε άλλες ερευνητικές προσπάθειες (2) με απασχόλησαν τα θέματα τα σχετικά με την προεδρία των συνόδων, τον τρόπο και τον βαθμό ανάμιξης του αυτοκράτορα στη διαδικασία λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων κ.λπ., θέματα τα οποία με συνδέουν σε γόνιμο διάλογο με τον Σπύρο Τρωιάνο από το 1962! (3)

Όσον αφορά ειδικά το θέμα της πλειονοψηφίας τα τελευταία 10 χρόνια υπήρξε κάποια σημαντική βιβλιογραφική παραγωγή. Σημειώνω καταρχάς το βιβλίο του γνωστού Αμερικανού ιστορικού της ύστερης αρχαιότητας Ramsay MacMullen για τη διαδικασία ψηφοφορίας στις συνόδους (4). Στο βιβλίο περιγράφεται η συνοδική διαδικασία στις 260 συνόδους που είναι καταγεγραμμένες για την περίοδο των 300 ετών από το 253 έως το 553. Είναι ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός συνόδων, που δείχνει τον κεντρικό ρόλο του συνοδικού θεσμού στην εκκλησιαστική ζωή. Βέβαια το βιβλίο χαρακτηρίζει η έντονη διάθεση του συγγραφέα να τονίσει και να αναδείξει τη συγκρουσιακή ατμόσφαιρα που συχνά επικρατούσε στις συνόδους, ατμόσφαιρα που είναι γνωστή από σχετικές εμπειρίες και μαρτυρίες πατέρων-μελών των συνόδων και κατεξοχήν του Γρηγορίου Ναζιανζηνού (5). Είναι κάτι που θυμίζει τους κοινοβουλευτικούς συντάκτες της εποχής μας, που αναζητούν έντονες λεκτικές συγκρούσεις ή και πράξεις βίας μεταξύ βουλευτών, ή έστω γλωσσικά λάθη ή σαρδάμ κατά τις αγορεύσεις, και αυτά προβάλλουν κατά προτίμηση στα μέσα ενημέρωσης ως «τα έργα» του κοινοβουλίου (6). Χρήσιμο είναι και το εισαγωγικό μέρος της μονογραφίας του Hamilton Hess (7).

Πολύ πιο συστηματική και ουσιαστική είναι η διδακτορική διατριβή του Alexander Glomb στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κολωνίας για την πλειονοψηφία στις κανονικές πηγές της λατινικής Δύσης (8). Βέβαια, λόγω του θέματος και του χώρου όπου παρήχθη, η διατριβή επικεντρώνεται στη συζήτηση των κειμένων κανονικού δικαίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, με κορυφαίο το Decretum Gratiani (9), ενώ η παράδοση της ορθόδοξης Ανατολής θίγεται μόνον εισαγωγικά και περιθωριακά.

Τον ίδιο χρόνο (2008) ο Andreas Weckwerth δημοσίευσε τη σημαντική διδακτορική διατριβή του για τη συνοδική διαδικασία κατά την εποχή της ύστερης αρχαιότητας στη Δύση (τις συνόδους της Ισπανίας, της Γαλατίας, της Αφρικής και της Ιταλίας, κυρίως τις λεγάμενες «ρωμαϊκές συνόδους» (10).

Πιο κοντά στη βυζαντινή συνοδική διαδικασία και εντελώς πρόσφατο είναι το άρθρο του Johannes Preiser - Kapeller με τίτλο « He ton pleionon psephos » (11), όπου ο αξιόλογος ερευνητής στην Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών επικεντρώνει το ενδιαφέρον του κυρίως στο υλικό που περιέχεται στο συνοδικό αρχείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τον 14 ο αιώνα, το οποίο διασώζεται σε δύο χειρόγραφα αποκείμενα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, τα οποία απαρτίζουν το γνωστό στη βιβλιογραφία Patriarchatsregister (12).

Στη συνάφεια αυτή είναι μάλλον περιττό να παρουσιάσω τον τρόπο λειτουργίας του συνοδικού θεσμού, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφωνόταν και καταγραφόταν οι διά πλειονοψηφίας αποφάσεις. Θα ήθελα μόνον να υπογραμμίσω ορισμένα χαρακτηριστικά του, χρήσιμα για την κατανόηση του θέματος της εισήγησης. Η οργάνωση και η λειτουργία της Εκκλησίας ως σώματος αρχήθεν δεν ήταν μοναρχική αλλά συλλογική, συνοδική. Όπως καταγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων, για όλες τις υποθέσεις, μείζονες και ελάσσονες, προβλεπόταν η ανοικτή συζήτηση και η λήψη συλλογικής απόφασης με την ισότιμη συμμετοχή κλήρου και λαού, των πιστών. Αυτό το αρχικό σύστημα υποκαταστάθηκε βέβαια αργότερα με ιεραρχικές δομές και κυρίως με την ανύψωση του κύρους και της ισχύος των επισκόπων στις κατά τόπους Εκκλησίες. ΄Ετσι, έως τον 40 αιώνα είχε πια διαμορφωθεί η ιεραρχία με τους επισκόπους, τους μητροπολίτες, τους εξάρχους και εν συνεχεία τους πατριάρχες, ώσπου στην Ανατολή να παγιωθεί το σύστημα της πενταρχίας των πατριαρχών και στη Δύση το μοναρχικό σύστημα του παπικού πρωτείου (13).

Ωστόσο, η λειτουργία του συνοδικού θεσμού και των συλλογικών αποφάσεων παρέμεινε εν πολλοίς αναλλοίωτη, παρά το γεγονός ότι οι απο φάσεις λαμβάνονταν πλέον συνήθως από την κορυφή της εκκλησιαστικής ηγεσίας -συχνά σε συνεννόηση με την πολιτική ηγεσία, τον αυτοκράτορα-, συνέχιζαν όμως να επικυρώνονται από τη σύνοδο, που εξακολουθούσε να αποτελεί το καταληκτικό σώμα της διαδικασίας. Η τελική επικύρωσή τους από τον αυτοκράτορα, όταν αυτή ήταν απαραίτητη, γινόταν στο πλαίσιο της αρχής της coercitio, του δικαιώματος/υποχρεώσεως της κοσμικής εξουσίας να παρεμβαίνει για την εφαρμογή των συνοδικών αποφάσεων (14). Η εξέλιξη αυτή μπορεί να συγκριθεί, αλλά όχι και να ταυτιστεί, με την παράλληλη και σύγχρονη εξέλιξη των αρμοδιοτήτων της συγκλήτου, η οποία μετά την επικράτηση του Οκταβιανού Αυγούστου υποτίθεται ότι αποκαταστάθηκε ως ο ανώτατος πολιτειακός θεσμός της res publica Romana · στην πραγματικότητα όμως τέθηκε στο περιθώριο της λήψης αποφάσεων σε ρόλο που σπάνια και σε εξαιρετικές περιστάσεις ήταν ουσιαστικός (15). Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι σε αντίθεση προς τη μειωμένη ισχύ των αποφάσεων της συγκλήτου, η σύνοδος σε διάφορα κατώτερα και ανώτερα στάδια (από την επαρχιακή μέχρι την πατριαρχική και την οικουμενική σύνοδο) ποτέ δεν έχασε τόσο μεγάλο μέρος του ρόλου της, ώστε να αποβεί όργανο περιθωριακό και διακοσμητικό. Ακόμη και ο Ιουστινιανός, ο κατεξοχήν “θεολόγος” στον αυτοκρατορικό θρόνο, που αρέσκετο να διατυπώνει δικές του θεολογικές θέσεις στα εκκρεμή δογματικά ζητήματα της εποχής του, γνώριζε να τηρεί τη συνοδική διαδικασία, δηλαδή να αναγνωρίζει στους επισκόπους την αποκλειστική αρμοδιότητα να συνέρχονται εν συνόδω και να αποφαίνονται με την ψήφο τους κατά πλειονοψηφία. Έτσι στις συνόδους που ο ίδιος συγκάλεσε δεν προήδρευσε, ούτε καν παρευρέθη: επέλεξε να μείνει εμφαντικά έξω από τη διαδικασία της συζήτησης και της ψηφοφορίας, αν και παρακολουθούσε στενά την πορεία των εργασιών και επικοινωνούσε καθημερινώς με τη σύνοδο δι’ απεσταλμένων του (16). Τη σημασία της συμπεριφοράς αυτής μπορούμε να εκτιμήσουμε, αν τη συγκρίνουμε π.χ. με τον αυταρχικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τη συνοδική διαδικασία ο Μανουήλ Α' Κομνηνός (17).

Έχει επισημανθεί παλαιόθεν ότι ο συνοδικός θεσμός αναπτύχθηκε με βάση συγκεκριμένα πρότυπα και άλλων συλλογικών θεσμών της αρχαιότητας. Καταρχάς, επειδή ο συνοδικός θεσμός αναπόφευκτα ίσχυσε κατά το πρότυπο της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων, η οποία καταγράφεται στο κεφάλαιο 15 των Πράξεων των Αποστόλων, θεωρείται φυσική η εξάρτηση του θεσμού από το « συνέδριον των Ιουδαίων», το διάσημο synhedrin, ως το ανώτατο συλλογικό όργανο των Εβραίων, στο οποίο ήδη στην Παλαιά Διαθήκη μαρτυρείται η εφαρμογή της αρχής της πλειονοψηφίας (18).

Πέραν αυτού, το 1907 ο Heinrich Gelzer διατύπωσε την ορθή άποψη ότι οι σύνοδοι ήταν προσαρμοσμένες στο πρότυπο, τόσο των αρχαίων βουλευτηρίων των πόλεων και των επαρχιακών συνεδρίων, όσο βέβαια και της ρωμαϊκής συγκλήτου, ενώ έκανε λόγο για τις συνόδους ως «κοινοβούλια της αυτοκρατορίας » (19). Η σύγκλητος της Ρώμης και από τα μέσα του 4 ου αιώνα και της Νέας Ρώμης, αν και έχασε την εξουσία που είχε κατά τους χρόνους της δημοκρατίας, και λειτουργούσε πλέον δίπλα στον πανίσχυρο μονάρχη -τον αυτοκράτορα-, δεν αλλοιώθηκε η βασική δομή λειτουργίας της και βέβαια διατηρήθηκε σε ισχύ η εφαρμογή της αρχής της πλειονοψηφίας (20).

Η ομοιότητα των διαδικασιών και η ισχύς της συγκλήτου ως προτύπου είναι ασφαλώς αδιαμφισβήτητη. Ένα απτό τεκμήριο της προσαρμογής της διαδικασίας της συγκλήτου στις συνόδους είναι ότι και στις συνόδους εφαρμόζεται η γνωστή πρακτική από τις διαδικασίες της συγκλήτου, που προσδιορίζεται με τον τεχνικό όρο discessio, και που προβλέπει τη μετακίνηση των μελών από τη μια πλευρά της αιθούσης στην άλλη, ανάλογα με την ad hoc επιλογή τους επί του συζητούμενου θέματος, με τρόπο ώστε -και εν είδει διαρκούς οπτικής ψηφοδοσίας- να διευκολύνουν τον προεδρεύοντα στη διαπίστωση της πλειοψηφίας (21).

Την πρακτική λοιπόν αυτή της συγκλήτου, την οποία καταγράφουν πολλές λατινικές πηγές, τη βρίσκουμε εφαρμοζόμενη και στις συνόδους. Έτσι π.χ. τα Πρακτικά της Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος (451) παραδίδουν ότι, όταν ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος αποφάσισε να διαφοροποιηθεί από τον Διόσκορο Αλεξανδρείας, που κατηγορείτο ως αιρετικός: « αναστάς ο ευλαβέστατος επίσκοπος Ιουβενάλιος άμα τοις από Παλαιστίνης επισκόποις μετήλθεν εις το άλλον μέρος, και ανεβόησαν οι Ανατολικοί και οι συν αυτοίς ευλαβέστατοι επίσκοποι: ο Θεός καλώς ήνεγκέ σε, ορθόδοξε, καλώς ήλθες». Λίγο αργότερα «ο Πέτρος Κορίνθου [...] αναστάς και αυτός μετήλθεν εις το άλλον μέρος [...] και οι υπόλοιποι ευλαβέστατοι επίσκοποι Ελλάδος [...] πάντες εις το άλλον μετήλθον μέρος» (22 ). Τη στενή εξάρτηση της συνοδικής διαδικασίας από εκείνην της συγκλήτου τεκμηρίωσε περαιτέρω ο Herrmann Josef Sieben στο έργο του Die Konzilsidee der Alten Kirche (23 ). Αντίστοιχες επισημάνσεις έχουν όμως διατυπωθεί για την ομοιότητα της συνοδικής διαδικασίας με εκείνη των δικαστηρίων της ρωμαϊκής εποχής, κυρίως όταν η σύνοδος καλείτο να λειτουργήσει ως εκκλησιαστικό δικαστήριο. Σημαντικές για το θέμα αυτό είναι οι έρευνες του Dieter Simon (24).

Οι ομοιότητες στη διαδικασία αποτυπώνονται και επιβεβαιώνονται από τα πρακτικά των συνόδων, για τη σύνταξη των οποίων, όπως είναι φυσικό, επίσης ακολουθούνταν τα πρότυπα των αντίστοιχων πρακτικών της συγκλήτου και των δικαστηρίων στη διάρθρωση της ύλης, την επικύρωση, την έκδοση και την αρχειοθέτησή τους. Επειδή δε δεν σώζονται παρά ελάχιστα πρακτικά άλλων συλλογικών οργάνων (όπως της συγκλήτου, των τοπικών βουλευτηρίων ή των δικαστηρίων), η μελέτη των σωζόμενων πρακτικών των συνόδων, όπως π.χ. της Συνόδου της Καρχηδόνος του 411 (25), τα οποία είναι αναλυτικά ως προς τη δικανική διαδικασία, επιτρέπει να εξαχθούν, έστω υποθετικά, συμπεράσματα και για τη λειτουργία εκείνων, των πολιτικών δικαστηρίων.

Ενδιαφέρουσα είναι και η θεωρία του Klaus Martin Girardet, που προσδιόρισε και ερμήνευσε τη λειτουργία των συνόδων της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των άμεσων διαδόχων του και σε συνάρτηση με τις αποφάσεις της Συνόδου της Τύρου (335 μ.Χ.) με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αυτοκρατορικού συμβουλίου-δικαστηρίου (consilium principis ). Κατά τη θεωρία αυτή, η σύνοδος συνέρχεται ως κρατικός θεσμός και ενεργεί κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα και για λογαριασμό του (26).

Πρέπει να σημειώσω εδώ ενημερωτικά ότι παραδίδονται δύο είδη πρακτικών, τα συντετμημένα πρακτικά που περιέχουν τις αποφάσεις -τα ονομάζουμε στα γερμανικά με τον όρο BeschluEprotokolle - και τα εκτεταμένα πρακτικά των συζητήσεων, που ονομάζουμε Verhandlungsprotokolle (27). Έχει γίνει δεκτό από τη διεθνή βιβλιογραφία το συμπέρασμα ότι τα δεύτερα, τα πρακτικά των συζητήσεων, ήταν μόνον τότε απαραίτητα για τη νομιμότητα των αποφάσεων, όταν η σύνοδος λειτουργούσε ως εκκκλησιαστικό δικαστήριο, ενώ για ζητήματα διατύπωσης των θεολογικών όρων, του δόγματος, ή εισαγωγής κανόνων δικαίου, αρκούσαν τα πρώτα, δηλαδή τα πρακτικά των αποφάσεων, παρόλο που αυτά τα θέματα, δογματικού ή κανονικού περιεχομένου, ήταν γενικά, δηλαδή αφορούσαν όλους και κατά τούτο είχαν πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα (28). Όλα βέβαια τα πρακτικά καταλήγουν στον κατάλογο των υπογραφών των μελών (29).

Τα μέλη της συνόδου με τη συμμετοχή τους στη συζήτηση αποφαίνονται υπέρ ή κατά μιας πρότασης, ενώ με την υπογραφή τους στο τέλος της συνεδρίας διατυπώνουν την ψήφο τους και εκφράζουν τη συναίνεσή τους (30). Σημειώνω τέλος ότι στα πρακτικά δεν καταγράφεται η ψήφος των μη συναινούντων. Αυτοί απλώς απουσιάζουν από τον κατάλογο των υπογραφών, ενώ το όνομά τους καταγράφεται στους κατάλογους των παρόντων στις συνεδρίες πριν και έως την καταδίκη τους, που, ως συνέπεια της επιλογής τους, αναμενόταν να αρνηθούν να συναινέσουν (31).

Στο κείμενο με το οποίο ο Αγγελος Χανιώτης έλαβε μέρος στους «Διαλόγους των Αθηνών», που διοργάνωσε το Ίδρυμα Ωνάση το 2010, έδωσε τον τίτλο « Illusions of Democracy in the Hellenistic World » (32). Στο κείμενο αυτό ο Χανιώτης επισημαίνει και τεκμηριώνει την τυπικότητα και τη θεα τρικότητα των θεσμικών λειτουργιών και των εκδηλώσεων της εθιμοτυπίας κατά την εποχή των λεγάμενων ελληνιστικών χρόνων (από τη μάχη της Χαιρώνειας έως τον Μιθριδατικό Πόλεμο του ίου αι. μ.Χ.), οι οποίες εκδηλώσεις εμφάνιζαν μεν τους τύπους μιας προσποιητής και κενής ουσιαστικού περιεχομένου “δημοκρατίας” ενώ η εξουσία δεν ανήκε πια στους πολίτες, αφού δεν αποφάσιζαν αυτοί, αλλά ασκείτο από τους βασιλείς και τους διορισμένους εκπροσώπους τους.

Ήδη βέβαια ο Θουκυδίδης είχε καταγράψει ότι το πολίτευμα των Αθηνών του Χρυσού Αιώνα, θεωρούμενο ως το κατεξοχήν δημοκρατικό του αρχαίου κόσμου, στην πραγματικότητα « εγίγνετό τε λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή» (33). Η συζήτηση επομένως που διεξάγουμε σήμερα περί της πλειονοψηφίας στις μετα-δημοκρατικές περιόδους και κοινωνίες δεν αρκείται στα δεδομένα που παρουσίασε ο Χανιώτης, ούτε αποβλέπει στην αμφισβήτησή τους -γνήσια ή προσποιητά, αλλά στοχεύει στην ανίχνευση του τρόπου της έστω τυπικής -ο Κάσιος Δίων θα έλεγε «εν εικόνι»- (34) και όχι ουσιαστικής εφαρμογής της αρχής της πλειονοψηφίας μέσα στο ετεροβαρές σύστημα των μετα-δημοκρατικών πολιτευμάτων. Δεν πρόκειται λοιπόν περί αυταπάτης ή απάτης των πολιτών, ή περί ψεύτικης, περί «λόγω» δημοκρατίας, αλλά περί ενός λειτουργικού και αποτελεσματικού τρόπου διεξαγωγής και ολοκλήρωσης ενός διαλόγου μέσα στα περιορισμένα, αποστεωμένα πλαίσια που επιτρέπει το «έργω» μοναρχικό καθεστώς. Όταν στο πλαίσιο αυτό οι διαφωνίες κάποιων μελών καθιστούσαν ανέφικτη τη λήψη ομόφωνης απόφασης, η οποία ανέκαθεν αποτελούσε την επιδιωκόμενη ως άριστη κατάληξη, και απειλούσαν να βραχυκυκλώσουν το έργο του συλλογικού οργάνου και να οδηγήσουν σε άγονο αποτέλεσμα, η αρχή της πλειονοψηφίας απενέπλεκε τη διαδικασία. Ενώ λοιπόν η εφαρμογή της αρχής της πλειονοψηφίας δεν θεωρείτο ποτέ ως άριστη λύση -ως τέτοια ίσχυε πάντοτε η ομοφωνία και η ομοψυχία (unanimitas )- (35) στα κανονικά κείμενα παρουσιάζεται η πλειονοψηφία ως αναγκαία διέξοδος από τυχόν αδιέξοδα, καθώς η διαφωνία παρουσιάζεται ως προερχόμενη από ιδιοτελή κίνητρα («δι’ οικείαν φιλονεικίαν» - propter contentiones proprias ).

Όπως επισημαίνει και ο MacMullen (36), η αρχή της πλειονοψηφίας ίσχυε στην αρχαία εκκλησία και γι’ αυτό στις συνόδους του 2 ου και του 3 ου αιώνα είναι διαρκής η αναφορά στους «πλείονες» με τον χαρακτήρα της νομιμοποιητικής επικύρωσης των αποφάσεων. Ωστόσο την κλασική διατύπωση της αρχής έχουμε στον 6 ο κανόνα της Α' Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας το 325, όπου για πρώτη φορά κατοχυρώνεται η παρέκκλιση από την αρχή της ομοφωνίας-ομοψυχίας (unanimitas ) σε περίπτωση εκλογής επισκόπου, παρά την τυχόν διαφωνία ενός ή δύο μελών: «Εάν μέντοι τη κοινή πάντων ψήφω, ευλόγω ούση και κατά κανόνα εκκλησιαστικόν, δύο ή τρεις δι’ οικείαν φιλονεικίαν αντιλέγωσι, κρατείτω ή των πλειόνων ψήφος» (37).

Η οικουμενική αναγνώριση των αποφάσεων της Συνόδου της Νίκαιας εξασφάλισε σε αυτόν τον κανόνα διαρκές κύρος και υποχρέωση εφαρμογής. Παρόλο δε ότι η διάταξη αρχικά προέβλεπε μόνον την ισχύ σε περίπτωση ισχνής μειοψηφίας -αφού αρχή και στόχος παρέμενε η ομοφωνία- και ειδική «εύλογη» ψήφο «και κατά κανόνα εκκλησιαστικόν», ο κανόνας χρησιμοποιήθηκε στους επόμενους αιώνες ως ανοικτή πύλη για την αθέτηση του στόχου της ομοφωνίας, δηλαδή για την αναγνώριση ως έγκυρης γενικά κάθε απόφασης που λαμβάνεται με πλειονοψηφία, πολύ πέραν της περίπτωσης του «δύο ή τρεις δι’ οικείαν φιλονεικίαν» (38). Εξάλλου, η αυτονόητη εισαγωγή του κανόνα αυτού στις συλλογές κανόνων, τόσο της Ανατολικής όσο και της Δυτικής Εκκλησίας, και ο αντίστοιχος σχολιασμός τους από τους Βυζαντινούς κανονολόγους Βαλσαμώνα και Ζωναρά και τους Λατίνους κανονολόγους με κορυφαίο τον Γρατιανό, ανήγαγαν έκτοτε την αρχή της πλειονοψηφίας σε αδιαμφισβήτητο φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής ζωής. Είναι ενδεικτικό ότι η Νεαρά του Μανουήλ Α' Κομνηνού το 1166 που έδινε ουσιαστικότερη αξία στην ψήφο του προέδρου στα κοσμικά δικαστήρια (39), κρίθηκε ως προς τις συνόδους απάδουσα προς την «κανονική παράδοση» και δεν εφαρμόστηκε.

Βέβαια ήδη από την αρχαιότητα οι άνθρωποι προβληματίζονταν για την ποιότητα της ψήφου έναντι της καθαρής αριθμητικής της ποσότητας. Η ιδέα «τις ψήφους πρέπει να τις ζυγίζουμε, όχι (μόνο) να τις μετράμε» απασχολούσε τους πολιτικούς στοχαστές από την εποχή του Πλάτωνα. Στο λατινικό λεξιλόγιο πέρασε η σύγκριση της majoritas με τη sanioritas, η οποία προέβαλε την ποιότητα (40). Ωστόσο, στο πλαίσιο του προβληματισμού για τις διαδικασίες εντός του συνοδικού θεσμού, αξίζει να αναφέρω τη δήλωση του Ιωάννου Αντιόχειας, του ηγέτη της μειονοψηφίας στη Σύνοδο της Εφέσου (431 ) ότι «εν ευσεβεία ουκ αριθμός τηρείται, αλλ’ ορθότης δογμάτων» (41). Η αρχή αυτή περιορίστηκε ωστόσο σε θέματα πίστεως (42), παρόλο που και σε αυτά «οι πλείονες» αναγνωρίζονταν στην πράξη πάντοτε ως το τεκμήριο της «αληθείας», κυρίως όταν αργότερα προστέθηκε ο θεολογικός ισχυρισμός ότι η πλειονότητα εμπνεόταν πάντοτε και εξέφραζε τη θεϊκή βούληση.


Υποσημειώσεις

(1) Die Bischofslisten des V. okumenischen Konzils (553J [= Antiquitas I, Abhandlungen zur Alten Geschichte 14, Βόννη 1966].

(2) « Der sogenannte 28. Kanon von Chalkedon in der “ Collectio Prisca”», Annuarium Historiae Conciliorum 7 (1975), 109-117· « Konzilsprasident und Konzilsvorstand. Zur Frage des Vorsitzes in den Konzilien der byzantinischen Reichskirche», Annuarium Historiae Conciliorum 10 (1978), 1-17· «Die Akten des Konzils von Konstantinopel I (381)», στο : G. Wirth (επιμ.), Romanitas - Christianitas. Untersuchungen zur Geschichte und Literatur der romischen Kaiserzeit. Johannes Straub zum 70. Geburtstag (Βερολίνο 1982), 426-435· «The Synodal Acts as Literary Products», L’ ic ο ne dans la théologie et l’art. Les Etudes Th é ologiques de Chamb é sy (Γενεύη 1990), 85-93.

(3) Την εποχή εκείνη ο Σπύρος Τρωιάνος έγραφε τη διδακτορική του διατριβή στο Μόναχο με θέμα Η εκκλησιαστική δικονομία μέχρι του θανάτου του Ιουστινιανού (Αθήνα 1964), για να ακολουθήσει αμέσως μετά η επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο Η εκκλησιαστική διαδικασία μεταξύ 565 και 1204, που δημοσιεύτηκε στην Επετηρίδα του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 13 (Αθήνα 1966), 1-167.

(4) R. MacMullen, Voting about God in Early Church Councils (Νιου Χέιβεν 2006).

(5) Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, αλλά χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, που για σύντομο χρονικό διάστημα, στην εποχή της Β' Οικουμενικής Συνόδου (381), χρημάτισε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και πρόεδρος της συνόδου. Η αμφισβήτηση της κανονικότητας της εκλογής του από αντιπάλους του με το επιχείρημα ότι έγινε εκ μεταθέσεως από την επισκοπή «της των Σασίμων εκκλησίας», που όμως εκείνος είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει, ή -κατά τη διαβεβαίωσή του- ποτέ δεν ανέλαβε, αλλά και άλλες δυσάρεστες προσωπικές εμπειρίες, τις οποίες εκθέτει στα έργα του με εντυπωσιακή ποιητική και/ή ρητορική δεινότητα, τον οδήγησαν σε μια εντελώς απορριπτική στάση για τους «συλλόγους» των επισκόπων και τις «συνόδους». Στο αυτοβιογραφικό του ποίημα Εις τον εαυτού βίον [ De vita sua ] (εκδ. Chr. Junck, Χαϊδελβέργη 1974), 138: «λέγε. / των συλλόγων δε τις ποτ' είχε το κράτος; / οι σύλλογοι μεν ήσαν, ων ήσαν τότε; / (οκνώ γαρ ειπείν αύθις, οις αισχύνομαι.) / ήσαν δε πάντων, ίσον ειπείν ουδενός· / αναρχία γαρ εστιν η πλεισταρχία». Σημειώνω ότι η λέξη « πλεισταρχία» είναι άπαξ λεγόμενον στο κείμενο αυτό και καυτηριάζει των πολυαρχία στις πολυπρόσωπες επισκοπικές συνελεύσεις και όχι την αρχή της πλειονοψηφίας. Εξάλλου στην επιστολή 130 προς Προκόπιο γράφει: «Έχω μεν ούτως, ει δει ταληθές γράφειν, ώστε πάντα σύλλογον φεύγειν επισκόπων, ότι μηδεμιάς συνόδου τέλος είδον χρηστόν μηδέ λύσιν κακών μάλλον εσχηκός ή προσθήκην. Αεί γάρ φιλονεικίαι καί φιλαρχίαι (αλλ' όπως μη με φορτικόν υπολάβης ούτω γράφοντα), και λόγου κρείττονες· και θάττον αν τις εγκληθείη κακίαν έτέροις δικάζων ή τήν εκείνων λύσειε», στο: J. P. Migne, Patrologiae graecae cursus completus, τ. ι-ι6ι (Παρίσι 1857-1866), τ. 37, 225. O H. J. Sieben, Die Konzilsidee der Alten Kirche (Πάντερμπον 1979), 201 επ., υπογραμμίζει ότι τα αισθήματα δυσφορίας του Γρηγορίου προς τις συνόδους εκφράζουν τη δική του προσωπική εμπειρία και στάση και δεν απηχεί τις απόψεις ευρύτερων εκκλησιαστικών κύκλων. Τέλος ο Sieben στο ειδικό άρθρο του « War Gregor von Nazianz ein Gegner der Konzilsinstitution ?», Studien zum Okumenischen Konzil. Definitionen und Begriffe, Tagebucher und Augustinus - Rezeption (Πάντερμπον 2010), 11-27, απαντά αρνητικά στο ερώτημα που θέτει και παραπέμπει σε απόσπασμα επιστολής του Γρηγορίου στον Ευσέβιο επίσκοπο Καισαρείας, όπου γράφεται το εξής: «Εγώ χαίρω [... ] καλούμενος επί τε συνόδους και συλλόγους πνευματικούς», Migne (ό.π.), 49Β.

(6) Όπως ορθά σημειώνει σε βιβλιοκρισία του ο Lewis Ayres, το βιβλίο αυτό του MacMullen δεν είναι από τα καλύτερά του, βλ. L. Ayres, « Majority Rules », First Things (2007). Στην αρνητική στάση προς τις συνόδους ως θεσμό ο MacMullen ακολουθεί μια παράδοση που πηγαίνει πίσω στον Adolf von Harnack, αλλά και στον σημαντικότερο εκδότη και μελετητή των πρακτικών των συνόδων στα νεότερα χρόνια, τον Eduard Schwartz. Βλ. τώρα την εξαιρετική κριτική ανάλυση των ιδεών του Schwartz από τον Μ. Meier, «„ Ein dogmatischer Streit “ - Eduard Schwartz (1858-1940) und die „ Reichskonzilien “», στο: H. Chr. Brennecke - V. H. Drecoll - Chr. Markschies (επιμ.), Patristik vor Beginn des Ersten Weltkrieges zwischen Altertumswissenschaft und Theologie [= Zeitschrift fur antikes Christentum 15.1, Βερολίνο - Νέα Υόρκη 2011, 124-139.

(7) H. Hess, The Early Development of Canon Law and the Council of Serdica (Οξφόρδη 2002).

(8) A. Glomb, Sententia plurimorum: das Mehrheitsprinzip in den Quellen des kanonischen Rechts und im Schrifttum der klassischen Kanonistik (Κολωνία - Βαϊμάρη - Βιέννη 2008).

(9) http://geschichte.digitale-sammlungen.de/decretum-gratiani/online/angebot (πρόσβαση: 12 Σεπτεμβρίου 2014).

(10) A. Weckwerth, Ablauf Organisation und Selbstverstandnis westlicher antiker Synoden im Spiegel ihrer Akten [= Jahrbuch für Antike und Christentum, Erganzungsband, kleine Reihe 5, Μούνστερ 2010].

(11) J. Preiser - Kapeller, ‘ He ton pleionon psephos ’. Der Mehrheitsbeschluss in der Synode von Konstantinopel in sp ä tby zantinischer Zeit- Normen, Strukturen, Prozesse’, in E. Flaig (επιμ.) Genesis und Dynamiken der Mehrheitsentscheidung (Μόναχο 2013), 223-227. (Τα συμπεράσματά του ο J. Preiser - Kapeller τα ανακεφαλαίωσε στην ανακοίνωσή του ‘ Rules for Harmon y? Laws for and Practices of Decision-Making in the Late Byzantine Synod’, που παρουσίασε ο ίδιος στο μεσαιωνολογικό συνέδριο του Ληντς το 2012].) Ο εκδότης του τόμου Egon Flaig εξέδωσε εκτενή ειδική μονογραφία για το θέμα με ευρύτατο ορίζοντα από την αρχαιότητα έως και τους νεότερους χρό νους : Die Mehrheitsentscheidung: Entstehung und kulturelle Dynamik (Πάντερμπρον 2012). Έμμεσα χρήσιμο για το θέμα μας είναι και το άρθρο του J. Preiser-Kapeller, «Die hauptstadtische Synode von Konstantinopel (Synodos endemusa). Zur Geschichte und Funktion einer zentralen Institution der (spat) byzantinischen Kirche», Historicum. Zeitschriftfur Gesellschaft (Βιέννη 2007), 20-23. Πρβλ. Βλ. B. Φειδάς, Ενδημούσα σύνοδος. Γένεσις και διαμόρφωσις του θεσμού άχρι της Δ' Οικουμενικής Συνόδου (Αθήνα 1971)·

(12) Για το Patriarchatsregister, βλ. http://www.oeaw.ac.at/ byzanz/prk.htm (πρόσβαση: 12 Σεπτεμβρίου 2014).

(13) Βλ. Β. Φειδάς, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού της πενταρχίας των Πατριαρχών (Αθήνα 1969)· ο ίδιος, Ιστορικοκανονικά προβλήματα περί την λειτουργίαν του θεσμού της πενταρχίας των Πατριαρχών (Αθήνα 1970)· Fr. Dvornik, Byzanz und der romische Primat (Στουτγάρδη 1965, μτφρ. από το Byzance et la primaut é romaine [Παρίσι 1964]) και αγγλ. μτφρ. Byzantium and the Roman Primacy (Νέα Υόρκη 1966/ διορθ. έκδ. 1979 )·

(14) A. Lintott, The Constitution of the Roman Republic (Οξφόρδη 1999), 97 επ. Για την εφαρμογή της αρχής της coercitio σε εκκλησιαστικά ζητήματα, κυρίως στην εφαρμογή αποφάσεων καθαιρέσεως επισκόπου, οπότε ετίθετο το θέμα ειρηνικής απομακρύνσεώς του από το επισκοπείο, βλ. E.L. Grasmiick, Coercitio : Staat und Kirche im Donatistenstreit (Βόννη 1964).

(15) Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Η σύγκλητος εις το Βυζαντινόν κράτος (Αθήνα 1949 ), 89· Για τη λειτουργία της συγκλήτου ως προτύπου για τις συνοδικές διαδικασίες, βλ. παρακάτω.

(16) Ευ. Χρυσός, Η εκκλησιαστική πολιτική του Ιουστινιανού (Θεσσαλονίκη 1969)» 102 επ.· ο ίδιος, « Justinian ’ s Novel 42 and the proclaimed limits of imperial intervention in Church affairs » (υπό εκτύπωση).

(17) Βλ. ενδεικτικά τα Πρακτικά της Συνόδου του ιι66, Στ.Ν. Σάκκου, Ο Πατήρ μου μείζών μου εστίν, τ. Β '-.Έριδες και σύνοδοι κατά τον IB ' αιώνα (Θεσσαλονίκη 1968). Πρβλ Μ. Angold, Η βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204 (Αθήνα 1997 ), 421 επ. P. Magdalino, Η Αυτοκρατορία του Μανουήλ Α’Κομνηνού 1143-1180 (Αθήνα 2οο8).

(18) Έξοδος 23,2. Πρβλ. A. Büchler, Das Synhedrium in Jerusalem und das Grofie Bet Din in der Quaderkammer des Jerusalemischen Tempels (Βιέννη 1902).

(19) «Die Konzilien als Reichsparlamente», Ausgewahlte kleine Schriften 14 (1907), 142-155 [ από : Deutsche Stimmen, 1900, ap. 14].

(20) Βλ. αναλυτικά για τη λειτουργία της αρχής της πλειονοψηφίας στη ρωμαϊκή σύγκλητο, Glomb (σημ. 8). Τη διαδικασία της ρωμαϊκής συγκλήτου ως προτύπου για τη συνοδική διαδικασία υπογραμμίζει και ο Fr. Dvornik, « Emperors, Popes and General Councils », Dumbarton Oaks Papers 6 (1951), 3-23.

(21) Th. Mommsen, Romisches Staatsrecht, τ. III2 (Λειψία ι 888/ Γκρατς 1955)· Fr.X. Ryan, Rank and Participation in the Republican Senate (Στουτγκάρδη 1998), 64 επ.

(22) Acta Conciliorum Oecumenicorum (έκδ. E. Schwartz, Βερολίνο 1924-1925), τ. ΙΙ,1,1, 115 επ. Βέβαια μια παρόμοια διαδικασία περιγράφει ο Θουκυδίδης (Ιστορίαι, 1.89) και για συνεδρία της Απέλλας, της εκκλησίας του δήμου της Σπάρτης, το 43 2 π.Χ. κατά τις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν οι Σπαρτιάτες κλήθηκαν να αποφασίσουν αν θα βγουν στον πόλεμο εναντίον της Αθήνας. Επειδή οι δια βοής διατυπούμενες απόψεις ήταν δυσδιάκριτες, ο έφορος αποφάσισε να ζητήσει οι πολίτες να μετακινηθούν σε δυο διαφορετικές θέσεις ανάλογα με την ψήφο τους. Για τους « πολλώ πλείους», λέει ο Θουκυδίδης, ότι μετακινήθηκαν στο μέρος που δήλωνε ότι ήταν υπέρ του πολέμου. Έτσι αποφασίστηκε ο πόλεμος!

(23) Sieben (σημ. 5 ), 466-492.

(24) Untersuchungen zum justinianischen Zivilprozefi [= Munchener Beitrage zur Papyrusforschung und antiken Rechtsgcschichte 54, Μόναχο 1969]. Για τη maiorpars στο ρωμαϊκό δίκαιο των διαιτησιών, βλ. τώρα W. Ernst, « Schiedsrichtermehrheiten im klassischen r ö mischen Recht », στο: J. Hallebeek κ.ά. (επιμ.), Inter cives necnon peregrines. Essays in honour of Boudewijn Sirks (Γοτίγγη 2014), 161-180.

(25) Actes de la Conference de Carthage en 411 (έκδ. S. Lancel, Παρίσι 2007) [= Sources chretiennes 194, Παρίσι 1972]. Πρβλ. ο ίδιος, Gesta Conlationis Carthaginiensis anno 411 [= Corpus Christianorum, S.L. 149, Τούρνχολτ 1974]. Πρβλ. E. Tengstrom, Die Protokollierung der Collatio Carthaginensis (Γκέτενμπουργκ 1962).

(26) K.M. Girardet, Kaisergericht und Bischofsgericht. Studien zu den Anfangen des Donatosten- streites (313-315) und zum Prozefi des Athanasius von Alexandrien (328-346), [= Antiquitas : Reihe 1, Ahhandlungen zur alten Geschichte 21, Βόννη 1975].

(27) Εν. Chrysos, « Konzilsakten und Konzilsprotokolle vom 4. bis 7. Jahrhundert», Annuarium Historiae Conciliorum 15 (1983), 30-40· ο ίδιος, « Konzilsakten», στο : Fr. Winkelmann - W. Brandes (επιμ.), Quellen zur Geschichte desfrühen Byzanz (4.-9. Jahrhundert) [= Berliner Byzantinistische Arbeiten 55, Βερολίνο 1990], 149-155.

(28) Βλ. W. Hartmann, « Konzilsprotokolle aus karolingischer Zeit», Annuarium Historiae Conciliorum 15 (1983), 260 επ., όπου τεκμηριώνεται ότι η αρχή αυτή για την καταγραφή δύο διαφο ρετικών πρακτικών, ανάλογα με το περιεχόμενο των διαδικασιών και αποφάσεων, ίσχυε και στη Δύση. Βλ. Th. Graumann, « Protokollierung, Aktenerstellung und Dokumentation am Beispiel des Konzils von Ephesus (431)». Annuarium Historiae Conciliorum 42 (2010), 7-34, με ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις.

(29) Βλ. την τελευταία και πληρέστατη μελέτη αυτού του είδους των επισκοπικών καταλόγων (αυτών της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου) στο Ε. Lamberz, Die Bischofslisten des VII. Ökumenischen Konzils (Nicaenum II) [= Bayerische Akademie der Wissenschaften, Phil.-hist. Klasse, Abhandlungen, N. F. 124, Μόναχο 2004].

(30) Σημειώνω -λόγω της ιδιαιτερότητας του πράγματος- ότι στις συνόδους της περσικής εκκλησίας, που συγκλήθηκαν επί Σασσανιδών βασιλέων, πλην της υπογραφής των επισκόπων, προβλεπόταν και η σφράγιση των αποφάσεων από τους ίδιους και γι’ αυτό αφηνόταν στα πρακτικά χώρος για την αποτύπωση των σφραγίδων ως γνωστόν, η σφράγιση όλων γενικώς των εγγράφων ήταν πάγια πρακτική στην Περσία.

(31) ΄Αξια μελέτης για το θέμα αυτό είναι τα παραδείγματα του Διοσκόρου Αλεξανδρείας στη Δ' Οικουμενική Σύνοδο [Χαλκηδόνος του 451 ] και του Μακαρίου Αντιόχειας στην ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο [Κωνσταντινουπόλεως του 680/81].

(32) http://athensdialogues.chs.harvard.edu/cgi-bin/WebObjects/ athensdialogues.woa/wa/dist?dis=43 (πρόσβαση: 25 Μαΐου 2016).

(33) Θουκυδίδου, Ιστορίαι, 2.65.1.

(34)· Δίωνος Κασσίου, Ρωμαϊκή Ιστορία, 58.20.4.3·

(35) Βλ. το ειδικό για το θέμα άρθρο του H. J. Sieben, « Consensus, unanimitas und maior pars auf Konzilien, von der Alten Kirche bis zum Ersten Vatikanum », Theologie und Philosophic 67 (1992), 192-229, και στον τόμο του ίδιου, Vom Apostelkonzil bis zum Ersten Vatikanum (Πάντερμπορν 1996), 510-550.

(36) MacMullen (σημ. 4). 101 επ.

(37) Και στα λατινικά κατά την αρχαία μετάφραση: « Optineat sententia plurimorum », Conciliorum Oecumenicorum Decreta (έκδ. J. Alberigo, Φράιμπουργκ 1962), 8.

(38) Ήδη στην Η' Σύνοδο του Τολέδου (653) έλαβε η πρακτική αυτή κανονική διατύπωση με τον 11 ο κανόνα, που προβλέπει ότι « Cum vero quaelibet sancta synodus agitur aut pacifice inter episcopos quippiam defenitur, si pauciores per nescentiam vel contemptionem forte dissentient, aut commoti plurimorum sententiae cedant au tab corum coetu cum dedecore confusionis abscedant et excommunicationis annuae sententiam luant », στο: J. S. Vives κ.ά. (έκδ.), Concilios Visigoticos e Hispano - Romanos (Μπαρτσελόνα 1963), 484. Πρβλ. J. Orlandis - D. Ramos- Lisson, Die Synoden aufder Iberischen Halbinsel bis zum Einbruch des Islam (711) (Πάντερμπορν 1981), 212. Όπως τεκμηριώνεται από τη μελέτη του A. Weckerth ([σημ. 10], 212 επ., 229) στα σωζόμενα πρακτικά των συνόδων της Δύσης δεν αναφέρονται αποφάσεις κατά πλειονοψηφία, αλλά μόνον με την αρχή της unanimitas episcoporum σε σταθερό πλαίσιο του consensus communis και πολύ συχνά με τη μέθοδο της acclamatio.

(39) R. Macrides, «Justice under Manuel I Komnenos: four novels on court business and murder», Fontes Minores 6 (1985), 99-204.

(40) Βλ. ειδικότερα στον παρόντα τόμο Μιχαήλ Βέλλας, « Sanior pars - major pars : εκφάνσεις της αρχής της πλειοψηφίας στον δυτικό Μεσαίωνα», σ. 123 - 144 ·

(41) Acta Conciliorum Oecumenicorum (έκδ. Ed. Schwartz, Βερολίνο 1927), τ. 1, 1,5,130,40.

(42) Στη Λατινική Εκκλησία η αρχή αυτή παραβιάστηκε αρκετές φορές από τον 150 αιώνα (Σύνοδος Βασιλείας) και μετά και κυρίως κατά την Α' Σύνοδο του Βατικανού, η οποία ύστερα από θυελλώδεις συζητήσεις έλαβε την απόφαση για το αλάθητο του πάπα κατά πλειονοψηφία. Βλ. Sieben (σημ. 35 ),224 επ.