ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Το ζήτημα του Μυστηρίου του Γάμου

Μεταξύ Συνταγματικῶν συγχύσεων και αὐθαιρέτων συμβιώσεων

Βλάσιος Ι. Φειδάς

Τό ζήτημα τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ  Οἰκογενειακοῦ Δικαίου ἔχει ὡς ἐσώτατο σκληρό πυρῆνα τό καθιερωμένο καί διαχρονικό ἱερό ἐκκλησιαστικό μυστήριο τοῦ Γάμου, τό ὁποῖο ἐκφράζει καί τόν ἱερόν θεσμόν τῆς Οἰκογένειας, γι’αὐτό γεννάει δύο τέλειες κοινωνίες, ἤτοι  τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας καί  τήν κοινωνία τοῦ Κράτους, καίτοι ἡ ἴδια ἡ Οἰκογένεια παραμένει πάντοτε μία  ἀτελής κοινωνία, μέ τόν ἀναγκαῖο μάλιστα σεβασμό ὄχι μόνο τοῦ «Θρησκευτικοῦ γάμου», ἀλλά καί τοῦ  Φυσικοῦ Δικαίου τοῦ Κράτους καί τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, ὁ περίφημος ρωμαῖος νομομαθής Ἐρέννιος Μοδεστῖνος καθώρισε ρητῶς τήν φυσική ἔννοια τοῦ Γάμου, ἤτοι ὅτι ὁ Γάμος ὁρίζεται ὡς « μία συνάφεια ἀνδρός καί γυναικός, συγκλήρωσις τοῦ βίου παντός, θείου τε καί ἀνθρωπίνου Δικαίου κοινωνία», γι’αὐτό ἐκφράζει σαφῶς τό βάθος καί τό περιεχόμενο ὅλων σχεδόν τῶν καθιερωμένων θεμελιωδών ἀρχῶν καί τῶν διαχρονικῶν μορφῶν ἤ τάσεων τοῦ  Οἰκογενειακοῦ Δικαίου.

Οἱ νέες ὅμως σημαντικές ἀρχές τοῦ σύγχρονου νομικοῦ πολιτισμοῦ γιά τόν ἱερό θεσμό τοῦ Γάμου ἐκφράζουν, αὐθαιρέτως ἤ καί ἀκρίτως, τίς ἀκραῖες ἀξιώσεις ἐκκεντρικῶν ἤ καί ἰδεοληπτικῶν περιθωριακῶν ὁμάδων. Στό πλαίσιο ὅμως αὐτό, οἱ συνεχῶς διογκούμενες «συμβιώσεις ὁμοφύλων ζευγαριῶν» ἐπιμένουν στήν προκλητική ἤ αὐθαίρετη ἀξίωση τους, ἤτοι ὄχι μόνο γιά νά χαρακτηρίσουν τήν ὁποιαδήποτε συμβίωσή τους ὡς δῆθεν θεσμό τοῦ Γάμου (sic), ἀλλά καί γιά νά ἐπιβάλουν ἤ καί νά εἰσαγάγουν, ἐπίσης αὐθαιρέτως καί προκλητικῶς, μία  τρίτη μορφή Οἰκογένειας (sic).

Ἄλλωστε, οἱ προφανῶς ἐντεινόμενες αὐτές ἀξιώσεις τῶν «συμβιούντων ὁμοφύλων ζευγαριῶν» πλήττουν ὄχι μόνο τόν ἱερό θεσμό τοῦ Γάμου, ἀλλά καί τόν πολύτιμο ἱερό θεσμό τῆς Οἰκογένειας, μέ τίς καταλυτικές μάλιστα συνέπειες καί γιά τίς ἤδη καθιερωμένες παραδοσιακές θεσμικές δομές τόσον τῆς ἑλληνικῆς Κοινωνίας, ὅσον καί τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γι’αὐτό ἀποδοκιμάσθηκαν ἤ ἀπαξιώθηκαν ἀπό τήν  Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 16-27 Ἰουνίου, 2016).

Βεβαίως, ὁ ἱερός θεσμός τοῦ Γάμου εἶχε καί ἔχει τίς ρίζες του στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, βεβαιώθηκε δέ μέ τήν Ἐνανθρώπηση καί τόν ὅλο Ἐπίγειο Βίο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως συνάγεται τόσο ἀπό τό εὐαγγελικό του κήρυγμα, ὅσο καί ἀπό τή μαρτυρία τῶν ἀποστόλων του. Ὑπό τό πνεῦμα ὅμως αὐτό, ὁ ἱερός θεσμός τοῦ Γάμου παρέμεινε ἀλώβητος καί ἀκλόνητος γιά δύο συναπτές χιλιετίες στή  μία, ἁγία, καθολική καί  ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, κοινός τόπος τῆς ἀποδοχῆς ἤ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ  Θρησκευτικοῦ γάμου ἦταν πάντοτε καί παραμένει συνεχῶς μέχρι σήμερον στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἐν τούτοις, οἱ ἄλλες χριστιανικές  Ἐκκλησίες ἤ  Ὁμολογίες ἀγνόησαν ἤ καί ἀπέρριψαν τόν μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τοῦ  Θρησκευτικοῦ γάμου, ἀλλ’ὅμως γιά νά ἱκανοποιηθοῦν οἱ δυναστικές ἀξιώσεις τῶν βασιλέων καί τῶν ἡγεμόνων τῶν χριστιανικῶν λαῶν τῆς Δύσεως, ἤτοι τῆς Ἰταλίας, τῆς Ἱσπανίας, τῆς Πορτογαλίας, τῆς Γαλλίας, τῆς Γερμανίας, τῆς Ἀγγλίας κ.ἄ. Πράγματι, ἡ ἐκκλησιαστική πράξη δέν ἀπέκλειε μέν σέ αὐτές τήν πρόσληψη ἤ τήν ἀποδοχή καί ὁρισμένων περί τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τοῦ Γάμου ἀρχῶν τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ Φυσικοῦ Δικαίου, οἱ ὁποῖες ὅμως θά ἐπέτρεπαν καί τήν εἰσαγωγή τοῦ  Πολιτικοῦ γάμου, ἀφοῦ σέ αὐτές ὁ  Θρησκευτικός γάμος δέν εἶχε καί δέν ἔχει τόν μυστηριακό χαρακτήρα τῆς ἱερολογίας τοῦ  Θρησκευτικοῦ  γάμου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Προφανῶς, οἱ τάσεις αὐτές τῶν χριστιανικῶν  Ἐκκλησιῶν ἤ  Ὁμολογιῶν τῆς Δύσεως ἐπηρέασαν, ἀμέσως ἤ ἐμμέσως, τήν παράδοση καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τούς νεώτερους χρόνους. Πράγματι, τό τιθέμενο σήμερον σχετικό ζήτημα, σέ μία πολυπολιτισμική μάλιστα καί συγκεχυμένη κοινωνία εἶναι ὁ θεσμός τοῦ Γάμου, ὁ ὁποῖος εἶναι μέν τό ἐπίκεντρον καί τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκογένειας, ἀλλ’ὅμως καί ὁ ἱερός θεσμός τῆς Οἰκογενείας δικαιώνει καί ἱεροποιεῖ τόν Γάμον. Ἄλλωστε, ἡ ἀναγκαία προστασία τῆς ἱερότητας τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου ὑπῆρξε πάντοτε καθοριστική καί γιά τήν ἀναγκαία προστασία καί τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκογενείας, ἡ ὁποία ἀκτινοβολεῖ τήν κοινωνία τῶν συζευγνυμένων προσώπων ὄχι μόνο  σέ  μία ἁπλῆ ἤ συμβατική φυσική σχέση προσώπων, ἀλλά καί  σέ μία οὐσιαστική δημιουργική δύναμη γιά τήν αὐθεντική λειτουργία τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκογενείας. Ἄλλωστε, αὐτή βεβαιώνει τήν προστασία καί τήν παιδεία τῶν τέκνων ὄχι μόνο γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τήν ὅλη ἀνθρώπινη κοινωνία τῆς Πολιτείας.

Ἡ ἀμφισβήτηση ὅμως τοῦ μυστηριακοῦ χαρακτήρα τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τοῦ  Θρησκευτικοῦ γάμου προέκυψε κυρίως στίς χριστιανικές  Ἐκκλησίες ἤ  Ὁμολογίες τοῦ διεσπασμένου χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως, οἱ ὁποῖες ἀπέρριψαν μέν τόν «Θρησκευτικόν γάμον» καί εἰσήγαγαν τόν «Πολιτικόν γάμον», ἤτοι εἰς τήν νομικήν θεωρίαν, ὡς ἑνός «πολιτικοῦ συναλλάγματος». Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, ἡ σπουδαία «Ἀναθεωρητική Ἐπιτροπή τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος» (1930), γιά τό «Οἰκογενειακόν Δίκαιον» (1933), προέτεινε, αὐθαιρέτως ἤ ἀκρίτως, τήν ἀποκλειστική ἐπιβολή ἤ εἰσαγωγή τοῦ «Πολιτικοῦ γάμου», μέ κύρια μάλιστα συστατικά στοιχεῖα τόσον  τήν συναίνεση τῶν μελλονύμφων, ὅσον καί  τήν ληξιαρχική Πράξη τῆς Πολιτείας, ἤτοι καταργουμένης ἀκρίτως τῆς καθιερωμένης ὑποχρεωτικῆς  ἐκκλησιαστικῆς ἱερολογίας τοῦ Γάμου, ἡ ὁποία μάλιστα ὁριζόταν ρητῶς καί ἀπαραιτήτως μέ τά ἄρθρα 1367 καί 1375 τοῦ ἰσχύοντος  Ἀστικοῦ Κώδικος.

Συνεπῶς, παρά τίς μακρές συζητήσεις στή σπουδαία  Ἀναθεωρητική Ἐπιτροπή τοῦ Ἁστικοῦ Κώδικος γιά τό ἐπίμαχο αὐτό θέμα τῶν ἐγκρίτων καί ἐξεχόντων νομικῶν, παρέμεινε τελικῶς ἀκλόνητη ἡ καθιερωμένη ἀρχή τῆς ἀποδοχῆς τῆς  ἐκκλησιαστικῆς ἱερολογίας, ἤτοι ὡς τοῦ ἀπαραίτητου συστατικοῦ στοιχείου τοῦ Γάμου. Πράγματι, ὁ κορυφαῖος νομικός τῆς ἐποχῆς του  Γεώρ Μπαλῆς ἐτόνισε ρητῶς καί  τήν ἰδιάζουσαν ἐθνικήν σημασίαν τοῦ θέματος, ἤτοι ὅτι: «Ἡ ἱερολογία τοῦ Γάμου εἶναι συνυφασμένη παρ’ἡμῖν μέ τόν ἐθνικόν μας βίον, εἶναι συνυφασμένη μέ τήν ἐθνικήν μας ἀπ’αἰώνων ἐξέλιξιν, τό δέ γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ πολιτεύματος δέν ἀνέχεται, ὅπως ἐξαλείψωμεν τό θρησκευτικόν στοιχεῖον ἀπό τόν Γάμον,… ἀφοῦ θά ἦτο ἀντίθετον καί πρός τό Σύνταγμα, ἄν ἀπεγυμνοῦμεν τόν Γάμον ἀπό τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου,… Ἄλλωστε, ἐπιβάλλεται ἡ καθιέρωσις ἑνός ἄλλου τύπου διά τόν Γάμον,… Διά ποῖον τάχα λόγον νά ἐγκαταλείψωμεν τόν τύπον τῆς ἱεροτελεστίας,… ἡ ὁποία ἐπί τέλους ἐπιδρᾷ καί ψυχολογικῶς εἰς τούς ἐρχομένους εἰς γάμου κοινωνίαν καί καθιστᾷ τόν δεσμόν τοῦ Γάμου ἄρρηκτον, καθό μυστηρίον τῆς Ἐκκλησίας,… καί νά καθιερώσωμεν τόν Πολιτικόν γάμον;» ( Πρακτικά τῆς Ἀναθεωρητικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος…, ἤτοι «Οἰκογενειακόν Δίκαιον», 1933, 437-438).

Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, ὁ μεγάλος ἐθνικός ἡγέτης καί Πρωθυπουργός  Ἐλευθέριος Βενιζέλος ἐξέφρασε σαφῶς καί τήν ἐθνικήν συνείδησιν, διό καί ἀπέρριψε τάς προτάσεις τῆς «Ἀναθεωρητικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος» διά τήν ὑποχρεωτικήν καί τήν ἀποκλειστικήν ἐπιβολήν τοῦ  Πολιτικοῦ γάμου, γι’αὐτό διακήρυξε, ρητῶς καί ἀπεριφράστως, ἤτοι ὅτι: «Μία θεμελιώδης ἀρχή τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας εἶναι ἡ ἰσότης ὅλων τῶν πολιτῶν. Αἱ θρησκευτικαί πεποιθήσεις δέν ἔχουν νά παίξουν κανένα ρόλον διά νά κατακτήσουν διάφορον τινά μεταξύ τῶν πολιτῶν. Ὁ Γάμος βεβαίως εἶναι πολιτικόν συνάλλαγμα καί δι’ἐμέ δέν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία, ὅτι πρέπει ὁ Πολιτικός γάμος νά εἶναι συστατικόν στοιχεῖον τοῦ κύρους τοῦ γάμου δι’ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἕλληνας πολίτας. Ἀλλ’ὅμως δέν ὑπάρχει δι’ἐμέ ἐπίσης, καμμία ἀμφιβολία, ὅτι ὀφείλομεν νά θεωρήσωμεν καί τόν Θρησκευτικόν γάμον ὡς ἀναγκαῖον στοιχεῖον τοῦ κύρους τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου δι’ἐκείνους, οἱ ὁποίοι ἐρχόμενοι εἰς γάμου κοινωνίαν, ὁμολογοῦν, ὅτι ἀνήκουν εἰς θρήσκευμα, κατά τό ὁποῖον ὁ γάμος εἶναι μυστήριον».

Πράγματι, ὁ Πρωθυπουργός  Ἐλευθέριος Βενιζέλος ἀπέρριψε τίς προκλητικές καί ἀβάσιμες προτάσεις τῆς «Ἀναθεωρητικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος», γι’αὐτό ἐτόνισε,  ρητῶς καί ἀδιαλλάκτως, ἤτοι ὅτι: «ὁ ἀγαπητός καί πάντοτε φίλος μου κύριος ἀρχηγός τῆς Δημοκρατικῆς Ἑνώσεως ἐπικαλεῖται τήν ἐλευθερίαν τῆς συνειδήσεως καί λέγει, ὅτι ἠμπορεῖ νά εἶναι κανείς χριστιανός καί νά μή ἐννοῇ τήν ἱεροτελεστίαν τοῦ χριστιανικοῦ γάμου. Θά μοῦ ἐπιτρέψῃ νά εἴπω, ὅτι ἠμπορεῖ νά εἶναι κανείς χριστιανός καί νά μή θέλη νά κάμῃ ἱεροτελεστίαν, ἀλλ’ὅμως δέν ἡμπορεῖ νά εἶναι ὀρθόδοξος, διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ τόν γάμον μυστήριον. Δέν ἠμπορεῖς Κύριε νά μοῦ λέγῃς, ὅτι εἶσαι χριστιανός ὀρθόδοξος, ἐφ’ὅσον δέν δέχεσαι τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δέν λέγω, ὅτι εἶσαι ὑποχρεωμένος νά κάμῃς δήλωσιν ἐνώπιον τοῦ ληξιάρχου, ὅτι εἶσαι χριστιανός ὀρθόδοξος, ἀλλ’ὅμως, ἀφ’ἧς στιγμῆς ὁμολογεῖς σ’αὐτόν ὀρθόδοξον χριστιανόν, ὀφείλεις νά τελέσῃς τό μυστήριον τοῦ γάμου, διότι ἄλλως δέν ἀνήκεις πραγματικῶς εἰς τό Ποίμνιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας… Ἀλλ’ὅμως νά μή μοῦ λέγῃ κανείς, ὅτι θέλει καί ὀρθόδοξος χριστιανός νά εἶναι, ἀλλά νά μή κάμῃ τόν ὀρθόδοξον γάμον μέ ἱεροτελεστίαν».

Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, ὁ Πρωθυπουργός ἐτόνισε ἐπίσης ρητῶς, ἤτοι ὅτι: «Σᾶς ὑπέμνησεν ὁ κ. Βαρβαρέσος, ὅτι τό Σύνταγμα ὄχι μόνον ἔστερξε τούς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ὅμως ὑπεχρέωσε καί τήν Ἐκκλησίαν νά μή τούς μεταβάλῃ. Ἐγώ πρέπει νά δηλώσω, ὅτι δέν ἠμπορῶ νά δεχθῶ, ἐκτός ἐάν διά τῆς συνεχίσεως τῆς συζητήσεως μεταπεισθῶ, δέν ἠμπορῶ, ὡς ὑπεύθυνος Κυβερνήτης, νά εἰσαγάγω εἰς τήν Βουλήν Νομοσχέδιον πρός κύρωσιν τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος, ἄν τό Νομοσχέδιον αὐτό δέν διατηρῇ ὡς ἀρχήν τόν Θρησκευτικόν γάμον, ἤτοι ὁσάκις ἀμφότεροι οἱ εἰς γάμου κοινωνίαν ἐρχόμενοι ἀνήκουν εἰς θρήσκευμα, τό ὁποῖον θεωρεῖ τόν γάμον ὡς μυστήριον…

Ἄλλωστε, ἔχομεν τόσα νά κάμωμεν εἰς αὐτόν τόν τόπον, ὥστε μή θέλετε νά ἐξακοντίσωμεν μία δυσχέρειαν νέαν διά τῆς συγκρούσεως, τήν ὁποίαν θά ἔχωμεν μέ τήν Ἐκκλησίαν, τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσον δέν μέ πείθετε, ὅτι ἔχετε δίκαιον, διότι, ἐνῶ εἶμαι πλήρως σύμφωνος ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως, λέγω μόνον εἰς τόν πολίτην νά εἶναι καί αὐτός εἰλικρινής. Τοῦ λέγω λοιπόν: Θέλεις τήν ἐλευθερίαν τῆς συνειδήσεώς σου, τήν ἔχεις. Ἀλλ’ὅμως μή μοῦ λέγῃς, ὅτι εἶσαι χριστιανός ὀρθόδοξος, ἐφ’ὅσον δέν ἀναγνωρίζεις τά δόγματα καί τά μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας » ( Πρακτικά τῆς Ἀναθεωρητικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος…, τό  Οἰκογενειακόν Δίκαιον, 1933, σελ. 427 κἐξ.).

Ἡ εὔλογη λοιπόν καί ἀναπόφευκτη ἀπόρριψη ὑπό τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς προτάσεως τῆς «Ἀναθεωρητικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος», ἤτοι γιά τήν ἀναθεώρηση καί τοῦ «Οἰκογενειακοῦ Δικαίου» (1930-1935), ἡ ὁποία ἀξίωνε, αὐθαιρέτως καί ἀκρίτως, ἀφ’ἑνός μέν τήν ὑποχρεωτική καί ἀποκλειστική ἐπιβολή τοῦ «Πολιτικοῦ γάμου», ἀφ’ἑτέρου δέ τήν ὁριστική ἀκύρωση τοῦ καθιερωμένου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «Θρησκευτικοῦ γάμου», ὑπό τήν πίεση μάλιστα καί τῆς ἄκριτης ἀθετήσεως,  ἀμέσως ἤ ἐμμέσως, ἀπό τίς χριστιανικές Ἐκκλησίες ἤ καί Ὁμολογίες τοῦ διεσπασμένου χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως, οἱ ὁποῖες ὅμως ἀπέρριπταν τήν καθιερωμένη ἱερολογία τοῦ  θρησκευτικοῦ γάμου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνῶ συγχρόνως ὑποστήριζαν καί τήν ἀποκλειστική ἀποδοχή μόνο τοῦ Πολιτικοῦ γάμου.

Βεβαίως, ἡ ἀπόρριψη τῆς προτάσεως τῆς  Ἀναθεωρητικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος τοῦ 1950, ἤτοι γιά τήν ἀποκλειστική ἐπιβολή τοῦ  Πολιτικοῦ γάμου, ἀπέκλειε καί τήν ἀναθεώρηση τοῦ «Οἰκογενειακοῦ Δικαίου», μετά τήν εὔλογη, θεμελιωμένη καί καταλυτική παρέμβαση τοῦ χαρισματικοῦ Πρωθυπουργοῦ  Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, ὁ Ἀστικός Κώδικας διατήρησε τόν καθιερωμένο θεσμικό χαρακτήρα τοῦ Θρησκευτικοῦ γάμου μέ τήν διαφύλαξη τῆς θρησκευτικῆς ἱερολογίας, ἤτοι ὡς τοῦ συστατικοῦ του στοιχείου για μία ὁλόκληρη πεντηκονταετία περίπου (1930-1980). Ἐν τούτοις, ἡ διαμφισβητούμενη αὐτή ἀποκλειστική πρόταση τοῦ  Πολιτικοῦ γάμου παρέμεινε πάντοτε ζωντανή κυρίως στή  νομική θεωρία, ἤτοι γιά τήν ἀναθεώρηση ὄχι μόνο τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τοῦ Θρησκευτικοῦ γάμου, ἀλλά συγχρόνως καί τοῦ  Οἰκογενειακοῦ Δικαίου, γι’αὐτό ἔγινε ἐντονώτερη ἀμέσως μετά τήν ἔνταξη τῆς Ἑλλάδος στήν  Εὐρωπαϊκή Οἰκονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.).

Πράγματι, ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως μετά τήν  Προτεσταντική Μεταρρύθμιση τοῦ ΙΣΤ’ αἰώνα ἀποϊεροποίησε πλήρως ὄχι μόνο τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά καί τήν ὅλη μυστηριακή παράδοση, γι’αὐτό ὁ ἱερός θεσμός τοῦ Γάμου μεταλλάχθηκε ἀκόμη καί στή νομική θεωρία, ὡς ἕνα ἁπλό  πολιτικό συνάλλαγμα. Συνεπῶς, μετά τήν κατάρρευση τῆς Δικτατορίας (1967-1974) καί τή Μεταπολίτευση, ἡ Κυβέρνηση ἀποφάσισε τήν προετοιμασία γιά τήν ψήφιση ἑνός νέου Συντάγματος (1975), ἤτοι γιά τήν ἀναγκαία θεσμική ρύθμιση ὄχι μόνον τῶν «διακριτῶν ρόλων», ἀλλά καί τῶν «ἀλληλεγγύων σχέσεων» Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, μέ κύριο μάλιστα γνώμονα, τόσο τά  περί τῆς Θρησκείας ἄρθρα 3,13,16 παρ.2, 18 παρ. 8, 21 παρ. 1, ὅσο καί  τόν ἐπικυρωθέντα, εἰς τό ἄρθρον  3,  παρ.1, ἐδάφ. γ’ τοῦ νέου Συντάγματος τοῦ 1975, Καταστατικόν Χάρτην τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977).

Στό νέο λοιπόν αὐτό συνταγματικό καί ἐκκλησιαστικό πλαίσιο, ὁ ἱερός θεσμός τοῦ  Θρησκευτικοῦ γάμου, καίτοι ὁρίσθηκε ὡς μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις ἔχει συγχρόνως καί ἕνα ἰδιαίτερο θεσμικό χαρακτήρα, ἤτοι γιά νά βεβαιώνη τή σημαντική ἀποστολή καί τοῦ ἐπίσης ἱεροῦ θεσμοῦ  τῆς Οἰκογενείας τόσο γιά τήν Ἐκκλησία, ὅσο καί γιά τήν ἑλληνική κοινωνία. Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, τό ἄρθρον 21, παρ. 1 τοῦ ἰσχύοντος νέου Συντάγματος τοῦ 1975 ὁρίζει ρητῶς, ὅτι « ἡ Οἰκογένεια, ὡς καί ὁ Γάμος, ἡ μητρότης καί ἡ παιδική ἡλικία τελοῦν ὑπό τήν προστασίαν τοῦ κράτους». Ἄλλωστε, ἡ πρόσφατη αὐτή συνταγματική κατοχύρωση τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τοῦ Γάμου καί τῆς Οἰκογενείας, ἤτοι ὡς τοῦ ζωτικώτερου κυττάρου τῆς ἑλληνικῆς Κοινωνίας, ἐπιβεβαιώνει καί τόν θεσμικό χαρακτήρα τοῦ  Γάμου καί τοῦ  Οἰκογενειακοῦ Δικαίου, κατά τόν καθιερωμένο  Ἁστικόν Κώδικα, γι’αὐτό ὁρίζεται ρητῶς καί ἡ ἀναγκαία  συνταγματική κατοχύρωσή του τόσον διά τῆς πολιτειακῆς, ὅσον καί διά τῆς πολιτικῆς προστασίας τους.

Εἶναι λοιπόν κοινή ἡ διαπίστωση, ὅτι ὁ ὁρισμός τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τοῦ Γάμου ἐξαρτᾶται κυρίως ὄχι μόνο ἀπό τόν τύπον τῶν θεσμικῶν σχέσεων  Ἐκκλησίας καί  Πολιτείας, ἀλλά καί ἀπό τή συνταγματική κατοχύρωση τῆς προστασίας τους, γι’αὐτό ἡ ὁποιαδήποτε συνταγματική ἤ κανονική ἀποδυνάμωση «τῶν ἀλληλεγγύων σχέσεων» ἤ καί τῶν «διακριτῶν ρόλων» στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, συνεπάγεται ἀναποφεύκτως ὄχι μόνο τήν ἀποϊεροποίηση τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τοῦ Γάμου, ἀλλά καί τήν ἀπαξίωση τοῦ ἐπίσης ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκογένειας, ἤτοι ὡς ἑνός  ἁπλοῦ πολιτικοῦ συναλλάγματος. Ἐν τούτοις, ἡ ψήφιση ἀπό τήν  Ε’ Ἀναθεωρητική Βουλή τοῦ ἰσχύοντος νέου Συντάγματος τοῦ 1975, τό ὁποῖον ὄχι μόνο ἐνίσχυσε, ἀλλά καί κατωχύρωσε τάς ἤδη καθιερωμένας διακριτάς μέν, ἀλλά καί ἀρρήκτους  ἀλληλεγγύους σχέσεις τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας μετά τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἤτοι εἰς ὅλα τά  περί τῆς Θρησκείας καί τά περί τῆς Παιδείας ἄρθρα τοῦ νέου Συντάγματος τοῦ 1975, ἤτοι τά ἄρθρα  3, 13, 16, 18, 21 105 κ.ἄ.

Πράγματι, τό  καθοριστικόν ἐδάφιον γ’, τῆς  παραγράφου 1, τοῦ  ἄρθρου 3 τοῦ νέου Συντάγματος, τό ὁποῖον μάλιστα προσετέθη εἰς τό αὐτοτελές ἀκροτελεύτιον  ἐδάφιον τοῦ αὐτοῦ ἄρθρου ὅλων τῶν προϊσχυσάντων δυναστικῶν ἑλληνικῶν Συνταγμάτων (1844, 1864, 1911, 1927, 1952), ἤτοι ὅτι: « ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι αὐτοκέφαλος <…>  καί διοικεῖται ὑπό Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχιερέων», τό ὁποῖον ὅμως ἀντικατεστάθη σαφέστερον διά τοῦ  ἐδαφίου γ’, τοῦ ἄρθρου  3 τοῦ ἰσχύοντος νέου Συντάγματος (1975). Ἄλλωστε, διετυπώθη πληρέστερον διά τῶν νέων σημαντικῶν  διατάξεων,  προσθηκῶν καί  τροπολογιῶν, ἤτοι ὅτι: « Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι αὐτοκέφαλος <…>  καί διοικεῖται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιερέων (ΙΣΙ)  καί τῆς ἐκ ταύτης προερχομένης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου (ΔΙΣ)  συγκροτουμένης ὡς ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει, τηρουμένων τῶν διατάξεων τόσον τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου (29 Ἰουν. 1850),  ὅσον καί τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως (4 Σπετ. 1928)».

Συνεπῶς, τό ἰσχῦον νέον Σύνταγμα τοῦ 1975 εἰσήγαγεν ἕνα νέον, πολύτιμον καί ἀπαραίτητον  συνταγματικόν καί  κανονικόν  πλαίσιον λειτουργίας ὄχι μόνον τῶν « διακριτῶν ρόλων», ἀλλά καί τῶν « ἀλληλεγγύων σχέσεων» Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Αἱ προαναφερθεῖσαι λοιπόν νέαι σημαντικαί  διατάξεις,  προσθῆκαι καί  τροπολογίαι τοῦ  ἐδαφίου γ’ τῆς παρ. 1 τοῦ ἄρθου 3 τοῦ νέου Συντάγματος 1975 ἠξιολογήθησαν συστηματικῶς ὑπό τοῦ κορυφαίου ἕλληνα  συνταγματολόγου Ἀριστ. Μάνεση εἰς τήν πράγματι σπουδαίαν καί πολύτιμον  Γνωμοδότησιν, ἤτοι διά τά περί τῆς Θρησκείας ἄρθρα τοῦ ἰσχύοντος νέου Συντάγματος.

Οὕτως, εἰς τό νέον Σύνταγμα τοῦ 1975 ἐτονίσθη ὑπ’ ἀυτοῦ ὀρθῶς καί ἀπαραιτήτως  ἡ ἰδιάζουσα σημασία τῶν σημαντικῶν νέων διατάξεων, προσθηκῶν καί  τροπολογιῶν  τοῦ  ἐδαφίου γ’,  τῆς παραγράφου 1, τοῦ ἄρθρου  3, εἰς τό ὁποῖον μάλιστα ἐνετάχθησαν, ὑπό ἑνός «ἀνωνύμου συντακτικοῦ νομοθέτου». Πράγματι, ὁ κορυφαῖος συνταγματολόγος  Ἀριστ. Μάνεσης δηλώνει ρητῶς εἰς τήν σπουδαίαν  Γνωμοδότησιν, ἤτοι ὅτι ὁ «ἀνώνυμος συντακτικός νομοθέτης»  δέν ἐγκατέλειψε τήν ρύθμισιν τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τήν κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον ἐλευθέραν ἤ καί αὐθαίρετον ἐκτίμησιν τοῦ κοινοῦ νομοθέτου. Ἄλλωστε, θεσπίζει συγχρόνως καί σαφεῖς περιορισμούς πρός ἐξασφάλισιν τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι αὐθαιρέτων κρατικῶν ἐπεμβάσεων,  ἤτοι ἀνεπιτρέπτων   κατά τούς ἱερούς ἐκκλησιαστικούς κανόνας τοῦ λοιποῦ δέ καί κατ’αὐτό τοῦτο τό Σύνταγμα ( Ἐκκλησία, 52, 1975, 305-310).

Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, κατά τήν  Γνωμοδότησιν τοῦ συνταγματολόγου Ἀριστ. Μάνεση, τό ἰσχῦον Σύνταγμα τοῦ 1975, ἀναφερόμενον εἰς τά ὡς ἄνω δύο σημαντικά « Πατριαρχικά Κείμενα», ἤτοι τοῦ « Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου» τοῦ 1850 καί τῆς « Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως» τοῦ 1928, ἀναφέρεται προφανῶς εἰς τάς ἀφορῶσας εἰς μόνην τήν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας σημαντικάς διατάξεις αὐτῶν. Ἄλλωστε, εἰς μέν τόν σημαντικόν « Πατριαρχικόν καί Συνοδικόν Τόμον» ἀποκλείεται, ρητῶς καί κατηγορηματικῶς, ὁποιαδήποτε κρατική ἐπέμβαση καί εἰς αὐτήν εἰσέτι τήν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἤτοι ὄχι μόνον ἡ  de facto ἤ διά τῆς πλαγίας ὁδοῦ ἀνάμειξις τῆς Κυβερνήσεως, ἀλλά καί ἡ  de jure διά τῆς νομοθετικῆς ἤ καί τῆς διοικητικῆς ὁδοῦ ἀνάμειξις τῆς Πολιτείας, ἐφ’ὅσον πρόκειται πλέον περί ἐσωτερικῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας ( sacra interna corporis).

Εἶναι λοιπόν προφανές ἤ καί εὐνόητον, κατά τήν  Γνωμάτευσιν τοῦ Ἀριστ. Μάνεση, ἤτοι ὅτι διά τῆς ρητῆς ἀναφορᾶς τοῦ νέου Συντάγματος τοῦ 1975 εἰς τόν « Πατριαρχικόν καί Συνοδικόν Τόμον» τοῦ 1850, κατοχυροῦται συνταγματικῶς καί ἡ ἐσωτερική « αὐτοδιοίκησις» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἤτοι ἡ διά τῆς παρ’αὐτῆς καί δή δι’ἰδίων  Συνοδικῶν Ὀργάνων, ἀλλ’ὅμως παρ’αὐτῆς μάλιστα ἀναδεικνυομένων (Δ.Ι.Σ – Ι.Σ.Ι.). Οὕτως, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι,  κατά τό ἰσχῦον Σύνταγμα τοῦ 1975, αὐτοτελής καί αὐτοδιοικουμένη, ἀποτελεῖ δέ  Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), ὡς ἀσκοῦσα δημοσίαν λειτουργίαν. Οὕτως, ἡ διέπουσα ἀρχή τοῦ νέου Συντάγματος τοῦ 1975, ἤτοι  περί τῶν ὁρίων τῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, εἶναι πλέον σαφής, ἰσχύει δέ ἡ ἤδη καθιερωμένη ἀρχή: « Ἀποδότε τῷ Καίσαρι μόνον τά τοῦ Καίσαρος, τῷ δέ Θεῷ μόνον τά τοῦ Θεοῦ» ( Ματθ.  22,21), ἀλλ’ὅμως ἡ ἀρχή αὐτή ἰσχύει καί ἀντιστρόφως.

Συνεπῶς, ἡ πρόσφατη ἀνακοίνωση τῆς προτάσεως τῆς  Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως νά εἰσαγάγη μονομερῶς,  αὐθαιρέτως καί ἀκρίτως, τόν ἱερόν καί ἀλληλέγγυον θεσμόν τοῦ  Γάμου καί τῆς Οἰκογενείας, κατ’ἀναφοράν μάλιστα καί πρός τόν ἐπίσης ἱερόν θεσμόν τοῦ «Οἰκογενειακοῦ Δικαίου» εἶναι ὄχι μόνο σαφῶς  ἀντικανονική, ἀλλά καί προφανῶς  ἀντισυνταγματική, ἀφ’ἑνός μέν γιατί θίγονται καιρίως τόσον οἱ « διακριτοί ρόλοι», ὅσον καί οἱ « ἀλληλέγγυες σχέσεις» Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἤτοι κατά τά ἄρθρα 3, 13 καί 21 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος τοῦ 1975, ἀφ’ἑτέρου δέ γιατί ἡ  Κυβερνητική πρόταση συγχέει,  αὐθαιρέτως καί ἀκρίτως, τόν ἱερόν θεσμόν  τοῦ Γάμου καί  τῆς Οἰκογενείας μέ τίς συμβιώσεις τῶν ὁμοφύλων ζευγαριῶν, οἱ ὁποῖες ὅμως ἀλληλοπροσδιορίζονται καί ἀλληλοαναιροῦνται, μέ ἐπαχθεῖς μάλιστα συνέπειες ὄχι μόνο γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τήν ἑλληνική Πολιτεία. Ἄλλωστε, τόσον ἡ Πολιτεία, ὅσον καί ἡ Ἐκκλησία προσκρούουν  συνταγματικῶς στίς σχετικές διατάξεις τῶν ἄρθρων  3 παράγρ.  1, ἐδάφ.  γ’,  13 καί  21 παραγρ.  1, ὅπως ἐπίσης καί στό ἄρθρον  2 τοῦ συνταγματικῶς κατωχυρωμένου  Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1975), τό ὁποῖο προσδιορίζει σαφῶς τούς συγκεκριμένους σημαντικούς τομεῖς τῆς ἀλληλέγγυας καί ἄρρηκτης συνεργασίας Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἰδιαίτερα δέ σέ ζητήματα  Γάμου, Διαζυγίου, Οἰκογενείας κ.ἄ.

Ἐν τούτοις, ἡ ἐμμονή τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας στον καθιερωμένο  Ἀστικόν Κώδικα τοῦ 1930, ὁ ὁποῖος διατηρήθηκε γιά μία ὁλόκληρη πεντηκονταετία (1930-1981), ἀμφισβητήθηκε μέ τήν ἀπόφαση τοῦ Πρωθυπουργοῦ  Ἀνδρέα Παπανδρέου (1981), ἤτοι γιά νά προβάλη τήν ἀναθεώρηση τοῦ  Ἀστικοῦ Κώδικος τοῦ 1952, ὥστε νά ἐπιβάλη καί τή μεταρρύθμιση τοῦ  Οἰκογενειακοῦ Δικαίου. Πράγματι,  ὁ Πρωθυπουργός ἀνέθεσε τή μεταρρύθμιση τοῦ  Οἰκογενειακοῦ Δικαίου στόν Καθηγητή τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ  Ἰω. Δεληγιάννη.

Προφανῶς, ὁ Καθηγητής ἀγνόησε ἀκρίτως τόσον τίς νέες συνταγματικές διατάξεις τῶν ἄρθρων  3 καί  13 τοῦ νέου Συντάγματος τοῦ 1975 γιά τίς ἄρρηκτες καί ἀλληλέγγυες σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὅσον καί τό ἄρθρον  2 τοῦ συνταγματικῶς κατωχυρωμένου  Καταστατικοῦ Χαρτή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977), συγκρότησε μία  εἰδική Ἐπιτροπή Νομικῶν τοῦ  Ἀστικοῦ Δικαίου γιά τή ριζική ἀναθεώρηση τοῦ  Ἀστικοῦ Κώδικος τοῦ 1952, ὥστε νά ἐπιβάλῃ αὐθαιρέτως, ἀκρίτως καί ἀποκλειστικῶς μόνον τόν  Πολιτικόν γάμον, ἤτοι ἀποκλειομένου ὁριστικῶς τοῦ  Θρησκευτικοῦ γάμου, χωρίς μάλιστα τήν ἔγκριση, τή συναίνεση ἤ καί τήν ἀπαραίτητη σύμφωνη γνώμη τῆς Ἐκκλησίας.

Συνεπῶς, προκλήθηκαν οἱ εὔλογες καί ἀναπόφευκτες ὀξύτατες ἀντιδράσεις τῆς  Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας,  τοῦ ἱεροῦ Κλήρου καί  τοῦ εὐλαβοῦς ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀλλ’ὅμως ὑπό τήν πίεση αὐτή, ὁ πρώην Πρωθυπουργός  Γεώργιος Ράλλης παρενέβη, μέ δύο σύντομες σημαντικές Ἐπιστολές εἰς τό  Περιοδικόν τῆς Βουλῆς «Πολιτικά Θέματα», ἤτοι γιά τήν παράλληλη ἐφαρμογή τόσον τοῦ  Θρησκευτικοῦ, ὅσον καί τοῦ  Πολιτικοῦ γάμου, τίς ὁποῖες μάλιστα ἐκοινοποίησε καί στον ἤδη προβληματισμένο  Ἀνδρέα Παπανδρέου γιά νά προλάβῃ ἤ καί νά ἀποτρέψῃ μία ἐπικίνδυνη μάλιστα καί ἀνεξέλεγκτη σύγκρουση  Ἐκκλησίας καί  Πολιτείας, σέ μία πολύ κρίσιμη μάλιστα περίοδο.

Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, ἡ εὔλογη πρόταση τοῦ  Γεωργίου Ράλλη ἔγινε τελικῶς ἀμέσως ἀποδεκτή ἀπό τόν Πρωθυπουργό Ἀνδρέα Παπανδρέου ἵνα μή τό κακόν χεῖρον γένηται, ἤτοι τόσον γιά τήν Ἐκκλησία, ὅσον καί γιά τήν Πολιτεία. Ἄλλωστε, κατά τό ἰσχῦον Σύνταγμα τοῦ 1975, οὔτε ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἀθετήση ἀζημίως στό ἐκκλησιαστικό της σῶμα  τήν  δισχιλιετῆ κανονική παράδοση τοῦ μυστηρίου τοῦ «Θρησκευτικοῦ γάμου», ἀλλ’οὔτε ἡ Πολιτεία μπορεῖ νά ἀγνοήση, ἀζημίως ἤ μονομερῶς, τήν ἀναγκαιότητα τοῦ «Πολιτικοῦ γάμου», ἤτοι ὡς ἑνός «πολιτικοῦ συναλλάγματος», σέ μία  πολυπολιτισμική μάλιστα «κοινωνία τῶν πολιτῶν», συμφώνως καί πρός τό ἄρθρον 13 τοῦ ἰσχύοντος νέου Συντάγματος τοῦ 1975, ἤτοι γιά τήν ὀφειλετική προστασία ὄχι μόνο  τῆς  ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ἀλλά καί  τῶν  συνταγματικῶς κατωχυρωμένων ἀτομικῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.