ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Θεολογικοί άξονες μιας γνήσιας λειτουργικής αναγέννησης *
Πέτρου Βασιλειάδη

( * από το βιβλίο του Μετανεωτερικότητα και Εκκλησία, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2002, σελ. 88εξ)

Η Ορθοδοξία έγινε γνωστή και ως ένα βαθμό ελκυστική στο δυτικό κόσμο εξ αιτίας του πλούτου της λατρείας της. Αλλά και οι ίδιοι οι Ορθόδοξοι, στη λειτουργική μας παράδοση εντοπίζουμε κατά κύριο λόγο την ιδιαιτερότητά μας. [1] Ο αείμνηστος π. Γ. Φλορόφσκυ πριν από μισό αιώνα διακήρυξε σε ένα διαχριστιανικό φόρουμ πως «η Εκκλησία είναι πρώτα και κύρια λατρεύουσα κοινότητα. Προηγείται η λατρεία και ακολουθούν η δογματική διδασκαλία και η εκκλησιαστική τάξη. Ο νόμος της προσευχής ( lex orandi ) έχει μια προνομιακή προτεραιότητα στη ζωή της χριστιανικής Εκκλησίας. Ο νόμος της πίστεως ( lex credendi ) βασίζεται στην ευλαβική εμπειρία και το όραμα της Εκκλησίας» . [2] ?..

Υπάρχουν, όμως, δύο είδη κατανόησης της λατρείας. Σύμφωνα με τη μία η λειτουργία κατανοείται και βιώνεται ως ιδιωτική υπόθεση, κι έτσι λειτουργεί ως μέσο αντιμετώπισης συγκεκριμένων θρησκευτικών αναγκών: τόσο των αναγκών της κοινωνίας να εξασκήσει έλεγχο και εξουσία επί των μελών της, όσο και αυτών των μεμονωμένων ατόμων για τον προσωπικό «εξαγιασμό» τους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτή την κατανόηση της λατρείας δικανική ( juridical ) . Σύμφωνα με τη δεύτερη αντίληψη η λατρεία λειτουργεί ως μέσο δημιουργίας σχέσεων και ανάπτυξης πραγματικής κοινωνίας μεταξύ των μελών της, ως συστατικό οικοδομής της θρησκευτικής κοινότητας, η οποία με τον τρόπο αυτό παύει να κατανοείται με θεσμικούς όρους ή ακόμη και ως λατρευτικός οργανισμός, αλλ? ως χαρισματική κοινωνία, ως τρόπος ζωής. Κι? αυτή είναι η κοινοτική ( communal ) κατανόηση της λατρείας .

H δικανική κατανόηση της λατρείας ενθαρρύνει και στην ουσία προάγει το σαφή διαχωρισμό μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της θρησκευτικής κοινότητας (π.χ. κληρικούς-λαϊκούς, κοινωνικά ανώτερους και κατώτερους, θεολογικά επαΐοντες και απλούς πιστούς, άνδρες-γυναίκες κλπ.), και με τον τρόπο αυτό συντηρεί τα στοιχεία υπεροχής και υποταγής εντός της λατρείας, και ως εκ τούτου συμβάλλει στη διατήρηση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης μέσα στο ίδιο το θρησκευτικό σύστημα, αλλά κατ? επέκταση και τις κοινωνικές δομές της ευρύτερης κοινωνίας. Επιπροσθέτως, μια τέτοια αντίληψη (και λατρευτική βεβαίως πρακτική) συμβάλλει στη δημιουργία διαχωριστικών γραμμών, δημιουργεί απροσπέλαστα εμπόδια, ακόμη και εχθρότητες μεταξύ μελών διαφορετικών θρησκευτικών συστημάτων, επιτείνοντας έτσι φαινόμενα μισαλλοδοξίας, ξενοφοβίας και φανατισμού. Δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για την ιστορία και την κοινωνική ζωή σ? αυτή την αντίληψη της λατρείας.

Η κοινοτική, αντίθετα, κατανόηση της λατρείας αποθαρρύνει πλήρως κάθε διάκριση, τόσο εντός της θρησκευτικής κοινότητας, όσο κατ? επέκταση και εντός της ευρύτερης κοινωνικής ζωής. Η αντίληψη αυτή (και λατρευτική βεβαίως πρακτική) δεν υψώνει εχθρικά τείχη μεταξύ των μελών των διαφόρων θρησκευτικών συστημάτων και προωθεί την ειρήνη και τη θρησκευτική ανεκτικότητα. . Σε σύγχρονα Ορθόδοξα θρησκευτικά περιβάλλοντα διαπιστώνει δυστυχώς κανείς και τις δυο αυτές αντιλήψεις, και το φαινόμενο αυτό έχει φέρει σε αμηχανία τους ιστορικούς της εκκλησίας, όταν επιχειρούν να αξιολογήσουν τη συμβολή της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο.

Θεολογικά θα μπορούσε κανείς σχηματικά να χαρακτηρίσει τη δικανική αντίληψη (και πρακτική) της λατρείας ιστορική , και την κοινοτική εσχατολογική, αφού η έννοια της κοινωνίας είναι εξ ορισμού (βλ. Β΄ Κορ 13.13) συστατικό του Αγίου Πνεύματος, το οποίο στη βιβλική παράδοση συνδέονταν με την έλευση των εσχάτων (πρβλ. Πραξ 2.1εξ, Ιωήλ 3.1εξ κλπ.). Κυρίως όμως γιατί κέντρο της Ορθόδοξης λατρείας με την έννοια της κοινωνίας αποτελεί η Ευχαριστία, η οποία πάντοτε κατανοούνταν ως η προληπτική φανέρωση της Βασιλείας του Θεού, ως εικόνα μια εναλλακτικής πραγματικότητας, διαφορετικής από την ιστορική, τη συμβατική, την καθημερινή, η τέλεια και αυθεντική έκφραση της οποίας αναμένεται να ολοκληρωθεί στα έσχατα. Κι αυτό, χωρίς αμφιβολία, μας οδηγεί στο έτερον, εξ ίσου σημαντικό, χαρακτηριστικό στοιχείο της Ορθοδοξίας: την εσχατολογική της διάσταση. ?λλωστε, ολόκληρη η αυθεντική Ορθόδοξη παράδοση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπογραμμίζει την εσχατολογική και όχι ιεραρχική διάσταση της εκκλησιαστικής πραγματικότητας. Ακόμη και η επισκοποκεντρική δομή της Εκκλησίας στην ορθόδοξη θεολογία πάντοτε κατανοούνταν εσχατολογικά. Γι? αυτό και ο επίσκοπος, ο primus inter pares προεστώς εν αγάπη της ευχαριστιακής κοινότητας, ποτέ δε θεωρούνταν (εκτός βέβαια των περιπτώσεων έντονης δυτικής επιρροής) ως βικάριος ή αντιπρόσωπος ή πρεσβευτής του Χριστού επί της γης, αλλ? ως εικόνα Του. Το ίδιο, μάλιστα συμβαίνει και με τα άλλα εκκλησιαστικά λειτουργήματα (αποφεύγω τον όρο «αξιώματα»): δεν είναι παράλληλα ή δοσμένα από το Χριστό, αλλά ταυτόσημα με εκείνα του Χριστού. [3] Γι? αυτό και ολόκληρη η θεολογία και λατρευτική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας περιστρέφεται γύρω από το γεγονός της αναστάσεως. Όπως επιτυχέστατα τονίζει ο (Μητρ. Περγάμου) Ιωάννης (Ζηζιούλας), η Εκκλησία υφίσταται όχι γιατί ο Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό, αλλά γιατί αναστήθηκε εκ των νεκρών, κι έτσι έγινε απαρχή όλης της ανθρωπότητας. ?..

Στα σωζόμενα λειτουργικά κείμενα, καθώς και την πατερική παράδοση της Oρθοδοξίας, περισσότερο απ? ότι στις λοιπές παραδόσεις, είναι πλέον αποδεδειγμένο πως σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη δεν επιτελείται κάποια μαγική μυστική τελετή ή έστω και κάποια λατρευτική πράξη ατομικής σωτηρίας, αλλά προληπτικά φανερώνεται η Bασιλεία του Θεού. Όσες φορές με άλλα λόγια η εκκλησιαστική κοινότητα, ο νέος Iσραήλ, ο διασκορπισμένος λαός του Θεού, συνέρχεται «επί το αυτό», γίνεται απτή πραγματικότητα ως αρραβών, αναλαμπή και πρόγευση, το μυστήριο της ερχόμενης Bασιλείας του Θεού, και τα μέλη αυτής της κοινότητας, όλα ανεξαιρέτως, συλλειτουργοί αλλά συντελεστές, έστω και προληπτικά, στην επί γής πραγμάτωση της Bασιλείας του Θεού.

H Eυχαριστία, ως το μοναδικό αυτό γεγονός της εδώ και τώρα βίωσης των εσχάτων, ως αντανάκλαση της Bασιλείας του Θεού, ως αυθεντική «εικόνα» της (μέλλουσας να φανερωθεί) «αλήθειας», καταντάει καρικατούρα, κακέκτυπο και ψευδές είδωλο της πραγματικότητας που εικονίζει, αν δεν εκφράζει πιστά τις ιδιότητες αυτής της Bασιλείας. Aν δηλαδή τα στοιχεία της πλήρους και ισότιμης συμμετοχής του λαού του Θεού δεν είναι εμφανή? αν η ευχαριστιακή σύναξη δεν αποτελεί δυναμική έκφραση ενότητας, ισότητας, αδελφοσύνης, θυσίας και προ παντός αληθούς κοινωνίας, αντανάκλαση της τέλειας κοινωνίας της Aγίας Tριάδος? αν δεν πραγματώνεται προληπτικά υπέρβαση της φθαρτότητας, της διάσπασης και της θνηνότητας της ανθρώπινης ιστορικής και της εν γένει κτιστής πραγματικότητας. Όσοι ισχυρίζονται το θεμιτό της ιεραρχικής (με την κοσμική σημασία του όρου) δομής της λειτουργικής τάξης της Eκκλησίας, είτε εξαιτίας αδικαιολόγητου χριστομονισμού, είτε εξ επιδράσεως (στην ουσία λαθεμένης και μή ολιστικής ανάγνωσης) των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων, αγνοούν ή ηθελημένα παραποιούν την κλασική εσχατολογική διατύπωση του αποστόλου Παύλου στο 15 ο κεφ. της A΄ προς Kορινθίους επιστολής του. [4] Iεραρχική δομή στην Eκκλησία και τη λειτουργία της θα εδικαιολογείτο, μόνον εφόσον υποσκάπταμε το όραμα της εσχατολογικής Bασιλείας και μετατρέπαμε την Eκκλησία σε θεσμό του κόσμου τούτου.

Όσο χρόνο λοιπόν η Eκκλησία, στην οντολογική (από πλευράς θεολογικής) και καθολική (από πλευράς μαζικής συμμετοχής του λαού) έκφραση της, δηλαδή την ευχαριστιακή λειτουργία, δεν αναπαριστά δυναμικά αυτήν την πραγματικότητα της Bασιλείας, αλλά εξαντλείται απλώς σε μια απλή?σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις σακραμενταλιστική/ μαγική ?τελετή, οποιαδήποτε πτυχή της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά και οποιαδήποτε πρόοδος στην ποιμαντική, κοινωνική, μοναστική, ιεραποστολική, επιστημονική θεολογική κλπ. έκφρασή της Eκκλησίας χωρίς τη λειτουργική αναγέννηση που να απορρέει από μια θαρραλέα λειτουργική?και κατά πρώτο λόγο ευχαριστιακή?μεταρρύθμιση, δεν μπορεί παρά να είναι ελλιπής, ανεπαρκής και αναποτελεσματική.

Δυστυχώς, για πολλούς αιώνες η έλλειψη υγιούς θεολογικού προβληματισμού (ισάξιου του δυναμικού θεολογικού λόγου των Πατέρων της χρυσής περιόδου του χριστιανισμού) συνετέλεσε στο να θεωρείται θεολογικά αδιαπραγμάτευτο ό,τι σχετίζεται με το «μυστήριο». O π. Aλέξανδρος Σμέμαν ορθά επεσήμανε το φαινόμενο, δυστυχώς όμως επέμεινε στην αναγκαιότητα θεολογικής απλώς ερμηνείας των λειτουργικών καταβολών και όχι την ριζική επαναφορά του λειτουργικού/ ευχαριστιακού λόγου και της σύγχρονης λειτουργικής (και κυρίως της ευχαριστιακής) πράξης στην αρχική αυθεντική τους υπόσταση και λειτουργία.. [5] ...

Η λειτουργική αναγέννηση στη μετανεωτερική εποχή που ζούμε δεν είναι επιλογή, αλλά επιτακτική ανάγκη της κάθε ιεραποστολικά προσανατολισμένης Εκκλησίας. Η πρόσφατη, λοιπόν, απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος να συστήσει ειδική συνοδική επιτροπή «λειτουργικής αναγεννήσεως» ήταν αναμφίβολα κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο όρος λειτουργική αναγέννηση , τον οποίο ορθώς επέλεξε η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος προκειμένου να καθορίσει τα όρια και να προσδιορίσει το ρόλο αυτής της επιτροπής, στη νεότερη θεολογική επιστήμη αναφέρεται σε ένα πολύ ευρύτερο της καθ? αυτό λειτουργικής (αλλά και της εν γένει λατρευτικής) ζωής της Εκκλησίας τομέα. Δεν περιορίζεται, δηλαδή, μόνον στο πώς μία τοπική (αυτοκέφαλη) Εκκλησία οφείλει να «λατρεύσει ευαρέστως τω Θεώ», αλλά επεκτείνεται και στο τι εκφράζει το καθόλου λειτουργικό γεγονός της Εκκλησίας, αναφέρεται δηλαδή στο πώς καλείται η κάθε εκκλησιαστική κοινότητα να επαναπροσδιορίσει ορθοδόξως την ταυτότητά της. Με άλλα λόγια ο όρος «λειτουργική αναγέννηση», σε παγκόσμιο μάλιστα επιστημονικό επίπεδο, έχει πλέον εφαρμογή στο σύνολο του θεολογικού επιστητού, σε όλους τους τομείς της θεολογικής επιστήμης, από τους καθαρά πρακτικούς έως τους αυστηρά θεολογικούς. Με τον όρο αυτό:

(α) προσδιορίζεται η σπουδαιότητα του «εκκλησιακού»/«ευχαριστιακού» γεγονότος πέρα και πάνω από την όποια «θεολογική» παραγωγή της χριστιανικής κοινότητας . [6]

(β) υπογραμμίζεται η προτεραιότητα της «εμπειρίας» έναντι του «λόγου» . [7]

(γ) τονίζεται η μοναδικότητα της «κοινωνίας» σε σύγκριση με το «μήνυμα», με την «ομολογία» . και σε τελευταία ανάλυση

(δ) επαναπροσδιορίζονται οι σχέσεις «Ευχαριστίας»-«Αγίας Γραφής». [8]

Με άλλα λόγια η λειτουργία , η κοινή δηλαδή λατρεία της πιστεύουσας κοινότητας, και κυρίως η Ευχαριστία ως το κεντρικό και προσδιοριστικό της στοιχείο, [9] δεν αποτελούν απλώς τελεστικές εκφράσεις του λόγου του Θεού, δεν αποτελούν δηλαδή ιεραποστολικά μόνο στοιχεία του εκκλησιακού γεγονότος. [10] Αντίθετα, ο λόγος του Θεού, το κήρυγμα, η Αγία Γραφή ? σε τελευταία ανάλυση η ιεραποστολή, η χριστιανική δηλαδή μαρτυρία ? προσδιορίζονται καθοριστικά από την Ευχαριστία, [11] η οποία βέβαια, αυτή και μόνον αυτή, καθορίζει ? τουλάχιστον κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία [12] ? το είναι και την ταυτότητα της Εκκλησίας.

Αυτή ακριβώς η τελευταία διαπίστωση απαιτεί μια καθαρά θεολογική προσέγγιση του προβλήματος της λειτουργικής αναγέννησης. Απαιτεί συγκεκριμέ-νους θεολογικούς άξονες πριν από την όποια παρέμβαση στα λειτουργικά πράγματα της Εκκλησίας.

Μία τέτοια θεολογική προσέγγιση, την οποία έχω συνειδητά επιλέξει, υποδηλώνει εξ υπαρχής και την πλήρη διαφοροποίησή μου από κάθε απόπειρα απλής εκσυγχρονιστικής μεταρρύθμισης των λειτουργικών πραγμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ακόμη και υπό τη μορφή λειτουργικής ανανεώσεως παραδοσιακών θεσμών. To ζητούμενο δεν είναι ελκυστικότερες λειτουργικές τελετές (περισσότερο κατανοητές, προσαρμοσμένες στις σημερινές συνθήκες διαβίωσης κλπ.), προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ατομικές ψυχολογικές ανάγκες των πιστών, ή προκειμένου να λειτουργήσουν αποτελεσματικότερα τα μυστήρια της Εκκλησίας ως «αγωγοί της θείας χάριτος» (μια σχολαστική, αντορθόδοξη, και ευτυχώς ξεπερασμένη σήμερα κατανόηση των μυστηρίων), [13] ή τέλος προκειμένου να χειραγωγείται ευχερέστερα ο απλός λαός σε καταφύγια «ιδεών» ή σανατόρια και νοσοκομεία «θεραπείας των ψυχών». Το ζητούμενο είναι η επαναφορά στην αυθεντική και εκκλησιολογικά ορθή λειτουργική πρακτική, μια πρακτική βέβαια τη οποία δε θα πρέπει να αναζητήσουμε στους τελευταίους μόνον αιώνες της εκκλησιαστικής μας ζωής, [14] αλλά διαχρονικά σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Εκκλησίας, στο σύνολο της Θείας Οικονομίας. Το ζητούμενο είναι η κοινή λατρεία - και κατά κύριο λόγο η Ευχαριστία - να εκφράζει αυθεντικά το «είναι» της Εκκλησίας , να εκφράζει το πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια κάθε φορά που οι πιστοί συνάζονται επί το αυτό να γίνεται η Εκκλησία αυτό που είναι: «σώμα» Χριστού, «λαός» του θεού, «κοινωνία» του Αγίου Πνεύματος?.

Συνοψίζοντας, θα ήθελα να επαναλάβω, ότι το ένα και μοναδικό κριτήριο της λειτουργικής αναγέννησης είναι το εκκλησιολογικό. Οποιαδήποτε, ως εκ τούτου, παρέμβαση στα λειτουργικά πράγματα της Εκκλησίας θα πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με την αυθεντική Ορθόδοξη εκκλησιολογία.

Ως συνέπεια του εκκλησιολογικού κριτηρίου, και παράλληλα της σύνδεσης της εσχατολογικής ταυτότητας της Εκκλησίας με την ιστορική και ευαγγελιστική διάστασή της, της ευχαριστιακής δηλαδή οντολογίας με την ιεραποστολική δεοντολογία, η Ορθόδοξη θεολογία σε συλλογικό αλλά και προσωπικό επίπεδο, μετά λόγου επιστημονικής γνώσεως και με πιστότητα στην παράδοση της Εκκλησίας, μελέτησε με «ιδιαίτερη προσοχή τις ειδικές προκλήσεις και τα προβλήματα που αφορούν στη λειτουργική ανανέωση και μεταρρύθμιση»?και επέστησε «την προσοχή στην αναγκαιότητα υπογράμμισης των βασικών αρχών της λατρείας, που θα μπορούσαν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια?για τη λειτουργική αναγέννηση στις Ορθόδοξες Εκκλησίες» [15] ...

Οι σπασμωδικές και εν θερμώ αντιδράσεις, [16] που παρατηρούνται ανέκαθεν σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ορθόδοξης εγκαταβίωσης [17] όσες φορές οι Ορθόδοξες κοινότητες ευαισθητοποιούνται ιεραποστολικά και προγραμματίζουν έστω και δειλά βήματα λειτουργικής αναγέννησης, εκτός του ότι είναι επιστημονικώς ατεκμηρίωτες, αδικούν κατάφορα και μερικές φορές καθυβρίζουν τους εμπλεκόμενους φορείς. Τα επιχειρήματά τους περιορίζονται είτε στις ψυχολογικές παραμέτρους του όλου θεσμού της χριστιανικής λατρείας, είτε στις πολιτιστικές της επιπτώσεις . ποτέ δεν υπεισέρχονται στο θεολογικό πεδίο, και όταν το πράττουν πάντα υπάρχει και ο αντίλογος.


[1] Περισσότερα στη θαυμάσια μελέτη του Μητροπ. Περγάμου J. Zizioulas, Being as Communion. Studies in Personhood and the Church, New York 1985.

[2] G. Florovsky, ?The Elements of Liturgy,? στο C. Patelos ( εκδ .), The Orthodox Church in the Ecumenical Movement , Geneva 1978, 172-182, σελ . 172.

[3] J. Zizioulas, Being as Communion. του ιδίου ., "The Mystery of the Church in Orthodox Tradition", One in Christ 24 (1988) σελ . 294-303.

[4] « «o[tan de. u`potagh/| auvtw/| ta. pa,nta( to,te kai. auvto.j o` ui`o.j u`potagh,setai tw/| u`pota,xanti auvtw/| ta. pa,nta( i[na h=| o` qeo.j ta. pa,nta evn pa/sin » ( Α΄Κορ 15.28).

[5] Περισσότερα για το θέμα αυτό στη διδακτορική διατριβή του π. Γ. Μπασιούδη, η οποία εκπονήθηκε υπό την επίβλεψή μου με θέμα Η συμβολή του Σμέμαν στη Λειτουργική και την Ορθόδοξη Θεολογία , Θεσσαλονίκη/Muenster 2000.

[6] Περισσότερα για το θέμα αυτό στον πρόλογο του βιβλίου μου Lex Orandi. Μελέτες Λειτουργικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 5-8. Επίσης "Lex Orandi (Από τη Λειτουργική στη Λειτουργική Θεολογία)", Καθ? Οδόν 7-8 (1994), σελ. 141-143.

[7] Με το όρο «εμπειρία» δεν εννοούμε μια άκριτη, συναισθηματική και μη έλλογη ψυχολογική κατάσταση, αλλά τη συνειδητή βίωση του εσχατολογικού γεγονότος της Βασιλείας του Θεού εδώ και τώρα.

[8] Μέσα από αυτή την οπτική γωνία προσεγγίζει ο γράφων στο πρόσφατα εκδοθέν πόνημά του τα Επίκαιρα Αγιογραφικά Θέματα. Αγία Γραφή και Ευχαριστία, Θεσσαλονίκη 2000.

[9] Πρβλ. μεταξύ άλλων Π. Τρεμπέλα, «Η Θ. Ευχαριστία κατά την συνάρθρωσιν αυτής προς τα άλλα Μυστήρια και μυστηριοειδείς τελετάς», ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ τω διδασκάλω Αμίλκα Σ.Αλιβιζάτω, Αθήνα 1958, σελ. 462-472. Ν.Σ.Μιλόσεβιτς, Η Θεία Ευχαριστία ως κέντρον της Θείας Λατρείας, Θεσσαλονίκη 1995. Γεωργίου (Ηγουμ. Ι.Μ.Γρηγορίου) Καψάνη, «Η Θεία Ευχαριστία κέντρον της Ορθοδόξου λατρείας», Θέματα Εκκλησιολογίας και Ποιμαντικής, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 33-49.

[10] Περισσότερα για το θέμα αυτό στο Ιon Bria-Π.Βασιλειάδη, Ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία , Κατερίνη 1989, σελ. 45εξ.

[11] Για το θέμα αυτό βλ. P.Vassiliadis, Ε ucharist and Witness . Orthodox Perspectives on Unity and Mission of the Church, Geneva-Boston 1998 . Πιο συγκεκριμένα τη μελέτη "The Eucharistic Perspective of the Church?s Mission," 49-66 (επίσης ΕΕΤΘΣΘ 7 [1997] Τιμητικό αφιέρωμα στον ομότιμο καθηγητή Νίκο Γρ Ζαχαρόπουλο, σελ. 21-44, και σε ελληνική μετάφραση σε συνεπτυγμένο μορφή με τίτλο, "Η ευχαριστιακή προοπτική της αποστολής της Εκκλησίας", Σύναξη 61[1997], σελ. 29-43).

[12] Πρβλ. τη γνωστή ρήση του Ν. Καβάσιλα «η εκκλησία εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται». Την εκτίμηση αυτή συναντούμε σήμερα και μεταξύ ετεροδόξων : Πρβλ . G. Wainwright, Eucharist and Eschatology, New York 1981 . του ίδιου , Doxology: The Praise of God in Worship, Doctrine and Life, New York 1980.

[13] Στο θέμα αυτό αναφέρεται σε όλα σχεδόν τα σχετικά έργα του ο Α. Schmemann. Πρβλ. επίσης τη μελέτη μου «Η θεολογική κατανόηση του μυστηρίου στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο», Η Ορθοδοξία στο σταυροδρόμι, ΕΚΟ 4 Θεσσαλονίκη 1992, σελ 169εξ .

[14] Βλ. την αξιολογότατη για την τόλμη της μελέτη του μακαριστού (Μητρ. Κοζάνης) Διονυσίου Λ. Ψαριανού, «Μετά αιδούς και ευλαβείας», Αναφορά εις μνήμην μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου 1914-1986, τομ. Β΄ Γενεύη 1989, σελ. 147-64.

[15] «Διορθόδοξη διάσκεψη με Θέμα: Ορθόδοξη Λειτουργική Αναγέννηση και η Ορατή Ενότητα. Μονή Νέας Σκήτης (26 Μαίου- 1 Ιουνίου)», Καθ? Οδόν 15 (2000), 89-97, § 7. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε αγγλικά στο T. FitzGerald - P. Bouteneff ( εκδ .), Turn to God, Rejoice in Hope. Orthodox reflections on the Way to Harare, Geneva 1988, σελ . 139-146

[16] Δεν έχει παρά να ανατρέξει κανείς στα κείμενα των, ολίγων ευτυχώς, επικριτών του όλου προγράμματος μελέτης της λειτουργικής αναγέννησης που προωθεί η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος, όπως αυτά παρουσιάστηκαν στις σελίδες διαφόρων περιοδικών. Ως προς το πρόσφατο αντι-συνέδριο (Α΄ Λειτουργικό Συνέδριο!), το οποίο διοργάνωσαν στη Θεσσαλονίκη από 27-2 έως 1-3-2002 με θέμα: «Το μεγαλείο της Θείας Λατρείας. Παράδοση ή ανανέωση;» οι επικριτές του αρχιεπισκόπου για τους χειρισμούς του αναφορικά με την επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, ότι η πρωτοβουλία αυτή ? έστω και ως αντίδραση προς τα τρία (3) ήδη οργανωθέντα λειτουργικά συνέδρια της Εκκλησίας της Ελλάδος ? δικαιώνει την επιδιωκόμενη από τα επίσημα κείμενα της συνοδικής επιτροπής λειτουργικής αναγεννήσεως προβολή της αναγκαιότητας λειτουργικής ευαισθησίας. Η αδυναμία του, εν τούτοις, να κατανοήσει ορθά το πρόβλημα της εκκοσμίκευσης, αλλά και η εσκεμμένη παραποίηση των προθέσεων της επίσημης Εκκλησίας, πιστοποιεί για μια ακόμη φορά, ότι στη χώρα μας ουσιαστικός και νηφάλιος θεολογικός διάλογος αποτελεί δύσκολη υπόθεση.

[17] Πρβλ. P. Meyendorff, Russia, Ritual and Reform, New York 1991, για τη λειτουργική μεταρρύθμιση του πατριάρχη Νίκωνα στη Ρωσία το 17ο αι. Του ίδιου, ?The Liturgical Path in America?, SVTQ 40 (1996), σελ. 43-64, και του π. Α. Καλύβα, «Μερικές σκέψεις για τη λειτουργική ανανέωση και μεταρρύθμιση», Σύναξη 61 (1997), σελ 13-28, για την Ορθόδοξη διασπορά, όπως επίσης και τον πρόλογο του πρόσφατου ευχολογίου της Ι. Μονής της Νέας Σκήτης (ΗΠΑ) με τίτλο Sighs of the Spirit, Cambridge NY 1997, για το γενικότερο φαινόμενο των αντιδράσεων σε κάθε απόπειρα λειτουργικής αναγέννησης στο χώρο της Ορθοδοξίας.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.