ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Ιστορία της Ασσυριακής Νεστοριανικής Εκκλησίας - Από του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι της συγχρόνου Διασποράς

Αθανασίου Αρβανίτη,
Ιστορία της Ασσυριακής Νεστοριανικής Εκκλησίας, Αθήναι 1968, εκδ. Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, σελ. 230-242

Η Νεστοριανική Εκκλησία άπαξ έτι επέπρωτο να υποστή τα παθήματα και τας κακώσεις μιας νέας πολεμικής συρράξεως. Ως και κατά τι παρελθόν, κατά τους πολέμους μεταξύ Περσών και Βυζαντινών, Περσών και Αράβων, Μογγόλων και Τούρκων, ούτω και νυν οι νεστοριανοί χριστιανοί κατά τον πόλεμον του 1914-1918 θα διήρχοντο και αύθις δια στόματος μαχαίρας και θα αντιμετώπιζον το μαρτύριον και τον εξανδραποδισμόν, γενόμενοι θύματα των περιστάσεων, αίτινες ευρίσκοντο παντελώς πέραν της ιδικής των ευθύνης.

Η Τουρκία εισήλθεν εις τον πόλεμον το 1914. Ο Μέγας Βεζύρης Ταλαάτ Πασάς φέρεται δηλώσας, ότι η Τουρκική κυβέρνησις θα επροστάτευε τους εν τω οθωμανικώ κράτει χριστιανούς υπηκόους. Η υπόσχεσις όμως αύτη η κατά τον χρόνον τούτον γενομένη ήτο απλώς η έκφρασις εκείνου κυρίως το οποίον η τουρκική κυβέρνησις επεθύμει δια λόγους διπλωματικούς να γίνη πιστευτόν. Βέβαιον είναι, ότι τοιαύτη υπόσχεσις ουδέποτε ετηρήθη. Γνωστή είναι η μοίρα των Αρμενίων. Εις την περίπτωσιν των Ασσυρίων δεν είναι γνωστόν, ως είναι τούτο δια τους Αρμενίους, αν υπήρχε προδιαγεγραμμένον σχέδιον αφανισμού αυτών ως εθνότητος εξ ολοκλήρου. Γνωστόν όμως τυγχάνει, ότι πάντα τα μέτρα, τα οποία κατά το παρελθόν είχον ληφθή προς παρεμπόδισιν των Κούρδων να αυθαιρετούν κατά των χριστιανών, ανεκλήθησαν, ίνα ούτοι αφεθούν ελεύθεροι εις το φοβερόν έργον των. Αι τουρκικαί αρχαί είχον προσπαθήσει δια γενναιοδώρων υποσχέσεων να εξαγοράσουν την υπακοήν των εν Κουρδιστάν χριστιανών. Οι ηγέται αυτών εις συμβούλιον, συγκληθέν εις την επαρχίαν της Diz εν τω ορεινώ Χακκιάρι, απεφάσισαν να κηρύξουν τον πόλεμον κατά των Τούρκων. Εις την απόφασιν ταύτην προήλθον στηριζόμενοι εις τας περί βοήθειας, συνισταμένης εις όπλα, πυρομαχικά και αξιωματικούς, διαβεβαιώσεις Ρώσων πρακτόρων. Ο αριθμός βεβαίως των Άσσυρίων δεν ήτο μέγας, ήσαν όμως χρήσιμοι δια την πλευροκόπησιν εκ των ασφαλών ορεινών κρησφυγέτων αυτών των Τούρκων, εις περίπτωσιν εισβολής των Ρώσων εις Ανατολίαν. Εκείνο όπερ εξώθησε τους Ασσυρίους εις την κατά των Τούρκων απέλπιδα εξέγερσιν ήτο βεβαιόrης, ότι εν ουδεμία περιπτώσει ηδύναντο να εμπιστεύονται εις αυτούς, εάν δε επρόκειτό ποτέ να διακινδυνεύσουν υπέρ των δικαίων των ο καταλληλότερος χρόνος ήτο ο παρών. Οι Ρώσοι παρέσχον εις όπλα όσην ηδύναντο βοήθειαν. Ισχυραί στρατιωτικαί δυνάμεις εκ Κούρδων ενισχυόμεναι υπό Τούρκων έπέδραμον τρις κατ’ αυτών εις την ορεινήν των ακρόπολιν και τας τρεις ταύτας φοράς απεκρούσθησαν. Κατά την τετάρτην επιδρομήν υπήρξαν ευτυχέστεροι, διότι οι εν τη πεδινή χώρα ζώντες Άσσύριοι ηναγκάσθησαν να αποσυρθούν εξ αυτής και να ζητήσουν καταφύγιον εις τα υψίπεδα, όπου ωδηγούν τα ποίμνιά των κατά τους θερινούς μήνας. Από εκεί θα ηδύναντο να προασπίζουν εαυτούς εξ οιασδήποτε εναντίον των επιθέσεως, ήτο όμως δυσχερές να ζήσουν εν αυτοίς κατά τους ψυχρούς χειμερινούς μήνας, ήδη δε είχε προχωρήσει ο Σεπτέμβριος του 1915. Οι Τούρκοι εσκέφθησαν, ότι θα ήτο προτιμότερον να αναμείνουν την έλευσίν των. Αι ελπίδες των χριστιανών απετέθησαν εις την ρωσικήν βοήθειαν. Προς τούτο ο πατριάρχης Μαρ Βενιαμίν Σίμων ΙΘ' άφησε το ποίμνιόν του εις τα όρη και διελθών δια των γραμμών του εχθρικού πυρός ήλθεν εις Ουρμίαν της Περσίας, ίνα ζητήση την υπεσχημένην βοήθειαν εκ του στρατιωτικού διοικητού της πόλεως. Προς αυτόν εδήλωσεν εκείνος αδυναμίαν χορηγήσεως τοιαύτης βοήθειας, ί να παρευθύς επιστρέψη άπρακτος και δια μυρίων κινδύνων εις το χειμαζόμενον ποίμνιόν του. Εις την απελπιστικήν ταύτην κατάστασιν, εις την οποίαν ειχον περιέλθει, απεφάσισαν να κάμουν γενναίαν έξοδον προς την πλευράν εκείνην των πολιορκητών την οποίαν εθεώρουν ασθενεστέραν, επιτυχόντες πάντες, στρατιώται και άμαχος πληθυσμός, να διέλθουν εν μέσω τοσούτων κινδύνων τον κλοιόν του εχθρού και να καταφύγουν εις Περσίαν, προς κατάπληξιν και των Ρώσων και των Τούρκων. Εν αυτή, επί τινα χρόνον, παρέμειναν ασφαλείς, αν και η κρατούσα πολιτική κατάστασις επέδρα επ’ αυτών δυσαρέστως. Οι Ρώσοι, οίτινες ήσαν οι πραγματικοί κύριοι της χώρας, εδέχθησαν τούτους και τους εξώπλισαν, αναγνωρίσαντες αυτούς ως συμμάχους. Εις πολλούς εκ των αμάχων επέτρεψαν να εγκατασταθούν εις τον Καύκασον. Ο μαρτυρικός πατριάρχης Βενιαμίν-Σίμων ΙΘ' παρεσημοφορήθη υπό του Τσάρου, και τα πάντα εδείκνυον, ότι το γένος των Ασσυρίων μετά την νικηφόρον δια την Α ντάντ ( Entente ) (1) έκβασιν του πολέμου θα εισήρχετο εις περίοδον αληθούς ελευθερίας και ευημερίας. Η εκσπάσασα όμως το 1917 Ρωσική Επανάστασις και η υπό της Ρωσίας εγκατάλειψις της Περσίας το 1918, κατέστρεψε το τείχος της αμύνης, το οποίον είχε δημιουργηθή εις τα σύνορα Τουρκίας και Περσίας προς απόκρουσιν ενδεχόμενης εισβολής της πρώτης εις τα εδάφη της δευτέρας. Οι Κούρδοι υπό τον αρχηγόν των Ισμαήλ Αγά Shekak, γνωστόν ως Simko, έχοντες προς ίδιον όφελος προσχωρήσει εις την συμμαχίαν, απεκολλήθησαν αμέσως εξ αυτής και ήρχισαν κεχωρισμένως να διαπραγματεύονται μεθ’ εκάστης εκ των δύο χωρών, Τουρκίας και Περσίας. Ίνα δε ευχαριστήση αυτάς, ίσως και εισηγήσει των, ο Simko προσκαλέσας τον τραγικόν πατριάρχην Μαρ Βενιαμίν-Σίμωνα ΙΘ' εις φιλικήν διάσκεψιν εφόνευσεν αυτόν δια δόλου την 16 ην Μαρτίου 1918.

Ούτως οι Ασσύριοι χριστιανοί ευρέθησαν αιφνιδίως μόνοι εν μέσω εχθρών, άνευ εθνάρχου και συμμάχων. Τότε, με τα πολεμοφόδια τα οποία οι Ρώσοι τους είχον προμηθεύσει και υπό την αρχηγίαν του Πέτρου Baz, εμπείρου περί τον άτακτον πόλεμον, ηδυνήθησαν να προβάλουν άμυναν εις τας υπό των Περσών, Τούρκων και Κούρδων γενομένας κατ’ αυτών επιθέσεις. Τούτο εγένετο εν όσῳ υπήρχεν εισέτι πολεμικόν υλικόν, όταν όμως αυτό εξηντλήθη, μη ανανεούμενον εν τω μεταξύ, η κατάστασίς των διεγράφετο ζοφερά. Ηκολούθησε περίοδος δοκιμασιών και θλίψεων. Εν τω μεταξύ κατ’ απροσδόκητον τρόπον έφθασε βοήθεια προς αυτούς. Οι Άγγλοι επέτυχον να προεκταθούν κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις προς την πεδιάδα του Τίγρητος και τον Σεπτέμβριον του 1915 ο στρατηγός Townshend κατελάμβανε την Kut al Imara . Συνεχίζων την προέλασίν του έφθασε μέχρι της Κτησιφώντος, ηναγκάσθη όμως να συμπτύξη τας δυνάμεις του εις Kut λόγω ελλείψεως πολεμοφοδίων. Τον Δεκέμβριον του 1916 ο στρατηγός Maude, καλύτερον εφοδιασμένος, ήρχισε και πάλιν την προς βορράν προέλασιν, ανακαταλαβών το 1917 την περιελθούσαν εν τω μεταξύ εις χείρας των Τούρκων Kut, εν συνεχεία δε την Κτησιφώντα και ακολούθως την Βαγδάτην, ένθα επί τινα χρόνον και εστρατοπέδευσεν. Εκκινήσας και πάλιν το φθινόπωρον του ιδίου έτους κατευθυνόμενος προς την Μοσούλην απέθανε κατά την εκστρατείαν εκείνην εκ χολέρας, τας πολεμικάς επιχειρήσεις συνεχίσας ο διαδεχθείς τούτον William Baine Marshall . Η αλλαγή όμως αύτη επεβράδυνε την προς τα πρόσω πορείαν και δια τούτο μόλις το θέρος του επομένου έτους (1918) η δυνήθη να φθάση μέχρι της Kirkur, την αρχαίαν Karkha εν Γαραμαία, επιτυχών περί τα τέλη του έτους εκείνου να γίνη κύριος της Μοσούλης, παρά την πλεονεκτικήν θέσιν των Τούρκων μετά τον περιορισμόν των Ρώσων εις το Κουρδιστάν και την Ύπερκαυκασίαν.

Η αγγλική αύτη εκστρατεία εις την Μεσοποταμίαν έδωσε την δυνατότητα εις τους Ασσυρίους χριστιανούς να φύγουν προς τους ΄Αγγλους. Εγκατέλειψαν την περιοχήν της Ουρμίας εκ της οποίας ημύνοντο, και πάντες, μάχιμοι και άμαχος πληθυσμός, εξεχύθησαν προς νότον, εις την α γγλοκρατουμένην ζώνην, ήτις εγνώριζον, ότι από του 1918 ευρίσκετο πέραν της Βαγδάτης. Η φυγή αύτη εβδομήκοντα έως ογδοήκοντα χιλιάδων λαού, άνευ ουδεμιάς οργανώσεως, φερόντων μεθ’ εαυτών μικρά παιδία, ασθενείς και γέροντας και τα όσα ηδυνήθησαν να περιμαζεύσουν και να μεταφέρουν εκ των πενιχρών οικιακών αντικειμένων των, εις έκτασιν πεντακοσίων περίπου μιλίων εχθρικού εδάφους ήτο τρομερά. Κατά την πορείαν αυτήν του θανάτου πολεμικαί φυλαί και ωργανωμένος στρατός ακαταπαύστως τους επετίθεντο, μηδέν και προς ουδένα επιδεικνύοντες έλεος. Εξ άλλου η έλλειψις τροφών και η σπάνις ύδατος ωλοκλήρου την εικόνα της συμφοράς και συνεπλήρου το έργον εκείνων. Ο αριθμός των φονευθέντων και αποθανόντων εκ των κακουχιών δεν είναι ακριβώς γνωστός, υπολογίζεται, ότι υπέρ τας τριάκοντα χιλιάδας είτε απέθανον ή εφονεύθησαν, είτε περιήλθον εις χείρας των εχθρών, ενώ οι υπόλοιποι εξηντλημένοι και αποθαρρυμένοι ηδυνήθησαν να φθάσουν μέχρι των βρεττανικών στρατευμάτων, ευρόντες καταφύγιον και περίθαλψιν εις ειδικήν δι’ αυτούς εγκατάστασιν προσφύγων εν Baqubah, επί του ποταμού Diana, περί τα τριάντα τρία μίλια βορειοανατολικώς της Βαγδάτης. Αλλά και μετά την ανακωχήν την συνομολογηθείσαν μεταξύ Αγγλίας και Τουρκίας μετά την πτώσιν της Μοσούλης αι συνθήκαι διαβιώσεως δια τους εν Τουρκία χριστιανούς εξηκολούθουν να είναι αφόρητοι, λόγω, εν πολλοίς, της εν αυτή εσωτερικής ασταθείας και αβεβαιότητος. Πρόδηλον δε κατέστη, ότι δεν υπήρχεν ελπίς αμέσου επανεγκαταστάσεως των Ασσυρίων εις την ορεινήν περιοχήν Χακκιάρι του Κουρδιστάν, ένθα κατά τους νεωτέρους χρόνους είχον εποικήσει. Δια τούτο απεφασίσθη, όπως εγκατασταθούν ως πρόσφυγες εις Ιράκ, ως ωνομάσθη το τμήμα εκείνο το μεταξύ Τίγρητος και Ευφράτου, το οποίον, αποσπασθέν εκ της Τουρκίας, απετέλεσεν ιδιαίτερον κράτος.

Κατά τον χρόνον τούτον το Ιράκ ετέλει υπό τον έλεγχον των ’Αγγλων. Ούτως οι Ασσύριοι χριστιανοί κατώκησαν εις την περί την Μοσούλην και την Kirkur περιοχήν. Εν τω μεταξύ οι συνεχείς διωγμοί, η φυγή, αι στερήσεις και αι κακοπάθειαι είχον δυσμενώς επιδράσει επ’ αυτών. Ο εθνικός των οργανισμός είχεν υποστή σοβαράν καθίζησιν αξιολόγου ηγεσίας, εστερούντο. Μετά την δολοφονίαν του πατριάρχου Βενιαμίν- Σίμωνος ΙΘ' επί τι διάστημα την ηγεσίαν του έθνους ανέλαβεν η αδελφή του Surma Khanin, ενώ τα στρατιωτικά πράγματα διεχειρίζετο ο Πέτρος Baz, όστις ήτο μεν καλός στρατιώτης, ουχί όμως και επιδέξιος πολιτικός. Ο διάδοχος του τελευταίου πατριάρχου, αδελφός του Μαρ Παύλος-Σίμων Κ' (1918-20), ένεκα των στερήσεων και των κατά την εκ της Ουρμίας φυγήν κακοπαθειών, αλλά και των δυσκόλων ημερών τας οποίας διήθε κατά τους πρώτους εις Ιράκ μήνας, προσβληθείς υπό φυμα τιώσεως απέθανε τον Μάιον του 1920 εις ηλικίαν τριάντα μόλις ετών. Τούτον διεδέχθη ο ανεψιός του Μαρ Ιεσσαί - Σίμων ΚΑ', χειροτονηθείς- την 20 ην Ιουνίου 1920, εις ηλικίαν δεκατριών ετών, ο νεώτερός ποτε επίσκοπος Σελεύκειας-Κτησιφώντος και πατριάρχης της Ανατολής. Το προηγούμενον έτος είχεν αποθάνει και ο γέρων μητροπολίτης ( matran ) Μαρ Ισαάκ- Hananyeshu, τον οποίον διεδέχθη ο ανεψιός του Μαρ Ιωσήφ- Hananyeshu εις ηλικίαν τριάντα δύο ετών.

Υπέρ τα δώδεκα έτη μετά τον Α' παγκόσμιον πόλεμον το Ιράκ ετέλει υπό τον βρεττανικον έλεγχον. Ασύνετοι ενέργειαι προεκάλεσαν σοβαράν έντασιν μεταξύ των Ασσυρίων και των Ιρακινών. Οι Ασσύριοι είχον στρατολογηθή εις διαφόρους βρεττανικάς στρατιωτικάς μονάδας και δια τούτο υπό των μουσουλμάνων Αράβων του Ιράκ εταυτίσθησαν με τον Χριστιανισμόν και την ξένην κυρίαρχον δύναμιν. Υπό τας συνθήκας αυτάς και εις τοσούτον ανησύχους χρόνους συνέβησαν γεγονότα, τα οποία εξετράχυναν την κατάστασιν δι’ αυτούς. Ο Πέτρος Baz, όστις είχε την φιλοδοξίαν να είναι εκείνος μόνος ηγέτης του λαού, προεκάλεσε ρήξιν εις την ενότητα του ταλαίπωρου έθνους. ΄Ενα μέρος τούτου ηκολούθησεν εκείνον, ενώ έτερον τον πατριαρχικόν οίκον. Επί τούτοις απήτησεν, όπως οι Ασσύριοι στρατιώται, οι κληθέντες εις τα όπλα από της εγκαταστάσεώς των εις Ιράκ και τελούντες υπό Βρεττανούς αξιωματικούς και διοίκησιν, αποτελούντες ούτω μέρος των στρατιωτικών δυνάμεων δι’ ων ετηρείτο το Ιράκ υπό τον βρεττανικον έλεγχον, ταχθούν υπ’ αυτόν, αυτοί δε οι Βρεττανοί αξιωματικοί τεθούν υπό τας διαταγάς του. Μετά την απόρριψιν της αξιώσεώς του ταύτης, τελών εν αγανακτήσει, εστράφη προς τους Γάλλους. Ελπίζων ότι, με την υποστήριξιν εκείνων, οίτινες κατά την συνθήκην της Ricot έδει όπως ελέγχουν το βόρειον Ιράκ, θα ηδύνατο να ηγηθή ελευθέρας ασσυριακής ηγεμονίας, περιλαμβανούσης το Διαρβεκίρ, την Μοσούλην και την Ουρμίαν. Η κατάστασις ήτο τότε λίαν συγκεχυμένη. Οι Άραβες, γνωρίζοντες ότι η χώρα οπωσδήποτε θα περιέλθη εις αυτούς, δεν εσκέπτοντο παρά πως να απαλλαγούν εκ τούτων, ενώ οι ίδιοι κατά τον αυτόν χρόνον παρέμενον διηρημένοι. Ηκολούθησεν η αραβική επανάστασις, καθ’ ην η θέσις των Ασσυρίων απέβη δυσχερής. Την διοίκησιν της χώρας ανέλαβεν ο εμίρης Φεϊζάλ, εκ του οίκου των Σεριφιάν, άμα δε τη βαθμιαία αποχωρήσει πάντων των Βρεττανών εκ των διοικητικών θέσεων θα περιήρχοντο αύται εις τους Άραβας, ίνα η ανεξαρτησία των είναι πλήρης.

Ο Φεϊζάλ απεφάσισε να χορηγήση ανεξαρτησίαν τινά εις τους Ασσυρίους, ίνα ούτω λύση το πρόβλημα της παρουσίας των εν τω κράτει και απαλλάξη τούτο των περιπλοκών, τας οποίας ούτοι εδημιούργουν. Επί σκηνής τότε ενεφανίσθη ο Baz, όστις διεκήρυττεν εαυτόν ως τον μόνον εκλεκτόν ηγέτην του λαού του και υπισχνείτο, εάν του παρείχετο βοήθεια, να δημιουργήση ελευθέραν ασσυριακήν ηγεμονίαν. Πολλοί εκ των υπευθύνων δια τα πράγματα εκείνης της περιοχής Άγγλων, επιθυμούντες να απαλλαγούν του προβλήματος και της όχλήσεως ταύτης, εσκέφθησαν να παραχωρήσουν εις τους Ασσυρίους την περιοχήν την μεταξύ Τουρκίας, Περσίας και Ιράκ, της οποίας τα σύνορα δεν είχον τελικώς καθορισθή και δεν ανήκεν έπισήμως εις ουδένα εισέτι. Με αυτήν την προοπτικήν ο Πέτρος Baz συγκεντρώσας τέσσαρας χιλιάδας άνδρας, εις τους οποίους προσετέθησαν οι αποταχθέντες προς τον σκοπόν τούτον εκ της ασσυριακής στρατιωτικής μονάδος της υπηρετούσης υπό τους Βρεττανούς και εξασφαλίσας ενισχυσιν εις οπλισμόν και χρήματα εκ των εν Μεσοποταμία βρεττανικών αρχών, ως και την υπηρεσίαν τριών Βρεττανών στρατιωτών ως συμβούλων προσκολληθέντων εις το επιτελείον του, εστράφη, και μετ’ αυτού τα βλέμματα και αι καρδίαι του μαρτυρικού έθνους, προς την νέαν αυτήν και αβεβαίαν γην της έπαγγελίας. Ατυχώς, επρόκειτο περί εγχειρήματος εις το οποίον τόσαι ελπίδες εστηρίχθησαν, αλλά και τόσον θλιβερώς διεψεύσθησαν. Και τούτο οφείλεται εν πολλοίς, εις το ότι εστέλλετο στρατιωτική δύναμις άνευ πραγματικής συνοχής εις χώραν την οποίαν καλώς δεν εγνώριζεν. Οι αξιωματούχοι του εκστρατευτικού σώματος, προερχόμενοι οι μεν εκ της Ουρμίας και οι έτεροι εκ των ορεσιβίων του Χακκιάρι, επεθύμουν να ιδρυθή ασσυριακή ηγεμονία εις τον τόπον εξ ου προήρχετο έκαστος, και δεν εγνώριζον, ότι από κοινού έδει όπως ενεργήσουν δια να κερδήσουν χώραν, ήτις ανήκεν εις άλλον τινά ή εις ουδένα. Δια τούτο όταν διέβησαν τα σύνορα του Ιράκ, ασχέτως προς τα σχέδια του Πέτρου Baz, οι μεν προερχόμενοι εκ Χακκιάρι εβάδισαν βορειοδυτικώς, προς τας επαρχίας αίτινες άλλοτε υπήρξαν ιδικαί των, αλλά ταύτοχρόνως και προς τα εκείσε χωρία των παλαιών εχθρών των Κούρδων, οι δε, οι εκ των πεδινών μερών προερχόμενοι, επροχώρησαν ανατολικώς, κατευθυνόμενοι προς τας εστίας των εις Ουρμίαν, ενώ ο Πέτρος Baz μετά του αμέσου επιτελείου του και των Βρεττανών συμβούλων του απέμεινε μόνος. Οι πεδινοί με τας πρώτας χειμερινάς θύελλας, αίτινες συνήντησαν αυτούς καθ’ οδόν, διελύθησαν εις ομάδας ασυντάκτους, επιστρέψαντες και πάλιν εις το εν Μοσούλη στρατόπεδον εξ ου είχον αφορμηθή. Οι ορεινοί, ως πλέον σκληραγωγημένοι, έφθασαν χωρίς καθυστέρησιν εις κουρδικά χωρία κείμενα εγγύς των πάλαι ποτέ ίδικών των, τα οποία και ελεηλάτησαν, αγνοούντες ότι αι κουρδικαί αυταί φυλαί, αν και ιδικοί των εχθροί, ετέλουν υπό βρεττανικήν εξουσίαν, προς την οποίαν επεδείκνυον αυστηράν υπακοήν, ήτις και ενήργησεν επί τη περιστάσει καταλλήλως. Ούτω, μετά παρέλευσιν δεκαπέντε μόνον ημερών από της εκκινήσεώς των δια τον νόστον εις τας ερημωθείσας οικίας των, ευρίσκοντο και πάλιν εις το στρατόπεδον των προσφύγων με το πρόβλημα της αποκαταστάσεώς των ουχί μόνον άνεπίλυτον, αλλ’ έτι πλέον θλιβερώς περιπεπλεγμένον δια του σχεδίου εκείνου, εις το οποίον τόσαι ελπίδες είχον στηριχθή.

Η βρεττανική κυβέρνησις απέκλινε προς την ιδέαν να αφήση προσωρινώς εν εκκρεμότητι το οχληρόν τούτο πρόβλημα, και εφ’ όσον δεν ηδύνατο να απαλλαγή εκ των Ασσυρίων ίσως ήτο δυνατόν να τους χρησιμοποίηση. Τον χρόνον τούτον εμελέτα να αποσύρη τας αυτοκρατορικάς δυνάμεις εξ Ιράκ, εφ’ όσον αυτό είχε καταστή ελεύθερον κράτος, και να άφήση μόνον τας αεροπορικάς αυτής μονάδας εν αυτώ. Μετ’ αυτών όμως εχρειάζοντο δυνάμεις ξηράς και δια την προστασίαν των και δι’ έφοδον οπουδήποτε αύται θα επέδραμον, ιδία δε εις το ορεινόν και βραχώδες Κουρδιστάν, δια τούτο και ανεσχηματίσθη η διαλυθείσα προ ολίγου χρόνου ασσυριακή στρατιωτική μονάς, παρά την καταθορύβησιν και αντίδρασιν του Baz, θεωρήσαντος εαυτόν παραγκωνιζόμενον και προβαλόντος προς αποτροπήν τούτου την γαλλικήν επέμβασιν. Ούτω εδημιουργήθησαν δύο τάγματα στρατού εξ Ασσυρίων. Εξ άλλου ο κύριος όγκος του ασσυριακού πληθυσμού εγκατεστάθη εις περιοχάς όπου ήτο δυνατόν να διαβίωση, τελών υπό την Ιρακινήν κυβέρνησιν και ουχί την Τουρκικήν. Η ανοχή δε της Ιρακινής κυβερνήσεως έναντι των εν τη χώρα αύτής Ασσυρίων εξησφαλίζετο χάρις εις τας εν Ιράκ βρεττανικάς αρχάς. Η αντιπάθεια μεταξύ των ιθαγενών του Ιράκ και των Άσσυρίων προσφύγων, μαρτυρουμένη και με τον φόνον εκατόν μουσουλμάνων εν Kirkur το 1924 υπό των Ασσυρίων στρατιωτών κατά τινα φιλονικίαν, καθίστα επιτακτικήν την ανάγκην ανευρέσεως λύσεως δια τους νεστοριανούς χριστιανούς, ιδία μετά την ανάδειξιν του Ιράκ εις ανεξάρτητον κράτος. Η περαιτέρω εγκατάλειψίς των εν αυτώ εκρίνετο ασύνετος και επικίνδυνος. Πολλοί εξ αυτών, ελπίζοντες εις την αδυναμίαν της Τουρκίας να τους φθάση εις τα ορεινά των κρησφύγετα, επειράθησαν να επιστρέψουν εις τα εγκαταλειφθέντα χωρία των, ενώ η πλειονότης των εξ Ουρμίας προσφύγων ώδευσε και πάλιν προς τας εν τη επαρχία ταύτη της Περσίας εστίας των.

Εν τω μεταξύ η ανασυνταχθείσα ασσυριακή στρατιωτική δύναμις ήρχισε το κατά των Τούρκων πολεμικόν της έργον. Όταν δε ολίγον μετά ταύτα η τουρκική κυβέρνησις εδήλου, ότι δεν είχεν εγκαταλείπει τας διεκδικήσεις της επί μεγάλου μέρους του Ιράκ, καταλαβούσα εν συνεχεία το σπουδαίον νευραλγικόν οχυρόν της Bowanduz εν Κουρδιστάν, εναντίον των Τούρκων μετά του ιρακινού στρατού εστάλησαν και Ασσύριοι εκ της δυνάμεως ταύτης, οίτινες ήσαν χρησιμώτατοι, ως γνωρίζοντες καλώς τους τόπους. Οι Τούρκοι ηναγκάσθησαν να αποσυρθούν εκ του οχυρού. Εις τούτο συνετέλεσαν τα μέγιστα οι Ασσύριοι, δια τούτο ο Βρεττανός στρατηγός ο διευθύνων την εκστρατείαν έκείνην, άμα τη εκ ταύτης επιστροφή του, απεφάσισε να αυξήση τον αριθμόν της ασσυριακής στρατιωτικής δυνάμεως.

Οι Τούρκοι, εν τω μεταξύ, επ’ ευκαιρία του καθορισμού των βορείων συνόρων του Ιράκ, διεκδικούντες υπέρ εαυτών κέρδη, δια να δημιουργήσουν γεγονός τετελεσμένον εισήλθον εις αυτό κατά πλάτος όλης της μεθοριακής γραμμής, προβαίνοντες εις γενικάς σφαγάς πάντων των εν αυτώ χριστιανών. Οι Ασσύριοι, οίτινες άρτι είχον επανεγκατασταθή εις τας εν Τιάρι παλαιάς εστίας των, εξεδιώχθησαν και πάλιν, με το αιτιολογικόν, ότι είχον συλλάβει Τούρκον διοικητήν μεταβάντα απροσδοκήτως εις την περιοχήν των, ενώ ο τουρκικός στρατός κατευθυνόμενος προς νότον εστράφη κατά της Amadia, ήτις επί έτη διετέλει εν ειρήνη υπό την κατοχήν της Ιρακινής κυβερνήσεως και του βρεττανικού στρατού. Προς απόκρουσιν αυτών εστάλη στρατιωτικόν τάγμα Ασσυρίων. Διαγνούς δε ο Βρεττανός διοικητής των επιχειρήσεων, ότι αι εις την διάθεσίν του δυνάμεις ήσαν ανεπαρκείς δια να αποκρούση τους Τούρκους, εστράφη προς τον ΑΆσσύριον επίσκοπον της περιοχής Yaballaha ζητήσας παρ’ αυτού να τον βοηθήση δια της στρατολογήσεως μαχίμων ανδρών. Και όντως μετά τρεις ημέρας έφερεν εις τούτον περί τας πέντε χιλιάδας σκληραγωγημένους ορεσιβίους καλώς ωπλισμένους και ικανοποιητικώς έμπειρους περί την πολεμικήν τέχνην, διότι πολλοί εξ αυτών είχον υπηρετήσει παλαιότερον εις την υπό τους Βρεττανούς στρατιωτικήν μονάδα των Ασσυρίων. Οι έφεδροι αυτοί μαχηταί ετέθησαν, αιτήσει του ιδίου, υπό τας διαταγάς του επισκόπου, σφυροκοπήσαντες κατά την επακολουθήσασαν μάχην τας τουρκικάς θέσεις και ολίγου δειν να συνελάμβανον και τον Τούρκον στρατιωτικόν διοικητήν. Οι Τούρκοι ηναγκάσθησαν να αποσυρθούν εκείθεν, δικαιολογηθείσης της κυβερνήσεως των, ότι δια τα επί των συνόρων σημειωθέντα δυσάρεστα γεγονότα δεν ήτο εκείνη υπεύθυνος, αλλ’ εγένοντο υπ’ ανευθύνων φυλών, διαβιουσών εν τη παραμεθόρια χώρα, αυθαιρέτως, επί των οποίων αύτη ηδυνάτει να ασκήση έλεγχον. Οι Ασσύριοι επεθύμουν μετά την νίκην να προχωρήσουν και να καταλάβουν τα χωρία των τα εν τη επαρχία Τιάρι ευρισκόμενα, δεν τους επετράπη όμως, με το δικαιολογητικόν, ότι το όλον θέμα της μεθοριακής γραμμής ήτο της αρμοδιότητος της Κοινωνίας των Εθνών (έδρα Γενεύη), προς την οποίαν τους υπεδείχθη να εμπιστεύωνται. Ούτοι εζήτησαν εξ αυτής, όπως τους δοθή το δικαίωμα να κατοικήσουν ως και πρότερον εις τας επαρχίας των, αι οποίαι άνήκον εις αυτούς πριν εισέτι οι Τούρκοι έλθουν εκ Μογγολίας, και να δύνανται να ζουν εν ελευθερία και αυτοδιοικήσει, συμφώνως προς τας αρχάς τας τεθείσας υπ’ αυτής της Κοινωνίας των Εθνών. Αύτη όμως εχαρακτήρισεν αυτούς ως στασιαστάς, στραφέντας κατά του σουλτάνου, του φυσικού των Κυρίου!

Ως εκ τούτου δεν είχον τίτλους δια τοιαύτας διεκδικήσεις, δι’ αυτό έδει, όπως επανέλθουν εις την τουρκικήν υποτέλειαν, να τεθούν δηλ. εις το έλεος των σφαγέων των. Η επονείδιστος αύτη απόφασις ήτο άρνησις αυτών τούτων των αρχών δια την περιφρούρησιν και άσκησιν των οποίων αυτή αύτη η Κοινωνία των Εθνών υπήρχεν. Οποία αχαρακτήριστος αντινομία δια της καταπατήσεως θείων και ανθρωπίνων νόμων υπό των επαγγελλομένων την προστασίαν των, χάριν ευτελεστάτης πολιτικής σκοπιμότητος, ασχέτου προς κάθε έννοιαν δικαίου, προσβαλλούσης καιρίως ουχί μόνον την ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν και τιμήν, αλλά καταργούσης και αυτήν την αξίαν άνθρωπος. Ούτω εγκατέλιπε τον αδύνατον, όστις της ενεπιστεύθη το δίκαιόν του, φοβουμένη την καταγγελίαν του ισχυρού περί της αρμοδιότητος αυτής.

Κατόπιν τούτου οι Ασσύριοι επί τινα χρόνον παρέμειναν εν Ιράκ, επί τη προόψει οριστικωτέρας τακτοποιήσεώς των επί ακατοικήτων χωρίων κειμένων επί των ιρακινών συνόρων. Τοιαύτη όμως περιοχή και δυσχερές ήτο να εξευρεθή, αλλά και η κυβέρνησις του Ιράκ δεν επεθύμει την εκχώρησιν τμήματος της χώρας δια την εγκατάστασιν των απροσκλήτων και εν ταυτώ ανεπιθυμήτων εις αυτήν χριστιανών. Το τραγικόν τούτο έθνος, το οποίον επί αιώνας έζησεν εν ταις χώραις ταύταις και τοσαύτας υπέμεινε δοκιμασίας, παρέμεινεν άστεγον και ανέστιον. Μόνον εκείνοι, οίτινες αδεία της Ρωσικής κυβερνήσεως είχον εγκατασταθή εις την Ύπερκαυκασίαν περι τας αρχάς του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, οι προερχόμενοι εκ της περσικής Ουρμίας και τελούντες τότε υπό την ρωσικήν προστασίαν, ηδυνήθησαν να κατοικήσουν εις ιδία χωρία και να οργανώσουν την ζωήν των ως διακεκριμένον Μιλλέτ Ρώσων υπηκόων 2).

Ποικίλα εν τω μεταξύ εγένοντο σχέδια προς λύσιν του προβλήματος του τόπου εγκαταστάσεως και διαμονής τούτων. Ούτω προετάθη συγκέντρωσις αυτών εν Περσία, Βραζιλία, Βρεττανική Γουιάνα ή και επανεγκατάστασίς των εις Κουρδιστάν δια της δημιουργίας εν αυτώ μικρού ανεξαρτήτου χριστιανικού κράτους. Πάσαι όμως αι προτάσεις αύται συνήντον ανυπέρβλητα εμπόδια και αντιρρήσεις. Εν τέλει εγένετο γενικώς δεκτόν, ότι η καλυτέρα λύσις ήτο η εγκατάστασίς των εν Συρία, ήτις διετέλει υπό γαλλικήν προστασίαν και εφαίνετο ότι θα παρέμενεν υπό το καθεστώς τούτο. Αλλά και προς την κατευθυνσιν αυτήν δεν εγένοντο αι άναγκαιούσαι ένέργειαι. Οι Ασσύριοι έβλεπον εαυτούς τόσον κακώς μεταχειριζομένους, ώστε ήρχισαν να αμφιβάλλουν περί της καλής διαθέσεως και της εντιμότητος των σκοπών των Βρεττανών και της Κοινωνίας των Εθνών.

Κατά τον αυτόν χρόνον η διχόνοια είχεν εέμφιλοχωρήσει μεταξύ των και μόνον το ήμισυ εξ αυτών ήτο ικανοποιημένον με την ηγεσίαν του πατριάρχου Μαρ Σίμωνος ΚΑ'. Και αυτός μεν έπραττε παν ό,τι εξηρτάτο εξ αυτού χάριν του ποιμνίου του, ήτο όμως πολύ νέος, μόλις είκοσι εξ ετών το 1933, δια να επωμίζεται τοιαύτας ευθύνας, αλλ’ υπήρχον και εκείνοι, οι οποίοι εθεώρουν ότι δεν ήτο αποφασιστικός εις τας ενεργείας του και άτεγκτος εις τας υπέρ του έθνους του διεκδικήσεις.

Το κύριον έμπόδιον της εις Συρίαν εγκαταστάσεως δεν ήτο πολιτικόν αλλ’ οικονομικόν. Η Ιρακινή κυβέρνησις υπεσχέθη χορήγησιν 125.000 λιρών στερλινών δια τα έξοδα διακινήσεως και εγκαταστάστεως· το ποσόν όμως τούτο δεν εκάλυπτε τον προυπολογισμόν της όλης δαπάνης και η Αγγλική κυβέρνησις δεν ήτο διατεθειμένη να συμμερισθή την τοιαύτην ευθύνην, η δε Κοινωνία των Εθνών ενεφανίζετο αδυνατούσα να συμβάλη εις τούτο, ως μη διαθέτουσα ίδια κεφάλαια. Η καθυστέρησις και η κωλυσιεργία δια την επίλυσιν της σοβαράς ταύτης εκκρεμότητος, ενώ ο χρόνος της ανακηρύξεως του Ιράκ ως αυτονόμου και κυριάρχου κράτους ήγγιζεν, επλήρου ανησυχίας και αγωνίας τους Ασσυρίους, η δε έντασις έεορυφούτο. Προϊόν της τοιαύτης καταστάσεως υπήρξεν η εξέγερσις μερίδος τούτων, της οποίας ηγείτο ο Yacu . Η οξύτης έφθασεν εις το αποκορύφωμά της όταν τον Αύγουστον του 1933 οι μουσουλμάνοι κατέσφαξαν εις τα χωρία Dohulc και Simmel, βορείως της Μοσούλης, εξακοσίους Ασσυρίους (3).

Μετά τας σφαγάς ταύτας η Ι ρακινή κυβέρνησις, ελπίζουσα εις την αποθάρρυνσιν και διάλυσιν των Ασσυρίων, απεφάσισε να εκδιώξη τον πατριάρχην, αποστερούσα τούτους της φυσικής των ηγεσίας. Η εν Ιράκ Αγγλική πρεσβεία συνήνεσεν εις την απόφασιν ταύτην· τούτο ήτο αναγκαίον, διότι η χώρα ε τέλει εισέτι υπό την βρεττανικήν επικυριαρχίαν. Ούτω την 18 ην Αυγούστου 1933 ο Σίμων εγκατέλιπε την Βαγδάτην. Επιβάς βρεττανικού στρατιωτικού αεροπλάνου ωδηγήθη μέσω Παλαιστίνης εις Κύπρον. Τον Οκτώβριον του ιδίου έτους του εδόθη η άδεια, όπως, μεταβή εις Γενεύην δια να υποστήριξή παρά τη Κοινωνία των Εθνών τα δίκαια του ποιμνίου του. Ούτω από του 1933 και εντεύθεν δεν του επετράπη η εις Ιράκ επάνοδός του. Έκτοτε διακινούμενος μεταξύ των κέντρων των διεθνών διπλωματικών ζυμώσεων, Γενεύης, Παρισίων, Λονδίνου κ.ά. μοχθεί δια την υπεράσπισιν και δικαίωσιν του λαού του. Μόνιμός πως τόπος διαμονής, ένθα και νυν εδρεύει ο ε μπερίστατος ούτος, εξόριστος και πρόσφυξ, εκκλησιαστικός ηγέτης είναι ο ΄Αγιος Φραγκίσκος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (4).

Οπωσδήποτε αι σφαγαί του 1933, παρά την κρατούσαν γενικήν αδιαφορίαν, επέσυραν την προσοχήν της δυτικής κοινής γνώμης και επεσήμαναν ως επείγον το πρόβλημα των Ασσυρίων. Γενική ήτο η γνώμη, ότι δεν ήτο δυνατή η ευτυχής τούτων παραμονή μονίμως εν Ιράκ, και ανεγνωρίζετο, ότι η μόνη λύσις ήτο η εγκατάστασίς των αλλού που εκτός αυτού. Η Κοινωνία των Εθνών ώρισεν εις επιτροπήν να μελετήση το θέμα. Τα σχέδια προς εγκατάστασίν των εις την Συρίαν ήρχισαν να κινούνται νυν με ταχύτερον ρυθμόν. Απεφασίσθη δε, όπως προσωρινώς διαμείνουν εις την πεδιάδα του Khabur, με την προοπτικήν μονίμου μετά ταύτα εγκαταστάσεώς των εις την περιοχήν Ghab, επί της πεδιάδος του Ορόντου, ήτις εκρίθη καταλληλοτέρα δι’ οριστικήν των τακτοποίησιν. Όταν κατ’ εκείνον τον χρόνον η Ανεξαρτησία του Ιράκ διετρανούτο δια της ανόδου εις τον θρόνον του βασιλέως Ghazi Α' (8 Σεπτεμβρίου 1933), πολλοί Ασσύριοι είχον εγκατασταθή ήδη εις την πεδιάδα του Khabur, ο αριθμός των οποίων ανήρχετο εις τας 4.000, δια να φθάση εν συνεχεία τας 8.500. Ούτως η εν Μοσούλη εγκατάστασίς των προσφύγων, η δημιουργηθείσα μετά τας σφαγάς της Dohuk και Simmel λόγω του φόβου των Ασσυρίων να εξακολουθήσουν ζώντες εις τα μεμονωμένα χωρία των, εξεκενούτο. Ύπήρχον ελπίδες, ότι αι υπόλοιποι τριάντα έως σαράντα χιλιάδες τούτων θα ήδύναντο να εγκατασταθούν εις την πεδιάδα της Ghab, εις την οποίαν θα μετεκινούντο εν συνεχεία και οι εν Khabur το πρώτον διαμείναντες, ίνα αποτελέσουν μίαν ενιαίαν κοινότητα καλώς, διαβιούσαν.

Καθ’ ον χρόνον όμως τα σχέδια ταύτα ευρίσκοντο εις την οδόν της πραγματοποιήσεώς των, ήρχισαν νέαι απροσδόκητοι να επιφαίνωνται δυσχέρειαι. Διεπιστώθη τότε, ότι η εγκατάστασις αύτη θα απήτει δαπάνην πολύ μεγαλυτέραν εκείνης ήτις αρχικώς προυπελογίσθη. Μέγα μέρος της περιοχής Ghab ήτο ελώδες και δια τούτο ήτο ανάγκη να γίνουν εν αυτή αποστραγγιστικά έργα και δεξαμεναί ύδατος. Η κοίτη του Όρόντου έδει όπως εμβαθυνθή. ’Επρεπε να κατασκευασθούν οικήματα προς στέγασιν δημοσίων υπηρεσιών κλπ. Υπελογίσθη ότι αι δαπάναι αύται θα ανήρχοντο τελικώς εις το ποσόν του 1.146.000 λιρών στερλινών. Προσπάθειαι κατεβλήθησαν προς συγκέντρωσιν τούτου. Η Ιρακινή κυβέρνησις υπεσχέθη αντί των αρχικών 125.000, η Βρεττανική 25.000, η Γαλλική και η Κοινωνία των Εθνών 86.000. Το υπόλοιπον ποσόν θα συνεκεντρούτο καθ’ ον χρόνον το πρόγραμμα τούτο θα ετίθετο εις εφαρμογήν. Κατ’ Απρίλιον του 1936 ενεκαινιάσθη εις το Δημαρχείον του Λονδίνου το ταμείον, εις το οποίον θα κατετίθεντο τα εξ εράνου ανά την Αγγλίαν προερχόμενα χρήματα προς συγκέντρωσιν του υπολοίπου ποσού. Μεταξύ των ένθερμων υποστηρικτών του έργου τούτου ήτο ο τότε αρχιεπίσκοπος Καντουαρίας Cosmo Lang, λίαν γνωστός παρ’ ορθοδόξοις δια την επί των ήμερών του προαγωγήν των σχέσεων μεταξύ της Ορθοδόξου και της ΑΆγγλικανικής Εκκλησίας. Το έργον τούτο ανεκόπη λόγω της εμφανίσεως νέων δυσχερειών, όσον αφορά εις την επίλυσιν του ασσυριακού προβλήματος. Η προς εγκατάστασιν εις Συρίαν δαπάνη εθεωρήθη αφ’ ενός δυσανάλογος προς τα πλεονεκτήματα της λύσεως ταύτης και αφ’ ετέρου ήρχισαν να εγείρωνται αμφιβολίαι ως προς την διαθεσιμότητα της επιλεγείσης περιοχής, και τούτο διότι διεπιστώθη, ότι οι Σύροι ενώ υπελόγισαν να τους εκχωρηθούν 100.000 στρέμματα προς τον σκοπόν τούτον, μόνον 37.000 εξ αυτών θα έδιδον εις τους Ασσυρίους, καρπούμενοι αυτοί των υπολοίπων, με το δικαιολογητικόν, ότι οι Άραβες της περιοχής εδυσφόρουν εις ένα τοιούτον εποικισμόν, ενώ η Γαλλία άφηνε να εννοηθή, ότι η επί της Συρίας επικυριαρχία της κατά πάσαν πιθανότητα θα ετερματίζετο εντός τριών ή τεσσάρων ετών. Δια τους λόγους τούτους, αν ήσαν μόνον αυτοί, η σύνοδος της Κοινωνίας των Εθνών απεφάσισε την 5 ην Ιουλίου 1936, όπως εγκαταλειφθή το σχέδιον περί εγκαταστάσεως των Ασσυρίων εις Ghab . Τούτο ενεποίησε βαθείαν θλίψιν εις πάντα επιθυμούντα την πραγματοποίησίν του. Ο αρχιεπίσκοπος Καντουαρίας έφερε το θέμα την 28 ην Ιουλίου εις την Βουλήν των Λόρδων, ερωτήσας, αν θα ήτο δυνατόν η εγκατάστασις των Ασσυρίων να γίνη εις περιοχήν τινα της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας. Ο λόρδος Stanhope, ο μιλών εκ μέρους της κυβερνήσεως, εδήλωσεν, ότι το πρόβλημα δεν θα παρεθεωρείτο, προσέθεσεν όμως, ότι εγκατάστασις εις τροπικήν ή ημιτροπικήν περιοχήν αντενδείκνυτο δια τους Ασσυρίους, τους συνηθισμένους να ζουν εις τα ορεινά του Κουρδιστάν.

Εν τω μεταξύ ο χρόνος είχεν αμβλύνει πως την οξύτητα μεταξύ Ασσυρίων και Ιρακινών Αράβων, ήτις επεκράτει κατά τα πρώτα έτη μετά τον Α' παγκόσμιον πόλεμον, και δια τούτο ήρχισαν και πάλιν να γεννώνται ελπίδες περί του δυνατού της παραμονής των εν Ιράκ. Την 16 ην Νοεμβρίου 1936 ο Άντονυ Ήντεν ( Eden ) α νέφερεν εις την Βουλήν των Κοινοτήτων, ότι 8.500 Ασσύριοι ευρίσκοντο τότε εις το άνω τμήμα της εν Συρία πεδιάδος Ivhabur, η πλειονότης όμως αυτών, η ευρισκομένη εισέτι εις Ιράκ, εδείκνυε σημεία δηλούντα, ότι θα ήτο διατεθειμένη να δεχθή οριστικήν παραμονήν εν αυτώ, και ούτω το πρόβλημα εφέρετο προς την λύσιν του. Τούτο επεβεβαιούτο ολίγας εβδομάδας βραδύτερον (7 Δεκεμβρίου 1936) δια της απαντήσεως επί του θέματος, την οποίαν έστειλεν εις τον Ήντεν ο εν Ιράκ στρατηγός Wedgwood, ο ενεργήσας σχετικώς παρά τη κυβερνήσει του Ιράκ, εν η ανέφερεν: « Η Ιρακινή κυβέρνησις εδήλωσεν επισήμως, ότι σκοπός αυτής είναι να διασφαλίσω την ευημερίαν και προστασίαν πασών των εν Ιράκ μειονοτήτων, και κατά τας δοθείσας μοι πληροφορίας καταφαίνεται, ότι η δήλωσις αύτη θα εκτελεσθή εις το ακέραιον », όπερ και εγένετο, χωρίς να σημειωθή περαιτέρω εξέλιξις του πολυπλόκου τούτου προβλήματος και λόγω της εκρήξεως του Β' παγκοσμίου πολέμου. Ατυχώς όμως εις τον ανύστακτον υπερασπιστήν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του πολυπαθούς ποιμνίου του, πατριάρχην Μαρ Σίμωνα ΚΑ', τον παιδιόθεν επωμισθέντα τας βαρυτάτας και υπό τοιαύτας συνθήκας ευθύνας του αξιώματος, δεν επετράπη η επάνοδος εις τούτο. Ως δε, μετά την προαναφερθείσαν απόφασιν της Ιρακινής κυβερνήσεως, εδήλου την εις Ιράκ παραμονήν των χριστιανών του δεν εθεώρει ως εξασφαλίζουσαν λύσιν του προβλήματος των οριστικήν, ελπίζων πάντοτε εις την εκχώρησιν τμήματος γης, ένθα θα δυνηθούν να ζήσουν εν ειρήνη. Ούτοι εν Ιράκ ζουν κυρίως εις την περί την Βαγδάτην και την Μοσούλην χώραν και τινες εις τας επαρχίας της Kirkur και των Αρβήλων. Τον απουσιάζουντα πατριάρχην αντικαθιστά ο κατ’ εντολήν εκείνου διαποιμαίνων αυτούς ματράν (μητροπολίτης) Μαρ Ιωσήφ Hananyeshu, ο χειροτονηθείς εις επίσκοπον το 1919 και εδρεύων εν Χαρίρ, παρά τα ’Αρβηλα (4) 2.


Υποσημειώσεις

(1) Ούτως απεκαλειτο το κατά τον Α' παγκόσμιον πόλεμον σύμφωνον ( entente = σύμφωνον) συμμαχίας (1915) Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, αίτινες αντιπαρετάχθησαν εις τας λεγομένας κεντρικάς Αυτοκρατορίας ή Δυνάμεις, την Αυστρουγγαρίαν και την Γερμανίαν, παρά το πλευρόν των οποίων εξήλθεν εις τον πόλεμον και η Τουρκία.

(2) W. A. Wigram, The Assyrians and their neighbours, σ. 21 κ.εξ.

(3) Ο εν Λονδίνῳ διπλωματικός έπιτετραμένος του Ιράκ, επανερχόμενος βραδύτερον εις τας σφαγας αυτάς, δι’ επιστολής του προς τους Times της 20 ης Ιουλίου 1935 εξήτει επειγόντως δίκαιον δια τα αραβικά συμφέροντα διακανονισμόν του ζητήματος των Ασσυρίων.

(4): B. Spuler, Die Nestorianische Kirche, εν Handbuch der Orientalistik, Erster Abteilung, Achter Bd. «Religion», σ. 167. β: AREO (American Review of Eastern Orthodoxy), vol. 12, Nr. 3S, (March 1966), σ. 23 21. Vine, ενθ’ άνωτ. ο. 206, ύποσημ. 1. Αυτόθι, σ. 194 κ.εξ.

 

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.