ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Ἡ Collectio Thessalonicensis καί τό Παπικό Βικαριάτο

Β. Ι. Φειδᾶ, Ὁμ. Καθηγητής ΕΚΠΑ

1. Ἡ Ἐκκλησιαστική ὀργάνωση καί τό Παπικό Βικαριάτο τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ

Τό Ἀνατολικό Ἰλλυρικό, ὅπως χαρακτηρίσθηκε ὁ σύγχρονος ἑλλαδικός χῶρος στήν ὕστερη ρωμαϊκή καί στή βυζαντινή περίοδο, ὑπῆρξε μία φυσική, ἐδαφική, πολιτική, οικονομική καί πνευματική γέφυρα γιά τή συνάντηση καί τήν ἐπικοινωνία Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἰδιαίτερα μετά τήν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὡς τῆς νέας πρωτεύουσας τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί ὡς τοῦ νέου πολιτικοῦ κέντρου τοῦ ἐσχατολογικοῦ ὁράματος μιᾶς χριστιανικῆς Οἰκουμένης. Ἡ ὀνομασία τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ εἶχε σαφῶς διοικητικό καί ὁπωσδήποτε ὄχι ἐθνικό χαρακτήρα, κατ’ἀναφοράν μάλιστα καί πρός τό Δυτικό Ἰλλυρικό. Πράγματι, ἀποδόθηκε, ὡς γνωστόν, σέ μία εὐρύτερη ἐδαφική καί μεγάλη διοικητική περιφέρεια (Διοίκησις), ἡ ὁποία ἦταν ἕνα αὐτοτελές τμῆμα τῆς ὑπαρχίας ἤ ἐπαρχότητας τοῦ Ἰλλυρικοῦ (praefecctus praetorio per Illyric um ) καί περιλάμβανε τόν κεντρικό κορμό ὅλων τῶν ἕξι ἐπαρχιῶν τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, μέ ἐξαίρεση μάλιστα τίς ἐπαρχίες τῆς Θράκης, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε μία αὐτοτελῆ ρωμαϊκή Διοίκηση, ὅπως ἐπίσης καί τῶν Νήσων τοῦ Αἰγαίου, ἤτοι τίς ἐπαρχίες τῆς Μακεδονίας, τῆς Θεσσαλίας, τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Νέας Ἠπείρου, τῆς Ἀχαΐας καί τῆς Κρήτης. Ἡ Θεσσαλονίκη, ὡς πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας τῆς Μακεδονίας, ἦταν συγχρόνως καί πρωτεύουσα τῆς Διοικήσεως τοῦ Ἄνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ, ὅπου εἶχε τήν ἕδρα ὁ Βικάριος ( Vicarius ), ἤτοι ὁ ἀνώτατος Διοικητής τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ.

Ἡ εὐνόητη λοιπόν διοικητική ἀναφορά τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ μεταξύ τοῦ Ἀνατολικοῦ καί τοῦ Δυτικοῦ τμήματος τῆς ἑνιαίας ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας μετά τόν θάνατο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου (337), παρέμεινε ἀσαφής καί ἐπηρεάσθηκε ἀπό τίς ἄκριτες ἤ καί αὐθαίρετες διοικητικές ἐπιλογές τῶν διαδόχων του, οἱ ὁποῖες ἐνέτασαν τό Ἀν. Ἰλλυρικό στή διοικητική δικαιοδοσία ἄλλοτε μέν τοῦ ἀνατολικοῦ, ἄλλοτε δέ τοῦ δυτικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. Πράγματι, στήν περίπτωση τῆς ἀνακατονομῆς τῶν ἐπαρχιῶν τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τούς αὐτοκράτορες Οὐάλη καί Οὐαλεντινιανό (364-368) τό Ἀν. Ἰλλυρικό παραχωρήθηκε στόν αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως, ἀλλ’ ὅμως οἱ αὐτοκράτορες Γρατιανός καί Μ. Θεοδόσιος τό ἐνέταξαν καί πάλι στή δικαιοδοσία τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς, στήν ὁποία παρέμεινε ὁριστικά μετά τή νέα κατανομή τῶν ἐδαφῶν τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τούς υἱούς καί διαδόχους τοῦ Μ. Θεοδοσίου Ἀρκάδιο καί Ὀνώριο (395).

Ἡ ἐκκλησιαστική ὅμως διοίκηση τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ δέν ἐπηρεάσθηκε ἀπό τίς ἀντιφατικές αὐτές πολιτικές μεταβολές, τουλάχιστον μέχρι τήν ἀναγκαία σύγκληση τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381). Οἱ λόγοι λοιπόν αὐτοί εἶναι ἁπλοί, ἀλλά συγχρόνως καί πολύ σημαντικοί γιά τή μέχρι τότε ἑρμηνεία τοῦ ἀσαφοῦς ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ. Ἄλλωστε, εἶναι ἀναντίρρητο, ὅτι ἡ εἰσαγωγή τοῦ Μητροπολιτικοῦ συστήματος στήν ἐδαφική διοικητική ὀργάνωση τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Α’ Οἰκουμενική σύνοδο (325) καθορίσθηκε, μέ μία ἀνελαστική μάλιστα αὐστηρότητα, στούς κανόνες 4, 5, 6 καί 7 τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς συνόδου, οἱ ὁποῖοι περιέγραψαν ὡς βασικό καί θεσμικό κυρίως πλαίσιο τήν καθιερωμένη ἐδαφική περιφέρεια τῆς ρωμαϊκῆς πολιτικῆς ἐπαρχίας καί ἀπέκλεισαν ὁποιαδήποτε ὑπερόρια ἐπέμβαση τόσο στήν ἐσωτερική λειτουργία τῆς οἰκείας Ἐπαρχιακῆς συνόδου, ὅσο καί στήν κοινή ἀντιμετώπιση σοβαρῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.

Ὑπό τήν ἔννοια λοιπόν αὐτή, ἡ δομή καί ἡ λειτουργία τοῦ Μητροπολιτικοῦ συστήματος, ἤτοι στό καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο κάθε συγκεκριμένης ρωμαϊκής ἐπαρχίας, ἐμπεριεῖχαν καί ὅλα σχεδόν τά κανονικά στοιχεῖα τοῦ μεταγενέστερου θεσμοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοκεφαλίας. Πράγματι, ὅπως παρατηρεῖ ὀρθῶς ὁ ἔγκριτος βυζαντινός κανονολόγος Πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών (1185-1199), κατά τήν περίοδο αὐτή, ὅλοι οἱ μητροπολίται τῶν ρωμαϊκῶν ἐπαρχιῶν «αὐτοκέφαλοι ἦσαν καί ὑπό τῶν οἰκείων συνόδων ἐχειροτονοῦντο» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα., ΙΙ, 171).

Οἱ συνεχεῖς ὅμως προσπάθειες σχετικοποιήσεως τῆς ἐσωτερικῆς διοικητικῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτονομίας τῶν Ἐπαρχιακῶν συνόδων, καίτοι προσέλαβαν θεσμικό κανονικό χαρακτήρα, ἰδιαίτερα δέ μέ τίς ἀποφάσεις τῶν μεγάλων τοπικῶν συνόδων τῆς Ἀντιοχείας τό 341 (καν. 14 καί 15) καί τῆς Σαρδικῆς τό 343 (καν. 3, 4 καί 5). Ἐν τούτοις, οἱ ἀποφάσεις αὐτές προσέκρουσαν στήν ὁμόφωνη ἀντίδραση ὅλων σχεδόν τῶν μητροπολιτῶν τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη πλήρη συνείδηση τῆς κανονικῶς καθιερωμένης ἐσωτερικῆς διοικητικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς τους αὐτονομίας, γι’αὐτό ἀπέρριπταν καί ὁποιαδήποτε ἄλλη αὐθαίρετη ἐπέμβαση στά ἐσωτερικά ἐκκλησιαστικά ζητήματα τῆς ἐπαρχίας τους, μέ τήν ἐπίκληση μάλιστα καί τῶν προαναφερθέντων σχετικῶν ἱερῶν κανόνων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (325).

Πράγματι, ἡ Β’ Οἰκουμενική σύνοδος (381) διηύρυνε τό πλαίσιο τῆς καθιερωμένης ἐπαρχιακῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως μέ τούς σημαντικούς συνοδικούς κανόνες 2 καί 6, οἱ ὁποῖοι ἀνέθεσαν τόν ἔλεγχο τῶν διαμφισβητουμένων ἐσωτερικῶν ἀποφάσεων τῶν Ἐπαρχιακῶν συνόδων, εἰδικώτερα ὡς πρός τήν ἀναγκαία λειτουργία τοῦ δικαίου τῶν χειροτονιῶν καί κρίσεως ἐπισκόπων ἤ καί τῶν λοιπῶν κληρικῶν, σέ μία Μείζονα σύνοδο κάθε ρωμαϊκῆς πολιτικῆς Διοικήσεως, ἤτοι τῶν Διοικήσεων Ἀσίας, Πόντου, Θράκης καί τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ, ἀλλ’ὅμως ἀπαγόρευσαν, μέ τήν ἴδια ἀνελαστική αὐστηρότητα ὁποιαδήποτε ὑπερόρια ἐπέμβαση τῶν μητροπολιτῶν μιᾶς ρωμαϊκῆς Διοικήσεως στά ἐκκλησιαστικά ζητήματα μιᾶς ἄλλης ρωμαϊκῆς Διοικήσεως. Ἐν τούτοις, οἱ μητροπολίτες ὑπερασπίσθηκαν ἀδιαλλάκτως τήν ἐσωτερική τους ἐκκλησιαστική αὐτονομία καί ἀντιδροῦσαν σθεναρά σέ ὁποιαδήποτε ἀνεπιθύμητη πρωτοβουλία τοῦ Ἐξάρχου τῆς οἰκείας Διοικήσεως, ἤτοι γιά τήν ἐνεργοποίηση τοῦ εἰσαχθέντος κανονικοῦ θεσμοῦ τῆς Μείζονος συνόδου τῆς Διοικήσεως.

Εἶναι λοιπόν προφανές ἀπό τήν ὀξύτατη διαμάχη τῆς Ἐπαρχιακῆς συνόδου τῆς Κύπρου καί τῆς Μείζονος συνόδου τοῦ Ἐξάρχου τῆς μεγάλης Ἀνατολικῆς Διοικήσεως ἀρχιεπισκόπου Ἀντιοχείας Μελετίου (354-360, 376-381), ἀφοῦ ὅλοι οἱ μητροπολίτες ἐπέμεναν στό κῦρος τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (325) καί ἀμφισβητοῦσαν σκοπίμως τό κῦρος τῶν ἀνωτέρω κανόνων τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381). Ἡ ἀναλογική ὅμως ἐφαρμογή τῶν γενικῶν αὐτῶν κανονικῶν ἀρχῶν καί ἐκκλησιαστικῶν τάσεων, ἤτοι γιά τήν ἀξιολόγηση τῶν ἀσαφῶν ἤ καί ἐπιμάχων κανονικῶν ὑποθέσεων, ὅπως λ.χ. γιά τήν ἐξέλιξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως τῶν ρωμαϊκῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, ὁδηγεῖ σαφῶς σέ ὁρισμένα καί σημαντικά κανονικά συμπεράσματα τόσο γιά τήν προγενέστερη, ὅσο καί γιά τή μεταγενέστερη ἀπό τή Β’ Οἰκουμενική σύνοδο περίοδο (381), τά ὁποῖα ὅμως δέν ἦσαν ἀδιάφορα τόσο γιά τήν ἐσωτερική λειτουργία τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, ὅσο καί γιά τή γνωστή θεωρία περί τῶν δῆθεν ἐκκλησιαστικῶν σχέσεων τοῦ Παπικοῦ θρόνου μέ τίς ἐπαρχίες τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ.

Εἶναι ὅμως εὐνόητον, ὅτι πρίν ἀπό τή Β’ Οἰκουμενική σύνοδο (381) ἡ ὁποιαδήποτε ἄκριτη ἀναζήτηση εἰδικωτέρων ἐκκλησιαστικῶν σχέσεων μεταξύ Ρώμης καί Ἀν. Ἰλλυρικοῦ δέν εἶναι δυνατόν νά ἑρμηνευθῆ ὄχι μόνο μέ τά κανονικά, ἀλλά καί μέ τά θεσμικά κριτήρια, στό πλαίσιο μάλιστα τῆς ἄκριτης πολιτικῆς ὑπαγωγῆς καί τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ στόν αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως. Ὑπό τήν ἔννοια ὅμως αὐτή, οἱ συνήθεις ἄκριτες ὑποθέσεις γιά δῆθεν ἐπεμβάσεις τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης Δαμάσου (366-384) στίς ἐκκλησίες τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ δέν βρίσκουν τά ἀναγκαῖα βασικά ἤ καί τά ἀπαραίτητα ἱστορικοκανονικά ἐρείσματα στίς πηγές, ἀφοῦ οἱ σχετικοί κανόνες 3, 4 καί 5 τῆς παπικής Συνόδου τῆς Σαρδικῆς (343) δέν ἐφαρμόσθηκαν οὔτε στήν Ἀνατολή, οὔτε στή Δύση, ὅπως συνάγεται καί ἀπό τίς σχετικές ὀξύτατες συζητήσεις καί κανονικές ἀποφάσεις στή μεγάλη Σύνοδο τῆς Καρθαγένης (419).

Βεβαίως, τό σπουδαῖο Διάταγμα (Edictum Thessalonicae, 380) τοῦ σφοδροῦ πολεμίου τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως καί ὑπερμάχου τοῦ Συμβόλου πίστεως τῆς Νικαίας (325), ἤτοι τοῦ αὐτοκράτορος Μεγάλου Θεοδοσίου, ἀξίωνε τήν ἄμεση, γενική καί ὁριστική ἐπιβολή τοῦ Συμβόλου πίστεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (325) σέ ὅλες τίς ἐκκλησίες ὅλων τῶν ρωμαϊκῶν ἐπαρχιῶν καί τῶνΔιοικήσεων τῆς Ἀνατολῆς, ἤτοι γιά τήν ἄμεση πλήρη ἀπόρριψη τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως, ὅριζε δέ ὡς ἀπαραίτητα γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ Διατάγματος ἐκκλησιαστικά κριτήρια συμφωνίας τόσο τόν ἐπίσκοπο Ρώμης Δάμασο (366-384) γιά τή Δύση, ὅσο καί τόν ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Πέτρο Β’ (373-380) γιά τήν Ἀνατολή. Ἄλλωστε, ὁ κανονικός τρόπος ἄμεσης ἐφαρμογῆς τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ Διατάγματος προσδιορίσθηκε τελικῶς μέ μόνες τίς σχετικές ἀποφάσεις τῆς συγκληθείσας στήν Κωνσταντινούπολη Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381), ἡ ὁποία ἀνέθεσε εὐλόγως τό ἔργο αὐτό σέ ὅλους τούς κατά τόπους μητροπολίτες, ὑπό τή θεσμική πλέον ἐκκλησιαστική ἐποπτεία τῆς Μείζονος συνόδου κάθε συγκεκριμένης Διοικήσεως. Πράγματι, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὡς Ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, μποροῦσε ἤ ὄφειλε νά ἀναλάβη ὅλες τίς ἀναγκαῖες πρωτοβουλίες καί σέ ὅλες τίς ἐπαρχίες τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, ἤτοι ἀμέσως μετά τήν ψήφιση τῶν κανόνων 2 καί 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381), οἱ ὁποῖοι ὅμως προκάλεσαν τή γενικώτερη ἀντίδραση τῶν ἀρειανοφρόνων μητροπολιτῶν καί στίς ἐπαρχίες τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ.

Συνεπῶς, ἡ αὐθαίρετη, ἄκριτη, ἀβάσιμη καί πλασματική αὐτή ὑπόθεση γιά τήν ἵδρυση δῆθεν ἑνός Παπικοῦ Βικαριάτου στό Ἀν. Ἰλλυρικό, μέ παπικό βικάριο μάλιστα τόν ἑκάστοτε ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, εἶναι σαφῶς ἀπαράδεκτη καί πλασματική, ἀφού προϋποθέτει ἀπαραιτήτως, ἀφ’ἑνός μέν τήν ἀποδοχή τῶν ἐξαρχικῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης σέ ὅλες τίς ἐπαρχίες τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, συμφώνως πρός τούς σχετικούς κανόνες 2 καί 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381), ἀφ’ἑτέρου δέ τήν ἀθέτηση ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τοῦ κανόνα 2 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει αὐστηρῶς ὁποιαδήποτε ὑπερόρια ἐπέμβαση ἀπό μία ρωμαϊκή Διοίκηση σέ μία ἄλλη ρωμαϊκή Διοίκηση: «Τούς ὑπέρ Διοίκησιν ἐπισκόπους ταῖς ὑπερορίοις ἐκκλησίαις μή ἐπιέναι, μηδέ συγχέειν τάς Ἐκκλησίας,… φυλαττομένου δέ τοῦ προγεγραμμένου περί τῶν Διοικήσεων κανόνος, εὔδηλον ὡς τά καθ’ἑκάστην ἐπαρχίαν ἡ τῆς ἐπαρχίας Σύνοδος διοίκησει, κατά τά ἐν Νικαία ὁρισθέντα». Βεβαίως, οἱ ἐπίσκοποι Ρώμης Ἀναστάσιος Α’ (399-401), Βονιφάτιος Α’ (418-422), Ζώσιμος (417-418), καί Κελεστίνος (422-432) δέν μποροῦσαν πλέον νά παρέμβουν αὐθαιρέτως ἤ ἀκρίτως στό Ἀν. Ἰλλυρικό.

Εἶναι λοιπόν εὐνόητον, ὅτι στά νέα αὐτά ρωμαϊκά πλαίσια ἐντάχθηκε σαφῶς καί ἡ Διοίκηση τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, μέ κανονικό Ἔξαρχο τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος μάλιστα ὄφειλε νά συγκαλῆ ἀπαραιτήτως τή Μείζονα σύνοδο τῆς Διοικήσεως τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, ἤτοι σέ περίπτωση ὁποιασδήποτε αὐθαίρετης ἀμφισβητήσεως τοῦ ἤδη καθιερωμένου δικαίου τῶν χειροτονιῶν καί κρίσεως ἐπισκόπων στίς ἐπαρχίες τοῦ Ἄν. Ἰλλυρικοῦ. Ἐν τούτοις, μία διαφορετική αὐθαίρετη προοπτική παρουσιάσθηκε σέ πολλές Ἐπιστολές τῶν παπῶν Ρώμης πρός τούς ἀρχιεπισκόπους Θεσσαλονίκης, οἱ ὁποῖες ἐχρησιμοποιήθηκαν, ὡς ἕνα δῆθεν ἀξιόπιστο ἤ καί ὡς ἕνα δῆθεν ἀδιάσειστο ἐπιχείρημα, γιά τήν ὑποστήριξη μάλιστα τῆς ἀδιανόητης αὐτῆς πλασματικῆς ὑποθέσεως, ἤτοι ὅτι ἱδρύθηκε δῆθεν, μεταξύ τῶν ἐτῶν 395 καί 417, ἕνα δῆθεν Παπικό Βικαριάτο στό Ἀν. Ἰλλυρικό.

Συνεπῶς, ἡ πλασματική αὐτή καί σαφῶς ἀβάσιμη ὑπόθεση ἔγινε πράγματι σκοπίμως ἤ ἀκρίτως ἀποδεκτή ἀπό τήν πλασματική επιχειρηματολογία τῆς ἱστορικής ἔρευνας τόσο τῆς Δύσεως, ὅσο καί τῆς Ἀνατολῆς. Ὡστόσο, διατυπώθηκαν ἐπίσης καί οἱ αὐτονόητες ἤ εὔλογες θεμελιωμένες ἐπιφυλάξεις ἤ και ἀντιθέσεις γιά τήν ὑποτιθέμενη δῆθεν γνησιότητα τῶν παπικῶν αὐτῶν Ἐπιστολῶν, οἱ ὁποῖες ἐμφανίσθηκαν περιέργως, γιά πρώτη μάλιστα φορέα, μόλις τό 531, σέ μία ἄγνωστη μάλιστα μέχρι τότε ἑνιαία σχετική Συλλογή, μέ τήν ἄσχετη ὀνομασία «Συλλογή Θεσσαλονίκης» (Collectio Thessalonicensis). Ἐν τούτοις, αὐτές ἀποτελοῦσαν τό μοναδικό ὑποθετικό ἔρεισμα γιά τήν πλασματική ὑποστήριξη τῆς δῆθεν θεωρίας περί τῆς ἱδρύσεως «Παπικοῦ Βικαριάτου» στό Ἀν. Ἰλλυρικό περί τά τέλη τοῦ Δ’ ἤ στίς ἀρχές τοῦ E ’ αἰώνα (395-417).

2. Ἡ Συλλογή τῆς Θεσσαλονίκης καί τό Παπικό Βικαριάτο τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ

Collectio Thessalonicensis περιελάμβανε δύο ἀδιάφορες γιά τό συγκεκριμένο θέμα Ἐπιστολές τοῦ πάπα Δαμάσου (366-384), πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἀχόλιο, μία ἰδιαίτερα σημαντική γιά τό θέμα Ἐπιστολή τοῦ πάπα Σιρικίου (384-399), πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἀνύσιο, δύο ἀνάλογης σημασίας Ἐπιστολές τοῦ πάπα Ἰννοκεντίου Α’ (402-417), πρός τούς ἀρχιεπισκόπους Θεσσαλονίκης Ἀνύσιο καί Ροῦφο ἀντίστοιχα, πέντε ἐκτενεῖς σχετικές Ἐπιστολές τοῦ πάπα Βονιφατίου Α’ (418-422), πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ροῦφο καί πρός τούς ἐπισκόπους τόσο τῆς Θεσσαλίας εἰδικώτερα, ὅσο καί τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ γενικώτερα, μία Ἐπιστολή τοῦ πάπα Κελεστίνου Α’ (422-432), πρός τούς ἐπισκόπους του Ἰλλυρικοῦ, μέ ἀνάλογες μάλιστα παπόφιλες ἰδέες ἤ ἀξιώσεις γιά τίς ὑποτιθέμενες πλασματικές σχέσεις Ρώμης καί Ἀν. Ἰλλυρικοῦ.

Ἄλλωστε, στίς Ἐπιστολές αὐτές προστέθηκαν καί ἄλλες τέσσαρες σημαντικές Ἐπιστολές τοῦ πάπα Ξύστου ἤ Σίξτου (432-440), πρός τούς ἐπισκόπους τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ καί ὁρισμένες ἐπιλεγμένες Ἐπιστολές ἀπό τήν ἀλληλογραφία τοῦ πάπα Λέοντα Α’ (440-461), πρός τόν αὐτοκράτορα Μαρκιανό (451-457), πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Κων-πόλεως Ἀνατόλιο καί πρός τούς ἐπισκόπους τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ. Ὡστόσο, στή Συλλογή αὐτή περιλαμβάνονται ἐπίσης τόσο τό Διάταγμα (Rescriptum, 421) τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ (408-450) γιά τόν σεβασμό τῆς καθιερωμένης κανονικῆς τάξεως στό Ἀν. Ἰλλυρικό, μετά ἀπό σχετικό αἴτημα τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως Ὀνωρίου, ὅσο καί ἡ Ἐπιστολή τοῦ αὐτοκράτορα Μαρκιανοῦ (451-457), πρός τόν πάπα Λέοντα (448-461), ἤτοι τόσο γιά τήν κοινοποίηση τῶν σημαντικῶν ἀποφάσεων τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), ὅσο καί γιά τήν κανονική κατοχύρωση ὄχι μόνο τῶν «ἴσων πρεσβείων τιμῆς» τῶν Θρόνων Ρώμης καί Κων-πόλεως, ἀλλά καί τῆς εὐρύτατης πλέον ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Θρόνου τῆς Κων-πόλεως σέ ὅλες τίς ρωμαϊκές Διοικήσεις τῆς Ἀνατολῆς (Mansi, VIII, 739-772).

Σημαντικώτερες ὅμως ἀπό τίς παπικές αὐτές Ἐπιστολές γιά τό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι οἱ Ἐπιστολές τῶν παπῶν Σιρικίου (384-399), Ἰννοκεντίου Α’ (402-417) καί Βονιφατίου Α’ (418-422), κατά τήν περίοδο τῆς ἀρχιερατείας τῶν ὁποίων τοποθετεῖται γενικῶς καί ἡ ὑποτιθέμενη πλασματική ἵδρυση ἑνός δῆθεν «Παπικοῦ Βικαριάτου» στό Ἀν. Ἰλλυρικό, ἤτοι μεταξύ των ἐτῶν 395 καί 417. Πράγματι, ὁ πάπας Σιρίκιος ἐπικαλεῖται στή σύντομη Ἐπιστολή του μία παλαιότερη δῆθεν σχετική συνήθεια τῶν προκατόχων του καί προτρέπει τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἀνύσιο νά μή ἐπιτρέψη ὁποιαδήποτε χειροτονία ἐπισκόπου στό Ἀν. Ἰλλυρικό, ἤτοι χωρίς τήν ἀναγκαία δῆθεν δική του ἔγκριση ἤ συναίνεση («ut nulla licentia esset sine consensus tuo in Illyrico episcopos ordinare praesumere»). Ἄλλωστε, σέ περίπτωση τελέσεως χειροτονιῶν, ἤτοι χωρίς δῆθεν τήν ἔγκρισή του, εἰσηγεῖτο στόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τήν ἐπιβολή τῆς ποινῆς τῆς καθαιρέσεως («adomnem enim huiusmondi audaciam comprimendam vigilare debet instantia tua. Spiritu in te sancto fervente, ut vel ipse si potes, vel quos judicaveris episcopos, idoneos, cum literis dirigas dato consensu, qui possit in eius locum, qui defemctus vel depositus fuerit, catholicum episcopum… ordinata est ». Mansi, VIII, 750).

Ἐν τούτοις , ὁ πάπας Βονιφάτιος Α (418-422) προέβαλλε σκοπίμως ἤ ἀκρίτως τίς ἀνωτέρω αὐθαίρετες προτροπές του στούς δῆθεν σχετικούς ἱερούς κανόνες τῆς Α Οἰκουμενικῆς συνόδουsecundum Nicaenae synodi statuta»). Πράγματι, ἦταν ἀναντίρρητο, ὅτι οἱ σχετικοί κανόνες τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας (4,5,6 καί 7) ὄχι μόνο δέν ἐπιτρέπουν, ἀλλ’ἀντιθέτως ἀπαγορεύουν ρητῶς, μέ ἰδιαίτερη μάλιστα αὐστηρότητα, ὁποιαδήποτε ὑπερόρια παρέμβαση στό δίκαιο τῶν χειροτονιῶν καί κρίσεως ἐπισκόπων κάθε μητροπολιτικῆς περιφέρειας. Συνεπῶς, ἄν ἡ πλασματική Ἐπιστολή τοῦ πάπα Σιρικίου θεωρηθῆ πράγματι γνήσια, τότε προσφέρει μία πρόσθετη μαρτυρία γιά τή συστηματική νόθευση στήν παπική αὐλή τῆς Ρώμης τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας μέ τούς κανόνες 3,4 καί 5 τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς (343), ἡ ὁποία ὅμως ἦσαν γνωστή καί ἀπό τίς ὀξύτατες σχετικές ἀντιπαραθέσεις στή μεγάλη Σύνοδο τῆς Καρθαγένης (419). Ἄλλωστε, ἡ παπική νόθευση τῶν κανόνων τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας ἀποσκοποῦσε στή διεκδίκηση ἀπό τόν Παπικό θρόνο τοῦ κανονικοῦ προνομίου νά δέχεται τό «Ἔκκλητον» καί ἀπό τίς ὑπερόριες ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, ὅπως λ.χ. ἀπό τό Ἀν. Ἰλλυρικό ἤ καί ἀπό τή Β. Ἀφρική (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα., ΙΙΙ, 618-624).

Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, ὁ πάπας Ἰννοκέντιος Α’ (401-417) διατύπωσε στίς δύο Ἐπιστολές του συστηματικώτερα καί σαφέστερα τίς ἀπαράδεκτες αυθαίρετες ἀξιώσεις ἤ διεκδικήσεις τοῦ Παπικοῦ θρόνου στό Ἄν. Ἰλλυρικό. Ὡστόσο, στήν πρώτησύντομη Ἐπιστολή του, πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ἀνύσιο, ἐτόνιζε τή δῆθεν ὑποχρέωσή του νά σεβασθῆ τά δῆθεν πλασματικά προνόμια τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τά ὁποῖα τοῦ εἶχαν δῆθεν παραχωρηθῆ ἀπό τούς προκατόχους του πάπες («aut tuo merito, cui praeclari viri tantam gratiam auctotitatis huiusce contulisse videntur, aliqui derogari videretur» Mansi, VII, 750-751). Τά προβαλλόμενα ὅμως αὐτά πλασματικά προνόμια εἶχαν προετοιμασθῆ ἀπό τήν παπική αὐλή, γιά τά ὁποῖα ὁ πάπας Ἰννοκέντιος Α’ αἰσθανόταν δῆθεν ὑποχρεωμένος νά ἀναδείξη, περιγράφονται δέ ὅπως καί στήν Ἐπιστολή τοῦ Σιρικίου ἤ μᾶλλον μέ μία μεγαλύτερη ἀσάφεια ἤ ἀοριστία («…omnia quae in illis partibus gererentur (=οἱ προκάτοχοί του) sanctitati tuae, quae plena justitiae est traderent cognoscenda: mean quoque parvitatem hoc tenere indicium, eamdemque habere voluntatem te decet recognoscere...»).

Ἐν τούτοις, στή δεύτερηἐκτενέστερη Ἐπιστολή του, πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ροῦφο, ὁ πάπας Ἰννοκέντιος Α’ (401-417) ἀφ’ἑνός μέν συνέδεε τίς δῆθεν ὑπερόριες πρωτοβουλίες τῶν προκατόχων του στό Ἀν. Ἰλλυρικό, μέ μία ἐπίσης ὑποτιθέμενη δῆθεν ὑποχρέωση, ἤτοι μέ τήν πετρίνεια ἀποστολικότητα τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης, ἀφ’ἑτέρου δέ προέβαλλε συστηματικώτερα καί τήν ἀόριστη δῆθεν ἀντικανονική ἀξίωση, πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ἤτοι νά ἐνεργῆ στό Ἀν. Ἰλλυρικό, κατ’ἀναφοράν πάντοτε πρός τόν Παπικό θρόνο («Arripe itaque, dilectissime frater, nostra vice per suprascriptus evvlesias (=ἐπαρχίες Ἰλλυρικοῦ) salvo earum primate, curam: et inter Ipsos primates primus, quidquid eos ad nos necesse fuerit mittere, non sine tuo postulant arbiratu. Ita enim aut per tuam experiential, quidquid illud est finietur: aut tuo concilio ad nos usque perveniendum esse mandamus. Licitum autem et apostolicae sede favore permissum tuae fraternitati cognoscenda que fuerti, quos velis episcoporum socios quibus cum que de ecclesiis assumas tecum …». Mansi, VIII, 751-752).

Προφανῶς , ὁ πάπας Βονιφάτιος Α (418-422) στήν Ἐπιστολή του πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ροῦφο συνέδεε ἀμεσώτερα τίς πλασματικές αὐτές παπικές ἀξιώσεις ἤ διεκδικήσεις μέ τή διαμορφούμενη κατά τήν περίοδο αὐτή στήν παπική αὐλή θεωρία περί τοῦ Παπικοῦ πρωτείου , ἤτοι τόσο γιά τήν ὑπαγωγή τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης στή δῆθεν πετρίνεια ἀποστολική αὐθεντία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης , ὅσο καί γιά τή διοικητική του ἐπιβολή σέ ὅλες τίς ἐκκλησίες τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἀν . Ἰλλυρικοῦ . Ὑπό τήν ἔννοια λοιπόν αὐτή , ὑπογράμμιζε αὐθαιρέτως , ἀκρίτως καί σκοπίμως , ὅτι δῆθεν μόνο ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔλαβε τήν ἀρχιερατική ἐξουσία καί τήν ἐξαιρετική τιμή ἀμέσως ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ Χριστό , ἤτοι γιά νά τίς προσφέρη καί στούς ἄλλους δῆθεν συνεργούς του ἀποστόλους , οἱ ὁποῖοι ὅμως ἔλαβαν συγχρόνως τήν ἀρχιερατική ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ ἀμέσως μετά τήν ἀνάστασή του («beatus apostolus Petrus, cui arx sacerdotii dominica voce concessa est, in immensum gratulationis extollitur; quoties pervident concessi sibi honoris a Domino intemetatae se pacis filios habere custodes». Mansi VIII, 752).

Συνεπῶς , ὅπως ὁ ἀπόστολος Πέτρος μετέδωσε δῆθεν καί στούς ἄλλους ἀποστόλους τήν ἱερατική ἐξουσία καί τήν ἐξαιρετική τιμή , τίς ὁποῖες ἔλαβε δῆθεν μόνον αὐτός κατ ’ εὐθείαν ἀπό τόν Κύριο , καίτοι ὅλοι οἱ ἀπόστολοι ἔλαβαν ἀμέσως ἀπό τόν Χριστό , μέ τό ἐμφύσημά του , τήν ἀρχιερατική ἐξουσία ( Ἰω .20,21-23. Πράξ . 2,1-4). Ἄλλωστε, καί ὁ δῆθεν διάδοχός του στόν ἀποστολικό θρόνο τῆς Ρώμης πάπας δύναται δῆθεν νά ἀπονέμη ἤ καί νά προεκτείνη τήν διαδικασία αὐτή δῆθεν, μόνο αὐτός, στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Πράγματι, ὁ πάπας Βονιφάτιος Α’ (401-417) ἑρμήνευε σκοπίμως τίς Ἐπιστολές τῶν προκατόχων του πρός τούς ἀρχιεπισκόπους Θεσσαλονίκης, ἤτοι ὡς μία δικαία δῆθεν ἀπόδοση ἐξαιρετικῶν προνομίων σέ αὐτούς ἀπό τόν ἀποστολικό θρόνο τῆς Ρώμης («… nec immeritio id ducimus factum . Hanc enim gratiam dilectioni tuae apostolica sedes officio diligentis impertit »). Ἄλλωστε, τονίζει ἐπίσης, ὅτι κανονικές καί ἔγκυρες ἐκλογές ἤ κρίσεις ἐπισκόπων στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ εἶναι δῆθεν μόνον ὅσες ἀπορρέουν ἀπό τήν ἀποστολική αὐθεντία τοῦ Παπικοῦ θρόνου (« et nimo crederet , quod in ordinatoris aliquando locum subrogate posset , quia fuerat ab aliis ordinatus . Non ambigo coelestis tune istual fuisse sententiae , qua vel consensu qui illic auctioritatem Sedis apostolicae praesentabant , eum in nostrorum numerum recipimus ». Mansi VIII , 753-759). Ὑπό τό πνεῦμα ὅμως αὐτό, ἡ πλασματική αὐτή παπική ἀξίωση διαχέεται καί στίς ἄλλες Ἐπιστολές τοῦ πάπα Βονιφάτιου Α’, ἤτοι τόσο πρός τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Ροῦφο, ὅσο καί πρός τούς ἐπισκόπους τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, ὅπως ἐπίσης καί στίς Ἐπιστολές τῶν διαδόχων του στόν παπικό θρόνο.

3. Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς Collectio Thessalonicensis

Ἡ εὔλογη λοιπόν ἀμφισβήτηση τῆς γνησιότητας τῶν παπικῶν Ἐπιστολῶν εἶναι εὔκολη καί εὐνόητη, μέ πλῆθος μάλιστα ἐσωτερικῶν καί ἱστορικῶν ἀρνητικῶν ἐπιχειρημάτων, ἤτοι: α) γιά τήν ἄκριτη ἐξέλιξη ἀπό τήν Παπική αὐλή τῆς θεωρίας τοῦ παπικοῦ πρωτείου, β) γιά τήν ἀσαφή ἑνότητα τῆς διεκδικούμενης παπικῆς ἐκκλησιαστικής δικαιοδοσίας στό Ἀν. Ἰλλυρικό, γ) γιά τήν παράδοξη πλήρη ἀπουσία ἀπαντητικῶν Ἐπιστολῶν τῶν ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης στον Παπικό θρόνο, δ) γιά τήν αὐθαίρετη ἑρμηνεία τῆς ἀντιφατικῆς στάσεως τῆς αὐτοκρατορικῆς πολιτικῆς μεταξύ Ρώμης καί Κων-πόλεως στό Ἀν. Ἰλλυρικό, ε) γιά τήν ἀνεξήγητη καθυστερημένη χρησιμοποίηση τῆς ἑνιαίας «Συλλογῆς τῆς Θεσσαλονίκης» στίς ἀρχές τοῦ ἔκτου αἰώνα, καί γενικώτερα στ) γιά ἕνα μεγάλο πλῆθος ἐπί μέρους σοβαρῶν προβλημάτων ἤ πλασματικῶν ζητημάτων, τά ὁποῖα θά μποροῦσαν εὐκόλως νά ἀμφισβητηθοῦν καί νά κλονίσουν τήν αὐτονόητη νοθεία ἤ καί τήν πλασματική γνησιότητα τῶν χαλκρυμένων αὐτῶν Ἐπιστολῶν.

Πράγματι, ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ ὁ Μικρός (408-450) ἐξέδωσε ἕνα πολύ σημαντικό σχετικό Διάταγμα (421), μέ τό ὁποῖο παραχωροῦσε τό ἐξαιρετικό καί ἀποκλειστικό δικαίωμα στόν ἀρχιεπίσκοπο Κων-πόλεως νά δέχεται, ὑπό τήν μορφή μάλιστα τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τοῦ «Ἐκκλήτου», προσφυγές ἀπό ὅλους τούς ἐπισκόπους τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, ἤτοι γιά ὅλα διαμφισβητούμενα μείζονα ἐκκλησιαστικά ζητήματα χειροτονιῶν καί κρίσεως ἐπισκόπων. Βεβαίως, ἡ ἔκδοση τοῦ Διατάγματος αὐτοῦ ( Rescriptum ) θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῆ ἀδιανόητη, ἄν πράγματι εἶχε ἤδη συσταθῆ στή Θεσσαλονίκη ἕνα «Παπικό Βικαριάτο», ἤ ἄν δῆθεν ἡ ἵδρυση τοῦ ὁποίου χρονολογήθηκε γενικῶς καί ἀκρίτως πρίν ἀπό τό 415.

Σημαντικώτερη ὅμως ῆσαν ἡ πλασματικήἐπιχειρηματολογία τῆς ἀντιδράσεως τοῦ πάπα Βονιφατίου Α’ (418-422) στίς ὁριζόμενες ἐνοχλητικές γιά τόν Παπικό θρόνο ἐκκλησιαστικές ρυθμίσεις τοῦ συγκεκριμένου Διατάγματος, στήν ὁποία προβάλλεται, γιά πρώτη μάλιστα φορά, ἡ νεοφανής παπική θεωρία περί τῶν δῆθεν πετρινείων Θρόνων (Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας), ὄχι μόνο γιά τήν ὑποστήριξη τῶν δῆθεν κανονικῶν δικαιωμάτων τοῦ Παπικοῦ θρόνου στό ὑποτιθέμενο πλασματικό καί ἀνυπόστατο «Παπικό Βικαριάτο» τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἄκριτη ἀμφισβήτηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς δυνατότητας τοῦ θρόνου τῆς Κων-πόλεως νά διεκδικήση ἤ νά ἀσκήση ὑπερόρια δικαιοδοσία, ἀφοῦ δέν ἦταν δῆθεν ἀποστολικός καί μάλιστα πετρίνειος θρόνος.

Ἐν τούτοις, ἔχει ἤδη ἀποδειχθῆ ἀπό τήν ἱστορική ἔρευνα, ὅτι ἡ συναγωγή συμπερασμάτων ἀπό τήν κριτική ἤ καί τή συγκριτική ἀξιολόγηση ἐσωτερικῶν μαρτυριῶν ἤ ἀντιφατικῶν ἱστορικῶν πράξεων ἐνεργοποιεῖ μία πλειάδα πιθανῶν ὑποθετικῶν πλασματικῶν ἑρμηνειῶν, οἱ ὁποῖες διογκώνουν τό πρόβλημα, χωρίς ὅμως νά προτείνουν καί μία γενικῶς παραδεκτή λύση. Τό ζήτημα λοιπόν τοῦ δῆθεν «Παπικοῦ Βικαριάτου» στό Ἀν. Ἰλλυρικό προσφέρεται γιά τέτοιες πλασματικές ἑρμηνεῖες, οἱ ὁποῖες ὅμως ἔγιναν ἀκρίτως γενικώτερα ἀποδεκτές στήν ἱστορική ἔρευνα καί ὑποστηρίζουν ἐσφαλμένως, ὅτι δῆθεν μεταξύ των ἐτῶν 395 καί 451 ἱδρύθηκε πράγματι στό Ἀν. Ἰλλυρικό ἕνα «Παπικό Βικαριάτο». Τό ζήτημα ὅμως τῆς ἀναφορᾶς στό Ἀν. Ἰλλυρικό ἀποδείχθηκε ἐξαιρετικά σημαντικό ὄχι μόνο γιά τήν πλασματική καί ἀνταγωνιστική ἱστορική ἐξέλιξη τῶν σχέσεων Ρώμης καί Κων-πόλεως μέχρι τό σχίσμα τοῦ ΙΑ’ αἰώνα (1054), ἀλλά καί γιά τήν ἴδια τήν ἐσωτερική ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως.

Ὑπό τήν ἔννοια λοιπόν αὐτή, σέ παλαιότερο ἔργο μου ἐξετάσθηκε σέ βάθος τό συγκεκριμένο ζήτημα, ἤτοι στό πλαίσιο πάντοτε τόσο τῆς διαμορφώσεως, ὅσο καί τῆς λειτουργίας τοῦ κανονικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ θεσμοῦ τῆς «Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν», ἤτοι Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων. Στό πλαίσιο λοιπόν αὐτό, τό πλασματικό ζήτημα περί δῆθεν «Παπικοῦ Βικαριάτου» τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ παρακάμφθηκαν, ὡς μία ἁπλῆ ὑπόθεση ἐργασίας, ὅπως καί ὅλες ἀκόμη οἱ σαφῶς θεμελιωμένες ἀμφισβητήσεις τῆς γνησιότητας τῶν παπικῶν Ἐπιστολῶν τῆς «Συλλογῆς τῆς Θεσσαλονίκης», ἀφοῦ τό ὅλο αὐτό πλασματικό ζήτημα τέθηκε πλέον σέ μία τελείως διαφορετική βάση. Τό καίριο λοιπόν ζήτημα ἦταν καί εἶναι ὄχι πλέον ἄν ὁ Παπικός θρόνος εἶχε ἤ ἔχει τίς περιγραφόμενες στίς πλασματικές αὐτές παπικές Ἐπιστολές ἀξιώσεις ἤ διεκδικήσεις στό Ἀν. Ἰλλυρικό κατά τή συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ἀλλ’ ἀντιθέτως, ἄν οἱ ἀρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης καί οἱ μητροπολίτες τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ ἀποδέχθηκαν κάποτε τίς αὐθαίρετες αὐτές παπικές ἀξιώσεις ἤ διεκδικήσεις.

Ἡ ὑποτιθέμενη λοιπόν πλασματική ἵδρυση ἑνός «Παπικοῦ Βικαριάτου» στό Ἀν. Ἰλλυρικό εἶναι ζήτημα σχέσεως καί ὄχι ζήτημα αὐθαιρέτων μονομερῶν ἀξιώσεων ἤ διεκδικήσεων, ἀλλ’ὅμως ἡ ὁποιαδήποτε σχέση συνεπάγεται πάντοτε καί ἀπαραιτήτως τή συναίνεση τῶν δύο μερῶν, ὥστε νά βεβαιώνεται ὁπωσδήποτε μέ κοινές μάλιστα καί συγκεκριμένες θεσμικές ἐκφράσεις στήν ἐκκλησιαστική πράξη. Βεβαίως, ὑπῆρξαν καί μονομερεῖς ἀντικανονικές παπικές διεκδικήσεις ἤ ἀξιώσεις, ἀλλ’ὅμως δέν ὑπῆρξε μία συγκεκριμένη κανονική ἤ θεσμική σχέση ἑνός «Παπικοῦ Βικαριάτου» στή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Ἡ ἀπουσία τῆς σχέσεως αὐτῆς ἦταν ἀναπόφευκτη ὄχι μόνο ἐπειδή δέν ὑπάρχουν ἀπαντητικές Ἐπιστολές τῶν ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης, ἀλλά καί ἐπειδή οἱ ἀρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης καί ὅλοι οἱ μητροπολίτες τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, σέ ὁλόκληρη μάλιστα τήν ἐπίμαχη περίοδο (381-531), οὐδέποτε ἐνήργησαν ὡς ἐκφραστές μιᾶς εἰδικώτερης σχέσεως μέ τόν Παπικό θρόνο. Ἀντιθέτως, σέ ὅλα τα κρίσιμα γεγονότα τῶν ὀξυτάτων ἀντιπαραθέσεων τῶν θρόνων Ρώμης καί Κων-πόλεως συντάχθηκαν πάντοτε μέ τίς θέσεις τῆς Κων-πόλεως, μέ κορυφαία μάλιστα καί ἀναντίρρητη ἀπόδειξη τή διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τόν Παπικό θρόνο, ἤτοι κατά τήν κρίσιμη περίοδο τοῦ Ἀκακιανοῦ σχίσματος (484-519).

Τό συμπέρασμα αὐτό συνήχθη μετά ἀπό μία ἐξαντλητική ἔρευνα ὅλων τῶν σχετικῶν πηγῶν γιά ὅλα τά σημαντικά ἐκκλησιαστικά γεγονότα τῆς ἐπίμαχης αὐτῆς περιόδου (381-531), στά ὁποῖα ἐκπροσωπήθηκαν οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ ἤ ὑποχρεώθηκαν νά λάβουν μία ὑπεύθυνη θέση ἔναντι τοῦ Παπικοῦ θρόνου (Γ’ καί Δ’ Οἰκουμενικές σύνοδοι, Ἀκακιανό σχίσμα κ.λ.π.). Πράγματι, οἱ ἀρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης καί οἱ μητροπολίτες τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ ἐτήρησαν ἔντονη κριτική ἤ καί ἀντιθετική στάση ἔναντι τῶν ἀκραίων θέσεων ἤ τῶν ἰδιοτελῶν ἐπιλογῶν τοῦ Παπικοῦ θρόνου, χωρίς μάλιστα οὔτε οἱ ἴδιοι νά αἰσθανθοῦν τήν ἀνάγκη παροχῆς ἐξηγήσεων, οὔτε οἱ παπικοί ἀντιπρόσωποι ἀναφέρθηκαν, ἀμέσως ἤ ἐμμέσως, σέ ὁποιαδήποτε ἰδιαίτερη σχέση τῶν Μητροπόλεων τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ πρός τόν Παπικό θρόνο. Ἡ προσεκτική λοιπόν μελέτη τόσο τῶν ἑλληνικῶν, ὅσο καί τῶν λατινικῶν πηγῶν τῆς συγκεκριμένης περιόδου (381-531) δέν ἀφήνει περιθώρια αὐθαιρέτων παρανοήσεων ἤ καί σκοπίμων πλασματικῶν παρερμηνειῶν γιά τίς ὑποτιθέμενες σχέσεις τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ πρός τόν Παπικό θρόνο.

Βεβαίως, οἱ ἀρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης ἀντιμετώπιζαν πολλές καί ἀνυπέρβλητες δυσχέρειες στήν προσπάθειά τους νά ἐπιβάλουν τά κανονικῶς κατοχυρωμένα ἀπό τή Β’ Οἰκουμενική σύνοδο ἐξαρχικά τούς δικαιώματα στίς ἕξι μητροπόλεις τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ (Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Παλαιᾶς καί Νέας Ἠπείρου, Ἀχαΐας, Κρήτης), γιατί προσέκρουαν στή σθεναρή καί ἀδιάλλακτη ἀντίδραση τῶν μητροπολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριπταν καί τά ἤδη καθιερωμένα κανονικά προνόμια τῶν ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης, μέ σταθερό μάλιστα κριτήριο τούς κανόνες 4, 5, 6 καί 7 τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (325). Εἶναι ὅμως ἐπίσης πολύ χαρακτηριστική ἡ ἀδιαμφισβήτητη διαπίστωση, ὅτι οἱ ἀρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης στήν ὀξύτατη ἀντιπαράθεσή τους πρός τούς μητροπολίτες τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ οὐδέποτε ἐπικαλέσθηκαν τήν ὑποτιθέμενη ἰδιαίτερη δῆθεν σχέση τους πρός τόν Παπικό θρόνο, ἀφοῦ αὐτή δέν ὑπῆρχε. Ἀντιθέτως, οἱ μητροπολίτες ἐζήτησαν ἐπανειλημμένως τή βοήθεια τοῦ βυζαντινοῦ πολιτικοῦ διοικητοῦ τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ (Βικαρίου) γιά τήν χρησιμοποίηση βίας ἀπό τούς ἀρχιεπισκόπους Θεσσαλονίκης ἐναντίον τῶν ἀντιδρώντων μητροπολιτῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἀναγνώριζαν αὐθαιρέτως τήν κανονικότητα τῆς Μείζονος συνόδου τῆς Διοικήσεως καί δέν ἀνταπεκρίνοντο στίς ἀλλεπάλληλες προσκλήσεις τῶν ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης.

Πράγματι, εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστική ἡ διαπίστωση, ὅτι οὔτε οἱ ἀρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης εἶχαν ποτέ τή συνείδηση ὡς Βικαρίων τῶν Παπῶν Ρώμης, οὔτε οἱ μητροπολίτες τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ ἦσαν ποτέ πρόθυμοι νά ἀνεχθοῦν ὁποιαδήποτε βικαριακή ἤ ἀκόμη καί αὐτήν τήν ἐξαρχική κανονική αὐθεντία τῶν ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης. Ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, στή Δ’ Οἰκουμενική σύνοδο (451), οἱ συμμετέχοντες μητροπολίτες καί ἐπίσκοποι τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ ὄχι μόνο ἀξίωσαν ἐπισήμως καί ἀδιαλλάκτως νά ἐλέγξουν οἱ ἴδιοι τήν ὀρθοδοξία τοῦ ἐπιστολιμαίου «Τόμου» τοῦ πάπα Λέοντα Α’ (440-461), ἀλλά καί μετά τήν ἀναγνώριση τῆς ὀρθοδοξίας του παπικοῦ «Τόμου» ἀρνήθηκαν ἀδιαλλάκτως νά τόν ἀποδεχθοῦν ὡς δογματικόν «Ὅρον» τῆς μεγάλης Οἰκουμενικῆς συνόδου. Ὀξύτερες ὅμως ὑπῆρξαν καί οἱ διαμαρτυρίες στήν Οἰκουμενική σύνοδο τῶν ἀντιδρώντων μητροπολιτῶν ἐναντίον τῶν ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης γιά τά αὐθαίρετα βίαια μέσα, τά ὁποῖα ἐχρησιμοποιοῦσαν γιά νά ἐπιβάλουν τά στασιαζόμενα ἑξαρχικά τούς δίκαια.

Συνεπῶς, μέχρι τή Δ’ Οἰκουμενική σύνοδο (381-451) ἡ συστηματική παρακολούθηση τῶν ἀντιφατικῶν ἐκκλησιαστικῶν ζυμώσεων στό Ἀν. Ἰλλυρικό, ἐπί τῇ βάσει μάλιστα καί τοῦ πλουσίου πηγαίου ὑλικοῦ, ἀποκλείει ὁποιαδήποτε ὑπόθεση ἤ πιθανότητα λειτουργίας τῶν μέν ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης ὡς δῆθεν βικαρίων τοῦ πάπα, τῶν δέ μητροπολίτων τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, ὡς δῆθεν ἐπαρχιῶν τοῦ ὑποτιθέμενου «Παπικοῦ Βικαριάτου», παρά τίς ἀντίθετες πλασματικές ὑποθέσεις τῶν παπικῶν Ἐπιστολῶν τῆς «Συλλογῆς τῆς Θεσσαλονίκης». Ἡ διαπίστωση ὅμως αὐτή ἰσχύει πολύ περισσότερο καί γιά τήν ἑπόμενη κρίσιμη χρονική περίοδο (451-531), διότι τόσο οἱ ἀρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης, ὅσο καί οἱ μητροπολίτες τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, διατήρησαν ἀλώβητη τήν ἄμεση κοινωνία τους μέ τόν θρόνο τῆς Κων-πόλεως, ἐνῶ διέκοψαν τήν κοινωνία μέ τόν Παπικό θρόνο, ἰδιαίτερα δέ κατά τήν τεταμένη καί ἀντιφατική περίοδο τοῦ Ἀκακιανοῦ σχίσματος (484-519), πράγμα ἐκκλησιαστικῶς ἀδιανόητο, ἰδιαίτερα δέ σέ περίπτωση παραδοχῆς τῆς ὑποτιθέμενης ὑπάρξεως ἑνός «Παπικοῦ Βικαριάτου» τῆς Θεσσαλονίκης.

Ὑπό τήν ἔννοια λοιπόν αὐτή, καθίσταται ὀξύτερο καί τό ἐρώτημα ὄχι μόνο γιά τή γνησιότητα τῶν παπικῶν Ἐπιστολῶν τῆς «Συλλογῆς τῆς Θεσσαλονίκης» (Collectio Thessalonicensis), ἀλλά καί γιά τόν λόγο, τόν τρόπο καί τόν χρόνο τῆς συντάξεώς τους ἀπό τήν παπική αὐλή. Ὁ χρόνος τῆς συντάξεως τῶν Ἐπιστολῶν αὐτῶν ἔχει βεβαίως ὡς terminus ante quem τό ἔτος 531, ὅταν δηλαδή παρουσιάσθηκε στή Σύνοδο τῆς Ρώμης ὡς μία «Συλλογή τῆς Θεσσαλονίκης», ἐνῶ ὡς terminus post quem θά μποροῦσε νά τεθῆ ἡ Δ’ Οἰκουμενική σύνοδος (451). Ἡ ἐπιλογή ὅμως αὐτή ἦταν εὐνόητη ὄχι μόνο ἐπειδή οἱ τελευταῖες Ἐπιστολές τῆς Συλλογῆς ἀνήκουν στόν φιλόδοξο πάπα Λέοντα Α’ (440-461), ἀλλά καί ἐπειδή οἱ κανόνες 9, 17 καί 28 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου, οἱ ὁποῖοι προβάλλουν τά ἐξαιρετικά προνόμια τοῦ θρόνου τῆς Κων-πόλεως ἕναντι ἄλλων πρεσβυγενῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Προφανῶς, ἄνοιξαν ἀμέσως μία νέα περίοδο ὀξύτατου ἀνταγωνισμοῦ μεταξύ των θρόνων τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης, ὁ ὁποῖος μάλιστα κορυφώθηκε μέ τό Ἀκακιανό σχίσμα (484-519).

Ὑπό τήν προοπτική λοιπόν αὐτή, ὁ λόγος τῆς συγκροτήσεως τῆς «Συλλογῆς τῆς Θεσσαλονίκης» (Collectio Thessalonicensis) δέν πρέπει νά ἀποσυνδεθῆ ἀπό τίς εὔλογες ἀντιδράσεις τῶν ἐπισκόπων της Ἀνατολῆς στήν αὐθαίρετη, ἄκριτη καί ἀντικανονική πρωτοβουλία τοῦ ἐμπερίστατου Παπικοῦ θρόνου νά προβῆ στήν καθαίρεση καί στόν ἀναθεματισμό τοῦ Πατριάρχη Κων-πόλεως Ἀκακίου (471-488), ἤτοι γιά τήν ἀποδοχή τοῦ «Ἑνωτικοῦ» Διατάγματος τοῦ αὐτοκράτορα Ζήνωνα (482). Βεβαίως, οἱ ἐπίσκοποί της Ἀνατολῆς ἀποδοκίμαζαν ὀρθῶς ὡς σαφῶς ἀντικανονική καί προφανῶς ἐσφαλμένη τή σχετική αὐθαίρετη καί ἀπαράδεκτη αὐτή ἀπόφαση τοῦ Παπικοῦ θρόνου, μέ τό καθιερωμένο μάλιστα κανονικό ἐπιχείρημα, ὅτι ὁ πάπας Ρώμης δέν εἶχε καί δέν ἔχει τήν κανονική ἁρμοδιότητα νά παρεμβαίνη στίς κρίσεις τῶν Πατριαρχῶν Κων-πόλεως καί ὅλων τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν της Ἀνατολῆς.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἐμπερίστατου Παπικοῦ θρόνου, μετά τήν κατάρρευση τοῦ δυτικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους (476), στηρίχθηκε ἀφ’ἑνός μέν στήν πλασματική πλέον ἀνάπτυξη τῆς θεωρίας τῆς παπικοῆς αὐλῆς, ἤτοι περί τοῦ δῆθεν Παπικοῦ πρωτείου ἐξουσίας, μέ κορυφαῖο μάλιστα ἐκφραστή της τόν πάπα Γελάσιο (492-496), ἀφ’ἑτέρου δέ μέ τήν ἐπίκληση παλαιότερων δῆθεν παραδειγμάτων παπικῶν παρεμβάσεων, τά ὁποῖα ὅμως συγκεντρώθηκαν εἴτε μέ τήν παρερμηνεία παλαιῶν γεγονότων ἤ καί μέ τή χάλκευση σχετικῶν νόθων κειμένων. Βεβαίως, τά κείμενα αὐτά ἀφοροῦσαν στίς σχέσεις τοῦ Παπικοῦ θρόνου τόσο μέ τό Πατριαρχεῖο Κων-πόλεως, ὅσο καί μέ τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς. ὑπό τό πνεῦμα λοιπόν αὐτό, τά νόθα κείμενα ἦσαν ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν θέσεων τοῦ ἀδύναμου πλέον Παπικοῦ θρόνου, ἀμέσως μετά τήν κατάρρευση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας τῆς Δύσεως (476), ἤτοι τόσο ἀπό τίς βιαιοπραγίες τῶν εἰδωλολατρικῶν γερμανικῶν φύλων, ὅσο καί ἀπό τίς ἑναντίον τοῦ Παπικοῦ θρόνου ἀδιάλλακτες κανονικές ἀντιθέσεις τῶν ἐπισκόπων της Ἀνατολῆς.

Συνεπῶς, κατά τήν περίοδο αὐτή οἱ παπικές Ἐπιστολές τῆς «Συλλογῆς τῆς Θεσσαλονίκης» προσέφεραν πολλαπλές ὑπηρεσίες στόν Παπικό θρόνο ὄχι μόνο γιά τή θεμελίωση τῆς αὐθαίρετης, ἄκριτης ἀπαράδεκτης καί ἀντικανονικῆς καταδίκης του Πατριάρχη Κων-πόλεως Ἀκακίου, ἀλλά καί γιά τήν ἐνίσχυση τῶν ὑποκινουμένων ἀντιδράσεων τῶν πολεμίων τοῦ «Ἑνωτικοῦ» Διατάγματος τοῦ Ζήνωνος (482) ἐπισκόπων τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, στήν ἀντιχαλκηδονική πολιτική τοῦ φιλομονοφυσίτη αὐτοκράτορα Ἀναστασίου Α’ (491-518). Οἱ ἀντιδράσεις ὅμως αὐτές εἶχαν ἤδη ἐκδηλωθῆ, μέ ἐπικεφαλῆς μάλιστα τούς μητροπολίτες τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου καί μέ τή συμμετοχή πολλῶν (40) ἐπισκόπων του Ἀν. Ἰλλυρικοῦ, παρά τήν ἀντίθετη θετική στάση τῶν ἀρχιεπισκόπων Θεσσαλονίκης. Οἱ ἀντιδράσεις ὅμως αὐτές ἀποσκοποῦσαν στήν ἀποκατάσταση τοῦ κύρους τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου καί ἀνακοινώθηκαν στόν Παπικό θρόνο τόσο γιά τήν ἀποκατάσταση καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὅσο καί στούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς.

Ἡ ἄκριτη ὅμως ἀποδοχή σέ κοινωνία τῶν ἀντιδρώντων ἐπισκόπων της Παλαιᾶς Ἠπείρου ἀπό τόν Παπικό θρόνο προϋπέθετε ἀπαραιτήτως τήν κανονική θεμελίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς δυνατότητας γιά μία τόσο σημαντική ἀντικανονική ἐκκλησιαστική πράξη, γι’αὐτό ἀφ’ἑνός μέν ἐνημερώθηκαν ὅλοι οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ἀφ’ἑτέρου δέ συγκροτήθηκε ἀπό τήν παπική αὐλή ἡ «Συλλογή τῆς Θεσσαλονίκης», ἡ ὁποία ἀποδείχθηκε χρήσιμη τόσο γιά τήν ἀποδυναμωμένη πλέον πολιτική καί ἐκκλησιαστική ἐπιρροή τοῦ Παπικοῦ θρόνου στους ἐμπερίστατους χριστιανούς τῆς Δύσεως, ὅσο καί γιά τήν ὑποστήριξη τῶν συνεχῶς προβαλλομένων ἀντικανονικῶν ἀξιώσεών του ὄχι μόνο ἐναντίον τοῦ ἤδη καθιερωμένου μεγάλου κύρους τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά καί τῆς συνεχῶς διευρυνομένης κανονικῆς δικαιοδοσίας καί ἀκτινοβολίας του στή Δύση, ἰδιάιτερα μετά τήν ἵδρυση τῶν δύο Ἐξαρχάτων, ἤτοι τῆς Ραβέννας στήν Ἰταλία καί τῆς Καρθαγένης στή Βόρεια Ἀφρική (535).

Συνεπῶς, ὁ μεγαλόπνοος αὐτοκράτορας Ἰουστιανιανός Α’ (527-565) ἀνέθεσε ἐπισήμως, στόν ὑπαγόμενο πλέον ὑπό τήν ἄμεση δικαιοδοσία τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα πάπα Ρώμης, τήν πνευματική ἐποπτεία στό Ἀν. Ἰλλυρικό, ἐνῶ οἱ ἐπιλεγόμενοι ἀπό τόν αὐτοκράτορα παπικοί ἀποκρισάριοι ἦσαν συγχρόνως ἐγγυητές τῶν ἀλληλέγγυων σχέσεών τους. Ἐν τούτοις, ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ διατήρησαν ἀκλόνητες καί ἀλώβητες τίς κανονικές σχέσεις τους μέ τήν Πατριαρχική σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, ἤτοι μέχρι τήν ἐπίσημη προσάρτηση τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἀν. Ἰλλυρικοῦ καί τοῦ Ἐξαρχάτου τῆς Ραβέννας (Ἀπουλίας, Καλαβρίας καί Σικελίας) ἀπό τόν εἰκονομάχο αὐτοκράτορα Λέοντα Γ’ (717-741) στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κων-πόλεως (732), ὅπως συνάγεται ἄλλωστε καί ἀπό τήν πλούσια σχετική ἀλληλογραφία τοῦ πάπα Γρηγορίου Α’ τοῦ Διαλόγου (590-604), πρώην ἀποκρισαρίου στήν Κων-πολη, καί τῶν διαδόχων του.

Ἄλλωστε, οἱ αὐθαίρετες αὐτονομιστικές τάσεις τοῦ βυζαντινοῦ Ἐξαρχάτου τῆς Ραβέννας, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ἀδυναμία του νά ἀναχαιτίση τίς ἐπεκτατικές ἐπιδρομές τῶν βαρβαρικῶν γερμανικῶν φύλων, ἀπασχολοῦσαν, μέ ἰδιαίτερη μάλιστα εὐαισθησία, τούς βυζαντινούς αὐτοκράτορες τοῦ Ζ’ αἰώνα γιά τήν προστασία τῶν ἐπαρχιῶν τῶν Ἐξαρχάτων τῆς Ραβέννας ἀπό τίς συνεχεῖς βαρβαρικές λεηλασίες και βιαιοπραγίες. Εἶναι λοιπόν πολύ χαρακτηριστική ἡ τραγική κατάσταση τῶν ἐπαρχιῶν αὐτῶν, ὅπως αὐτή περιγράφεται τόσο ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ πάπα Γρηγορίου Α’ τόσο πρός τόν βυζαντινό αὐτοκράτορα καί τόν Πατριάρχη Κων-πόλεως, ὅσο καί ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ πάπα Ἀγάθωνα (678-681) στήν πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Γεωργίου Α’ (679-686) νά ἀποστείλει ἐκπροσώπους στή συγκληθείσα ΣΤ’ Οἰκουμενική σύνοδο (681), στήν ὁποία ἐτόνιζε, ὅτι ὁ Παπικός θρόνος δέν εἶχε πλέον μορφωμένους κληρικούς γιά νά ἀνταποκριθοῦν στην ἀποστολή, ἀφοῦ ἦταν τραγική ἡ ἀμάθεια τῶν ἀρχιερέων καί τῶν κληρικῶν τῆς δικαιοδοσίας του.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.