ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Τα Ευαγγέλια και η θέση του Ιησού έναντι των εθνών- Μεσοδιαθηκική περίοδος και προπαρασκευή

Γεωργίου Π. Πατρώνου,
Βιβλικές προϋποθέσεις της ιεραποστολής,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1983, σελ. 31-35.

 

Μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης υπάρχει μια ενδιάμεση περίοδος, που ονομάζεται στην επιστήμη « μεσοδιαθηκική περίοδος» και η οποία, όταν μελετάται το θέμα της βιβλικής βάσεως της «Θεολογίας της Ιεραποστολής» συχνά αγνοείται από τους πιο πολλούς ερευνητές. Και όμως η περίοδος αυτή είναι πολύ σημαντική για το θέμα μας. Στην εξέταση και διερεύνηση της θεολογίας της Ιεραποστολής, είναι ανάγκη παράλληλα με την παλαιοδιαθηκική βάση να διερευνώνται και οι νέες συνθήκες και τάσεις που δημιουργήθηκαν στο Ισραήλ κατά τους τρεις αιώνες, δηλ. από το 200 π. Χ. ως το 100 μ. Χ., και κατά τους οποίους έχουμε μια μεγάλη φιλολογική και θεολογική παραγωγή που εντάσσεται στην λεγόμενη «Αποκαλυπτική Γραμματεία». Η περίοδος αυτή τοποθετείται μεταξύ του τέλος του Κανόνος της Παλαιάς Διαθήκης και της αρχής του σχηματισμού της Καινής.

Είναι γνωστό, ότι κατά την διάρκεια των αιώνων μεταξύ των τελευταίων μεγάλων Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και της εμφανίσεως του Χριστιανισμού δεν έχουμε για τον Ισραήλ ουσιαστικές αλλαγές. Οι μεγάλες και ριζικές ανακατατάξεις είχαν πια συντελεσθεί κατά και μετά τη Βαβυλώνεια αιχμαλωσία. Με την επιστροφή του ο Ισραήλ από την αιχμαλωσία στην αγία γη άρχισε να αισθάνεται και πάλι ότι ήταν λαός εκλογής και λαός των υποσχέσεων του Θεού και κάτω από τη δυναμική ηγεσία του Έσδρα και του Νεεμία αποδύθηκε σε αγώνα και προσπάθεια «αγνισμού», απαλλαγής δηλαδή του λαού από τα «εθνικά» στοιχεία που επεβλήθηκαν επάνω του κατά τα χρόνια της εξορίας του.

Το γεγονός όμως, ότι πολύ λίγοι Ιουδαίοι επέστρεψαν από την αιχμαλωσία (1) και το μεγαλύτερο πλήθος του Ιουδαϊκού λαού παρέμεινε έξω από την εστία του και διασκορπίστηκε σ' ανατολή και δύση δημιούργησε νέες συνθήκες στον Ισραήλ και μετέβαλε τον χαρακτήρα της ιδιαιτερότητάς του και την στάση του απέναντι στα άλλα έθνη. Η Ιουδαϊκή κοινότητα της διασποράς (2) , με τα πολλαπλά προβλήματά της και ιδιαίτερα με τους κινδύνους που αντιμετώπιζε από το νέο πνεύμα του κοσμοπολιτισμού και του συγκρητισμού και από την επαφή του με τις φιλοσοφικές ιδέες του ελληνικού πνεύματος που ήταν εντελώς διάφορες από τις θρησκευτικές προϋποθέσεις του ιουδαϊκού πολιτισμού, άρχισε να αισθάνεται πολιτιστική και θρησκευτική ανασφάλεια. Οι από έξω, λοιπόν, κίνδυνοι, καθώς και η ανάγκη διαφύλαξης της ιουδαϊκής αυτοσυνειδησίας σ' όλο το φάσμα της «διασποράς», οδήγησε τον Ισραήλ σε πνευματική αντεπίθεση. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη και βασική ώθηση για την ανάπτυξη της ιουδαϊκής ιεραποστολικής προπαγάνδας.

Υπάρχουν ερευνητές οι οποίοι δέχονται ότι η «διασπορά» ήταν απλώς η πρώτη κίνηση και αφορμή για τη δημιουργία και ανάπτυξη της ιεραποστολικής αυτής ιουδαϊκής προπαγάνδας. Υπήρξαν όμως βαθύτερα αίτια τα οποία διαφοροποίησαν τη στάση του Ισραήλ έναντι των άλλων εθνών. Και αυτά τα αίτια ήσαν: Η παρακμή που παρατηρήθηκε στο Ιουδαϊκό έθνος και η διαπίστωση ότι ο Ισραήλ δεν μπορεί πλέον να επηρεάσει δυναμικά τα άλλα εθνικά έθνη, οδήγησε στην πεποίθηση ότι η ιουδαϊκή κοινότητα θα επιβιώσει και θα διαδραματίσει ένα παγκόσμιο ρόλο μόνο σαν θρησκευτική ενότητα. Προς αυτήν τη κατεύθυνση βοήθησε σημαντικά και η επιτυχία της επαναστάσεως των Μακκαβαίων, που ενίσχυσε την εμπιστοσύνη του λαού στη θρησκεία. Παράλληλα, ο μονοθεϊσμός του Ισραήλ σύντομα μετέτρεψε τον Ιουδαϊσμό σε παγκόσμια θρησκεία και αργότερα δια μέσου των κοινοτήτων της διασποράς έδωσε αγώνα εναντίον των άλλων τρόπων σκέψεως και ιδιαίτερα κατά των φιλοσοφικών ιδεών του Ελληνισμού (3) .

Η ιεραποστολική ιουδαϊκή προπαγάνδα ενισχύθηκε σημαντικά και από την μετάφραση της Παλιάς Διαθήκης από τους Ο΄. Η μετάφραση αυτή δεν βοήθησε μόνο στο να διατηρήσουν την θρησκευτική τους πίστη οι Ιουδαίοι της διασποράς, αλλά και να αποφύγουν τους άμεσους κινδύνους αφομοιώσεως λόγω της απομακρύνσεώς τους από την εβραϊκή γλώσσα. Η ελληνική μετάφραση, επίσης, βοήθησε σημαντικά και τους προσήλυτους, τους ξένους δηλαδή που εισήλθαν στην ιουδαϊκή κοινότητα και ενίσχυσαν έτσι με την προσέλευσή τους στη θρησκεία του Ισραήλ τις τάσεις για ανάπτυξη της ιεραποστολικής δραστηριότητας.

Ένα τρίτο στοιχείο και ίσως το σπουδαιότερο από πλευράς της ιστορίας της ιεραποστολής, είναι το γεγονός της διαδόσεως δια της ελληνικής μεταφράσεως των Ο΄ σε όλο σχεδόν τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, που χρησιμοποιούσε σαν γλώσσα επικοινωνίας την κοινή ελληνική, των αντιλήψεων και ιδεών της Παλιάς Διαθήκης περί Θεού, περί δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου, περί πτώσεως και αμαρτίας, και περί της υποσχέσεως του θεού να σώσει τους λαούς και τα έθνη δι' αποστολής στον κόσμο ενός Μεσσία Χριστού, που με την παρουσία του στην ιστορία θα σημάνει και την παρουσία του Θεού στον κόσμο (4).

Η μεσοδιαθηκική αυτή περίοδος ήταν, πράγματι, μια περίοδος προπαρασκευής του κόσμου για την έλευση του Χριστού στην ανθρωπότητα. Μια περίοδος προπαρασκευής και αναμονής για να κηρυχθεί και να κατανοηθεί το ευαγγελικό μήνυμα του Χριστού για τη σωτηρία όλων των λαών και φυλών του κόσμου, από την Ιερουσαλήμ μέχρι τα πέρατα της γης.

Αναμφισβήτητα, λοιπόν, για να κατανοηθεί ορθά το καινοδιαθηκικό νόημα της Ιεραποστολής πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη μας τις ιουδαϊκές προϋποθέσεις και αντιλήψεις της Π. Διαθήκης περί Θεού και περί της υποσχέσεως της σωτηρίας προς τα έθνη κατά τις έσχατες ημέρες, έστω και αν στην Π. Διαθήκη δεν υπάρχει καμία άμεση αναφορά στα έθνη και ούτε παρουσιάζεται κάποια ειδική εντολή Ιεραποστολής προς τους εθνικούς. Η ιουδαϊκή θρησκευτική προπαγάνδα και οι προσπάθειες προσηλυτισμού κατά την εποχή του Ιησού Χριστού ήταν μόνο μια απλή εξωτερική προπαρασκευή για την αρχική χριστιανική Ιεραποστολή, χωρίς όμως να έχει ο Ιουδαϊκός προσηλυτισμός τη μορφή μιας πραγματικής Ιεραποστολής (5) .

Αυτό που ήταν αποφασιστικό για την ιεραποστολική προσπάθεια του αρχικού Χριστιανισμού, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ήταν το κύριο έργο και το μήνυμα του ιδρυτή της χριστιανικής πίστεως. Η προσχώρηση των εθνικών στη νέα πίστη ήταν «σημείο» πως οι έσχατοι καιροί είχαν ήδη ανατείλει για τον κόσμο, ο αναμενόμενος Μεσσίας είχε έρθει και ο χρόνος της Βασιλείας του Θεού είχε εγκαινιασθεί στην ιστορία. Για την Καινή Διαθήκη η Ιεραποστολή ορίζεται από δύο βασικά γεγονότα: το ένα ήταν η πεποίθηση ότι πράγματι η έσχατη ώρα για την ανθρωπότητα είχε ανατείλει και το άλλο ότι έφτασε ο καιρός να κληθούν στη σωτηρία και τα έθνη, για την τελική εκπλήρωση των υποσχέσεων του Θεού και κάθε προφητείας, πως όλα τα έθνη και οι φυλές της γης στο τέλος θα γίνουν μια ποίμνη με ένα Ποιμένα, το Χριστό του Κυρίου.

Η αναζήτηση της βιβλικής θεολογίας της χριστιανικής Ιεραποστολής, ασφαλώς, οδηγεί την έρευνα στη συσχέτιση των στοιχείων που μας παρέχει η Καινή Διαθήκη μ' εκείνα της Παλιάς. Χωρίς καμμία αμφιβολία υπάρχει κάποια συνέχεια στο θέμα μας μεταξύ Παλιάς και Καινής Διαθήκης. Συνέχεια όμως δεν σημαίνει οπωσδήποτε και ταυτότητα. Και ούτε χρειάζεται να τονισθεί εδώ, ότι η συνέχεια της βιβλικής θεολογίας της Ιεραποστολής από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη είναι εντελώς διάφορη προς την έννοια και της ταυτότητας. Η βιβλική θεολογία τονίζει ιδιαίτερα αυτή τη συνέχεια. Και πολύ ορθά κάνει. Χρειάζεται όμως να τονισθεί συγχρόνως και η διαφοροποίηση που υπάρχει στη θεολογία της Ιεραποστολής μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.

Στην Κ. Διαθήκη δεν υπάρχει μόνο η εκπλήρωση κάθε εσχατολογικής προσδοκίας της Παλαιάς. Υπάρχει και κάτι εντελώς νέο που υπερβαίνει ακόμη και αυτές τις προφητικές προσδοκίες. Το «νέο», όμως, αυτό της Καινής δεν είναι κάτι το «ξένο» προς τις επαγγελίες της Παλαιάς και ούτε είναι κάτι το «άσχετο» προς τις προφητικές προσδοκίες. Απλούστατα αυτό το «νέο»είναι η εκπλήρωση που υπερβαίνει κάθε προσδοκία. Που τροποποιεί και διορθώνει κάθε προσμονή. Που ξαφνιάζει με την πληρότητα και την τελειότητά του κάθε ελπίδα.

Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι καθόλου «άσχετη» προς αυτό το «νέο» της Καινής Διαθήκης. Η πληρότητα και η τελειότητα της εκπληρώσεως της Καινής έχει φωτισθεί και διασαφηνισθεί επανειλημμένα στην Παλαιά Διαθήκη, έστω ελλιπώς και ατελώς, λόγω της ανθρώπινης ατέλειας και αδυναμίας. Που και αυτό ακόμη το προφητικό μάτι δεν μπόρεσε με σαφήνεια να ξεδιαλύνει και να οραματισθεί.

Βασική, λοιπόν, προϋπόθεση για τη διατύπωση μιας ορθής βιβλικής θεολογίας της Ιεραποστολής είναι η αποδοχή μιας αναμφισβήτητης ενότητας μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Και η αναγνώριση υπάρξεως μεταξύ των δύο Διαθηκών μιας θαυμαστής ποικιλίας, η οποία δεν μειώνει καθόλου αλλά αυξάνει υπέρμετρα και το κύρος και την σπουδαιότητα της βιβλικής θεολογίας για τη «Θεολογία της Ιεραποστολής». Το ιδιαίτερο νέο εδώ για την ιστορία της Ιεραποστολής είναι η ύπαρξη στην Καινή Διαθήκη μιας συγκεκριμένης εντολής για «πορεία» της χριστιανικής εσχατολογικής κοινότητας προς τα έθνη, για την εκπλήρωση της προαιώνιας υποσχέσεως του Θεού για σωτηρία όλου του ανθρώπινου γένους (6).


 

(1) Πρβλ. Έσδρα 2, 64 και Νεεμίου 7, 66, όπου αναφέρεται ότι επέστρεψαν από την αιχμαλωσία μόνο 42 χιλιάδες Ιουδαίοι ( J . H . BAVINCK , ε.α., σελ. 25).

(2) Ο A . Harnack μας αναφέρει ότι μόνο στις Ρωμαϊκές περιοχές της Μεσογείου υπήρχαν κατά την εποχή της εμφανίσεως του Χριστιανισμού περί τα 4-4 ,5 εκατ. Ιουδαίοι. Μια ογκώδης δηλ. διασπορά που κάλυπτε το 7% του συνολικού πληθυσμού των περιοχών αυτών.

(3) Βλ. εκτενέστερα επί της περιόδου αυτής, J . BLAUW , ε.α. σελ. 55-58.

(4) Εκτενέστερα επάνω σ'αυτό το μεσσιανικό θέμα, βλ. Γ. Π. ΠΑΤΡΩΝΟΥ, Μεσσιανικαί και εσχατολογικαί προσδοκίαι της μεσοδιαθηκικής περιόδου (200 π. Χ.-100 μ. Χ.), Αθήναι 1970.

(5) Πρβλ. F . HAHN , ε.α. σελ. 170 κ.εξ.

(6) βλ. J . BLAUW , ε.α. σελ. σελ. 65-66.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.