ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

Ο συριακός μοναχισμός και ο Χρυσόστομος

Στυλιανού Παπαδόπουλου, ΄Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος-Η ζωή του-η δράση του- Οι συγγραφές του-Η σκέψη του-Η προσφορά του-Η μεγαλοσύνη του, Αθήνα 2023 εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 175-178

Ο μοναχισμός στη Συρία

Ο μοναχισμός υπήρξε το πρώτο πνευματικό σχολείο, στο οποίο θήτευσε και για το οποίο έγραψε ο ιερός Χρυσόστομος. Και μολονότι λίγα χρόνια έζησε μακράν του κόσμου ως μοναχός -μόλις έξι- δεν έπαψε ποτέ να θαυμάζει τον μοναχισμό και να εφαρμόζει στον εαυτό του την πεμπτουσία του, την άσκηση. Η αυστηρότητα του συριακού χριστιανισμού, αποτυπωμένη έντονα στον μοναχισμό της περιοχής, το ηθικιστικό φιλοσοφικό ιδεώδες, αλλά και η μεγάλη έκλυση των ηθών στην Αντιόχεια, ενίσχυσαν την αρχή, που ο Χρυσόστομος έλαβε με την αγωγή του, που άρμοζε στο χαρακτήρα του και που είχε στην καρδιά του ως θεία κλήση:

«... έχου των πνευματικών, υπερόρα των βιωτικών. Ούτω γαρ και την γην έξεις μετά των ουρανών και των μελλόντων αγαθών επιτεύξη » (Εις Ματθ. Ομιλ. ΞΗ΄ 5: PG 58, 648).

Αναζήτησε την τέλεια εφαρμογή της αρχής αυτής και την βρήκε πολύ εύκολα στον περίγυρό του και στην ευρύτερη περιοχή της Αντιόχειας, στον μοναχισμό. Από την νεότητά του αγάπησε τόσο πολύ τον μοναχισμό, ώστε είναι άξιο απορίας πως βρήκε την δύναμη να τον αφήσει και να γίνει ποιμένας και δάσκαλος πολλών. Των μοναχών γενικά και των αναχωρητών ειδικά ο βίος, τον οποίο χαρακτηρίζει «μονήρη», «απράγμονα», « φιλόσοφον» και « αγγελικόν» ( PG 58, 643· PG 47, 387), έχει θεολογικά ερείσματα. Ο μοναχός απελευθερώνεται από τα δεσμά του -εσωτερικά και εξωτερικά- ζει με την λατρεία του Θεού, συνομιλεί με τον Θεό, απολαμβάνει τα ουράνια αγαθά κι έτσι γίνεται ο εκφραστής του ήθους και του φρονήματος των Αποστόλων και των Προφητών:

« απέλυσον οι μοναχοί των δεσμών εαυτούς πάντων» ( PG 62, 578)· «τη του Θεού λατρεία συζείν» θέλουν οι μοναχοί ( PG 47, 387). Βλέπει τον μοναχό «Θεώ συλλαλούντα και των ουρανίων αγαθών απολαύοντα» ( PG 47, 389).

«ο μονάζων προς τα των αποστόλων και προφητών ήθη εκτυπούται την γνώμην» (αυτόθι).

Πρέπει να σημειωθεί εμφαντικά ότι οι πληροφορίες, που ο Χρυσόστομος δίνει για μοναχούς και ασκητές, οι περιγραφές και οι αναλύσεις του, αποτελούν την πρώτη σημαντική επώνυμη πηγή, που έχουμε για τον συριακό μοναχισμό. Ακόμα περισσότερο, τα εις αυτόν αφιερωμένα κείμενα του Χρυσοστόμου και οι συχνές σχετικές αναφορές σε πολλές Ομιλίες του διαδραμάτισαν διαμορφωτικό ρόλο, προσέφεραν για την περιοχή δηλαδή το εκκλησιαστικό- θεολογικό θεμέλιο του μοναχισμού και προφύλαξαν αναμφίβολα από παρεκκλίσεις, όπως του Μεσσαλιανισμού, τον οποίο και ο Φλαβιανός Αντιόχειας καταδίκασε, διαπιστώνοντας, ασφαλώς και με την βοήθεια του Χρυσοστόμου, τις παρεκκλίσεις του.

Με τον όρο «μοναστήρια» ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει το ευρύ φαινόμενο πολλών χριστιανών, που ζούσαν ασκητικά στην Συρία γενικά και στην περιοχή της Αντιόχειας ειδικά, στα γύρω της βουνά και δη στον Σίλπιο ( Habib Α l - Naggar ) και στις ερημικές όχθες του Ορόντη ποταμού ( Asi - Nahri ), που διασχίζει και την πόλη. Άλλοι από αυτούς, με την συνεχή καθοδήγηση « προεστώτα» (ηγουμένου δηλαδή), ζούσαν σε μικρά κελλιά, που όλα βρίσκονταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους η γύρω από το κελλί του προεστώτα. Πρόκειται για τα χαλαρής μορφής κοινόβια. ’ Αλλοι, οι ρεμιόθ ή ρεμοβήθ, όπως τους ονομάζει ο λατίνος Ιερώνυμος, ασκήτευαν ανά δύο ή τρεις με την καθοδήγηση ενός γέροντα. Ζούσαν σε καλύβες ευτελείς και η αυστηρότητά τους ήταν μεγαλύτερη. Υπήρχαν όμως και οι καθαυτό αναχωρητές, που ασκήτευαν απολύτως μόνοι, σε σπήλαια και καλύβες, τρέφονταν κυρίως με χόρτα και ρίζες φυτών, ήταν ρακένδυτοι και μερικοί, αποφεύγοντας για άσκηση κάθε είδους στέγης ( PG 58, 653), περιφέρονταν από τόπο σε τόπο για το λόγο αυτό τους ονόμασαν «βοσκούς». Οι αναχωρητές αναπαύονταν στο έδαφος ελάχιστες ώρες την νύχτα· πολλοί μάλιστα χωρίς να ξαπλώνουν, αλλ’ ακουμπώντας πλάγια σε κάποιο τοίχο ή πέτρα. Ήταν συνήθως ανυπόδυτοι, εξαιρετικά λιπόσαρκοι και αντιμετώπιζαν με καρτερία το κρύο, την ζέστη, την βροχή και όλα τα στοιχεία της φύσεως.

Ο ίδιος ο Χρυσόστομος έζησε ως ρεμοβήθ τέσσερα χρόνια και ως αναχωρητής δυο. Γι αυτό στα κείμενά του επισημαίνουμε προσωπικές εμπειρίες από τους δικούς του ασκητικούς αγώνες (π.χ. PG 47, 403) από τις χαρισματικές και θεοπτικές του καταστάσεις, στην περιγραφή των οποίων όμως είναι πολύ φειδωλός. Παράλληλα γνώρισε πολύ καλά και την γενικότερη ζωή του μοναστηριού (με την λέξη συχνά εννοεί απλά το κελλί του μοναχού ή του ασκητή· βλ. π.χ PG 47 575) Συνήθως μάλιστα, όταν περιγράφει την ζωή των μοναχών και την αναλύει θεολογικά, δεν βρίσκει ή δεν θέλει, να χαράξει διαχωριστική γραμμή μεταξύ των μορφών του μοναχισμού. Όλοι επιδιώκουν και πετυχαίνουν τον αυτό σκοπό, γίνονται «ξένοι και παρεπίδημοι των ενταύθα», « ουρανοπολίται» και «αγγέλων ίσοι» και γι’ αυτό ουδέποτε θα προτιμούσαν την βασιλική εξουσία από την ασκητική ζωή τους ( PG 58, 654).

Ιδιαίτερα, όταν μιλάει για την άσκηση, τις προϋποθέσεις και τα επιτεύγματα της, αναφέρεται σε όλα τα είδη μοναχισμού, στους κοινοβιάτες, τους ρεμοβήθ και τους αναχωρητές. Η προτροπή του π.χ. για την ερημιά, που δεν περιορίζεται στην τοπική απομάκρυνση, αλλά εκτείνεται και στην « προαίρεσιν», αφορά όλους:

«ερημίας επιζητώμεν , μη τας εκ τόπων μόνον, αλλά και τας από της προαιρέσεως και περί των άλλων απάντων την ψυχήν εις αυτήν άγωμεν την αοίκητον» (Προς Στελέχιον, Περί κατανόξεως γ’: PG 47, 414).

Βέβαια, για λόγους παιδαγωγικούς, που ορίζονται κυρίως από την δεκτικότητα του ακροατηρίου του, παρουσιάζει συνήθως την ζωή του κοινοβίου, που είναι και πολλαπλά προσιτότερη. Έτσι π.χ εξηγεί ότι στο μοναστήρι μπορεί κανείς να συναντήσει την άκρα ταπείνωση και την αληθινή αγάπη, που οδηγούν σε « πολλήν ισότητα», μεταξύ των μοναχών και διευκολύνουν τον αγώνα για τις αρετές ( PG 58, 671-672). Φυσικά υπάρχουν και εκεί «μικροί και μεγάλοι», αλλ' αυτό εξαρτάται από «τον της αρετής λόγον». Η διαφορά καθορίζεται από τον βαθμό αρετής μόνο και δεν συνεπάγεται υπεροψία ή αίσθημα καταφρονήσεως. Ακόμη και αν ο «μεγάλος», ο προηγμένος δηλαδή στην αρετή, ταπεινώσει τον «μικρόν», τον αρχάριο, ο τελευταίος γνωρίζει ότι αυτό του έγινε ως παιδαγωγία (αυτόθι) και το δέχεται υπομονετικά.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.