ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

 

«Νυν ο έχων βαλλάντιον αράτω»

Ηλία Βουλγαράκη
Πάντα τα Έθνη 9 (1984), σελ. 10-11

Οι λέξεις δωρεά, δωρεάν και δώρο έρχονται αρκετά συχνά στις κουβέντες μας. Συγχρόνως δημιουργούν μέσα μας ένα ευχάριστο συναίσθημα γιατί συνδέονται με όμορφες στιγμές της ζωής μας. Στα τελευταία δυό χιλιάδες χρόνια της ιστορίας της γλώσσας μας οι λέξεις αυτές δεν άλλαξαν καθόλου το νόημά τους. Όπως και σήμερα έτσι και στην εποχή της Καινής Διαθήκης σήμαιναν το ίδιο πράγμα.

Τις ίδιες αυτές λέξεις χρησιμοποίησαν οι απόστολοι για να διαλαλήσουν στην ανθρωπότητα την ευχάριστη αγγελία, το Ευαγγέλιο, ότι ο Θεός στο πρόσωπο του Υιού του χάρισε στους ανθρώπους τη σωτηρία και στο πρόσωπο του Αγ. Πνεύματος συνεχίζει να προσφέρει στον κόσμο τις δωρεές του. Έτσι διαβάζουμε «... ει γαρ τω του ενός παραπτώματι (δηλ. του Αδάμ) οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι τη του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσε» (Ρωμ. ε´ 15, επίσης Ιω. δ´ 10, Β´ Κορ. θ´ 15, Εφ. δ´ 7 κ.λπ.) ή «...και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον» (Εφ. β´ 8). Για το Άγιο Πνεύμα λέγεται· «και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος» (Πράξ. β´ 38, επίσης Πράξ. ι´ 45, ια´ 17 κ.λπ.).

Το μεγάλο αυτό δώρο του Θεού στον άνθρωπο, δηλαδή η σωτηρία δεν ήταν δυνατό παρά να μεταδίδεται και από τους αποστόλους με τον ίδιο τρόπο. Ποιός δεν θυμάται το λόγο του Χριστού· «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε» (Ματθ. ι´ 8). Ή την εξέγερση του απ. Πέτρου κατά του Σίμωνα του μάγου· «... ότι την δωρεάν του Θεού ενόμισας δια χρημάτων κτάσθαι»(Πράξ. η´ 20).

 

Η αποφυγή της βιωτικής μέριμνας

Ο ίδιος ο Χριστός υπήρξε με τη ζωή του και στο σημείο αυτό το πρότυπο. Αδιάφορος για προσωπική στέγη· «Αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίνῃ» (Ματθ. η´ 20). Αδιάφορος για το χρήμα. Θυμίζουμε εδώ ένα λόγο του που δεν βρίσκεται στα Ευαγγέλια, αλλά μας τον διαφύλαξε ο απ. Παύλος· «μακάριόν εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πράξ. κ´ 35). Κι όχι μόνο αδιάφορος για το χρήμα, αλλά και γεμάτος συστάσεις για την αποφυγή του πλούτου (Ματθ. στ´ 19, Λουκ. ιη´ 24, ᾿Ιω. στ´ 27 κ.λπ.) ή επιτιμήσεις για τους άδικους πλουσίους (Λουκ. ιστ´ 19).

Όπως ο Διδάσκαλος έτσι υπήρξαν και οι μαθητές του. Άφησαν τα πάντα για την αποστολή τους (Ματθ. δ´ 20,22· ιθ´ 27). Τούτο ήταν άλλωστε και η επιθυμία του Κυρίου· «... ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτοίς υπάρχουσιν, ου δύναται είναί μου μαθητής» (Λουκ. ιδ´ 33). Το ίδιο ζήτησε και από τον πλούσιο νεανίσκο (Λουκ. ιη´ 22). Και για τη στάση του αυτή έδωσε μιά πολύ παραστατική εξήγηση· «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ᾿ άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετός εστιν εις την βασιλείαν του Θεού» (Λουκ. θ´ 62).

Όταν ο Χριστός έστειλε τους 12 μαθητές του και έπειτα τους 70 αποστόλους για να κηρύξουν στους Ιουδαίους τη βασιλεία των ουρανών, τους ζήτησε ανάμεσα στα άλλα, όχι μόνο να μην κρατούν καθόλου χρήματα μαζί τους, αλλά νά μην έχουν ούτε σακίδιο με τρόφιμα, ούτε ακόμη δεύτερο χιτώνα (Ματθ. ι´ 9, Μάρκ. στ´ 8, Λουκ. ι´ 4). Έπρεπε να στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στην φιλοξενία των ανθρώπων. Η σύσταση, βέβαια, αυτή του Διδασκάλου, μιά και αφορούσε σε γεγονός μικρής χρονικής διάρκειας, είχε βασικά εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Με το να τους κάνει να στηρίζονται περισσότερο στο Θεό παρά στις ανθρώπινες δυνατότητες, απέβλεπε στην ενδυνάμωση και αύξηση της πίστεώς τους. Ο εκπαιδευτικός αυτός χαρακτήρας της συστάσεως την έκανε να έχει και προσωπική ισχύ. Τούτο φανερώνεται και στα λόγια του Κυρίου που είπε στους μαθητές του λίγες ώρες πριν το πάθος Του, έστω κι αν αυτοί τότε δεν τα κατανόησαν· «ότε απέστειλα υμάς άτερ βαλλαντίου και πήρας και υποδημάτων, μη τινος υστερήσατε; Οι δε είπον· ουδενός. Είπεν ουν αυτοίς· αλλά νυν ο έχων βαλλάντιον αράτω, ομοίως και πήραν, και ο μη έχων πωλησάτω το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν» (Λουκ. κβ´ 35).

Με το παραπάνω παρουσιάστηκε η αρνητική όψη της σχέσεως ανάμεσα στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και τις οικουμενικές συναρτήσεις που έχει με αυτό ο ίδιος ο κήρυκας. Πάντως με όσα ειπώθηκαν βγαίνει το συμπέρασμα ότι το έργο της διαδόσεως της πίστεως πρέπει να γίνεται αφιλοκερδώς και ότι οι κήρυκες του Ευαγγελίου πρέπει να περιορίζουν στο αναγκαίο τις βιωτικές απαιτήσεις τους. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται επίσης και απ᾿ όσα θα ακολουθήσουν πιo κάτω, όπoυ το θέμα μας προσεγγίζεται από τη θετική πλευρά της οικονομικής συναρτήσεως ανάμεσα στον κήρυκα, το κήρυγμα και τους αποδέκτες του κηρύγματος.

 

Η αποδοχή των βιωτικών αναγκών

Ο Χριστός ως πραγματικός άνθρωπος όσο κι αν ήταν απόλυτα λιτός στις απαιτήσεις του δεν έπαυε να έχει βιωτικές ανάγκες. Το ίδιο συνέβαινε και με την ομάδα των μαθητών Του. Ταυτόχρονα το έργο του κηρύγματος και η ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου του έπαιρνε όλες τις ώρες της ημέρας. Συχνά συνέβαινε να τον κυνηγούν οι όχλοι σε τέτοιο σημείο ώστε να μην προλαβαίνει να φάει. Αλλά και ο ίδιος με πολλή προθυμία ανταποκρινόταν στα αιτήματα των ανθρώπων, ξέχναγε το φαγητό και πήγαινε να τους θεραπεύσει (Μάρκ. γ´ 20).

Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Χριστός δεν αρνιότανε τη φιλοξενία. Τέτοια δε περιστατικά μας αναφέρουν συχνά τα Ευαγγέλια. Ωστόσο πέρα από αυτά φαίνεται ότι δεχόταν και προσφορές. Συγκεκριμένα ξέρουμε για την ύπαρξη ενός αρκετά μεγάλου κύκλου γυναικών «αίτινες διηκόνουν αυτῴ από των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. η´ 2, επίσης Ματθ. κζ´ 55, Μάρκ. ιε´ 40). Επίσης η ομάδα των μαθητών κρατούσε κάποιο ταμείο. Χρησιμοποιούσαν τα χρήματα τόσο για τη διατροφή τους, όσο και για ελεημοσύνες (Ιω. ιγ´ 29).

Και η πρώτη Εκκλησία με την προαιρετική προσφορά των ευκατάστατων μελών της πρέπει να είχε ένα σεβαστό ποσό στην διάθεσή της, τόσο ώστε από τη μιά μεριά να καταφέρει να μην υπάρχουν φτωχοί ανάμεσα στα μέλη της (Πράξ. δ´ 34), και από την άλλη να παρέχεται καθημερινό συσσίτιο στις χήρες, που δεν πρέπει να ήσαν και λίγες (Πράξ. στ´ 1).

Ωστόσο από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ζωής της Εκκλησίας διαφαίνεται η στάση της απέναντι στα οικονομικά θέματα, μιά στάση που τήρησε και στα μεταγενέστερα χρόνια με πολλή συνέπεια. Η στάση αυτή αναλύεται σε τρία σημεία· (α) Προαιρετική προσφορά (Πράξ. ε´ 4) (β) Τίμια και σαφή διαχείριση (Πράξ. στ´ 3), καί (γ) Απόδοση μεγαλύτερης αξίας στο κήρυγμα παρά στα υλικά αγαθά (Πράξ. στ´ 2).

 

Η ευαισθησία απέναντι σε κάθε οικονομική ενίσχυση

Όταν η πρώτη Εκκλησία αναπτύχθηκε ιεραποστολικά, το θέμα που εξετάζουμε μπαίνει σε νέα φάση. Οι απόστολοι και οι διάφοροι συνεργοί τους, με πρώτη και κύρια την ομάδα του απ. Παύλου, περιδιάβαζαν όλη την τότε γνωστή οικουμένη. Οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονταν να έχουν, έστω και στοιχειωδώς εξασφαλίσει τη διατροφή τους, το κατάλυμά τους και τα ναύλα τους, κυρίως όταν χρησιμοποιούσαν πλωτά μέσα. Χρήματα από τους μη χριστιανούς ούτε, βέβαια, έπαιρναν, ούτε ήθελαν να πάρουν· «... υπέρ γαρ του ονόματος αυτού εξήλθον, μηδέν λαμβάνοντες από των εθνικών» (Γ´ Ιω. 7). Αλλά κι όταν ακόμη οι απόστολοι δημιουργούσαν χριστιανικές κοινότητες όχι σπάνια, τουλάχιστον αυτό ισχύει για τον απ. Παύλο και τους συνεργούς του, απέφυγαν τη φιλοξενία όχι βέβαια από ακαταδεξία, αλλά από φροντίδα για το πνευματικό συμφέρον των νεόφυτων χριστιανών. «Αυτοί γάρ οίδατε πώς δει μιμείσθαι ημάς, ότι ουκ ητακτήσαμεν εν υμίν, ουδέ δωρεάν άρτον εφάγομεν παρά τινος...» (Β´ Θεσ. γ´ 7). Ίσως κάτω από αυτή τη σκοπιά πρέπει να καταλάβουμε τη φράση «και παρεβιάσατο ημάς» (Πράξ. ιστ´ 15) που σημείωσε ο ευαγγελιστής Λουκάς για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι ο αγ. Παύλος και οι συνεργοί του δέχτηκαν να αφήσουν το πανδοχείο που έμεναν και να πάνε να φιλοξενηθούν στη Λυδία την «προφυροπώλιδα» από τα Θυάτειρα.

Αλλά κι όταν ακόμη οι απόστολοι αποδέχονταν τη φιλοξενία, το πρόβλημα δεν λυνόταν οριστικά γιατί υπήρχαν οι πολλές μετακινήσεις, οι οποίες επειδή γίνονταν με ζώα ή με τα πόδια και άρα με βραδύ ρυθμό έπαιρναν πολύ χρόνο και απαιτούσαν πολλές διανυκτερεύσεις σε διάφορα πανδοχεία.

Βασική βοήθεια των αποστόλων σ᾿ αυτά τους τα προβλήματα ήταν πρώτα απ᾿ όλα ο δικός τους λιτός τρόπος ζωής. Θυμίζουμε δύο ομολογίες του απ. Παύλου· «Αργυρίου ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύμησα» (Πράξ. κ´ 33) καί «Εγώ γαρ έμαθον εν οις ειμι αυτάρκης είναι... Εν παντί και εν πάσι μεμύημαι και χορτάζεσθαι και πεινάν, και περισσεύειν και υστερείσθαι» (Φιλ. δ´ 12). Και μία σύστασή του· Έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α´ Τιμ. στ´ 8).

Με οδηγό μια τέτοια στάση ζωής προσπαθούσαν οι απόστολοι να περιορίζουν τις δαπάνες τους. Ο απ. Παύλος μας λέει και πάλι· «... ίνα ευαγγελιζόμενος αδάπανον θήσω το ευαγγέλιον του Χριστού» (Α´ Κορ. θ´ 18). Αντίθετα η πλεονεξία (Β´ Κορ. ζ´ 2, Α´ Θεσ. β´ 5) και η υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση (Β´ Κορ. ιβ´ 16) της νεοΐδρυτης κοινότητας ήταν κάτι το αδιανόητο και το ύποπτο (Βλέπε και Α´ Πέτρ. ε´ 3, Ιούδ. 16). Και ήταν ύποπτο λόγω μιας μερίδας κακών χριστιανών που παρουσιάζονταν ως απόστολοι και λυμαίνοναν τις νεοσύστατες Εκκλησίες, «νομιζόντων πορισμόν είναι την ευσέβειαν» (Α´ Τιμ. στ´ 5). Οι πραγματικοί απόστολοι δεν δίσταζαν να τους ονομάζουν Ψευδόχριστους ή Ψευδοπροφήτες και να τους κατηγορούν ότι καπηλεύονται τους χριστιανούς (Β´ Κορ. β´ 17, Β´ Πέτρ. β´ 3· 14, Ιούδ. 6 και Ματθ. ζ´ 15).

Το γεγονός αυτό έκανε τη μεταποστολική Εκκλησία να διαμορφώσει διατάξεις και κριτήρια για τους περιοδεύοντες αποστόλους, γιατί και τότε υπήρχαν «Χριστέμποροι», όπως τους χαρακτήριζε η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων, ένα έργο πού γράφηκε στις αρχές του Β´ αιώνα. Σ᾿ αυτό το έργο συναντάμε και τις πρώτες ρυθμιστικές διατάξεις που αποτυπώνουν τις αρχές για τις οποίες μιλήσαμε προηγουμένως. Οι διατάξεις αυτές είναι πολύ χαρακτηριστικές γιατί συνδύαζαν στη διατύπωσή τους όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα για τη λιτότητα των γνήσιων αποστόλων και την πλεονεξία των Ψευδαποστόλων. Αντιγράφουμε μιά μόνο διάταξη· «Πας δε απόστολος ερχόμενος προς υμάς δεχθήτω ως κύριος· ου μενεί δε ει μη ημέραν μίαν· εάν δε η χρεία, και την άλλην· τρεις δε εάν μείνῃ, Ψευδοπροφήτης εστίν. Εξερχόμενος δε ο απόστολος μηδέν λαμβανέτω ει μη άρτον έως ου αυλισθή· εάν δε αργύριον αιτή, Ψευδοπροφήτης εστί» (Κεφ. ΧΙ, 4).

 

Η αποδοχή οικονομικής ενισχύσεως

Απ᾿ όσα ειπώθηκαν παραπάνω για τη λιτότητα της ζωής των αποστόλων και την από μέρους τους έντονη καταδίκη της πλεονεξίας δεν πρέπει να βγει το συμπέρασμα ότι οι απόστολοι δεν δέχονταν, πέρα από τη φιλοξενία, και οικονομικές ενισχύσεις για τον εαυτό τους και το έργο τους από τις κοινότητες που ίδρυσαν. Ακόμη και ο απ. Παύλος, που ξεχώριζε στο θέμα αυτό από τους άλλους αποστόλους (Α´ Κορ. θ´ 1-12), δεχόταν χρηματικά ποσά· «Οίδατε δε και υμείς, Φιλιππήσιοι, ότι εν αρχή του ευαγγελίου, ότε εξήλθον από Μακεδονίας, ουδεμία μοι εκκλησία εκοινώνησεν εις λόγον δόσεως και λήψεως ει μη υμείς μόνοι, ότι και εν Θεσσαλονίκῃ και άπαξ και δις εις την χρείαν μοι επέμψατε» (Φιλιπ. δ´ 15, Β´ Κορ. ια´ 9).

Ωστόσο αν ο απ. Παύλος απέφευγε σχεδόν συστηματικά να δέχεται οικονομικές ενισχύσεις από τις διάφορες Εκκλησίες, δεν το έκανε αυτό από λόγους αρχής. Οι λόγοι που τον παρακινούσαν ήσαν κυρίως προσωπικοί, αλλά και ποιμαντικοί. Στους προσωπικούς λόγους ανήκει η ευαισθησία του να μη θέλει να επιβαρύνει τους νέους πιστούς, ενώ ταυτόχρονα αναγνώριζε ότι είχε δικαίωμα να το κάνει· «... ο Κύριος διέταξε τοις το ευαγγέλιον καταγγέλλουσιν εκ του ευαγγελίου ζην. Εγώ δε ουδενί εχρησάμην τούτων» (Α´ Κορ. θ´ 14). Το πόσο έντονη ήταν η ευαισθησία του αυτή θα την καταλάβουμε από ένα του επιχείρημα που πρόβαλε στους Κορινθίους για να δικαιολογήσει την επιθυμία του να μην τους επιβαρύνει οικονομικά. Το αντλεί από τη σχέση πατέρα και παιδιού, μια σχέση που πολύ έντονα την ένιωθε απέναντι στα πνευματικά του παιδιά (Γαλ. δ´ 19, Α´ Κορ. δ´ 14· 15, Β´ Κορ. στ´ 13, Α´ Θεσ. β´ 11, Φιλήμ. 10). Να το επιχείρημά του· «Ου γαρ οφείλει τα τέκνα τοις γονεύσι θησαυρίζειν, αλλ᾿ οι γονείς τοις τέκνοις» (Β´ Κορ. ιβ´, 14) δηλαδή, απλά ειπωμένο, δεν δουλεύουν τα παιδιά για να κερδίσει ο πατέρας, αλλά ο πατέρας για τα παιδιά.

Στους ποιμαντικούς λόγους ανήκει η από μέρους του απ. Παύλου αξιοποίηση και χρησιμοποίηση του γεγονότος ότι συνετηρείτο από την εργασία του για να επιτύχει ορισμένους διδακτικούς και λοιπούς στόχους. Όπως, να παραδειγματίσει τους Θεσσαλονικείς που είχαν παρερμηνεύσει το Χριστιανισμό και εγκαταλείψει τις εργασίες τους (Α´ Θεσ. β´ 9, Β´ Θεσ. γ´ 8-12). Ή, στην περίπτωση της Κορίνθου, να στερήσει σε ορισμένους ψευδαποστόλους την αναζήτηση αφορμών να καυχώνται ότι κάνουν το ίδιο έργο όπως ο απ. Παύλος (Β´ Κορ. ια´ 17). Ή πάλι, στους Πρεσβυτέρους της Μιλήτου, να τους προβάλει το υπόδειγμα του καλού ποιμένα (Πράξ. κ´ 35).

Ο απ. Παύλος όπως είδαμε και παραπάνω εργαζόταν. Την πληροφορία αυτή την συναντάμε στην Καινή Διαθήκη περί τις 5 φορές (Πράξ. ιη´ 3, κ´ 34, Α´ Κορ. δ´ 12, Α´ Θεσ. β´ 9, Β´ Θεσ. δ´ 8) από τις οποίες τις 4 τις αναφέρει ο ίδιος. Ωστόσο φαίνεται ότι οι συνεργοί του, εκτός ίσως από τον απ. Βαρνάβα (Α´ Κορ. θ´ 6) δεν εργάζονταν, αλλά διατρέφονταν από τον Παύλο (Πράξ. κ´ 34). Είναι πολύ πιθανόν και οι άλλοι απόστολοι να μην εργάζονταν. Ειδικά αυτοί πρέπει να είχαν περισσότερη οικονομική εξάρτηση από τις χριστιανικές κοινότητες.

 

Η Εκκλησία πρέπει να ενισχύει οικονομικά την ιεραποστολή

Ο Χριστός, όπως είδαμε και προηγουμένως όταν αναφερθήκαμε στην πρώτη αποστολή των μαθητών για τη διακηρυξη της βασιλείας των ουρανών, προϋπέθεται τη δυνατότητα φιλοξενίας τους. Η μόνη δέσμευση που επέβαλε στους μαθητές Του στο σημείο αυτό ήταν το να παραμένουν από την αρχή μέχρι τό τέλος στο ίδιο σπίτι που τους δέχτηκε και να μη γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι (Ματθ. ι´ 11, Μάρκ. στ´ 10, Λουκ. ι´ 7). Ο λόγος της απαγορεύσεως αυτής είναι προφανής. Απέβλεπε στο να μην καταλυθεί το πνεύμα της λιτότητας και γίνει έτσι αφορμή γιά παραπέρα αποκλίσεις από τον αποστολικό κανόνα ζωής.

Η άδεια αυτή του Χριστού για να φιλοξενούνται οι απόστολοι από την κοινότητα συνιστούσε ταυτόχρονα και την υποχρέωση της κοινότητας για την παροχή στέγης στους κήρυκες του ευαγγελίου. Την ίδια υποχρέωση υποδηλώνει επίσης και ο λόγος του Κυρίου «άξιος ο εργάτης της τροφής αυτού» (Ματθ. ι´ 10, Λουκ. ι´ 7). Φαίνεται δε ότι ο λόγος αυτός είχε απόλυτα συνειδητοποιηθεί από μέρους της Εκκλησίας γιατί τον επαναλαμβάνει με κάπως διαφορετικά λόγια και ο απ. Παύλος λέγοντας «ούτω και ο Κυριος διέταξε τοις το ευαγγέλιον καταγγέλλουσιν εκ του ευαγγελίου ζην» (Α´ Κορ. θ´ 14).

Στην αποστολική Εκκλησία αργότερα η σύσταση αυτή του Χριστού είχε διαμορφωθεί πιό συστηματικά με κύριο εκπρόσωπο αυτής της συστηματοποιήσεως τον ίδιο τον απ. Παύλο. Αν θελήσει κανείς να βάλει σε μιά σειρά τις διάσπαρτες μέσα στις επιστολές του απόψεις του πάνω στο θέμα αυτό μπορεί να πει τα εξής·

Η πρώτη θέση του είναι αυτή που διατύπωσε ο Χριστός μόνο που την αναπτύσσει με πολλά παραδείγματα. Τα περισσότερα τα δανείζεται από την αγροτική ζωή. Θυμίζει στην αρχή το Μωσαϊκό νόμο που στο βιβλίο του Δευτερονομίου (κε´ 4) σημειώνεται· «Ου φιμώσεις βουν αλοώντα» (Α´ Κορ. θ´ 9, Α´ Τιμ. ε´ 18), και ισχυρίζεται ότι η διάταξη αυτή, δηλαδή του να μην εμποδίζεται το βόδι που αλωνίζει να τρώει την ώρα που δουλεύει, γράφτηκε αποβλέποντας κυρίως στον άνθρωπο που εργάζεται. Ύστερα κάνει λόγο για τις διάφορες αγροτοκτηνοτροφικές δουλειές, όπως την καλλιέργεια του αμπελιού, το όργωμα, το αλώνισμα, τη φροντίδα της ποίμνης (Α´ Κορ. θ´ 7-10, Β´ Τιμ. β´ 6) και τονίζει, ότι, όπως οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι δικαιούνται να απολαμβάνουν από τους κόπους τους, έτσι και οι πνευματικοί καλλιεργητές και ποιμένες έχουν κάθε δικαίωμα, να ενισχύονται από τις χριστιανικές κοινότητες που ίδρυσαν τόσο για να συνεχίσουν να τις φροντίζουν, όσο και για να επεκτείνουν το ιεραποστολικό έργο.

Ένας άλλος κύκλος παραδειγμάτων προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα από τους απασχολούμενους στο Ναό, στους οποίους παρέχει το δικαίωμα ο Μωσαϊκός Νόμος να συντηρούνται από τις προσόδους του Ναού (Α´ Κορ. θ´ 13). Ο συσχετισμός αυτών με τους απασχολούμενους στο έργο του κηρύγματος είναι προφανής.

Στους δύο παραπάνω κύκλους παραδειγμάτων προσθέτει ο απ. Παύλος και ένα άλλο παράδειγμα που το δανείζεται από τη στρατιωτική ζωή. Όπως κανείς οπλίτης δεν επιφορτίζεται με τη δαπάνη για την προσωπική του συντήρηση, αλλά τη φροντίδα αυτή αναλαμβάνει το στράτευμα, το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τους επιστρατευμένους στους πνευματικούς αγώνες (Α´ Κορ. θ´ 7).

Αν θα ήθελε κανείς να συνοψίσει τα παραπάνω θα έλεγε ότι η κεντρική σκέψη που κυριαρχεί στο νου του απ. Παύλου σε σχέση με την «αμοιβή» του κήρυκα του ευαγγελίου είναι αυτή που διατύπωσε για κάθε εργαζόμενο· «... τῳ δε εργαζομένῳ ο μισθός ου λογίζεται κατά χάριν, αλλά κατά οφείλημα» (Ρωμ. δ´ 4). Ακριβώς για το λόγο αυτό το δικαίωμα που έχουν οι κήρυκες του ευαγγελίου να διατρέφονται από τους πιστούς το ονομάζει «ἐξουσία» (Α´ Κορ. θ´ 18, Β´ Θεσ. γ´ 9). Με απλά λόγια το συμπέρασμα των παραπάνω βρίσκεται στην εξής επιγραμματική φράση του απ. Παύλου· «Κοινωνείτω ο κατηχούμενος τον λόγον τῳ κατηχούντι εν πάσιν αγαθοίς» (Γαλ. στ´ 6).

Η ενίσχυση αυτή της ιεραποστολής από μέρους των μελών της Εκκλησίας δεν αντικρύζεται από τον απ. Παύλο ως μιά καλή πράξη, αλλά ως μιά υποχρέωση. Την αντίληψή του αυτή τη θεμελιώνει στο γεγονός της απροσμέτρητης διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στην παροχή του αποστόλου προς τα μέλη αυτά και στην αντιπαροχή που ζητείται από μέρους τους. Μπροστά και στο πνευματικό κέρδος που ωφελήθηκε ο χθεσινός άπιστος και σήμερα πιστός από το κήρυγμα του αποστόλου, η υλική αντιπροσφορά του για την ενίσχυση του έργου του ευαγγελίου είναι ασύγκριτα μικρή· «Ει ημείς υμίν τα πνευματικά εσπείραμεν, μέγα ει ημείς υμών τα σαρκικά θερίσομεν;» (Α´ Κορ. θ´ 11).

Ο ισχυρισμός αυτός του απ. Παύλου δεν ήταν ένας απλός «τρόπος του λέγειν», αλλά αποτελούσε βαθιά του πεποίθηση. Το άνοιγμα μεταξύ της πνευματικής προσφοράς του αποστόλου και της υλικής αντιπροσφοράς της κοινότητας δεν ήταν δυνατό με τίποτε να εξισωθεί από μέρους της. Το πράγμα είναι, βέβαια, αυτονόητο, γιατί η σωτηρία ενός ανθρώπου δεν αντισταθμίζεται με καμιά υλική αντιπροσφορά από μέρους του. Θυμίζουμε το «τί δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού» (Ματθ. ιστ´ 26). Ακριβώς γι᾿ αυτό ο απ. Παύλος, προβάλλοντας στο Φιλήμονα την οφειλή που του είχε επειδή τον έκανε χριστιανό, φθάνει να του πεί, μιλώντας για να γίνει κατανοητός στο πνεύμα της τότε εποχής, ότι ο Φιλήμων του χρωστάει ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό, ωσάν να τον είχε ο Παύλος αγοράσει ως δούλο· «... ίνα μη λέγω σοι ότι και σεαυτόν μοι προσοφείλεις. Ναι, αδελφέ, εγώ σου οναίμην (αγόρασα) εν Κυρίῳ» (Φιλήμ. 20).

 

Η οικονομική ενίσχυση αποτελεί κέρδος για τα μέλη της Εκκλησίας

Τα όσα ειπώθηκαν μέχρι στιγμής παρουσιάζουν τον απ. Παύλο να βρίσκεται σε διάσταση ανάμεσα στη θεωρία και στην προσωπική του συμπεριφορά. Υπενθυμίζουμε αυτό που είπαμε και παραπάνω, ότι η κατά κανόνα άρνησή του να παίρνει οικονομική ενίσχυση από τις νεοπαγείς χριστιανικές κοινότητες δεν ήταν γι᾿ αυτόν θέμα αρχής, αλλά ζήτημα περισσότερο προσωπικής ευαισθησίας και ποιμαντικής τακτικής. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι τη στάση του αυτή ο Απ. Παύλος όχι μόνο δεν την επέβαλε, αλλά και τήρησε για τους άλλους εργάτες του ευαγγελίου διαφορετική συμπεριφορά. Χαρακτηριστική είναι για την περίπτωσή μας η πρωτοβουλία του, και ασφαλώς δεν θα ήταν η μοναδική, που παίρνει στην επιστολή του προς τον απ. Τίτο, όπου του συνιστά· «Ζηνάν τον νομικόν και Απολλώ πρόπεμψον, ίνα μηδέν αυτοίς λείπῃ» (Τιτ. γ´ 13). Το πιο ενδιαφέρον μάλιστα στην περίπτωση αυτή είναι ότι ο εφοδιασμός των Ζηνά και Απολλώ δεν θα γινόταν από τον απ. Τίτο προσωπικά (δηλαδή, όπως θα λέγαμε σήμερα, από το ταμείο της Μητροπόλεως), αλλά από τα μέλη της κοινότητας, στην οποία ο απ. Τίτος προΐστατο. Και το ακόμη πιό ενδιαφέρον εδώ είναι, ότι ο απ. Παύλος όχι μόνο το εγκρίνει αυτό, αλλά και το συνιστά ως πράξη ασκήσεως της κοινότητας, με το δικαιολογητικό· «Μανθανέτωσαν δε και οι ημέτεροι καλών έργων προΐστασθαι εις τας αναγκαίας χρείας, ίνα μη ώσιν άκαρποι» (Τιτ. γ´ 14). Ίσως εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι και ο απ. Ιωάννης εμφορείτο από την ίδια αντίληψη μόνο που στην περίπτωσή του η δικαιολογία που προβάλλει είναι περισσότερο θεολογική· «Ημείς ουν οφείλομεν απολαμβάνειν (βοηθάμε) τους τοιούτους (αποστόλους), ίνα συνεργοί γινώμεθα τη αληθείᾳ» (Γ´ ᾿Ιω. 8).

Ένα άλλο, τέλος, κέρδος της κοινότητας των πιστών είναι αυτό που μας αναφέρει ο απ. Παύλος στην επιστολή του προς Φιλιππησίους (δ´ 10-18). Θυμίζουμε ότι οι Φιλιππήσιοι κατ᾿ επανάληψη έστειλαν οικονομική ενίσχυση στον Παύλο, την οποία ο απόστολος δεχόταν. Λέει, λοιπόν, στην επιστολή του, που έγραψε από τη Ρώμη, ότι δέχεται την προσφορά των Φιλιππησίων, παρά το γεγονός ότι δεν βρισκόταν σε οικονομική ανάγκη. Κατι τέτοιο ποτέ δεν τον προβλημάτιζε γιατί, «πάντα ισχύω εν τῳ ενδυναμούντί με Χριστῴ». Ο λόγος ήταν οι αγαπητοί του οι Φιλιππήσιοι, οι οποίοι με την προσφορά τους κέρδιζαν οι ίδιοι πνευματικά. Ακριβώς γι᾿ αυτό η προσφορά τους αποτελεί «οσμή ευωδίας, θυσία δεκτή, ευάρεστον τῳ Θεῴ». Και συμπληρώνει· «Ο δε Θεός μου πληρώνει πᾶσαν χρείαν υμών κατά τον πλούτον αυτού εν δόξῃ εν Χριστῴ Ιησού».

Το παράδειγμα αυτό της πρώτης Εκκλησίας το ακολούθησε και η Εκκλησία των μεταγενέστερων εποχών σ᾿ όλη τη διάρκεια της χιλιετούς ζωής του Βυζαντίου. Το παράδειγμα επίσης αυτό εφάρμοσε ύστερα και η Ρωσική Εκκλησία, ενισχύοντας έτσι το μεγάλο ιεραποστολικό έργο που ανάπτυξε. Το ίδιο τέλος παράδειγμα ξαναζωντάνεψε στις ημέρες μας και στην Ελληνική Εκκλησία. Η υλική συμμετοχή των μελών της στο έργο της ιεραποστολής αποτελεί διπλή ευλογία τόσο για την ιεραποστολή όσο και για τα ίδια.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.