ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

ΒΙΒΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΤΕΧΝΗ

ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ

ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η συμβολή της ψυχολογίας του C. G. Jung
εν τη ποιμαντική ψυχολογία

Ιωάννη κ. Κορναράκη Αθήνα 1958 σελ. 33-45

Οι αρχέτυποι

1. Το «ταυτό» ως κεντρικός αρχέτυπος.

Κατά τον Jung το συνειδητόν και το ασυνείδητον συμπληρούνται αμοιβαίως προς εν όλον προς το «ταυτό» ( selbst ) (1) · Τούτο αποτελεί τον κεντρικόν αρχέτυπον της ψυχής. Του έδωκεν δε το ψυχολογικόν όνομα « selbst » ως λέγει ο Jung διότι είναι τούτο αφ' ενός μεν αρκετά ωρισμένον αφ' ετέρου δε αρκετά αόριστον ίνα έκφραση το απερίγραπτον και απροσδιόριστον της ψυχικής ολότητος εφ' όσον αύτη συνίσταται εκ του συνειδητού και ασυνειδήτου ανθρώπου (2).

Το selbst νοητικώς ουδέν άλλο είναι ει μη μία ψυχολογική έννοια μία κατασκευή ήτις θέλει να έκφραση μίαν άγνωστον οντότητα την οποίαν ως τοιαύτην δεν δυνάμεθα να κατανοήσωμεν διότι υπερβαίνει την αντιληπτικήν δύναμιν ημών. Αι αρχαί του όλου ψυχικού βίου ημών φαίνεται να εκπηδούν εκ του σημείου τούτου και όλοι οι υψηλοί και έσχατοι σκοποί τείνουν προς αυτό. Το selbst καλεί ο Jung και Mana - Pers ö nlichkeit τ. ε. Μητέρα-Προσωπικότητα εις την οποίαν ανταποκρίνεται εις κυρίαρχος του ομαδικού ασυνειδήτου εις αρχέτυπος όστις εμορφώθη εν τη ανθρωπίνη ψυχή προ αφάνταστων χρόνων δι' αναλόγου πείρας. Το εγώ ούτε αντιτίθεται ούτε υποτάσσεται εις το selbst αλλ' αφοσιούται εις αυτό και στρέφεται περί αυτό. Επομένως το εγώ δεν ταυτίζεται προς το «ταυτό» αλλά περιλαμβάνεται εις αυτό. Το εγώ είναι εις ψυχικός παράγων και δη σύνθετος όστις αποτελεί το κέντρον του συνειδητού πεδίου και το υποκείμενον πάσης προσωπικής συνειδητής πράξεως. Βασίζεται τούτο επί σωματικής αλλά και ψυχικής βάσεως. Εξ επόψεως ειδικώς ψυχικής θεμελιούται τούτο εφ' όλου του συνειδητού πεδίου και της ολότητος ασυνειδήτων περιεχομένων. Είναι όμως μία εμπειρική επίτευξις της ατομικής υπάρξεως προερχόμενον κατ' αρχήν εκ της συγκρούσεως του σωματικού παράγοντος προς το περιβάλλον εξελισσόμενον δε είτα εξ αφορμής ευρύτερων συγκρούσεων προς το περιβάλλον αλλά και προς τον εσωτερικόν κόσμον. Άρα το εγώ είναι το κέντρον του συνειδητού πεδίου και ουχί της όλης προσωπικότητος (3). Η όλη προσωπικότης εν αντιθέσει προς το εγώ είναι τι το μη πλήρως καταληπτόν. Την όλην δε προσωπικότητα χαρακτηρίζει επίσης ο Jung ως selbst. Ποίον είναι το περιεχόμενον του selbst δεν είναι δυνατόν να είπωμεν διότι ως ελέχθη ήδη αγνοούμεν τούτο. Το μοναδικόν περιεχόμενον του όπερ γνωρίζομεν είναι το εγώ. Πάντως η ιδέα ενός selbst είναι ήδη εν υπερβολικόν αίτημα όπερ δικαιολογείται ψυχολογικώς αλλά και δεν αποδεικνύεται επιστημονικώς.

Τα ανωτέρω δεικνύουν ότι το selbst είναι εν σύμβολον της ανθρωπινής ολότητος. Είκονογραφικώς παρίσταται το selbst δια του Μ andala όπερ ταυτοχρόνως παριστά και τον Θεόν αφού άλλως τε το selbst είναι εν σύμβολον του Θεού (4). Το Μ andala είναι εις κύκλος ή εν τετράγωνον εις την απλουστέραν του μορφήν όπερ δηλοί την τα πάντα περιέχουσαν ολότητα. Η λέξις Μ andala είναι ινδική και δηλοί τους τόπους ένθα γεννάται εις Buddha. Ψυχολογικώς τα Μ andala είναι σύμβολα της τάξεως και εμφανίζονται εις τους ασθενείς εις εποχάς ψυχικού χάους.

 

2. Οι λοιποί αρχέτυποι του ασυνειδήτου.

Πλην όμως του κεντρικού τούτου αρχετύπου όστις υπό την μορφήν ωρισμένων εικόνων εμφανιζόμενος εις τα όνειρα και τας φαντασίας παριστά την ψυχικήν ολότητα υπάρχουν και άλλοι αρχέτυποι οίτινες δρουν καθ' ον τρόπον και ο κεντρικός αρχέτυπος το selbst. Βεβαίως ευθύς εξ αρχής γεννάται το ερώτημα τι είναι οι αρχέτυποι ούτοι περί των οποίων τόσον λόγον κάμνει ο Jung. Αν και θέτει όμως ο ίδιος ο Jung το ερώτημα του πόθεν έρχεται ο αρχέτυπος ή αν αποκτάται εν τούτοις αποφεύγει ούτος να απάντηση διότι είναι αδύνατος μία σαφώς και πλήρως εξηγούσα την έννοιαν «αρχέτυπος» απάντησις (5).

Πάντως κατά τον Jung οι αρχέτυποι είναι μαγικά η θεία ( numinose ) στοιχεία της ψυχικής κατασκευής στινα κατέχουν μίαν ωρισμένην αυτοτέλειαν και ειδικήν ενέργειαν (Νuminosität) δυνάμει της οποίας ούτοι δύνανται να προσελκύουν τα περιεχόμενα εκείνα του συνειδητού άτινα συμφωνούν προς αυτά.

Είναι δηλ. τρόπον τινά ο αρχέτυπος (δυνάμει της αυτονομίας του) μία επί μέρους προσωπικότης ήτις διαθέτει σχετικήν συνείδησιν και θέλησιν (6). Δεν πρέπει να νομίση τις ότι οι αρχέτυποι είναι κληρονομημένοι παραστάσεις ή ιδέαι. Είναι ούτοι έμφυτοι λειτουργικαί διαθέσεις και κληρονομημένοι τρόποι ψυχικής ενεργείας και αντιδράσεως. Παραστατικώς οι αρχέτυποι εμφανίζονται εις τας φαντασίας και τα όνειρα ως εικόνες ως σύμβολα. Τα σύμβολα ταύτα ενεργούν ως διαμορφωταί ή μετασχηματισταί ( Unformer ) διότι δια των συμβόλων επιδιώκεται μία μετοχέτευσις της ψυχικής ενεργείας (της Libido ) α πό μίαν κατωτέραν μορφήν ενεργείας εις μίαν ανωτέραν. Το σύμβολον λέγει ο Jung ενεργεί υποβλητικώς ( suggestiv ) δηλ. πειστικώς και εκφράζει συνάμα το περιεχόμενον της πεποιθήσεως. Ενεργεί πειστικώς δυνάμει του Ν umens δηλ. της ειδικής ενεργείας ήτις αρμόζει εις τον αρχέτυπον. Δια της υποβλητικής ή ελκτικής δυνάμεως έλκει τα περιεχόμενα του συνειδητού δηλ. τας συνειδητάς ιδέας δυνάμει των οποίων γίνεται ούτος αντιληπτός και ικανός να γίνη συνειδητός. Όταν εισέρχηται εις το συνειδητόν γίνεται αισθητός ως φωτισμός και αποκάλυψις ως σώζουσα αιφνίδια ιδέα (7). Ως είναι φανερόν η δράσις του αρχετύπου ή των αρχετυπικών εικόνων άρχεται όταν καθίσταται αναγκαία μία νέα προσαρμογή ή εις νέος προσανατολισμός του συνειδητου εγώ. Τότε εις τους δρώντας αρχέτυπους πρόκειται περί της αρχεγόνου εικόνος της καταστάσεως ανάγκης της στιγμής. Όταν δηλ. δημιουργήται μία κατάστασις ανάγκης τότε δρα ο αντίστοιχος προς την κατάστασιν τύπος του ασυνειδήτου. Όσω όμως και αν είναι διάφοροι αι εκάστοτε θέσεις εις τας οποίας ευρίσκεται ο άνθρωπος δεν είναι απείρου ποικιλίας αλλά παριστούν ποικιλίαν ωρισμένων τύπων του συμβαίνοντος. Ο αριθμός των τύπων τούτων είναι περιωρισμένος.

Η δε αρχετυπική κατασκευή του ασυνειδήτου αντιστοιχεί προς τον μέσον όρον των συμβαινόντων πραγμάτων. Άρα δι' εκάστην κατάστασιν ανάγκης υπάρχει εις το ασυνείδητον εις αντίστοιχος προς την κατάστασιν ταύτην αρχέτυπος δηλ. εις ωρισμένος τρόπος ενεργείας και αντιδράσεως.

 

3. Anima - Animus

Το σύνολον εν τούτοις των αρχετύπων τούτων το περιλαμβάνει ο Jung υπό τον χαρακτηρισμόν ενός κεντρικού αρχετύπου δια τον άνδρα αλλά και δια την γυναίκα. Οι κεντρικοί ούτοι αρχέτυποι είναι δια μεν τον άνδρα ο αρχέτυπος Anima δια δε την γυναίκα ο αρχέτυπος Animus : Ειδικώς τον Α nimam χαρακτηρίζει ο Jung ως άρχέτυπον της ζωής (8) αλλά και ως πνεύμα διότι η anima προσωποποιεί το όλον ασυνείδητον. Ο animus φαίνεται ουχί ως εν πρόσωπον αλλά μάλλον ως μία πολλότης. Είναι μία συλλογή από πατέρας και άλλας αυθεντίας αίτινες «κρίνουν λογικώς». Όπου ελλείπει μία συνειδητή και κατάλληλος κρίσις βοηθούν αι ιδέαι αύται. Εμφανίζονται τότε είτε υπό την μορφήν του υγιούς ανθρωπίνου νου είτε υπό την μορφήν αρχών (9).

Ως λέγει ο Jung οι γονείς είναι κατά κανόνα οι πλησιέστατοι συγγενείς του παιδός και δια τούτο οι πλέον σπουδαίοι παράγοντες επιδράσεως επί της όλης ψυχοπνευματικής αυτού εξελίξεως και αναπτύξεως. Όταν όμως κατά την ώριμον ήλικίαν αποχωρισθή ο άνθρωπος των γονέων του αι εικόνες αυτών ( Die Eltern imagines ) δηλ. η εικών του πατρός ( Vaterimag ο) και η εικών της μητρός (Μ utterimago ) απωθούνται εκ του συνειδητού εις το ασυνείδητον ένθα δρώσαι ασυνειδήτως επηρεάζουν την συνειδητήν διάθεσιν του ατόμου. Την θέσιν δε των γονέων κατά την ώριμον ανδρικήν ήλικίαν καταλαμβάνει η γυναίκα ήτις και αποτελεί παράγοντα επιδράσεως επί του ανδρός. Αλλά η αντικατάστασις της Μ utterimago εις τον άνδρα υπό της γυναικός και της Vaterimago εις την γυναίκα υπό του ανδρός συμβαίνει διότι η απωθημένη εικών της μητρός ή του πατρός εις το ασυνείδητον συνιστά την animam (εις τον άνδρα) και τον animus (εις την γυναίκα) ήτις ευκόλως προβάλλεται εις μίαν πραγματικήν γυναίκα ή άνδρα εφ' όσον αποτελεί ασυνείδητον περιεχόμενον δεδομένου ότι παν ασυνείδητον προβάλλεται. Αλλά η anima και ο animus ως αρχετυπικαί εικόνες του ασυνειδήτου εν εσχάτη αναλύσει όταν εισβάλλουν εις το συνειδητόν κατά τα όνειρα ή (εις τας νοσηράς καταστάσεις) κατά τας φαντασίας δεν δηλούν πράγματι προσκόλλησιν και εμμονήν του ανθρώπου εις τον Vaterimago ή Mutterimago αλλά εμμονήν εις την ασυνείδητον κατάστασιν της παιδικής ηλικίας. Άλλοις λόγοις η δραστηριότης και μάλιστα η κυριαρχία του animus ή της anima επί του συνειδητού πληροφορεί περί της ανάγκης όπως ο άνθρωπος ποιήσηται διάκρισιν μεταξύ του συνειδητού και του ασυνειδήτου όπως κατανόηση τα ασυνείδητα περιεχόμενα άτινα υπό την μορφήν του animus ή της anima εισορμούν εις το ασυνείδητον και αφομοίωση αυτά. Είναι απαραίτητον δια τον σκοπόν της αναπτύξεως του ανθρώπου ψυχικώς εις συγκεκριμένον άτομον και της αυτοπραγματοποιήσεώς του ( Selbstverwirklichung ) όπως γνωρίση το αθέατον σύστημα των σχέσεων του προς το ασυνείδητον δηλ. όπως καταστήση συνειδητήν την animam δια να την διακρίνη από τον εαυτόν του (10). Όταν δε κατά την δραστηριότητα της anima ή του animus συμμετέχη και ο ασθενής κατανοών δια της συμμετοχής του την έννοιαν των αρχετυπικών περιεχομένων η προσωποποιημένη μορφή του animus ή της anima εξαφανίζεται διότι γίνεται λειτουργία της σχέσεως συνειδητού και ασυνειδήτου (11). Η προσωποποίησις της anima και του animus καταστρέφεται δια της συνειδητοποιήσεως και παύει ούτω η δράσις του ασυνειδήτου όπερ έδρα υπό την μορφήν της anima προς αποκατάστασιν της ψυχικής ισορροπίας. Τούτο ακριβώς δεικνύει ότι η anima είναι η προσωποποίησις του ασυνειδήτου.

 

4. Η παιδαγωγική σπουδαιότης των αρχετύπων ως ψυχικών καταβολών.

Η περί αρχετύπου θεωρία του Jung κατά τα κύρια και ουσιώδη αυτής σημεία ενδιαφέρει κατ' αρχήν αμέσως την ποιμαντικήν ψυχολογίαν διότι αφορά αύτη εις τον τρόπον της ψυχικής δράσεως και ενεργείας αλλά και προσαρμογής του ανθρώπου εις την εκτός αυτού πραγματικότητα.

Εν πρώτοις κέκτηται ιδιαιτέραν σπουδαιότητα η σύνδεσις των αρχετύπων προς το ομαδικόν ασυνείδητον ως και ο κληρονομικός χαρακτήρ τούτων. Αμφότερα τα θεμελιώδη ταύτα χαρακτηριστικά πληροφορούν τον παιδαγωγόν και τον ποιμένα ότι εν τη ψυχική κατασκευή του ανθρώπου πριν ή εισέτι αρχίση οιονδήποτε έργον αγωγής υπάρχουν ήδη ως καταβολαί ως είπεν ο Jung έμφυτοι λειτουργικοί διαθέσεις και κληρονομημένοι τρόποι ψυχικής ενεργείας και αντιδράσεως. Ο παιδαγωγός και δη ο ποιμήν ασκών το εποικοδομητικόν έργον αυτού δεν οικοδομεί επί ψυχικού πεδίου όπερ το πρώτον δι' αυτού δέχεται την καταβολήν θεμελίων προς οικοδομήν του «ναού του Θεού» κατά την έκφρασιν του Αποστόλου Παύλου (Α' Κορινθ. 316 619 κλπ.). Επιχειρεί να οικοδόμηση ούτος επί καταβεβλημένων ήδη θεμελίων άτινα λόγω του κληρονομικού και ασυνειδήτου χαρακτήρος αυτών δεν δύνανται ευκόλως να εκριζωθούν οσάκις αντιστρατεύονται εις το έργον αυτού. Η διαπίστωσις αύτη καθορίζει ακριβέστερον την πορείαν και τας μεθόδους του ποιμαντικού έργου και επομένως συνιστά αξιόλογον παράγοντα επιτυχίας εν τη ενασκήσει της αποστολής του ποιμένος.

5. Η συμβολή της περί αρχετύπων θεωρίας του Jung εν τη μελέτη της εν τω ανθρώπω θρησκευτικής λειτουργίας.

Η μεγίστη όμως σπουδαιότης της περί αρχετύπων θεωρίας του Jung έγκειται εις το γεγονός ότι εξ αυτής συνάγεται ότι η εν τω ανθρώπω θρησκευτική λειτουργία τυγχάνει κατ' αρχήν έμφυτος λειτουργική διάθεσις της ψυχής. Διότι δια της εν λόγω θεωρίας καταδεικνύεται ότι η ψυχή είναι μία ζώσα πραγματικότης και αι θεμελιώδεις εκδηλώσεις και

δράσεις αυτής δεν τυγχάνουν αποκτήματα της πείρας προστεθέντα εις αυτήν εξωτερικώς και μηχανικώς αλλά συνιστούν εκφάνσεις οργανικώς μετ' αυτής συνδεδεμένος και εν αυτή αναποσπάστως εριζωμένας. Ή καλύτερον ότι αι ψυχικάς αύται εκδηλώσεις δεν αποτελούν εξ ολοκλήρου δημιουργήματα της πείρας αλλ' οφείλουν μόνον την εξέλιξίν των εις αυτήν προερχόμενοι οργανικώς εκ του ασυνειδήτου. Άρα και η θρησκευτική εν τω ανθρώπω λειτουργία ως Θεμελιώδης ψυχική εκδήλωσις συνδέεται προς το ασυνείδητον και δη οργανικώς. Βεβαίως η διαπίστωσις αύτη ενδιαφέρει αμεσώτερον την ψυχολογίαν της Θρησκείας ήτις έρευνα και σπουδάζει συστηματικώτερον τα κατά την γένεσιν και ανάπτυξίν της εν τω ανθρώπω θρησκευτικής λειτουργίας. Πλην όμως ενδιαφέρει σημαντικώς και την ποιμαντικήν ψυχολογίαν η απάντησις εις το ερώτημα αν είναι έμφυτος η επίκτητος η εν λόγω λειτουργία διότι η απάντησις αυτη δύναται να επηρεάση και κατευθύνη αναλόγως την πρακτικήν άσκησιν του έργου αυτής.

Πάντως και κατά την Frieda Fordham ο Jung εκ της μελέτης και σπουδής των αρχετύπων εξήγαγε το εξαιρετικώς σπουδαίον συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος κατέχει «μίαν φυσικήν θρησκευτικήν λειτουργίαν» (12). Τούτο σημαίνει ως αντιλαμβάνεται πας τις μίαν σύγχρονον μαρτυρίαν περί του εμφύτου χαρακτήρος του θρησκευτικού βιώματος του ανθρώπου.

α) Έλεγχος της εννοίας «θρησκευτικόν συναίσθημα». Ειδικώτερον δύναται τις να είπη ότι η μαρτυρία αύτη του Jung συμβάλλει εις την συγκρότησιν και αποδοχήν αρτιωτέρας και ακριβεστέρας θεωρίας περί της θρησκευτικής εν τω ανθρώπω λειτουργίας ή του θρησκευτικού αυτού βιώματος. Η όλη δηλ. θεωρία του Jung περί ασυνειδήτου και αρχετύπων όχι μόνον υπερτονίζει τον έμφυτον και οργανικόν χαρακτήρα της λειτουργίας ταύτης αλλά ταυτοχρόνως ελέγχει ως ανακριβή τον καθιερωμένον όρον «θρησκευτικόν συναίσθημα». Πράγματι. Απλουστέρα ανάλυσις του όρου τούτου δεικνύει ότι δεν δικαιολογείται ούτος εξ επόψεως ψυχολογίας του Βάθους και δη της ψυχολογίας του Jung.

Η συνήθης ψυχολογία προς δήλωσιν της θρησκευτικής εν τω ανθρώπω λειτουργίας χρησιμοποιεί πάντοτε σχεδόν τον όρον «θρησκευτικόν συναίσθημα». Το αυτό ποιούν και πάντες εν γένει οι ομιλούντες ή πραγματευόμενοι περί της θρησκευτικής ζωής και των θρησκευτικών βιωμάτων του ανθρώπου. Εν τούτοις ο εν λόγω όρος δεν ανταποκρίνεται προς την ψυχολογικήν πραγματικότητα ως περιγράφει ταύτην ο Jung . Διότι ο όρος κατ' αρχήν «συναίσθημα» ως ορίζει αυτόν η ψυχολογία δηλοί εν ψυχικόν περιεχόμενον το όποιον είναι καρπός της εμπειρίας. Ο Θ. Βορέας (13) ορίζει τούτο ως «μίαν ψυχικήν διάθεσιν του υποκειμένου εγγινομένη εκ των εκάστοτε εμπειριών». Προϋποθέτει δηλ. το συναίσθημα ως λέγει ούτος στοιχεία γνωστικά ήτοι αίσθημα ή παράστασιν. Το αίσθημα ή η παράστασις είναι αντικείμενον και εν μέρει αιτία του συναισθήματος. Το «θρησκευτικόν» δε συναίσθημα είναι εν παρά τα λοιπά συναισθήματα ήτοι π. χ. λογικά καλαισθητικά ηθικά κλπ. συναισθήματα. Ακριβέστερον «θρησκευτικά ονομάζονται τα συναισθήματα τα προκύπτοντα εκ των περί του θείου παραστάσεων» (14). Αι παραστάσεις αύται ως νομίζεται έχουν την αιτίαν αυτών εις εξωτερικούς παράγοντας. Η εξελικτική ψυχολογία δέχεται ότι η παράστασις του Θεού εν τω ανθρώπω εδημιουργήθη εξ αφορμής των φυσικών φαινομένων συνεργούσης βεβαίως και της φαντασίας αυτού. Η πολυθεΐα και η μυθολογία οφείλουν την ύπαρξιν αυτών εις τους δύο τούτους παράγοντας. «Άγει δε τον άνθρωπον κατά τον Βορέαν επί την μονοθεΐαν ωριμότερα τις σκέψις η δε ακριβεστέρα των πραγμάτων μελέτη πειράται να απαλλάξη τα υπέρτερα όντα της λατρείας από των ανθρωπομορφικών στοιχείων και ανυψώση αυτά εις υπερκόσμια πνεύματα» (15). E κ των ανωτέρω γίνεται δήλον ότι το θρησκευτικόν συναίσθημα εν τη συνήθει ψυχολογία ορίζεται ως τι το την γένεσιν και αιτίαν αυτού όφειλον εις εξωτερικούς ερεθισμούς και παραστάσεις. Είναι άλλοις λόγοις κατά τον ορισμόν αυτόν ψυχικόν φαινόμενον εξωγενές.

Αλλ' η τοιαύτη περί του θρησκευτικού συναισθήματος αντίληψις θεμελιούται επί της εμπειρικής ψυχολογίας ως εισηγήθη ταύτην ο Άγγλος φιλόσοφος John Lock (1632- 1704) (16). Ούτος ως γνωστόν υπεστήριξε ότι πάσα γνώσις ή ιδέα προέρχεται εκ της εμπειρίας («Α us der Erfahrung » (17). Όλαι αι γνώσεις ημών θεμελιούνται επί της εμπειρίας και προέρχονται εξ αυτής. Η ψυχή ημών είναι «λευκός χάρτης» ( white paper ) «πίναξ άγραφος» ( tabula rasa ) επί του οποίου η εξωτερική πείρα εντυπώνει τας λογικάς και ηθικάς ιδέας ως και όλον το περιεχόμενον της συνειδήσεως ημών (18). Δεν υπάρχουν έμφυτοι ιδέαι (19). Και αυτή έτι η ιδέα του Θεού προέρχεται έξωθεν ( 20 ). Δεν είναι έμφυτος. Ούτω ο Lock ως και o Hume αρνείται κατά τον G. Kropp την ύπαρξιν εμφύτων ιδεών ή λογικών νόμων ή ηθικών εντολών (21).

Η άποψις όμως της εμπειριοκρατίας περί της γενέσεως της ιδέας του Θεού εν τω ανθρώπω και επομένως περί της εν αυτώ υπαρχούσης θρησκευτικής λειτουργίας αντιτίθεται θεμελιωδώς ουχί μόνον προς τα ψυχολογικά πορίσματα του Jung ι αλλά και προς την σχετικήν ορθόδοξον άποψιν. Μία δηλ. ορθόδοξος χριστιανική άποψις δεν δύναται να αποδεχθή τον όρον «θρησκευτικόν συναίσθημα» (22) ως εκφράζοντα επακριβώς την φύσιν της θρησκευτικής εν τω ανθρώπω λειτουργίας. Διότι ως κατέδειξεν η ανάλυσις του όρου τούτου κέκτηται ούτος δύο χαρακτηριστικά άτινα δεν δύνανται να αναγνωρισθούν υπό της ορθοδόξου ποιμαντικής ψυχολογίας ως τα γνήσια χαρακτηριστικά της θρησκευτικής λειτουργίας. Ταύτα είναι το επίκτητον και το στατικόν ( 23 ). Εκ της ορθοδόξου εντούτοις δογματικής καταφαίνεται ότι η θρησκευτική λειτουργία του ανθρώπου δεν είναι τι το επίκτητον» αλλά συνιστά καταβολήν. Μάλιστα αύτη αποτελεί τα ψυχικά και πνευματικά θεμέλια της όλης πνευματικής φύσεως του ανθρώπου δηλ. της ψυχής του («κατ' εικόνα»). Και ακριβώς ενταύθα η περί της θρησκευτικής λειτουργίας της ψυχής άποψις του Jung συμφωνεί κατ' ουσίαν προς την ορθόδοξον άποψιν εφ' όσον ούτος αποφαίνεται ότι η όλη εν γένει πορεία και δράσις της ψυχικής ενεργείας ουδέν άλλο είναι ει μη μία θρησκευτική λειτουργία. Κατά τον Jung όλαι ανεξαιρέτως αι ποικίλαι θρησκευτικαί ασκήσεις και πεποιθήσεις έχουν την ρίζαν των εν τη ασυνειδήτω ψυχή (24) δεδομένου ότι οι αρχέτυποι του ασυνειδήτου είναι αι εμπειρικώς αποδεκταί αναλογίαι των θρησκευτικών δογμάτων (25). Αλλ' εάν οι αρχέτυποι του ασυνειδήτου συνιστούν τα θεμέλια της θρησκευτικής εν τω ανθρώπω λειτουργίας τότε πάσα κίνησις δράσις και εκδήλωσις της ψυχής είναι θρησκευτική αφού οι αρχέτυποι ρυθμίζουν τον τρόπον προσαρμογής του ανθρώπου εις πάσαν κατάστασιν ανάγκης. Η θεμελιώδης αύτη ιδέα οδηγεί τον Jung εις το να αποδεχθή ότι το πρόβλημα του συγχρόνου ανθρώπου είναι καθαρώς θρησκευτικόν πρόβλημα και ότι η φύσις της προσαρμογής του ανθρώπου εν τη ζωή είναι θρησκευτική. Δια τούτο τονίζει ούτος ότι «λαμβάνω τα θρησκευτικά προβλήματα τα οποία ο ασθενής θέτει προ εμού παντελώς ως κυρίαν και δυνατήν αιτίαν της νευρώσεως» (26).

β) Η Ορθόδοξος έννοια της θρησκευτικής εν τω ανθρώπω λειτουργίας. Φρονούμεν ότι η ακριβής και κατά πάντα ορθόδοξος άποψις περί της λειτουργίας ταύτης συμφωνεί κατ' ουσίαν προς την άποψιν του Jung έστω και αν χρησιμοποιεί ούτος το επίθετον «θρησκευτικός» εν ψυχολογική ενίοτε και ουχί εν θεολογική έννοια. Διότι εκ της δογματικής διδασκαλίας της ορθοδόξου εκκλησίας δεν προκύπτει μόνον ότι η θρησκευτική λειτουργία συνιστά καταβολήν αλλά και ότι η όλη ψυχική κατασκευή του ανθρώπου είναι θρησκευτικής φύσεως ως και ο Jung υποστηρίζει. Εφ' όσον δηλ. η προέλευσις του «κατ' εικόνα» (νοερού και αυτεξουσίου) είναι θεία και εφ' όσον προορισμός του είναι κατά την γνώμην των πατέρων (27) η μετατροπή του εις το «καθ' ομοίωσιν» ήτις οφείλει να συντελεσθή δια της Θείας δυνάμεως και ενεργείας έπεται ότι η φύσις της όλης ψυχικής κατασκευής του ανθρώπου είναι θρησκευτική. Προς τούτοις δε ως είναι ευνόητον και επόμενον και η φύσις της προσαρμογής του ανθρώπου εν τη ζωή είναι θρησκευτική εφ' όσον συνιστά εν τέλει αύτη το διάστημα της πνευματικής πορείας ην οφείλει να επιτέλεση ο άνθρωπος δια να φθάση εκ του «κατ' εικόνα» εις το «καθ' ομοίωσιν». Πάσα πράξις και εκδήλωσις του ανθρώπου πρέπει κατά την πορείαν ταύτην να αποβλέπη και συντελή εις την πραγματοποίησιν του «καθ' ομοίωσιν» και επομένως πρέπει να χαρακτηρισθή ως θρησκευτική αφού αναφέρεται είτε εμμέσως είτε αμέσως εις Αυτόν Τουτον τον Θεόν. Ο Απόστολος Παύλος κατενόησε καλώς την θρησκευτικήν φύσιν της όλης ψυχικής κατασκευής και ζωής του ανθρώπου δια τούτο επανειλημμένως συνιστά εις τους χριστιανούς των διαφόρων εκκλησιών οτιδήποτε και αν πράττουν να το πράττουν μετά θρησκευτικής ευλάβειας και φόβου και να το αναφέρουν εις τον Θεόν. Προς τους Κολοσσαείς ρητώς εντέλλεται «καί πᾶν ὅτι ἐάν ποιῆτε ἐκ ψυχῆς ἐργάζεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ καί οὐκ ἀνθρώποις εἰδότες ὅτι ἀπό τοῦ Κυρίου ἀπολήψεσθε τήν ἀνταπόδοσιν τῆς κληρονομιᾶς· τῷ γάρ Κυρίω Χριστῷ δουλεύετε» (323-24). Το «παν» βεβαίως δεν αναφέρεται μόνον εις ζητήματα εμπράκτου ασκήσεως των χριστιανικών αρετών αλλά ως δεικνύουν άλλωστε και οι προηγούμενοι των ανωτέρω στίχοι εις οτιδήποτε. Τούτο επεξηγείται ίσως καλύτερον δια της προς τους Κορινθίους γενομένης παρόμοιας προτροπής. «Εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εϊτε τι ποιείτε πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» (Α'. Κορινθ. 1031). Ούτω μόνον δύναται έκαστος πιστός να φθάση εις το καθ' ομοίωσιν και να ομολογή ως ο Παυλος «ζῶ δέ οὐχ ἔτι ἐγώ ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 220).

6. Η ποιμαντική σπουδαιότης της περί Α nima και Α nimus θεωρίας.

Προς τοις ανωτέρω ιδιαιτέραν όλως σπουδαιότητα κέκτηται δια την ποιμαντικήν ψυχολογίαν η διδασκαλία του jung περί Α nima και Α nimus. Αύτη εν τη όλη θεωρία του κατέχει πρωτεύουσαν θέσιν. Τούτο δηλοί ότι μία σοβαρά και την αντικειμενικήν αλήθειαν επιζητουσα μελέτη του χαρακτήρος της προσωπικότητος και των προβλημάτων του ανδρός ή της γυναικός εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να αγνοή την εσωτάτην σχέσιν και σύνδεσιν αμφοτέρων των φύλων. Η σχέσις αύτη τόσον εν τω έργω της συνήθους αγωγής όσον και εν τη ποιμαντική ψυχολογία δέον να λαμβάνηται σοβαρώς υπ' όψιν εάν επιδιώκη τις μίαν ειλικρινή παιδαγωγικήν προσπάθειαν. Η παραθεώρησις ή παρεξήγησις του προβλήματος τούτου αυξάνει καθ' ημέραν τον αριθμόν των ηθικώς και πνευματικώς πασχόντων και τελικώς αποτυγχανόντων εν τη ζωή.

Την σπουδαιότητα της εσωτάτης και στενωτάτης σχέσεως ανδρός και γυναικός τονίζει ο Jung εν τη όλη περί anima και animus θεωρία αυτού ειδικώτερον δε όταν αποφαίνεται ότι «ουδείς ανήρ είναι αποκλειστικῶς και μόνον ανήρ χωρίς να κατέχη τι το γυναικείον» (28). Εν τη ανδρική ψυχή ενυπάρχει η anima το σύνολον των γυναικείων ιδιοτήτων δυνάμει των οποίων ο ανήρ δύναται να κατανοήση την γυναικείαν ψυχήν και προς τας οποίας ιδιότητας ανταποκρίνεται ωρισμένος τύπος γυναικός η σύζευξις της οποίας δύναται να καταστήση ευτυχή τον άνδρα. Η διαπίστωσις αυτή ενδιαφέρει ιδιαζόντως την ποιμαντικήν ψυχολογίαν διότι αποτελεί αύτη συμβολήν εις την λύσιν του προβλήματος του προσανατολισμού ενός νέου ή μιας νέας κατά την περίοδον της προς γάμον προπαρασκευής. Έχων υπ' όψιν ο ποιμήν την ως άνω ψυχολογικήν αλήθειαν θα φροντίση να διάγνωση κατά το δυνατόν τας ψυχολογικάς διαθέσεις του νέου ή της νέας δια να υπόδειξη σύντροφον ανταποκρινόμενον προς την anima ή τον animus αυτών. Το έργον τουτο είναι εκ των σοβαρωτέρων άτινα έχει να άσκηση ο ποιμήν διότι συμβάλλει εις την οικοδομήν «κατ' οίκον εκκλησίας» θεμελιουμένης επί πνευματικών μεν αλλά και αδιάσειστων ψυχικών θεμελίων αφού δια της επιτυχούς εκλογής επιτυγχάνεται συμφωνία χαρακτήρων και αρμονική ψυχική σύνδεσις και ενότης.

Πλην όμως της καθοδηγήσεως προς επιτυχή εκλογήν συζύγου η θεωρία της anima πληροφορεί την ποιμαντικήν ψυχολογίαν ότι εις ψυχικώς άρτιος ανήρ οφείλει να λαμβάνη υπ' όψιν τας εν αυτώ ενυπαρχούσας γυναικείας ιδιότητας και να μη τας απωθή και τας καταπιέζη διότι οδηγείται ούτω ασφαλώς εις ψυχικάς ανωμαλίας. Τούτο δε συμβαίνει διότι παν απωθούμενον εκδικείται. Ιδία η anima ήτις κατά τον Jung είναι μία ζηλότυπος ηγαπημένη ( eifers ü chtige Geliebte ) απωθουμένη εκδικείται ανηλεώς. Εν σελ. 137-139 του έργου αυτού Die Beziehungen zwischen dem ich und dem Unbewussten αναφέρει παράδειγμα ενός συζύγου ούτινος η απωθηθείσα anima υπηγόρευσεν εις αυτόν την από της συζύγου του διάζευξιν. Εκ τούτου δέ εξήγαγε έτερον εξαιρετικώς σπουδαίον συμπέρασμα ο Jung ότι o απωθών τας γυναικείας ιδιότητας του δεν δύναται να διατελή εις αρμονικάς σχέσεις μετά της συζύγου του. Γενικώς ειπείν ο απωθών τας γυναικείας αυτού ιδιότητας (ως π. χ. την γλυκύ­τητα την τρυφερότητα την συμπάθειαν την ευσπλαχνίαν την ευσυγκινησίαν κλπ.) και αναπτύσσων και καλλιεργών μόνον τας ανδρικάς δημιουργεί μεν εξωτερικώς μίαν εμφάνισιν με ισχυρώς το­νισμένα ανδρικά χαρακτηριστικά εσωτερικώς όμως εμφανίζεται ως μία ασθενής προσωπικότης. Εις την ιδιωτικήν του ζωήν και εις την οικογένειάν του εκδηλοί πολλάκις εις λίαν ηυξημένον βαθμόν τας εξωτερικώς απωθουμένας γυναικείας ιδιότητας αυτού. Συμπεριφέρεται άλλοις λόγοις μετά νοσηρότητος. Επομένως ψυχικώς υγιής είναι μόνον εκείνος όστις λαμβάνει υπ' όψιν του και καλλιεργεί αναλόγως και αρμονικώς πάσας τας πλευράς της προσωπικότητας αυτού.

Ας μη λησμονή δέ τις ότι η ως άνω θεωρία του Jung δεν είναι τι τ o τελείως νέον αλλ' αποτελεί απλώς ευρυτέραν ανάπτυξιν σχε­τικής διδασκαλίας της Παλαιάς Διαθήκης. Προ πολλών δηλ. αιώ­νων το Πνευμα το Άγιον εδίδαξε δια του Μωυσέως την εσωτάτην σχέσιν ανδρός και γυναικός. Εν Γεν. 221-23 ο προφήτης συγγρα­φεύς δι' ωραίας εικόνος περιγράφει και διδάσκει την φύσιν της σχέ­σεως αυτής την οποίαν τόσον ζωηρώς τονίζει ο Αδάμ όταν εγειρόμενος εκ του ύπνου κατά την διάρκειαν του οποίου έπλασε ο Θεός εκ μιας των πλευρών αυτού την γυναίκα και ατενίζων προς την σύντροφόν του λέγει «τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου» (στίχ. 23). Η παραγνώρισις και παραθεώρησις της στενωτάτης αυτής σχέσεως υπό της ποιμαντικής ψυ­χολογίας δύναται να σημάνη την καθολικήν αποτυχίαν αυτής εις ότι αφορά εις τα προβλήματα των σχέσεων εν γένει ανδρός και γυναικός.


 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Die Beziehungen... σελ. 98 «....weil Bewusst und Unbewusst nicht notwendigerqeise in einem Gegensatz zueinander stehen sondern sie erg ä nzen sich gegenseiting zu einem Ganzen zum Selbst ». Symbolik des Geistes 384. Gestaltungen 83 εξ. 192. Σ. Καλλιάφα. Ένθ. ανωτ. σελ. 33.

2. Psych. und Alchemie σελ. 297 εξ. και 34

3. Psych. Typen. σελ. 514

4. Symbolik des Geistes σελ. 382. Psych. und Alchemie σελ. 70 εξ.

5. Symbolik.. σελ. 374 377 Psych. und Alch. σελ. 28 Ueber psych. Energ. σελ. 275

6. Symbol... σελ. 534 385 390

7. Symbol...σελ. 506.

8. Symbol σελ. 757 "Ich habe die Anina als Archetypus des Lebens schlechthi definiert ».

9. Gestaltungen.. σελ. 56 Aion σελ. 2323. Seelenprobleme... 171 εξ. Die Beziehungen σελ. 118 148 151

10. Die Beziehungen... σελ. 129

11. Πρβλ. Symbole... σελ. 535 Die Bezienhungen... σελ. 180 156.

12. F. Fordham An Introduction to Jungs Pshycology London 1953. σελ. 69

1 3. Θ. Βορέα. Ψυχολογία σελ. 313

14. Θ. Βορέα. Eνθ. ανωτ. σελ. 357

15. Θ. Βορέα. Ενθ. ανωτ. σελ. 358

16. R. Reininger Lock Berckley Hume München 1922. G. Kropp. Erkenntnistheorie. I. Allgemeine Grundlegung Berlin 1950. A. von Varga Einführung in die Erkenntnislehre München -Basel 1953. N. Λούβαρι. Ιστορία της Φιλοσοφίας.

17. R. Reininger Ενθ. ανωτ. σελ. 27

18. R. Reininger Ενθ. ανωτ. σελ. 24. Ν. Λούβαρι. Ενθ. ανωτ. σελ. 81

19.. R. Reininger Eνθ. ανωτ. σελ. 63.

20. Εν. ανωτ.

21. G. Kro ο p. Ενθ. ανωτ. σελ. 10. Ν. Λούβαρι. Ενθ. ανωτ. σελ. 81 εξ.

22. Ορθώς παρατηρεί ο Η. Remplein ότι αν το θρησκευτικόν συναίσθημα ήτο απλούν συναίσθημα θα έπρεπεν εις τας ανώτερας βαθμίδας της οντογενέσεως να εξαφανίζεται.

23. G. Κ roop. Πρβλ. σελ. 50 « Der Empirismus beschränkt das Erkenntnisvermögen auf eine passive Rezeptivität».

24. psych. u. Alch. σελ 3247

25. Die Beziehungen der Psychotherapie... σελ. 17

2 7. Χ. Ανδρούτσου. Δογματική... σελ. 141

28. Die Beziehungen zwischen dem ich... 118121.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.