ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

Ο βίος και η
διδασκαλία των 
Τριών Ιεραρχών

Πληροφορίες περί 
του Ιερού λειψάνου (Δεξιάς Χειρός) 
του εν αγίοις  
Πατρός ημών 
Βασιλείου 
του Μεγάλου

Το Ιστορικό 
Αρχείο της 
Ιεράς Συνόδου

Αρχειακός 
Κατάλογος

Η Εκκλησία της
Ελλάδος απ' αρχής μέχρι του 1934

Εκκλησία και Γένος

Αφιέρωμα στην
Κατοχή

Αφιέρωμα: 1600 χρόνια από την κοίμηση του Ιερού Χρυσοστόμου

Αφιέρωμα στην Κύπρο

Γενοκτονία Αρμενίων

Η Ορθόδοξη πνευματική γεωγραφία της νήσου Σκιάθου (17ος - 19ος αι.)

Κύριοι σταθμοί της ιστορικής πορείας του μοναχισμού

Εκκλησιαστική Ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας

Διάφορα Κέιμενα

Τρία κείμενα για μια απάντηση- Σκέψεις πάνω στον διάλογο της Ορθοδοξίας με τον έξω κόσμο

Αστέριου Αργυρίου, Ἐκκλησία, Οἰκουμένη, Πολιτική, - Χαριστήρια στον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Δαμασκηνό., Αθήνα, 2007, σελ. 109-137

Προηγούμενη Σελίδα
Επόμενη Σελίδα

 

ΙΙ. ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΔΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ

Ας έρθουμε τώρα στο δεύτερο κείμενο μας, την Επιστολή του Μανουήλ Χρυσολω- ρά. Για να μπορέσου- με όμως κι εδώ να κατανοήσουμε τη σημασία του περιε- χομένου της, πρέπει να γνωρίζουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε.

Οι αδυσώπητοι νόμοι της Ιστορίας οδηγούσαν το Βυζάντιο προς το θάνατο του. Κι ενώ η Ορθόδοξη Ανατολή έπνεε τα λοίσθια, τα χριστιανικά κράτη της Δύσης απολάμβαναν μια μεγάλη οικονομική ευμάρεια και εισήρχρντο σε μια περίοδο πολιτισμικής αναγέννησης που έμελλε να αλλάξει τον τρόπο ζωής και σκέψης των λαών της Ευρώπης (10).

Στα 1394/5, ο Μανουήλ Χρυσολωράς (1350-1415) (11) αποβιβάζεται στη Βενετία, πρώτος σταθμός ενός ταξιδιού που θα τον φέρει σ' όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με σκοπό να ζητήσει τη βοήθεια των Δυτικών στον πόλεμο κατά των Τούρκων που απειλούν τη ζωή του Βυζαντίου. Μέλος αριστοκρατικής οικογένειας, ανώτατος αξιωματούχος της αυτοκρατορικής αυλής και διπλωμάτης οξύνους , ο Μανουήλ Χρυσολωράς ήταν επίσης ένας διακεκριμένος επιστήμονας, φιλόλογος και βαθύς γνώστης της πλατωνικής και νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Έτσι, όταν στα 1397 έφτασε στη Φλωρεντία, η Πολιτεία του πρότεινε να μείνει εκεί και να διδάξει την ελληνική φιλολογία από την πανεπιστημιακή έδρα που η φλωρεντινή Ακαδημία είχε ιδρύσει ειδικά γι' αυτόν. Έμεινε λοιπόν επί τρία έτη στη Φλωρεντία, όπου και ξαναγύρισε αργότερα. Κατά τον τρόπο αυτό, ο Χρυσολωράς υπήρξε ο πρώτος βυζαντινός λόγιος που συμμετείχε ενεργά στην Ιταλική Αναγέννηση. Συνέβαλε επίσης αποφασιστικά στο να γνωρίσουν οι Δυτικοί την πλατωνική και νεοπλατωνική φιλοσοφία καθώς και το βυζαντινό ουμανισμό των χρόνων των Παλαιολόγων. Χάρη στη διδασκαλία του, η Ακαδημία της Φλωρεντίας θα αποτελέσει, επί τέσσερις σχεδόν αιώνες, το κατεξοχήν πλατωνικό πανεπιστήμιο της Ευρώπης και θα είναι ο αμείλικτος ανταγωνιστής του πανεπιστημίου της γειτονικής Πάδοβας, που θα παραμείνει ο πρόμαχος της αριστοτελικής φιλοσοφίας.

Στα 1411, ο Χρυσολωράς βρίσκεται στη Ρώμη. Από εκεί γραφεί στο φίλο του Ιωάννη Παλαιολόγο, τον μέλλοντα αυτοκράτορα Ιωάννη Η', μια μεγάλη σε έκταση επιστολή, εξαιρετικής λογοτεχνικής αξίας και με βαθυστόχαστη σκέψη πάνω στην Ιστορία και την Τέχνη. Η επιστολή επιδίδεται σε μια λεπτομερή συγκριτική περιγραφή της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, «συγκρίνει», όπως λέει ο ίδιος ο επιστολογράφος, «τη μητέρα με την κόρη». Δε θα σταματήσουμε βέβαια στις περιγραφές· θα προσπαθήσουμε μόνο να δώσουμε, με μεγάλη και πάλι συντομία, το πνεύμα που διέπει την επιστολή και τις ιδέες που υποβάλλει (12).

Περιφέρεται, γράφει στον αυτοκρατορικό φίλο του, στους δρόμους της Ρώμης σαν ένας ερωτευμένος. Ή καλύτερα, περιεργάζεται τα μνημεία της πόλης όπως ένας ερωτευμένος θα ατένιζε το πρόσωπο της αγαπημένης του (κολ. 29ΑΒ). Παλαιότερα, παρατηρεί ακό μα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε εκδηλώσει την επιθυμία να επισκεφτεί τη Ρώμη για να προσκυνήσει τους τάφους των αποστόλων Πέτρου και Παύλου (36 ΒΧ). Και να που τώρα αυτός βρίσκεται στην αιώνια πόλη και έχει ό λο το χρόνο και την άνεση να την επισκεφτεί και να θαυμάσει τις ομορφιές της. Τους ειδωλολατρικούς ναούς και τις χριστιανικές εκκλησίες , τα δημόσια κτίρια και τα παλάτια, τα αναρίθμητα αγάλματα που στολίζουν τους δρόμους και τις προσόψεις των σπιτιών, όλη αυτή την ομορφιά, μάρτυρα μιας εξαιρετικά μακροχρόνιας και απαράμιλλα πλούσιας ιστορίας. Η δύναμη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παλαιότερα, η έκταση της εξουσίας του επισκόπου της Ρώμης σήμερα- η επισώρευση αμύθητου πλούτου και η συγκέντρωση τόσων αριστουργημάτων της ανθρώπινης τέχνης, εκφράζουν το μεγαλείο και προσδίδουν στη Ρώμη τον χαρακτήρα της οικουμενικότητας της. Γιατί στην αιώνια αύτη πόλη ήρθαν κατά καιρούς να ζητήσουν καταφύγιο ή να βρουν έδαφος πρόσφορο για την καλλιέργεια τους όλοι οι πολιτισμοί, όλες οι θρησκείες και ό λα τα συστήματα σκέψης της ανθρωπότητας (25Α-36Δ).

Ο βυζαντινός λόγιος διακατέχεται από έναν τόσο μεγάλο θαυμασμό για τις ομορφιές της Ρώμης που έχει την εντύπωση ότι περιπατεί σε μιαν άκρη του Παραδείσου και όχι στη γη (24Χ). Ωστόσο ο θαυμασμός του αυτός για τη Ρώμη δεν απομακρύνει τη σκέψη του από τη γενέτειρα πατρίδα του. Και δε θα ήθελε επ' ουδενί λόγω εξαίροντας τη Ρώμη να αδικήσει την Κωνσταντινούπολη (37Α). Άλλωστε, πως είναι δυνατόν η κόρη να φθονεί την επαινούμενη μητέρα της, ή το αντίθετο, η μητέρα να αισθάνεται φθόνο όταν εγκωμιάζεται η κόρη της. Και ακριβώς: οι σχέσεις που υφίστανται μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης είναι σχέσεις μητέρας προς θυγατέρα. Και ποτέ στην ιστορία μια θυγατέρα δεν έμοιασε τόσο πολύ της μητέρας της, όσο η πρωτεύουσα του Βυζαντίου με την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (37ΑΔ). Δεν υπήρξε κι ούτε θα υπάρξει ποτέ μια πόλη τόσο όμορφη και τόσο ισχυρή όσο η Κωνσταντινούπολη. Και τι θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς περισσότερο. Τις φυσικές ομορφιές της Επταλόφου ή τη γεωγραφική της θέση ανάμεσα σε δυο ηπείρου ς και σε δυο θάλασσες. Τον υλικό της πλούτο ή την εργατικότητα και τα προτερήματα των κατοίκων της. Τα παλάτια , τα δημόσια κτίσματα, τα αγάλματα, τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, τα λείψανα των αγίων και τις βιβλιοθήκες της (37Δ-40Χ). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο να προσηλώσει κανείς το βλέμμα του στην Αγία Σοφία της όποιας το κάλλος θα μείνει για πάντα απαράμιλλο (48Χ-52Α). Ιδρυμένη από τα δυο έθνη τα πιο φρόνιμα και τα πιο ισχυρά, τους Ρωμαίους και τους Έλληνες (40Δ), η Κωνσταντινούπολη είναι σήμερα ένα άστρο που φωτίζει τον κόσμο (40Α): είναι μια πηγή ζώντος ύδατος που ποτίζει τους λαούς της γης (52Α). Ωστόσο το κάλλος της και η δόξα της μένουν συνδεδεμένα για πάντα με το κάλλος και τη δόξα της μητέρας της, της Ρώμης (36Δ-40Α) (13).

Παρά την απόσταση έ ξι σχεδόν αιώνων, η εποχή του Χρυσο λωρά μοιάζει καταπληκτικά με τη δική μας. Η Χριστιανική Ανατολή, συρρικνωμένη και αδύναμη, ζούσε τότε στιγμές δύσκολες, και η Ορθοδοξία, κλεισμένη στον εαυτό της, έβλεπε την ευημερούσα Χριστιανική Δύση με μεγάλη καχυποψία και προσηλωνόταν όλο και περισσότερο στον πλούτο του παρελθόντος της. Όσο για την πολιτική εξουσία, αυτή γνώριζε πολύ καλά ότι χωρίς τη στρατιωτική βοήθεια της Δύσης το Βυζάντιο ήταν καταδικασμένο σε θάνατο. Το δίλημμα: «Τι είναι προτιμότερο, η παπική τιάρα ή το τουρμπάνι των Τούρκων;». Θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως εξής: «Τι θα κάνουμε; Θα δεχτούμε να υποταγούμε στους Απίστους, να κλειστούμε στον εαυτό μας και να αναπολούμε τη δόξα του παρελθόντος; Ή θα συνεχίσουμε τον πόλεμο εναντίον των Απίστων ζητώντας τη βοήθεια της Δύσης και δεχόμενοι την προτεινόμενη ένωση των Εκκλησιών;».

Η καθεμιά από τις δυο αυτές ερωτήσεις είχε βρει την απάντηση της κι ένα πλήθος από οπαδούς. Αυτοί που δέχτηκαν την υποταγή στους Τούρκους εργάστηκαν, στη συνέχεια, για να απαλύνουν τους πόνους των ραγιάδων και να αποτρέψουν, κατά το δυνατόν, τους εξισλαμισμούς. Επί τέσσερις και πλέον αιώνες η υπόδουλη Ορθοδοξία κατάφερε να επιζήσει και να εκπληρώσει την αποστολή της χάρη ακριβώς στη μεγάλη προσήλωση της στις πνευματικές άξιες του παρελθόντος της. Χάρη επίσης στο κουράγιο που τους ενέπνεε η πίστη και που οδηγούσε τους ορθοδόξους ραγιάδες ως το μαρτύριο.

Από την άλλη μεριά πάλι, όσοι είχαν επιλέξει να αγωνιστούν στο πλευρό των άλλων χριστιανών, είχαν καταφύγει στη Δύση, μεταφέροντας μαζί τους την επιστήμη και τη σοφία έντεκα αιώνων πνευματικής ζωής και δημιουργίας της Ορθοδοξίας. Κι έθεσαν την κληρονομιά τους αυτή στην υπηρεσία της Δύσης, προτείνοντας μια καλύτερη γνωριμία με τη σοφία τόσο των αρχαίων Ελλήνων όσο και των Πατέρων της Εκκλησίας. Έτσι η Ιταλική Αναγέννηση γνώρισε νέες διαστάσεις και μεγαλύτερο πλούτο στην εξελικτική της πορεία (14).

Εξεταζόμενη υπό αυτό το πρίσμα, η περίπτωση του Μανουήλ Χρυσολωρά είναι ενδιαφέρουσα και παραδειγματική. Το κείμενο που εξετάσαμε παραπάνω δεν είναι ένα κείμενο πολιτικό ή θεολογικό, αλλά ένα καθαρά λογοτεχνικό κατασκεύασμα που ο βυζαντινός φιλόλογος και φιλόσοφος συνέθεσε τάχα «ἡδονῆς, οὐ χρείας ἕνεκεν» (24Α). Υπό μορφήν μιας χαριτωμένης επιστολής, ο συγγραφέας προσφέρει στον αναγνώστη του δύο «εκφράσεις», την περιγραφή δύο πόλεων που αντικατοπτρίζονται η μια μέσα στον καθρέπτη της άλλης. Ωστόσο προτείνει μια φιλοσοφία της Ιστορίας κι ένα παράδειγμα, το παράδειγμα μιας θαρραλέας και φωτισμένης στάσης. Στις δύσκολες στιγμές που ζούσε τότε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο Μανουήλ Χρυσολωράς δε φαίνεται να διακατέχεται από ένα οποιοδήποτε αίσθημα μειονεκτικότητος κι ούτε πως είναι έτοιμος να απαρνηθεί οτιδήποτε από την πλούσια κι ένδοξη κληρονομιά της γενέτειρας πατρίδας του και του κόσμου στον οποίο ανήκει. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να αναγνωρίσει τις αξίες μιας άλλης πόλης, ενός άλλου κόσμου, ενός άλλου πολιτισμού, στη συγκεκριμένη περίπτωση τις πολιτισμικές αξίες της Ρώμης, της Χριστιανικής Δύσης, του λατινικού ρωμαιοκαθολικού πολιτισμού. Ο οξύνους διπλωμάτης δεν αγνοούσε βέβαια τις δυσκολίες που είχαν, εδώ κι αιώνες τώρα, οι δύο χριστιανικοί κόσμοι να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Προτιμά όμως να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του στις προνομιούχες σχέσεις που υπήρχαν ή έπρεπε να υπάρχουν μεταξύ μιας μητέρας και της κόρης της, να εξάρει την κοινή πνευματική κληρονομιά τους. Έχοντας πλήρη συνείδηση των αξιών που αντιπροσωπεύει ο ορθόδοξος βυζαντινός πολιτισμός, αποφασίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του, τις γνώσεις του και τις ικανότητες του στο κίνημα της Δυτικής Αναγέννησης, στην οποία Αναγέννηση αναγνωρίζει τη ζωτικότητα του Χριστιανισμού και το μεγαλείο του ελληνορωμαϊκού πνεύματος. Με τη στάση του αυτή και τις υπηρεσίες που προσέφερε, ο Μανουήλ Χρυσολωράς αναδείχτηκε σ' έναν από τους περιφανέστερους εργάτες της Ιταλικής Αναγέννησης και του δυτικού ουμανισμού.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

10. Για το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό το πρίσμα του δικού μας, εδώ προβληματισμού, βλ. ΑΠ. ΒαΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, στορία τοῦ Νέον Ἑλληνισμοῦ, τομ.. Α', Θεσσαλονίκη 1961, σσ. 96-153 και 226-274. Για την Ιταλική Αναγέννηση και την ιστορική πορεία της Ευρώπης κατά τους Νεότερους Χρόνους η οποιαδήποτε βιβλιογραφική αναφορά εδώ είναι περιττή. Για τη σχέση των Ελλήνων λογίων με την Αναγέννηση, βλ. πρόχειρα ΑΠ. ΒαΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ο.π.Α', 310-349. Ν. G . WILSON, Ἀ πό τό Βυζάντιο στήν Ἀναγέννηση (μετάφραση από τα αγγλικά), Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1994. j . Ch . SALADIN, La bataille du grec á la Renaissance, Paris, Les Belles Lettres, 2000 . Κατά τρόπο συνθετικό και σχηματικό A. ARGYRIOU, " Les Byzantins émigrés en Europe á l'Epoque de la Renaissance et leur contribution á la découverte par l'Occident des docteurs de l'Eglise grecque  » in Boukovlia. Mélanges offerts à Bertrard Bouvier , Paris, Les Belles Lettres, 1995, 123- 138.

11. Για τ o ν Μανουήλ Χρυσολωρά, βλ . ΑΠ . ΒαΚΑΛΟΠΟΎΛΟΣ, ο . π . Α΄, 315- 319. M . MANOUSSAKAS- C. STAIKOS, L'activité editorial des Grecs prendant la Renaissance et les premiers livres gres imprimés à Strasbourg, Athènes, Ministère Grec de la Culture, 7-8. N . G . WILSON, οπ.π. , σσ. 26-34.

12. Η εσωτερική δομή του κειμένου είναι η εξής- κολ. 24Α-25Δ: εισαγωγή, 28Α-36Χ: περιγραφή της Ρώμης, 36Χ-37Δ: μετάβαση από τη μια περιγραφή στην άλλη, 37Δ-52Α: περιγραφή της Κωνσταντινούπολης (όπου 48Χ-52Α: περιγραφή της Αγίας Σοφίας), 52Α-54Χ: επίλογος (φιλοσοφία της ιστορίας).

13. Παρόμοιες εικόνες και παρομοιώσεις της Κωνσταντινούπολης συναντάμε κι άλλου. Για τον πατριάρχη Φώτιο, π.χ., η Κωνσταντινούπολη «ώσπερ ἀπό τινος ὑψηλοῦ καί μετεώρου χωρίου τάς τῆς Ὀρθοδοξίας πηγάς τῆς βασιλίδος ἀναδιδούσης, καί καθαρά τῆς εὐσεβείας τά νάματα εἰς τά τῆς οἰκουμένης διαρἤρὤεούσης πέρατα, και ποταμῶν δίκην ἀρδευούσης τοῖς δόγμασι τάς ἐκεῖσε ψυχάς», σε αντίθεση με τη βαρβαρότητα που επικρατούσε στη δυτική Χριστιανοσύνη (Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικής Ἐκκλησίας, Αθήνα , 1960, σελ. 321). Για τον Ιωσήφ Βρυέννιο πάλι, αν η Κωνσταντινούπολη κατατρέχεται από τόσους εχθρούς, είναι - γιατί «ἔοικε τοῦτο τό γένος (τό ρθόδοξο βυζαντινό) δένδρῳ μεγάλῳ καίι ὑψηλῷ ποικίλοις μεν ἄνθεσι κομῶντι καί ποικίλοις καρποῖς βρίθοντι, ὑπό δε πάντων θηρίων τῆς γῆς καί πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ δια ταῦτα πολεμουμένω» (Α. ΑΡΓΥΡΙΟΥ, «Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου μετά τίνος Ἰσμαηλίτου διάλεξη», στην ΕΕΒ5 35 (1966) 141-195, το παράθεμα σσ. 177-8.

14. Για τις ιδεολογικές ζυμώσεις κατά την περίοδο αυτή και τη δράση των Ελλήνων διανοουμένων στη Δύση. βλ. ΑΠ. ΒΑκαΛΟΠΟΥΛΟΣ, στορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, οπ.π. τομ. Α', σσ. 226-247 και 310-349. Α. ΑΡΓΥΡΙΟΥ, Ἰ δεολογικά ρεύματα.,., ο.π.