Η ζωή μετά θάνατον κατά την ορθόδοξη παράδοση
εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2025, σελ. 219-223.
Ὁρισμένοι Πατέρες ἀνέλαβαν ἐπίσης τήν πολεμική ἐναντίον μιᾶς πολύ διαδεδομένης θεωρίας κατά τήν ἀρχαιότητα (1), πού σχετίζεται μέ τήν τύχη τοῦ ἀνθρώπου μετά θάνατον, αὐτή τῆς Μετεμψυχώσεως (2). Ἡ ἀναβίωση τῆς θεωρίας αὐτῆς ἀπό τή Θεοσοφία καί τό κίνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς (New Age) ὑπό τήν ἐπίδραση τῶν θρησκειῶν τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς (Ἰνδουϊσμός, Βουδδισμός) μᾶς ὑποχρεώνει νά παραθέσουμε συνοπτικά τά ἐπιχειρήματα τῆς πολεμικῆς τους καί νά διευκρινήσουμε τήν χριστιανική θέση ἐπί τοῦ θέματος.
Ὁ Εἰρηναῖος Λυῶνος, ἔνθερμος ὑποστηρικτής τῆς ἑνότητας τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, σημείωνει: «Ὁ Κύριος ἐδίδαξε ρητῶς ὅτι οἱ ψυχές παραμένουν ὡς ἔχουν χωρίς νά περνᾶνε σέ ἄλλα σώματα. Διατηροῦν ἀκόμη καί τά ὅποια χαρακτηριστικά τοῦ σώματος, μέ τό ὁποῖο ἦσαν δεμένες, ἐνῶ ἐνθυμοῦνται πράξεις πού ἔκαναν στόν κόσμο τοῦτο» (3). Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας κατηγορεῖ τήν παράλογη, ὀλέθρια καί ἐπιβλαβή αὐτή διδασκαλία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ ἀνθρωπος μπορεῖ νά γίνει λύκος, σκύλος, ὄνος ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἄλογο ζῶο (4).
Ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης ἀπό τήν πλευρά του προβάλλει ἕνα ἄλλο ἐπιχείρημα πνευματικῆς φύσεως, ἀφοῦ θεωρεῖ ὅτι μεταξύ τῶν ἱερόσυλων, ὁρισμένοι ἀποδίδουν στίς ψυχές τή δυνατότητα μετεμψυχώσεων, ἀδικώντας κατ αὐτόν τόν τρόπο τά σώματα, τά ὁποῖα μοιράσθηκαν τούς κόπους τῶν ψυχῶν, ἀφοῦ τά ἀποστεροῦν ἀπό τίς θεῖες ἀνταμοιβές πού τούς ὀφείλονται στό τέλος μιᾶς θεάρεστης διαδρομῆς τους (5).
Ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἀσκεῖ εὐρεία κριτική στή θεωρία τῆς μετεμψυχώσεως ἀπό ἀνθρωπολογικῆς ἀπόψεως (6), ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τόν ἀδελφό του Μ. Βασίλειο (7) καί τόν Γρηγόριο Ναζιανζηνό (8). Ὀφείλουμε ἐν πρώτοις νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι κατά τή θεωρία τῆς μετεμψυχώσεως ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μετά τόν θάνατό του ἐνδύεται τό σῶμα ζώων ἤ ἀκόμη καί φυτῶν, συγχέει τίς φύσεις διαφορετικῶν ὄντων καί τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους (9). Συνεπάγεται κατά παράλογο τρόπο ὅτι ἡ ψυχή, ἀναλόγως τοῦ σώματος μέ τό ὁποῖο ἐνδύεται, ἀλλάζει ἡ ἴδια τή φύση της, ὄντας ἀρχικῶς λογική, ἐνῶ συνακολούθως ἀπεκδύεται τόν λόγο καί στερεῖται εὐαισθησίας (10). Αὐτό συνεπάγεται ὅτι ὅλα τά πράγματα θεωροῦνται ὅτι ἀποτελοῦν τήν ἴδια πραγματικότητα, ὅτι μοναδική εἶναι καί ἡ φύση τῶν ὄντων, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἴδια συγκεχυμένη, ἀφοῦ μιγνύει καί ἐξομοιώνει διάφορα χαρακτηριστικά, μή διακρίνοντας τόν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τοῦ κάθε ὄντος (11). Οἱ ἄνθρωποι πού ἀσπάζονται τή θεωρία αὐτή χάνουν ὁποιαδήποτε αἴσθηση ἱεραρχίας τῶν ὄντων, ἀφοῦ ἐάν ἀποδίδεται ἡ ἴδια σημασία στά ζῶα καί στά φυτά, ὅση καί στούς ἀνθρώπους, αὐτό μπορεῖ νά ἐκδηλωθεῖ μέ θετική ἔννοια ὡς μεγαλύτερος σεβασμός ἔναντι τῶν φυτῶν καί τῶν ζώων, ἀλλά μέ ἀρνητική ἔννοια συνεπάγεται μία ἀπαξίωση τοῦ ἀνθρώπου πού ἀνέχεται τήν κακομεταχείριση ἤ καί τήν ἀγριότητα ἀπέναντί του (12).
Ὁ Γρηγόριος ἀκολούθως ἀναφέρεται σέ αὐτούς πού θεωροῦν τήν μετεμψύχωση ὡς τήν «πτώση» μιᾶς ψυχῆς ἀπό ἕνα σῶμα σ΄ἕνα ἄλλο λόγῳ διαπράξεως τοῦ «κακοῦ». Ἀντιτάσσει μάλιστα ὅτι, ἐφόσον ἡ πτώση γίνεται διά τῆς διαπράξεως τοῦ κακοῦ, τότε ἀποδίδεται σέ αὐτό ἡ πρωτοβουλία γιά τή δημιουργία ὑπάρξεων (13) καί ὅτι συνεπῶς ἡ θεία Πρόνοια δέν παίζει κανένα ρόλο (14).
Οἱ θεωρίες τῆς μετεμψυχώσεως, κυρίως αὐτές πού ἀποδίδουν ἐνεργό ρόλο στό κακό, συνεπάγονται μία αἰτιακή προσέγγιση τῆς πτώσεως ἤ τοῦ περάσματος σέ ἄλλα σώματα, μήν ἀφήνοντας πλέον καμμία θέση στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία (15). Μία τέτοια θεωρία καταστρέφει κάθε ἔννοια ἠθικῆς καί καθιστᾶ ἀχρείαστη τήν πνευματική ζωή (16). Αὐτό ἰσχύει ἔτι περαιτέρω στήν ὑποτιθέμενη περίπτωση πού ἡ ψυχή εἰσέρχεται σέ σῶμα ζώου, ἀφοῦ ἔτσι ὑποτάσσεται σέ ἔνστικτα καί πάθη καί στερεῖται ὁλοκληρωτικά τῆς δυνατότητας ἐπιλογῆς τοῦ ἀγαθοῦ, ἀφοῦ στά ζῶα δέν ὑπάρχει οὔτε ἡ ἐπιλογή οὔτε ἡ ἀρετή. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ ψυχή δέν μπορεῖ ν΄ἀκολουθῆσει τόν ἀνηφορικό δρόμο πού μπορεῖ νά τήν ὁδηγήσει σέ μίαι καλύτερη κατάσταση, ἀφοῦ δέν θα μπορεῖ νά ἐπανορθώσει καί νά σταματήσει τήν καθοδική της πορεία πρός τό χειρότερο, ἤτοι μετά τήν κατάσταση τ?ν ζώων, νά περάσει σέ αὐτήν τῶν φυτῶν καί τελικά στήν ἴδια τήν ἀνυπαρξία (17).
Στή θεωρία αὐτή, ὁ Γρηγόριος ἀντιτάσσει τή χριστιανική διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀποδίδει ἀξία στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τό ὁποῖο διά τῆς δυνατότητας τῆς ἐλευθέρας ἐπιλογῆς, μπορεῖ νά γίνει ὅ,τι αὐτό θέλει ἐπιλέγοντας τό ἀγαθό καί νά προοδεύσει ὡς πρός τήν ἀρετή (18).
Ὁ Γρηγόριος ἀπορρίπτει ἐπίσης καί τή θεωρία περί προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, ἡ ὁποία προϋποθέτει τή θεωρία τῆς μετεμψυχώσεως, ὑπογραμμίζοντας κατηγορηματικά τή βασική ἀρχή τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, τήν ταυτόχρονη ἔλευση στή ζωή ψυχῆς καί σώματος (19). Ἐπιπλέον τονίζει, ὅπως διαπιστώσαμε καί ἀνωτέρω (20), τήν ἀδιάσπαστη σχέση ψυχῆς καί σώματος καί τή διατήρηση τῆς σχέσεώς τους καί μετά τή διάσπασή τους πού ἐπέρχεται μετά θάνατον. Ἡ θεώρηση αὐτή, βασιζόμενη σέ μέ μία πολύ ἰσχυρή αἴσθηση τῆς ταυτότητας καί τῆς σταθερότητας τῆς ὑποστάσεως ἤ τοῦ προσώπου τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη ἰσχυρό ἐπιχείρημα κατά τῆς θεωρίας τῆς μετεμψυχώσεως. Πράγματι, τό νά νά δεχτοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀλλάξει σῶμα, θά συνεπαγόταν: α) Τήν ἄρνηση τῆς σχέσεως πού διατηρεῖ πάντοτε ἡ ψυχή μέ τό σῶμα. β) Τήν ἄρνηση τῆς ὑποστατικῆς διαστάσεως τοῦ σώματος, ἤτοι ὅτι τό σῶμα ὄχι μόνο ἀνήκει σέ ἕνα πρόσωπο, ἀλλά καί ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα στοιχεῖο καί μία διάσταση τοῦ προσώπου αὐτοῦ (21). γ) Τήν ἄρνηση τῆς ταυτότητας τοῦ προσώπου αὐτοῦ, ἀφοῦ, αὐτό θά ἦταν, διά μέσου τῶν διαφορετικῶν σωμάτων, διαδοχικά διαφορετικά ἀνθρώπινα πρόσωπα, ἤ διαφορετικά ζῶα ἤ φυτά. δ) Τήν ἄρνηση τῆς διατηρήσεως τῆς προσωπικῆς ταυτότητας στό πέρασμα τοῦ χρόνου. Ἡ μετεμψύχωση, γιά νά τό διατυπώσουμε διαφορετικά, ἀρνεῖται τόσο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὅσο καί τήν ἀνθρώπινη φύση, δύο πραγματικότητες μέ τίς ὁποῖες συνδέεται βαθύτατα ὁ χριστιανισμός, ἀφοῦ βασίζονται στόν ἴδιο τόν Θεό, κατ εἰκόνα τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος.
Αὐτά τά ἀνθρωπολογικῆς φύσεως ἐπιχειρήματα ἀναπτύχθηκαν περαιτέρω καί ἐμβαθύνθηκαν ἀπό τόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ὑπογραμμίζει μετ ἐπιτάσεως τόν συγχρονισμό ἐλεύσεως στήν ὕπαρξη ψυχῆς καί σώματος καί στήν ἕνωσή τους σέ μία ὑπόσταση, στήν ὁποία ἀνήκουν πλέον ἄρρηκτα καί στή διατήρηση τῆς σχέσεώς τους καί μετά θάνατον. Ἔχοντας ἐκθέσει τήν ἐπιχειρηματολογία σέ ἄλλο σημεῖο (22) δέν θα ἐπανέλθουμε ἐκ νέου στό σημεῖο αὐτό.
Σημειώνουμε μόνο, ὅτι οἱ σύγχρονοι θεολόγοι παραμένουν πιστοί στήν ἀνθρωπολογία αὐτή, ἡ ὁποία: α) ἀποδίδει ἀξία στήν ἑνότητα, τήν μοναδικότητα καί τήν ταυτότητα τῆς ὑποστάσεως ἤ τοῦ προσώπου, β) θεωρεῖ ὅτι τό σῶμα καί ἡ ψυχή ἀνήκουν σέ αὐτήν τήν ὑπόσταση καί διά μέσου αὐτῆς εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους καί μετά τόν διά τοῦ θανάτου χωρισμό τους, χωρισμός πού ἄλλωστε εἶναι προσωρινός, γ) θεωρεῖ ὅτι ἡ ψυχή δέν μπορεῖ παρά νά ἔχει μόνο ἕνα σῶμα, ὅπως καί ἀντιστοίχως τό σῶμα μία μόνο ψυχή, ἐνῶ καί τό ἴδιο τό ἀναστημένο σῶμα ταυτίζεται, ἀνεξαρτήτως τοῦ τρόπου ὑπάρξεώς του, μέ τό ἐπίγειο σῶμα (23).
Υποσημειωσεις
(1) Τήν υἱοθέτησαν ὑπό διαφορετικές μορφές οἱ ὀρφικοί, οἱ πυθαγόρειοι, ὁ Πλάτων, οἱ Στωϊκοί, οἱ νεοπλατωνικοί, οἱ γνωστικοί καί οἱ μανιχαῖοι.
(2) Συχνά ἀναφέρεται καί μέ τούς ὅρους «μετενσάρκωση» ἤ «transmigration de lâme». Ὁμιλώντας ὅμως κυριολεκτικῶς , ἔχουμε νά κάνουμε μέ «μετενσωμάτωση».
(3) Contre les hérésies, II, 34, 1, SC 294, σ. 354-356.
(4) Πρός Αὐτόλυκον, , III, 7. SC 20, σ. 137.
(5) Ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία , VII , I , 2, PG 3, 553 BC.
(6) Βλ. Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως , 88-101, PG 46, 108A-121A· Πρός τούς λέγοντας προϋφεστάναι τάς ψυχάς τῶν σωμάτων , 28-29, PG 44, 229B-240B· J. Daniélou, «Metempsychosis in Gregory of Nyssa», The Heritage of the Early Church, Essays in Honor of the Very Reverend G. V. Florovsky , Rome, 1973, σ. 227-243.
(7) Homélies sur lHexaéméron, VIII, 2, SC 26 bis, σ. 436.
(8)Discours, XXVII, 10, SC 250, σ. 94. Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος ἄσκησε ἐπίσης κριτική κατά τῆς θεωρίας αὐτῆς. Βλ. Εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, II, 5 · Εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, LXVI, 3· Εἰς τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν, XI, 3.
(9) Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως , 89· 91.
(10)Ἔνθ ἀν., 91.
(11) Ἔνθ ἀν., 91· 92.
(12)Ἔνθ ἀν., 92.
(13)Ἔνθ ἀν., 96.
(14) Ἔνθ ἀν., 98.
(15)Ἔνθ ἀν., 99-100.
( 16) Ἔνθ ἀν., 99-100.
(17) Βλ. Πρός τούς λέγοντας προϋφεστάναι τάς ψυχάς τῶν σωμάτων, 28.
(18) Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, 101.
(19)Ἔνθ ἀν., 106-107· Πρός τούς λέγοντας προϋφεστάναι τάς ψυχάς τῶν σωμάτων, 28· 29. Ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει τήν προσέγγιση τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ἐπί τοῦ θέματος στήν μελέτη Pour une éthique de la procréation. Éléments d anthropologie patristique, Paris, 1998, σ. 106-110.
(20) Ἔνθ ἀν. κεφάλαιο 3.
(21) Γιά ἐπιπρόσθετες σκέψεις καί παραπομπές βλ. τήν μελέτη μας: Ceci est mon corps. Le sens chrétien du corps selon les Pères de lÉglise, Genève, 1996.
(22) Pour une éthique de la procréation. Éléments danthropologie patristique, Paris, 1998, σ. 110-121.
(23) Γιά τήν ὀρθόδοξη θεώρηση τοῦ σώματος , β λ.: O. Clément, Corps de mort et de gloire, Paris, 1995· J.-C. Larchet, Ceci est mon corps. Le sens chrétien du corps selon les Pères de lÉglise, Genève, 1996. Σχετικά μέ τό ἀσύμβατο τῆς θεωρίας τῆς μετενσαρκώσεως καί τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας, πρβλ.: Aρχιμανδριτου Séraphim Rose, Lâme après la mort, σ. 88-91· Mητροπολίτου Ιεροθέου Βλάχου, Life after Death, σ. 84-88· N. Π . Βασιλειάδου, The Mystery of Death, σ. 440-444.