Ὁ Ἁγιορείτης Μοναχός Μάξιμος ὁ Γραικός

Φειδά Ιω. Βλασίου, Ομότ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών

Τό σπουδαῖο θέμα τοῦ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, ὑπό τόν πολυσήμαντο τίτλο : ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ (Κύριλλος καί Μεθόδιος, Ἡσυχασμός, Ἅγιον Ὄρος), ἐκφράζει μέ ὑπέροχο καί περιεκτικό τρόπο τήν ἁρμονική σύνθεση ἀφ ’ ἑνός μέν τοῦ ἐπί μία ὀγδοηκονταετία ἐπιτελεσθέντος πλουσίου καί πολύπτυχου ἐπιστημονικοῦ ἔργου ὑπό τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν (1939-2019) γιά τίς διαχρονικές σχέσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τόν κόσμο τῶν Σλάβων τόσο κατά τή βυζαντινή, ὅσο καί κατά τή μεταβυζαντινή περίοδο, ἀφ ’ ἑτέρου δέ τήν ἀπόδοση τῆς ὀφειλομένης τιμῆς στόν ἀείμνηστο καί διαπρεπῆ Καθηγητή Ἀντώνιο – Αἰμίλιο Ταχιάο γιά τήν πολύτιμη καί ἀνεκτίμητη προσφορά του στήν εὐαίσθητη αὐτή καί πολυσήμαντη ἀποστολή τῆς Ἑταιρείας.

Ἡ πρόθυμη λοιπόν συμμετοχή μου στό διεθνές αὐτό Ἐπιστημονικό Συμπόσιο εἶναι μία ὀφειλομένη τιμή πρός τόν μεγάλο Διδάσκαλο τόσο γιά τήν πληρέστερη ἀνάδειξη τῆς ἰδιάζουσας διαχρονικῆς καί συγχρονικῆς σημασίας τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς γιά τόν ἑλληνισμό, ὅσο καί γιά τήν εὐρύτερη προβολή τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος στούς ἐγγύς καί τούς μακράν.Συνεπῶς, τό διεθνές αὐτό ἐπιστημονικό Συμπόσιο εἶναι μία ἀξιόπιστη ἐγγύηση, ὅτι ὁ ἐπιστημονικός διάλογος, τόν ὁποῖο ἐκεῖνος ὑποστήριξε μέ ὅλες τίς δυνάμεις του καί μέ ἐντυπωσιακό πάντοτε ζῆλο, συνεχίζεται καί θά συνεχίζεται προφανῶς γιά πολλές ἀκόμη δεκαετίες, γιατί ἔχει ἤδη ἰσχυρά θεμέλια.

Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἐπέλεξα ὡς θέμα τῆς παρούσης Εἰσηγήσεως τόν περίφημο ἁγιορείτη μοναχό ἅγιο Μάξιμο τόν Γραικό, τόν Φωτιστή τῶν Ρώσων,ὄχι μόνο γιατί εἶναι κατά κοινή διαπίστωση μία ἀπό τίς σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες τοῦ μεταβυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά καί γιατί ἀφιερώθηκε μέ μοναδικό ζῆλο καί ἐντυπωσιακή αὐτοθυσία στή μεταλαμπάδευση τῶν νέων προοπτικῶν τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος στόν ἐξερχόμενο ἀπό μία μακρά καταπιεστική μογγολική κυριαρχία εὐλαβῆ ρωσσικό λαό (1240-1462), ὑπό ἐξαιρετικά ἀντίξοες μάλιστα ἤ καί πράγματι τραγικές συνθῆκες.

1. Καταγωγή, σπουδές καί ἔργο στή Δύση

Ὁ Μάξιμος ὁ Γραικός ἤ ὁ Ἁγιορείτης ἤ ὁ Βατοπεδινός ἤ ὁ Φωτιστής τῶν Ρώσσων κ.ἄ., κατά κόσμον Μιχαήλ Τριβώλης, ὑπῆρξε μία ἀπό τίς σημαντικότερες ἐκκλησιαστικές καί πνευματικές προσωπικότητες τῆς μεταβυζαντινῆς περιόδου ὄχι μόνο γιά τήν εὐρύτητα ἤ τήν ποιότητα τῆς οὑμανιστικῆς παιδείας του, ἀλλά καί γιά τόν ἐντυπωσιακό τρόπο ἀξιοποιήσεώς της γιά τόν φωτισμό τοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ, ὑπό ἐξόχως μάλιστα ἀντίξοες ἤ καί τραγικές συνθῆκες.

Οἱ ποικίλες σημαντικές πτυχές τῆς μεγάλης αὐτῆς προσωπικότητας, τοῦ πολυκύμαντου βίου καί τοῦ πολυδιάστατου ἔργου του ἔχουν ἤδη μελετηθῆ σέ βάθος καί ὑπό διάφορες προοπτικές ἀπό πολλούς εἰδικούς ἐρευνητές μέ συστηματικά πολύτομα ἔργα καί μελέτες, τά ὁποῖα ἀνέδειξαν τά ἐξαιρετικά πνευματικά χαρίσματα τῆς ἐξέχουσας αὐτῆς προσωπικότητας, περιέγραψαν καί ἀξιολόγησαν τίς τραγικές πτυχές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ του βίου καί ἐγκωμίασαν εὐλόγως τήν πνευματική πληρότητα τοῦ πλούσιου ἔργου στή Δύση, στό Ἅγιον Ὄρος καί στή Ρωσία (Vl. Ikonikov, E. Golubinskii, A. Gorski, E. DenissoffB. Schultze, B. Dunaev, N. Gudzi, I. Jagic, N. Kapterev, IPreobrazenskii, AEck, Γρ. Παπαμιχαήλ κ. ἄ.).

Ὁ Μιχαήλ Τριβώλης ἦταν γόνος τῆς μεγάλης καί πλούσιας οἰκογένειας τῶν Τριβωλῶν τῆς Πελοποννήσου καί συνδεόταν μέ τόν οἶκο τῶν Παλαιολόγων τοῦ Μυστρᾶ, κλάδοι δέ αὐτῆς ἐγκαταστάθηκαν στήν Ἄρτα καί στήν Κέρκυρα. Ὁ πατέρας του Μανουήλ ἐγκαταστάθηκε στήν Ἄρτα, ὅπου γεννήθηκε ὁ Μιχαήλ πρίν ἀπό τό ἔτος 1470, ἐνῶ ὁ λόγιος συγγενής του Δημήτριος, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τή μεγάλη οἰκογένεια τῶν Τριβωλῶν στήν Κέρκυρα, σπούδασε καί ἐργάσθηκε ὡς ἀντιγραφέας χειρογράφων κλασικῶν ἑλληνικῶν ἔργων στήν Ἰταλία, πρίν ἀπό τήν ἐγκατάστασή του στήν Κέρκυρα. Προφανῶς, ἡ οἰκογενειακή παράδοση καί ἡ οἰκονομική εὐχέρεια προσδιόρισαν τίς προοπτικές τῶν σπουδῶν τοῦ Μιχαήλ τόσο στήν Κέρκυρα, ὅσο καί στήν Ἰταλία, ὅπου μετέβη τό 1489 καί εἶχε ὡς διδασκάλους του τόν φίλο τοῦ Δημητρίου Τριβώλη Ἰανό Λάσκαρη καί πολλούς ἄλλους ἕλληνες λογίους.

Βεβαίως, ὁ Μιχαήλ ἀναδείχθηκε σέ ἐκλεκτό μέλος τῶν μαθητῶν καί συνεργατῶν τοῦ Ἰανοῦ Λάσκαρηστήν Πλατωνική Ἀκαδημία τῆς Φλωρεντίας, δίδασκε δέ ἑλληνική φιλολογία καί ἐργαζόταν ὡς ἀντιγραφέας ἑλληνικῶν χειρογράφων ἔναντι τῆς καθιερωμένης ἀμοιβῆς. Στή Φλωρεντία συνδέθηκε μέ ἐξέχοντες ἐκπροσώπους τοῦ ἀναγεννησιακοῦ Οὑμανισμοῦτῆς Ἰταλίας ( Ἄγγελο Πολιτσιάνο, Σκιπίωνα Καρτερομάχο κ.ἄ.), ἐνῷ παρακολούθησε μέ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τά φλογερά κηρύγματα τοῦ περιφήμου Ἱερωνύμου Σαβοναρόλα, ἡγουμένου τῆς ἰδιότυπης Μονῆς τῶν Καρτουσιανῶν τοῦ ἁγίου Μάρκου τῆς Φλωρεντίας, ἐναντίον τόσο τῆς ἐλευθεριότητας τῶν ἠθῶν τῆς οὑμανιστικῆς ἰδεοληψίας τῶν Μεδίκων, ὅσο καί τῶν παγανιστικῶν αὐθαιρεσιῶν τῆς πρώιμης Ἀναγεννήσεως.

Ἡ συγκλονιστική αὐτή ἀντιπαράθεση τῶν αὐστηρῶν ἀσκητικῶν ἀρχῶν τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως στά ὀξύτατα κηρύγματα τοῦ Ἱερ. Σαβοναρόλα ἐναντίον ἑνός ἀνερμάτιστου ἀναγεννησιακοῦ ἰδεώδους τῆς Πλατωνικῆς Ἀκαδημίας κατανοήθηκε ἀπό τόν Μιχαήλ Τριβώλη ὡς μία πρόσκληση ἤ καί ὡς μία πρόκληση γιά μία πνευματική ἀφύπνιση καί ἠθική ἄσκηση, ἡ ὁποία ἄφησε ἀνεξίτηλη τή σφραγίδα τῆς πνευματικῆς ἀγωνίας στήν ψυχή τοῦ νεαροῦ Μιχαήλ.

Ἡ ἀποδοχή τοῦ διδασκάλου του Ἰανοῦ Λάσκαρη νά ἀποδεχθῆ τήν πρόσκληση τοῦ βασιλιᾶ τῆς Γαλλίας Καρόλου Η’ καί νά ἐγκατασταθῆ στό Παρίσι ἀνάγκασε τόν Μιχαήλ νά ἀναζητήση ἐργασία στή Μπολόνια (1495), τή Φερράρα, τή Πάδουα, τό Μιλάνο κ.ἄ., γιά νά καταλήξη τελικῶς στή Βενετία (1496), ὅπου συνάντησε τούς φίλους του Ἰωάννη Γρηγορόπουλο καί Σκιπίωνα Καρτερομάχο κ.ἄ.Στή Βενετία ἐργάσθηκε στίς ἑλληνικές ἐκδόσεις τοῦ Τυπογραφείου τῶν Κρητῶν Ζαχαρία Καλλιέργη καί Νικολάου Βλαστοῦ, ἐνῷ συνεγάσθηκε μέ τόν φίλο του Ἰω. Γρηγορόπουλο στούς δύο ἐκδοτικούς φορεῖς τῆς Βενετίας, ἀλλ’ὅμως ἀναζήτησε συγχρόνως καί ἄλλες καλλίτερες ἐπιλογές στό Μιλάνο καί στίς Βερκέλλες τοῦ Πεδεμοντίου.

Ἡ πρόσκληση ὅμως τοῦ Μιχαήλ ἀπό τούς ἐκδότες τοῦ Μιλάνου ( Mansi καί Bissoli ) νά συνεργασθῆ μέ τόν διδάσκαλό του στή Φλωρεντία Δημήτριο Χαλκοκονδύλη γιά τήν ἔκδοση τοῦ περιφήμου λεξικοῦ «Σουΐδα» δέν εὐοδώθηκε, γιατί εἶχε ἤδη ἀποδεχθῆ τήν πρόσκληση τοῦ οὑμανιστῆ καί λάτρη τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ἡγεμόνα τῆς Φλωρεντίας Τζιαφραντσέσκο Πίκο Ντέλλα Μιράντολα γιά τήν ἔκδοση τῶν «Ἐκκλησιαστικῶν Ἱστοριῶν» τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας καί τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, γιά τίς ὁποῖες ἔτρεφε ἰδιαίτερη ἐκτίμηση ὁ ἡγεμόνας τῆς Φλωρεντίας.

2. Ἡ σχέση τοῦ Μιχαήλ Τριβώλη μέ τή Μονή τῶν Καρτουσιανῶν τῆς Φλωρεντίας

Ἡ Ἱ. Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀποφάσισε τό 1988 νά ἀνακηρύξη καί ἐπισήμως ἅγιο τόν ἤδη τιμώμενο ὡς ἅγιο καί ὡς ὁμολογητή τῆς πίστεως Μάξιμο τόν Γραικότόν Φωτιστή τῶν Ρώσσων, στό πλαίσιο τῶν ἐκδηλώσεων τῆς χιλιετηρίδας τοῦ χριστιανικοῦ βίου τῆς Ρωσσίας (988-1988), γι’ αὐτό ζήτησε μέ συνοδική Ἐπιστολή καί τή μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας προελεύσεως τοῦ Φωτιστοῦ τῶν Ρώσσων.Ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνέθεσε στόν γράψαντα τήν παρούσα Εἰσήγηση νά συντάξη καί τήν ἀπαντητική μαρτυρία περί τῆς ἁγιότητας Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ, ἡ ὁποία ἀναφερόταν στό πρόσωπο καί τόν βίο τοῦ Μιχαήλ Τριβώλη πρίν ἀπό τήν ἀποστολή του στή Ρωσσία.

Ἦτανὅμως ὁμόφωνη ἡ γνώμη στή ρωσσική καί στή διεθνῆ βιβλιογραφία ὅτι ὁ Μιχαήλ Τριβώλης, θαυμαστής τῶν φλογερῶν κηρυγμάτων τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Καρτουσιανῶν Ἱερωνύμου Σαβοναρόλα ἐναντίον τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς Ἀναγεννήσεως καί τοῦ Οὑμανισμοῦ, ἀσπάσθηκε δῆθεν τόν μοναστικό βίο καί παρέμεινε ὡςδόκιμος ἤ ὡςμοναχός στή Μονή τῶν Καρτουσιανῶν τῆς Φλωρεντίας γιά μία ὁλόκληρη διετία.Ὑπό τήν προοπτική αὐτή,ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπικεντρώθηκε κυρίως στή διευκρίνηση τῆς σχέσεώς του μέ τή Μονή τοῦ ἁγίου Μάρκου τῶν Καρτουσιανῶν τοῦ τάγματος τῶν Δομινικανῶν τῆς Φλωρεντίας, ὅπως ἐπίσης καί τῶν λόγων τῆς διετοῦς παραμονῆς του σέ αὐτή, ἤτοι ἄν πράγματι ἐντάχθηκε ἤ ὄχι στήν τάξη τῶν δοκίμωνἤ τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς, ὡς γενικῶς ὑποστηρίζεται.

Ἡ συστηματική λοιπόν κριτική καί συγκριτική ἀξιολόγηση τῶν ἀμέσων καί ἐμμέσων σχετικῶν μαρτυριῶν ὄχι μόνο δέν ἐπιτρέπουν, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἀποκλείουν ὁποιαδήποτε συσχέτιση τῆς διετοῦς διαμονῆς του στή Μονή μέ τή γενικῶς ὑποτιθέμενη ἔνταξή του σέ μία ἰδιότυπη μοναστική ἀδελφότητα.Εἶναι ὅμως εὐνόητον, ὅτι τό συμπέρασμα αὐτό προϋποθέτει ἀπαραιτήτως μία σαφῆ, θεμελιωμένη καί ἀδιαμφισβήτητη ἐξήγηση τοῦ συγκεκριμένου λόγου τόσο τῆς εἰσόδου τοῦ Μιχαήλ Τριβώλη στή Μονή τῶν Καρτουσιανῶν, ὅσο καί τῆς διετοῦς διάρκειας τῆς παραμονῆς του στή Μονή(Β. Ἰ. Φειδᾶ, Μάξιμος ὁ Γραικός, ὁ Φωτιστής τῶν Ρώσσων, Ἐκκλησία 65, 1988, 274 κἑξ.).

Ἡ μόνη σωζόμενη σχετική μαρτυρία γιά τήν εἴσοδό του στή Μονή αὐτή εἶναι σαφής καί ἀναμφισβήτητη,ἀφοῦ προέρχεται ἀπό τό ἐπίσημο «Χρονικόν» (Chronica) τῆς Μονῆς, στό ὁποῖο κατεγράφοντο οἱ εἰσερχόμενοι στή Μονή, χωρίς ὅμως νά δηλώνονται καί οἱ λόγοι τῆς εἰσόδου τους. Ἡσυγκεκριμένημαρτυρίαἔχειὡςἀκολούθως: ” Frater Michael Emmanuelis decivitate Arta, eodem nomino pius in seculodictus, accepit habituma venerabili Fratre Mattheo, die quarta de cimalunii circa horam primam noctis, anno Domini 1502”. Ἡ σημαντική αὐτή μαρτυρία ἑρμηνεύθηκε γενικῶς ἀπό ὅλους τούς εἰδικούς ἐρευνητές ὡς ἔνταξη τοῦ Μιχαήλ Τριβώλη ὡς δοκίμου ἤ ὡς μοναχοῦ στήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς τῶν Καρτουσιανῶν.

Ἐντούτοις,εἶναι εὐνόητον ὅτι, ἐάν ὁ Μιχαήλ Τριβώλης εἶχε πράγματι ἐνταχθῆ στό τάγμα τῶν Καρτουσιανῶν ὡς δοκίμος ἤ ὡς μοναχός, τότε δέν θα ἀπέφευγε νά ἀναφερθῆ σέ ἕνα τόσο σημαντικό γεγονός γιά τή ζωή του, ἀφοῦ ὑπῆρχαν στή Βενετία πολλές πηγές γιά νά ἐνημερωθῆ σχετικῶς τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ εὐνόητες μάλιστα τίς ἀρνητικές προεκτάσεις γιά τίς σχέσεις του μέ τούς ἕλληνες λογίους τῆς Ἰταλίας. Ἡ ἀπόλυτη λοιπόν σιγή του γιά τό γεγονός αὐτό ὑποδηλώνει σαφῶς ἀφ’ἑνός μέν ὅτι ὁ ἴδιος δέν θεωροῦσε ὡς ἕνα ἀξιοσημείωτο γεγονός τήν ἁπλῆ εἴσοδό του στή Μονή τῶν Καρτουσιανῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι δέν εἶχε ὁποιεσδήποτε τύψεις συνειδήσεως γιά τή διετῆ παραμονή του στή Μονή, ἀφοῦ δέν παρέμεινε σέ αὐτή ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ μοναχοῦ.

Προφανῶς, ἡ ἐπίδοση τοῦ μοναστικοῦ ἐνδύματος κατά τήν εἴσοδό του στή Μονή ἦταν ἀναγκαία γιά τή διευκόλυνση τῆς μακρᾶς παραμονῆς του στή Μονή, γιά ἄλλους προφανῶς λόγους καί ὄχι βεβαίως γιά νά ἀσπασθῆ τόν μοναχικό βίο. Ἐάν λοιπόν ἐπιθυμοῦσε πράγματι, ὅπως συνήθως ὑποστηρίζεται, νά γίνη μοναχός στή Μονή τῶν Καρτουσιανῶν, ὡς θαυμαστής τοῦ ἡγουμένου της Ἱερωνύμου Σαβοναρόλα, τότε δέν θά ἐπέλεγε τή Μονή αὐτή, ἀφοῦ ὁ ἡγούμενος ἦταν ὁ Φρά Μαλατέστα Σακραμόρο ( FraMalatestaSacramoro ), ὁ ὁποῖος παρέδωσε τόν Ἱερώνυμο Σαβοναρόλα στούς ἐχθρούς του (1498) καί χαρακτηριζόταν ἀπό τούς Καρτουσιανούς ὡς ὁ «Ἰούδας τοῦ ἁγίου Μάρκου».

Συνεπῶς, καθ’ἡμᾶς,οἱ ἄλλοι λόγοι τῆς εἰσόδου του στή Μονή συνδέονται ἀρρήκτως πρός τήν ἀναληφθείσα, ὅπως εἴδαμε, ὑποχρέωση ἀπό τόν Μιχαήλ Τριβώλη νά ἑτοιμάση, κατά τήν ἐντολή τοῦ ἡγεμόνα τῆς Φλωρεντίας Τζιανφραντσέσκο Πίκο ντέλλα Μιράντολα, τήν ἔκδοση τῶν «Ἐκκλησιαστικῶν Ἱστοριῶν» Εὐσεβίου Καισαρείας καί Θεοδωρήτου Κύρου, γι’ αὐτό ἐργάσθηκε μέ ζῆλο στό παλάτι τοῦ ἡγεμόνα. Ὡστόσο, ὁ Τζιανφραντσέσκο Πίκο ἔχασε τήν ἐξουσία ἀπό τόν ἀδελφό του Λουδοβίκο ντέλλα Μιράντολα, ὁ ὁποῖος ἔγινε κύριος τῆς ἐξουσίας καί φυλάκισε τόν ἔκπτωτο ἀδελφό του γιά νά τόν ἐξορίση σέ καταλληλότερο χρόνο.

Εἶναι λοιπόν αὐτονόητον, ὅτι ὁ Μιχαήλ Τριβώλης ἐπισκέφθηκε, ὅπως ὄφειλε, τόν φυλακισμένο ἐντολέα του ἡγεμόνα ὄχι μόνο γιά νά τοῦ ἐκφράση τήν εἰλικρινῆ συμπαράσταση στήν ἀπρόβλεπτη καί ἄδικη δοκιμασία του, ἀλλά καί γιά νά τόν ἐρωτήση, ἄν θά ἔπρεπε νά συνεχίση τήν προετοιμασία τῆς ἐκδόσεως, σέ περίπτωση δέσυνεχίσεως τοῦ ἔργου του, νά τοῦ ὑποδειχθῆ ὁ τόπος διαμονῆς καί ἐργασίας, ἀφοῦ δέν ἦταν πλέον δυνατόν νά παραμείνη στό παλάτι. Προφανῶς, ὁ ἔκπτωτος ἡγεμόνας Τζιανφραντσέσκο Πίκο ζήτησε ἀπό τόν Μιχαήλ νά συνεχίση τό ἔργο του καί τοῦ ὑπέδειξε νά συναντηθῆ μέ τόν κοινό φίλο τους Ζηνόβιο Ἀτσαγιόλι, βιβλιοθηκάριο τῆς Μονῆς τῶν Καρτουσιανῶν τοῦ ἁγίου Μάρκου, ὁ ὁποῖος ἦταν πρόθυμος νά τοῦ προσφέρη ὄχι μόνο διαμονή στή Μονή, ἀλλά καί τήν ἀναγκαία ὑποστήριξη στό ἔργο του.

Πράγματι, ἡ Μονή τοῦ ἁγίου Μάρκου τῆς Φλωρεντίας, ἡ ὁποία ἀνῆκε στόν κλάδο τῶν Καρτουσιανῶν τοῦ τάγματος τῶν Δομινικανῶν, ἀκολουθοῦσε μία ἰδιότυπη μορφή ἀσκήσεως, ἀφοῦ τηροῦσε αὐστηρή σιωπή, ἀπέδιδε ἀπόλυτη ἀξία στόν ἄμεσο φωτισμό τῶν μοναχῶν ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα καί εἶχε ἀφιερωθῆ πλήρως στή διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἀντιγραφή χειρογράφων καί τήν ἔκδοση ἔργων τῶν ἐγκρίτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πλήρης σχεδόν ἀφιέρωση τῶν Καρτουσιανῶν μοναχῶν στήν ἀντιγραφή καί τήν ἔκδοση χρησίμων ἐκκλησιαστικῶν ἔργων ἐξηγεῖ καί τόν πλοῦτο τῶν χειρογράφων τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς.

Εἶναι ὅμως ἀξιοσημείωτον ὅτι ὁ βιβλιοθηκάριος τῆς Μονῆς Ζηνόβιος Ἀτσαγιόλι, κοινός φίλος τοῦ ἔκπτωτου ἡγεμόνα καί τοῦ Μιχαήλ Τριβώλη, εἶχε ἤδη μεταφράσει στή λατινική γλώσσα τίς «Ἐκκλησιαστικές Ἱστορίες» τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας καί τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, μέ τήν ἀξιοποίηση μάλιστα τῶν σχετικῶν ἑλληνικῶν χειρογράφων τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς, τά ὁποῖα ἦσαν ἀπαραίτητα καί γιά τό ἔργο τοῦ Μιχαήλ Τριβώλη.Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, εἶναι εὐνόητοι καί οἱ λόγοι ὄχι μόνο τῆς εἰσόδου, ἀλλά καί τῆς διετοῦς παραμονῆς τοῦ Μιχαήλ Τριβώλη στή Μονή τοῦ ἁγίου Μάρκου (1502-1504), ἡ ὁποία διευκόλυνε καί τήν ταχύτερη περάτωση τοῦ ἔργου του.

Κατά τήν εἴσοδό τουλοιπόν στή Μονή τοῦ δόθηκε τό μοναστικό ἔνδυμα, γιατί ἦταν ἤδη γνωστή ἡ ἀνάγκη μακρᾶς παραμονῆς του, ἡ ὁποία προϋπέθετε τήν περιβολή τοῦ κοινοῦ ἐνδύματος τῶν λογίων μοναχῶν γιά τήν ἀποφυγή πιθανῶν σχολίων, κρίσεων ἤ καί διακρίσεων στή λειτουργία τοῦ ἰδιότυπου αὐτοῦ κοινοβίου. Ἡ ἁπλῆ λοιπόν ρασοφορία τοῦ Μιχαήλ Τριβώλη κατά τή διετῆ παραμονή του στή Μονή τῶν Καρτουσιανῶν ἀναφερόταν ὄχι βεβαίως στήν ἀποδοχή τῆς ἰδιότητας τοῦ καρτουσιανοῦ δοκίμου ἤ μοναχοῦ, ἀλλά σαφῶς στήνἁπλῆ φιλοξενία του στή Μονή γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου του, γι’αὐτό τοῦ δόθηκε τό μοναστικό ἔνδυμα κατά τή μεταμεσονύκτια εἴσοδό του ἀπό τόν ἁρμόδιο μοναχό τῆς Μονῆς, χωρίς ὁποιαδήποτε τελετουργική πράξη.

Συνεπῶς, μέ βάση ὅλες τίς ἄμεσες ἤ ἔμμεσες μαρτυρίες τῶν σχετικῶν πηγῶν ὁ Μιχαήλ Τριβώλης οὐδέποτε ὑπῆρξε δόκιμος ἤ μοναχός τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Μάρκου τῶν Καρτουσιανῶν τῆς Φλωρεντίας, παρά τήν γενικῶς κρατούσα στή διεθνῆ βιβλιογραφία παντελῶς ἀβάσιμη ἀντίθετη ἄποψη. Ἡ ὑπόθεση αὐτή εἶναι ἀβάσιμη, ἀφ’ἑνός μέν γιατί δέν ἦταν ἀκόμη μία ἀπό τίς ἐπιλογές του νά ἀσπασθῆ τόν μοναχισμό καί μάλιστα σέ μία λατινική Μονή, ἀφ’ἑτέρου δέ γιατί ὁ παλαιός φίλος του καί μετέπειτα σφοδρός πολέμιός του Ἰωάννης Γρηγορόπουλος, γνώστης ὅλων τῶν κινήσεών του στήν Ἰταλία, οὐδέποτε τόν κατηγόρησε γιά προσχώρηση στόν δυτικό Μοναχισμό.

Βεβαίως, ὅπως εἰσῆλθε στή Μονή τῶν Καρτουσιανῶν χωρίς ὁποιαδήποτε τελετουργική διαδικασία, ἔτσι ἐξῆλθε ἀπό αὐτή χωρίς ἐκκλησιαστική πράξη,ἀμέσως μετά τήν περάτωση τοῦ ἔργου του. Ἄλλωστε, αὐτά θά ἦσαν ἀδιανόητα, ἐάν εἶχε πράγματι ἀσπασθῆ τόν μοναχικό βίο, ἀφοῦ στήν περίπτωση αὐτή, δέν θά μποροῦσε νά ἐγκαταλείψη τή Μονή χωρίς κανονικές συνέπειες. Συνεπῶς, τόσο τό ἔντονο ἀντιπαπικό καί ἀντιλατινικό φρόνημάτου, ὅσο καί ἡ αὐστηρή προσήλωσή του στή θεολογική παράδοση τῶν ἐγκρίτων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν τοῦ ἄφηναν περιθώρια γιά τέτοιες ἐπιλογές.

Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ἐξηγεῖται τό γεγονός ὅτι, καίτοι ἦταν θαυμαστής τοῦ προσώπου καί τῶν αὐστηρῶν κηρυγμάτων τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Καρτουσιανῶν Ἱερωνύμου Σαβοναρόλα, ὁ ὁποῖος ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο μαζί μέ δύο μοναχούς τῆς Μονῆς (1498), ἐν τούτοις δήλωνε ὅτι θά μποροῦσε ἴσως νά τούς ἐντάξη στούς ἀρχαίους ὀρθόδοξους ὑπέρμαχους τῆς πίστεως, «ἄν ὅμως δέν ἦσαν λατίνοι κατά τό δόγμα». Τό φρόνημά του αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ὄχι μόνο ἀπό τίς ἀντιπαπικές προλήψεις, ἀλλά καί ἀπό τίς φιλορθόδοξες τάσεις ἤ ἐπιλογές ὅλων τῶν προσωπικῶν φίλων του ἀπό τίς τάξεις τῶν οὑμανιστῶν.

Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, σέ δύο Ἐπιστολές του πρός τόν οὑμανιστή φίλο του Σκιπίωνα Καρτερομάχο (21 καί 24 Ἀπριλίου 1504), ἀφ’ἑνός μέν ἐξέφραζε τήν ἀνακούφισή του γιατί ἐλευθερώθηκε ἀπό τή διετῆ παραμονή του στή Μονή τῶν Καρτουσιανῶν,μετά τήν περάτωση τοῦ ἔργου του («ἀπεταξάμην τῷ μονήρει βίῳ»)ἀφ’ἑτέρου δέ τοῦ γνωστοποιοῦσε ὅτι ἀναζητοῦσε μία νέα ἐργασία μέ τήν ὑποστήριξή του («ὥρα οὖν σοι έξουσιάζειν ἐν τοῖς ἐμοῖς καί τοιούτῳ χρῆσθαί μοι ᾖ σοι δοκεῖ»), καίτοι ἦταν ἤδη πνευματικῶς ὥριμος γιά νά ἀσπασθῆ τόν μοναχικό βίο στήν ἁγιορειτική Μονή Βατοπεδίου (1505).

 

3. Ὁ ἁγιορείτης μοναχός Μάξιμος ὁ Γραικός, ὁ Φωτιστής τῶν Ρώσσων

Ἡ ἐπιστροφή τοῦ ὀρθοδόξου οὑμανιστῆ Μιχαήλ Τριβώλη στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἔγινε μετά τήν πλούσια ἐμπειρία τόσο ἀπό τίς λαμπρές σπουδές, ὅσο κάι ἀπό τίς ἐκλεκτές συναναστροφές του μέ ἀξιόλογους καί φιλορθοδόξους Οὑμανιστές τῆς Ἰταλίας στίς ἐκδόσεις ἐπιλεγμένων ἔργων τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας. Ἐν τούτοις, ἡ ἀπόφασή του νά ἀσπασθῆ τόν μοναχικό βίο στήν ἀκμαία ἁγιορειτική ἱ. Μονή Βατοπεδίου, ὑπό τό ὄνομα Μάξιμος, ὑπῆρξε καθοριστική γιά τήνὅλη πνευματική του πορεία, ὄχι μόνο γιατί ἐντάχθηκε στήν αὐστηρότητα τῶν καθιερωμένων ἁγιορειτικῶν καθεστώτων, ἀλλά καί γιατί βίωνε τήν οἰκουμενική πνευματική ἀκτινοβολία τῆς ἁγιωνύμου πολιτείας τοῦ Ἄθω.

Στή Μονή Βατοπεδίου ἐγκαταβίωνε κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ λόγιος πρώην Οἰκουμενικός πατριάρχης Νήφων Β’ (1486-89, 1497-98), ὁ ὁποῖος διατηροῦσε στενές σχέσεις μέ τούς ὀρθοδόξους λογίους τῆς Δύσεως καί ἦταν γνώστης τῶν ἀναγεννησιακῶν οὑμανιστικῶν τάσεων, γι’αὐτό, στίς συζητήσεις του μέ τόν μοναχό Μάξιμο, τόν βοήθησε νά κατανοήση πληρέστερα τόσο τό ὀξύ ἀντιλατινικό φρόνημα τοῦ ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, ὅσο καί τά ὅρια τῶν οὑμανιστικῶν τάσεων σέ ἕνα αὐστηρό ὀρθόδοξο ἀσκητικό πλαίσιο.

Στό πλαίσιο αὐτό, κατά τή δεκαετῆ περίπου ἐγκαταβίωσή του στήν ἱ. Μονή Βατοπεδίου (1505-15), ὁ Μάξιμος ἀφιερώθηκε τόσο στήν αὐστηρή ἐμπειρική βίωση τῆς ἁγιορειτικῆς ἀσκήσεως, ὅσο καί στή μελέτη τῶν χειρογράφων τῆς πλούσιας βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς, ἐνῷ ἀνταποκρινόταν προθύμως στίς ἀνατιθέμενες σέ αὐτόν ἀποστολές ὄχι μόνο ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί ἐκτός αὐτοῦ.Ἡ ἀνάθεση ὅμως δυσκόλων ἀποστολῶν ἐκφράζει τήν καθολική ἐκτίμηση τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς πρός τό πρόσωπό του, γι’ αὐτό δέν θά μποροῦσε νά ἑρμηνευθῆ καί ὡς μία δυσφορία τῶν μοναχῶν, ὅπως συνήθως ὑποστηρίζεται, γιά τίς οὑμανιστικές ἐμπειρίες ἤ ἰδέες τοῦ Μαξίμου.

Ἄλλωστε,οἱ ἰδέες αὐτές εἶχαν πλέον ἐνταχθῆ μέ πολύ διακριτικό τρόπο στό ὀρθόδοξο ἀσκητικό ἰδεῶδες τοῦ Μαξίμου, μέ τήν προβολή μάλιστα τῶνἤδη καθιερωμένων προτύπων ἀπό τούς ἐγκρίτους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, οἱ ὁποιεσδήποτε τυχόν ἀντιρρήσεις ἦταν πρόβλημα τῆς μορφωτικῆς στάθμης τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν καί ὄχι βεβαίως τοῦ Μαξίμου, ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε ἕνα ἐξαίρετο ὑπόδειγμα ὑγιοῦςπροσαρμογῆς τῶν νέων οὑμανιστικῶν ἰδεῶν στίς ἀρχές τῆς βυζαντινῆς πνευματικῆς κληρονομίας.

Συνεπῶς, ὁ ἁγιορείτης μοναχός Μάξιμος ἦταν πλέον ἕτοιμος γιά τήν ἀποστολή του στήν ὀρθόδοξη Ρωσσία, στήν ὁποία ἡ μεταλαμπαδευθείσα ἀπό τήν βυζαντινή ἱεραποστολή πνευματική κληρονομία εἶχε ἀλλοιωθῆ ἤ καί ἀχρειωθῆ, κατά τή μακρά περίοδο τῆς μογγολικῆς κυριαρχίας σέ ὅλες τίς ρωσσικές ἡγεμονίες (1240-1462) καί σέ ὅλες τίς πτυχές τοῦ πολιτικοῦ, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ κοινωνικοῦ βίου τῶν ρωσσικῶν ἡγεμονιῶν. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ τσάρος τῆς ἡγεμονίας τῆς Μεγάλης Ρωσσίας Βασίλειος Γ’(1505-33) ἀπέστειλε ἀντιπροσωπία στό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο γιά νά ζητήση τήν ἔγκριση τῆς μεταβάσεως στή Ρωσσία τοῦ περιφήμου μοναχοῦ Σάββα τῆς Μονῆς Βατοπεδίου, ὁ ὁποῖος γνώριζε τή ρωσσική γλώσσα καί ἦταν ἀναγκαῖος τόσο γιά τήν μετάφραση ἑλληνικῶν κειμένων, ὅσο καί γιά τήν ἄμεση διόρθωση τῶν παρεισφρησάντων στά ρωσσικά λειτουργικά βιβλία σοβαρῶν λαθῶν κατά τήν περιόδο τῆς μογγολικῆς κυριαρχίας.

Ἡ ἀδυναμία ὅμως τοῦ μοναχοῦ Σάββα νά ἀνταποκριθῆ στό αἴτημα τῆς ρωσσικῆς ἀντιπροσωπίας λόγῳ φόρτου ἀπασχολήσεως ὁδήγησε στήν ἐπιλογή τοῦ Μαξίμου, ὁ ὁποῖος, καίτοι ἀγνοοῦσε τή ρωσσική γλώσσα, εἶχε κερδήσει τήν ἐκτίμηση ὄχι μόνο τῆς ἁγιορειτικῆς πολιτείας γιά τήν ἰδιαίτερη σχέση του μέ τά χειρόγραφα τῆς Μονῆς, ἀλλά καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου γιά τά ἐξαιρετικά πνευματικά του χαρίσματα. Ἡ ὀργάνωση τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς στό Ἅγιον Ὄρος ὁλοκληρώθηκε τόν Ἰούνιο τοῦ 1516, ὁ δέ Μάξιμος μετέβη στήν Κων/πόλη, συνοδευόμενος ἀπό τόν γνώστη τῆς ρωσσικῆς γλώσσας βούλγαρο μοναχό Λαυρέντιο, τόν ἱερομόναχο Νεόφυτο καί ἀντιπροσώπους διαφόρων ἁγιορειτικῶν Μονῶν.

Στήν Κων/πόλη ἔλαβε τίς ἀναγκαῖες ὁδηγίες καί ἐντολές γιά τήν ἀποστολή του, στήν ὁποία προστέθηκαν ὁ μητροπολίτης Ζιχνῶν Γρηγόριος καί ὁ διάκονος τοῦ Πᾳτριαρχείου Διονύσιος, ἔφθασε δέ στήν Μόσχα τόν Μάρτιο τοῦ 1518, μετά ἀπό ἕνα ἰδιαίτερα ἐπίπονο ταξίδι, ὅπου ἔγιναν δεκτοί μέ μεγάλες τιμές ἀπό τόν τσάρο Βασίλειο Γ’ καί τόν μητροπολίτη Μόσχας Βαρλαάμ καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Μονή Τσουντώφ τῆς Μητροπόλεως Μόσχας.Βεβαίως, ὁ Μάξιμος γνώριζε ὄχι μόνο ὅτι ὁ τσάρος τῆς Ρωσσίας εἶχε ζητήσει «ἕνα μεταφραστή βιβλίων» ἀπό τήν ἑλληνική στή ρωσσική γλώσσα, ἀλλά καί ὅτι ἡ προτεραιότητα εἶχε δοθῆ σέ μία νέα μετάφραση τοῦ «ὑπομνηματισμένου Ψαλτηρίου», ἐπειδή ἡ παλαιά μετάφραση εἶχε νοθευθῆ μέ πολλές ἐσφαλμένες προσθῆκες καί ἀλλαγές ἀπό μία αἱρετική ὁμάδα ἰουδαϊζόντων.

Συνεπῶς, ὁ Μάξιμος ἀφιερώθηκε ἀμέσως στή μετάφραση τοῦ Ψαλτηρίου, μέ τή βοήθεια τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ Λαυρεντίου, ἐνῷ στό μεταφραστικό ἐπιτελεῖο προστέθηκαν καί οἱ ρῶσσοι Δημήτριος Γερασίμωφ, Βλάσιος καί Συλβανός, γιά νά διευκολύνουν τίς εὐνόητες πολύπλοκες μεταφραστικές δυσκολίες. Τό τεράστιο αὐτό ἔργο, τό ὁποῖο κάλυπτε ἕνα εὐρύτατο πλαίσιο ἑρμηνείας τῶν Ψαλμῶν, μέ τόν ἀντίστοιχο μάλιστα σχολιασμό ἀπό τούς ἐγκρίτους Ἕλληνες Πατέρες, περατώθηκε σέ πολύ σύντομο χρόνο καί παραδόθηκε στόν τσάρο γιά νά διαβιβασθῆ στόν μητροπολίτη Βαρλαάμ (1511-21) πρός ἀξιολόγηση.

Ὁ Μάξιμος στό συνοδευτικό «Ὑπόμνημά» του γιά τη νέα μετάφραση τοῦ Ψαλτηρίου ἀναφερόταν τόσο στίς σοβαρές μεταφραστικές δυσχέρειες, ὅσο καί στίς ἀναπόφευκτες μεταφραστικές ἀτέλειες, ἐνῷ ἐγκωμίαζε τήν μεγάλη συμβολή τῶν συνεργατῶν του στό ἐπιτελεσθέν σημαντικό αὐτό μεταφραστικό ἔργο μέ τόν πατερικό σχολιασμό.Στό «Ὑπόμνημά» του αὐτό ὑπέβαλε ἐπίσης τήν παράκληση στόν τσάρο νά ἐπιτρέψη τήν ἐπιστροφή τοῦ ἰδίου καί τῶν συνεργατῶν του στίς Μονές τῆς μετανοίας τους.

Ὡστόσο, ὁ τσάρος, καίτοι ἱκανοποίησε τό αἴτημά του γιά τούς συνεργάτες του, ἀρνήθηκε νά ἱκανοποιήση καί τή δική του παράκληση, ἀφοῦ εἶχε ἤδη ἀντιληφθῆ, κατά τίς ἰδιαίτερες συζητήσεις τους, ὄχι μόνο τή μεταφραστική του δεινότητα, ἀλλά καί τήν πλούσια ἐμπειρία τῶν νέων οὑμανιστικῶν τάσεωντῆς Δύσεως, γι’αὐτό γνώριζε καί τήν χρησιμότητα τῆς συμβολῆς του σέ ὅλα τά φιλόδοξα σχέδιά του.

Ἄλλωστε, ἡ οὑμανιστική ἐμπειρία τοῦ Μαξίμουἦταν τόσο πολύτιμη, ὅσο καί ἡ μεταφραστική του προσφορά, ἀφοῦ ὁ ἁγιορείτης μοναχός μποροῦσε πλέον νά συνεχίση τό μεταφραστικό του ἔργο μέ τή συνδρομή τῶν ρώσσων συνεργατῶν του, ἰδιαίτερα δέ τοῦ Βλασίου καί τοῦ Συλβανοῦ.Συνεπῶς, ὁ χαρισματικός ἁγιορείτης μοναχός συνέχισε τό μεταφραστικόἔργο του μέ ἀκάματη ἐργατικότητα καί μέ τήν πρόθυμη συνδρομή τῶν ρώσσων συνεργατῶν του, γι’αὐτό τό ἐπιτελεσθέν σπουδαῖο μεταφραστικό ἔργο, σέ τόσο σύντομο μάλιστα χρόνο, ὑπερέβη καί τίς πλέον αἰσιόδοξες προσδοκίες.

Πράγματι, μέ τήν ὑποστήριξη τῶν ρώσσων συνεργατῶν του, ὁλοκλήρωσε τήν μετάφραση τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (Μάρτ, 1521) μέ τήν ἀξιοποίηση μάλιστα καί τῶν σχετικῶν ἑλληνικῶν Ὑπομνημάτων (ἱ. Χρυσοστόμου, Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας κ.ἄ.), μετέφρασε τούς ἱ. Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί τῶν Τοπικῶν Συνόδωντό Σύνταγμα τοῦ Ματθαίου Βλάσταρη, τίς Ὁμιλίες τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου στά Εὐαγγέλια τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Ἰωάννη, περικοπές Προφητικῶν ἔργων μέ Ὑπομνήματα, τά Κεφάλαιαγ΄ καί δ΄τοῦ Β΄Ἔσδρα, τίς Ὁράσεις γ’καί η’ τοῦ Δανιήλ, τόν Λόγον στόν μάρτυρα Βαρλαάμ τοῦ Μ. Βασιλείου, τόν Βίον τῆς Θεοτόκου τοῦ Συμεών τοῦ Μεταφραστῆ, τόν Βίον Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου κ.ἄ. Ἐν τούτοις, παραλλήλως πρός τήν ἐργώδη μεταφραστική προσπάθεια, ἀφιερώθηκε συγχρόνως, μέἰδιαίτερο μάλιστα ζῆλο, στήν διόρθωση τῶν καθιερωμένων στή θεία λατρεία λειτουργικῶν βιβλίων, ἤτοι τά ἀναγνώσματα τῶν Εὐαγγελικῶν καί Ἀποστολικῶν Περικοπῶν, τό Τριώδιον, τό Ὡρολόγιον, τά Μηναῖα κ.ἄ.

Βεβαίως, ὁ ἁγιορείτης μοναχός εἶχε ἤδη διαπιστώσει κατά τήν παραμονή του στή Δύση τήν ἀπειλή ἑνός αὐτόνομου οὑμανισμοῦ γιά τίς ἴδιες τίς δομές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἀλλ’ ὅμως εἶχε ἤδη πεισθῆ, ἀπό τά φλογερά κηρύγματα τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Καρτουσιανῶν Ἱερωνύμου Σαβοναρόλα, ὅτι τό ἀσκητικό ἰδεῶδες τοῦ ὅλου πνευματικοῦ βίου τῶν χριστιανῶν, ὅπως αὐτό βιώθηκε καί προβλήθηκε ἀπό τούς ἔγκριτους Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μποροῦσε νά ἀξιοποιήση τίς νέες ἰδέες τοῦ Οὑμανισμοῦ στό πλαίσιο τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς παραδόσεως. Τή διαπίστωση αὐτή εἶχαν ἀποδεχθῆ καί οἱ φίλοι του οὑμανιστές τῆς Ἰταλίας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν καί φίλοι τοῦ πολεμίου τῶν οὑμανιστῶν Ἱερωνύμου Σαβοναρόλα, ἀλλ’ὅμως εἶχε διαπιστώσει ἐπίσης καί τήν ἀποδυνάμωση τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους ἀκόμη καί στό Ἅγιον, μέ τήν ἀποδοχή τοῦ ἰδιορρύθμου συστήματος ἀσκήσεως τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν.

Ὁ ὀρθόδοξος λοιπόν οὑμανισμός τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ κατέστησε σαφέστερη τήν ἐπικίνδυνη κρίση τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους σέ ὅλους τούς τομεῖς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ κοινωνικοῦ βίου τῆς Ρωσσίας, ἡ ὁποία εἶχε παγιωθῆ κατά τήν περίοδο τῆς μογγολικῆς κυριαρχίας (1240-1462) καί ἦταν προκλητικότερη στίς τάξεις τοῦ Μοναχισμοῦ, ὅπως λ.χ. τοῦ φιλοδόξου καί πλουτομανοῦς ἡγουμένου Ἰωσήφ (1440-1515) τῆς μεγάλης καί πανίσχυρης Μονῆς Βολοκολάμσκ κατά τήν ἐποχή τοῦ Μαξίμου. Ὡστόσο, ὡς μία ἀντίδραση πρός τίς ἀσκητικές αὐτές ἀσυνέπειες τοῦ πλουτομανοῦς καί ἀλαζονικοῦ Μοναχισμοῦ ἀναπτύχθηκε μίαὑγιήςἀσκητική τάση ἀναχωρητικοῦ ἤ ἐρημιτικοῦ βίου ἀπό πολλούς ἀκτήμονες καί μονήρεις ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι κατέφευγαν στίς πέρα τοῦ Βόλγα ἀκατοίκητες περιοχές γιά νά βιώσουν μέ αὐστηρή νηστεία καί ἀδιάλειπτη προσευχή τό αὐθεντικό περιεχόμενο τῆς ἀσκητικῆς πνευματικότητας (Ζαβόλγειοι μοναχοί).

Προφανῶς, ὁ ἁγιορείτης μοναχός θεωροῦσε ὀρθῶς ὅτι ὁ πνευματικός βίος τῆς Ρωσσίας ἦταν πλήρης ἐσωτερικῶν ἀντιφάσεων, θεαματικῶν τυπολατρικῶν ἐκδηλώσεων, ὑποκριτικῆς εὐλάβειας καί πνευματικῆς ἀσυνέπειας, οἱ ὁποῖες ἐξεφράζοντο τόσο μέ συγκεκριμένες πράξεις ἤ παραλείψεις μιᾶς μεγάλης μερίδας τοῦ κλήρου καί τοῦ μοναχισμοῦ, ὅσο καί μέ εὐνόητες τίς ἀρνητικές τους συνέπειες στόν ὅλο πνευματικό βίο τοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ. Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ὁ ἁγιορείτης μοναχός μέ ἐμπνευσμένα κηρύγματα καί ἀξιόλογες πραγματεῖες, ἀφ’ἑνός μέν κατέκρινε τίς ἀκραῖες παρεκκλίσεις ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση τῶν ρώσσων κληρικῶν, μοναχῶν καί πιστῶν, ἀφ’ἑτέρου δέ ἐγκωμίαζε τό γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν ἐρημιτῶν ἀκτημόνων «Ζαβογλείων μοναχῶν», γι’ αὐτό οἱ προτάσεις του βρῆκαν ἐντυπωσιακή ἀνταπόκριση στόν κλῆρο καί τόν εὐλαβῆ λαό τῆς Ρωσσίας.

4. Οἱ τραγικές δοκιμασίες τοῦ Φωτιστοῦ τῶν Ρώσσων

Ἡ σύγκρουση λοιπόν τοῦ Μαξίμου μέ τήν πλουτομανῆ πανίσχυρη Μονή Βολοκολάμσκ ἦταν, θᾶττον ἤ βράδιον, ἀναπόφευκτη, ἀφοῦ ὁ διάδοχος τοῦ Ἰωσήφ στήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς Δανιήλ ἔγινε μητροπολίτης Μόσχας καί θεωροῦσε αὐτονόητη τήν ὑποχρέωσή του νά ὑπερασπισθῆ τό δικαίωμα τῆς Μονῆς νά ἔχη μεγάλη περιουσία γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς της. Ἑπομένως, ὁ ἰωσηφίτης μητροπολίτης Δανιήλ ζήτησε σκοπίμως ἀπό τόν ἁγιορείτη μοναχό νά μεταφράση στή ρωσσική γλώσσα τήν «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία» τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, στήν ὁποία ὑπῆρχαν εὐνοϊκές θέσεις γιά τό δικαίωμα τῶν Μονῶν νά ἔχουν μεγάλη περιουσία γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τους.

Ἡ ἄρνηση ὅμως τοῦ Μαξίμου νά μεταφράση τό ἔργο αὐτό, γιά τούς αὐτούς προφανῶς λόγους, κατέστησε ὀξύτερη τήν ἀντίθεση ὄχι μόνο μεταξύ τῶν «Ἰωσηφιτῶν» καί τῶν «Ζαβολγείων» μοναχῶν γιά τή μοναστηριακή περιουσία, ἀλλά καί μεταξύ τοῦ μητροπολίτη Μόσχας καί τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε στενούς πνευματικούς δεσμούς τόσο μέ τόν ἡγέτη τῶν Ζαβολγείων μοναχῶν πρώην πρίγκηπα Βασσιανό Πατρικέγιεφ, ὅσο καί μέ ὅλους τούς ἄλλους ἡγέτες τῶν Ζαβολγείων μοναχῶν. Ἄλλωστε, ἡ πραγματεία τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, ὑπό τόν τίτλο «Διάλογος περί τοῦ ὀρθοῦ μοναχικοῦ βίου», προέβαλλε, μέ διακριτικό μάλιστα τρόπο, τά κύρια βιβλικά καί πατερικά ἐπιχειρήματα τῶν δύο τάσεων, ὑπό τή χαρακτηριστική μορφή διαλόγου μεταξύ ἑνός «Φιλοκτήμονος» καί ἑνός «Ἀκτήμονος», χωρίς ὅμως νά ἀποδοκιμάζη ρητῶς τήν ἀναγκαία κτήση περιουσίας ἀπό τίς Μονές.

Συνεπῶς, ὁἤρεμος διάλογος δέν ἦταν πλέον δυνατός μεταξύ Ἰωσηφιτῶν καί Ζαβολγείων, ἀφοῦ ἀπειλοῦσαν ὄχι μόνο τήν ἤδη καθιερωμένη ἐπιρροή τῆς Μονῆς στήν πνευματική ζωή τοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ, ἀλλά καί τήν ἴδια τήν οἰκονομική ὑπόσταση τῆς Μονῆς Βολοκολάμσκ. Προφανῶς, ὁ πρώην ἡγούμενος τῆς Μονῆς μητροπολίτης Δανιήλ ἐπωφελήθηκε ἀπό τή δυσφορία τοῦ τσάρου γιά τήν ἀποδοκιμασία ἀπό τούς ἡγέτες τῶν Ζαβολγείων μοναχῶν τοῦ διαζυγίου καί τοῦ δευτέρου γάμου του, γιά νά ἐξουδετερώση τήν ἰδιαίτερα ἐνοχλητική γιά τούς Ἰωσηφίτες ἐπιρροή τοῦἁγιορείτη μοναχοῦ ὄχι μόνο στόν τσάρο, ἀλλά καί στούς εὐλαβεῖς πιστούς τῆς Ρωσσίας.

Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ μητροπολίτης Δανιήλ ἀποφάσισε νά χαλκεύση ἕνα βαρύτατο πλασματικό κατηγορητήριο ἐναντίον τοῦ Μαξίμου γιά δῆθεν ἐγκληματικές πράξεις, ὥστε νά ἔχη τή συναίνεση τοῦ τσάρου τόσο γιά τήν παραπομπή του σέ ἕνα Συνοδικό δικαστήριο, ὅσο καί γιά τήν αὐστηρή καταδίκη του. Τό συκοφαντικό κατηγορητήριο ὑποστήριζε αὐθαιρέτως:α) ὅτι δῆθεν προέβαινε σέ ὑβριστικούς χαρακτηρισμούς ἐναντίον τοῦ προστάτη του τσάρου, β) ὅτι δῆθεν εἶχε κρυφές συνωμοτικές συναντήσεις μέ τούς ἐχθρούς τοῦ τσάρου βογιάρους, γ)ὅτι δῆθεν ἐνεργοῦσε ἐναντίον τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀπό τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο, δ) ὅτι δῆθεν διατηροῦσε ὕποπτες μυστικές σχέσεις μέ τόν πρεσβευτπή τῆς Τουρκίας στή Μόσχα, ε) ὅτι δῆθεν εἶχε ὑποπέσει σέ αἱρετικές δοξασίες, στ) ὅτι δῆθεν εἶχε προτείνει σκοπίμως ἤ ἀπό ἄγνοια ἐσφαλμένες μεταφράσεις στά ἱερα λειτουργικά βιβλία κ.ἄ.

Ἡ παρωδία λοιπόν τῶν διεξαχθεισῶν προσχεδιασμένων ἀνακρίσεων μέ καταλλήλως προετοιμασμένους μάρτυρες ἐπιβεβαίωνε, ὅτι ἡ καταδικαστική ἀπόφαση γιά τήν πλήρη ἐξουδετέρωσητῆς παρουσίας τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ εἶχε ἤδη ληφθῆ καί μέ τή συναίνεση τοῦ τσάρου, γι’ αὐτό ἡ συγκληθείσα ὑπό τήν προεδρία τοῦ μητροπολίτη Δανιήλ Σύνοδος τῆς Μόσχας (1525) ἐπέβαλε στόν Μάξιμο τήν κανονικῶς ἀδιανόητη διπλῆ ἐκκλησιαστική ποινή, ἤτοιτῆς ἀκοινωνησίας καί τῆς ἰσόβιαςἐγκαθείρξεως στή Μονή Βολοκολάμσκ, στό ἐπιτελικό κέντρο τῶν σφοδρῶν πολεμίων του Ἰωσηφιτῶν.

Ἑπομένως, ὁ ἁγιορείτης μοναχός παραδόθηκε σκοπίμως σιδηροδέσμιος στήν ἀπερίγραπτη βιαιότητα τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς Βολοκολάμσκ, ἤτοι, ὅπως διαμαρτυρόταν ὁ ἴδιος, «ἐτηρεῖτο ἐγκάθειρκτος ἐν δεσμοῖς καί ἐθανατοῦτο διά τοῦ ψύχους, τοῦ καπνοῦ καί τῆς πείνης». Βεβαίως, ὁ ἁγιορείτης μοναχός διαμαρτυρόταν ματαίως εἰς ὦτα μή ἀκουόντων γιά τή στέρηση ὄχι μόνο τῆς θείας κοινωνίας, ἀλλά καί αὐτῆς ἀκόμη τῆς γραφικῆς ὕλης γιά νά μήν ἔχη γραπτή ἐπικοινωνία μέ τούς ἡγέτες τῶν Ζαβολγείων μοναχῶν, γι’ αὐτό ἀναγκάσθηκε νά γράψη μέ κάρβουνο τόν περίφημο «Κανόνα εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα» στόν τοῖχο τοῦ κελλίου του.

Προφανῶς, οἱ συνεχεῖς καί θεμελιωμένες διαμαρτυρίες τοῦ Μαξίμου τόσο γιά τήν ἄδικη καταδίκη του, ὅσο καί γιά τήν ἀντικανονικότητα τῶν αὐθαιρέτως ἐπιβληθεισῶν σκληρῶν ποινῶν ἀνεφέροντοὀρθῶς στούς προβλέποντες μία δευτεροβάθμια κρίσηἱ.κανόνες, γι’ αὐτό θεωρήθηκε ἀναγκαία ἡ ἔστω τυπική ἀναθεώρηση τῆς ὑποθέσεώς του (1531). Συνεπῶς, ἀπαγγέλθηκε τό ἴδιο κατηγορητήριο, μέ μόνη διεύρυνσή του τήν ἰδιαίτερη ὑποστήριξη ἀπό τόν ἁγιορείτη μοναχό τῶν καθιερωμένων κανονικῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας μέ τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο, ἀφοῦ οἱ σχέσεις αὐτές ἦταν ἀπαράδεκτες γιά τούς Ἰωσηφίτες μοναχούς, καίτοι τό Οἰκουμενικό πατριαρχείο ἦταν κατά τούς ἱ. κανόνες ὁ κατ’ἐξοχήν φύλακας καί ἐγγυητής τῆς αὐθεντικῆς συνέχειας τῆς κανονικῆςτάξεως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Βεβαίως, μέ τή συνοδική ἀπόφαση ἐπικυρώθηκε ἡ πρώτη σκληρή ποινή, ἀλλ’ ὅμως ἀποφασίσθηκε ἡ ἐγκάθειρξή του στή Μονή Ὄτροτσυ τῆς ἐπισκοπῆς Τβέρ, ἐπίσκοπος τῆς ὁποίας ἦταν ὁ μετριοπαθής ἰωσηφίτης Ἀκάκιος, γι’αὐτό ἐφάρμοσε τήν αὐστηρή ποινή μέ πολύ διακριτική μετριοπάθεια. Πράγματι, ὁ Ἀκάκιος ἐκτίμησε τήν πνευματική προσωπικότητα τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, τήν μεγάλη μόρφωση καί τήν ἐντυπωσιακή καρτερία του στά δεινά, γι’αὐτό τόν ἐπισκεπτόταν τακτικῶς γιά νά συζητῆ διάφορα θεολογικάἤ ἐκκλησιαστικά ζητήματα. Συγχρόνως,περιόρισε τόν χρόνο ἐπιβολῆς τῶν σιδηρῶν δεσμῶν, ἀπαγόρευσε τήν ἐφαρμογή σκληρῶν βασανιστηρίων ἀπό τίς φρουρές τῶν μοναχῶν, ἐπέτρεψε τήν παροχή βιβλίων καί γραφικῆς ὕλης καί διευκόλυνε τήν ἀλληλογραφία του μέ τούς φίλους του.

Συνεπῶς, κατά τήν περίοδο τῆς ἤπιας ἐγκαθείρξεώς του στήν Μονή τοῦ Τβέρ (1531-51), ὁ ἁγιορείτης μοναχός ἀφιερώθηκεπλήρως καί μέ ἀκάματη ἐργατικότητα σέ ἕνα πολύπλοκο συγγραφικό ἔργο (Ὁμολογία Ὀρθοδόξου πίστεως, Ἀπολογητικούς λόγους γιά τή διόρθωση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, Ἑρμηνευτικές πραγματεῖες, Ἐπιστολές γιά διάφορα ἐκκλησιαστικά ζητήματα κ.ἄ.). Ἄλλωστε, καί οἱ μετριοπαθεῖς διάδοχοι τοῦ ἐκθρονισθέντος Δανιήλ περιέβαλλαν μέ μεγάλη ἐκτίμηση καί τιμή τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ ἐγκάθειρκτου Μαξίμου, γι’ αὐτό ὁ μέν Ἰωάσαφ (1539-42) ἀπευθύνθηκε εὐγνωμόνως στόν Οἰκουμενικό πατριάρχη μέ τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του, ὁ δέ Μακάριος (1542- 63) ἐγκωμίασε τά δεσμά τοῦ Μαξίμου ὡς «δεσμά ἁγίου» καί τοῦ παραχώρησε τή θεία Εὐχαριστία (1543).

Ἐν τούτοις, τά ἐπανειλημμένα αἰτήματα τοῦ Μαξίμου στόν τσάρο Ἰβάν Δ΄ τόν Τρομερό, στόν Οἰκουμενικό πατριάρχη καί στήν Ἱ. Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τήν ὑποστήριξη τῆς ἐπιστροφῆς του στή Μονή τῆς μετανοίας του δέν εὐοδώθηκαν, ἐνῷ οἱ ἐπίσημες ἐκκλήσεις τόσο τῶν πατριαρχῶν Κων/πόλεως Διονυσίου Β’ (1546-55), Ἀλεξανδρείας Ἰωακείμ τοῦ Πάνυ (1545) καί Ἱεροσολύμων Γερμανοῦ (1537-79), καίτοι δέν ἱκανοποιήθηκαν, ἐλάφρυναν ὁπωσδήποτε τά σκληρά δεσμά καί τίς θλίψεις τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ.Βεβαίως, ἡ ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός του γιά τήν ἐπιστροφή στή Μονή μετανοίας του ἦταν πλέον δυνατή μόνο μέμία νέα συνοδική ἀπόφαση, ἡ ὁποία θά ἔπρεπε νά ἄρη τήν ἀντικανονικῶς ἐπιβληθείσα ἀπαράδεκτη ἐκκλησιαστική ποινή γιά νά καταστῆ δυνατή ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπό τά δεσμά.

Ὡστόσο, ἡ ἄρση τῆςποινῆς, καίτοι ἦταν κανονικῶς αὐτονόητη σέ μία Σύνοδο σέ δεύτερο ἤ καί τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, ὅπως ὑποστήριζε ὀρθῶς σέ σχετικές πραγματεῖες του καί ὁ ἐγκάρθεικτος ἁγιορείτης μοναχός, εἶχε ἤδη χαρακτηρισθῆ ὡς ἀδύνατη ἀπό τούς Ἰωσηφίτες τόσο μέ τήν ἐσφαλμένηπλασματική ἑρμηνεία, ὅσο καί μέ τήν προφανῶς καταχρηστική ἐφαρμογή τῶν κανόνων 2 καί 4 τῆς Συνόδου τῆςἈντιοχείας (341), ἤτοι ὅτι δῆθεν ἡ ἄρση τῆς ποινῆς ἑνός καταδικασθέντος σέ ἐκκλησιαστική ἀκοινωνησία ἦταν δυνατή μόνο ἀπό τόν ἐπιβαλόντα τήν ποινή, ἔστω καί ἄν αὐτός εἶχε ἤδη ἀποθάνει.

Εἶναι ὅμως εὐνόητον, ὅτι ἡ μεταφορά τοῦ Μαξίμου στή μεγάλη Μονή τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ (1551),μέ πρωτοβουλία μάλιστα τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ἀρτεμίου, ὁ ὁποῖος ἦταν θαυμαστής τῆς πνευματικῆς πρσωπικότητας καί τοῦσπουδαίου συγγραφικοῦ του ἔργου, ἔκλεισε τήν τραγική περίοδο τῶν σκληρῶν δοκιμασιῶν καί τῶν αὐστηρῶν δεσμῶν τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ. Πράγματι, ὁ ἁγιορείτης μοναχός εἶχε πλέον τή δυνατότητα νά συζητῆ ἀνέτως θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήματα μέ τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, μέ τόν λόγιο πρώην μητροπολίτη Ἰωάσαφ, μέ τόν πρώην πρίγκηπα μοναχό Νεῖλο Κουρλιάρεφ, μέ τόν πρίγκηπα ἈνδρέαΚούρμπσκυκ.ἄ., οἱ ὁποῖοι ὑποστηριζαντούς Ζαβογλείους μοναχούς καί ἐθέλγοντο ἀπό τίς νέες ἰδέες τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ.

Βεβαίως, οἱ θαυμαστές του ἀποδοκιμάσθηκαν ἀπό τούς φανατικούς ἐχθρούς του πλουτομανεῖς Ἰωσηφίτες, ἀλλ’ὅμως,παρά τήν καταδίκη τοῦ ἡγουμένου Ἀρτεμίου ὡς δῆθεν «αἱρετικοῦ» (1553), δέν λήφθηκαν αὐστηρότερα μέτρα γιά τόν περιορισμό τὴς ἐλευθερίας τοῦ Μαξίμου, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε στίς 21 Ἰαν. 1556 στή Μονή τοῦ Ἁγίου Σεργίου.Εἶναι λοιπόν πολύ σημαντικόν, ὅτι ὁ λόγιος πρίγκηπας Ἀνδρέας Κούρμπσκυἔγραψε τόν Βίοντοῦ ἁγίου Μαξίμου μέ πολύ ἐγκωμιαστικούς λόγους γιά τήν προσωπικότητα, τήν παιδεία καί τήν ἁγιότητά του, ἐνῷ στά Ἀπομνημονεύματά του χαρακτήριζε τόν ἁγιορείτη μοναχό ὡς «ὁμολογητή» τῆς πίστεως. Ἄλλωστε, ὁ ἡγέτης τῶν Ζαβολγείων μοναχῶν καί φίλος τοῦ Μαξίμου πρώην πρίγκηπας Βασσιανός Πατρικέγιεφ διακήρυσσε, ὅτι «μόνο τώρα μέ τόν Μάξιμο γνωρίσαμε τόν Θεό», ἐνῶ τά ἔργα του χαρακτηρίσθηκαν «θεῖα καί ἅγια».

Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό,ὅλα τά ἔργα του ἀντιγράφοντο καί κυκλοφοροῦσαν ταχύτατα, ὅπως συνάγεται καί ἀπό τό πλῆθος τῶν διασωθέντων χειρογράφων τῶν ἔργων του, τά ὁποῖα δέν ὑστεροῦν ἔναντι τοῦ συνόλου ὅλων τῶν ἄλλων διασωθέντων χειρογράφων τῆς ὅλης ρωσσικῆς γραμματείας ὅλων τῶν προηγούμενων αἰώνων τοῦ χριστιανικοῦ βίου τῆς Ρωσσίας.Προφανῶς, τό ἐξαιρετικό κῦρος τῆς πνευματικῆς προσωπικότητας τοῦ Μαξίμου, ἡ ἐντυπωσιακή εὐρύτητα τοῦ κηρυγματικοῦ καί τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου καί η δοκιμασθείσα στήν καρτερική ἀντιμετώπιση τῶν σκληρῶν δεσμῶν ἁγιότητα τοῦ βίου του ἐξουδετέρωσαν τελικῶς τίς βίαιες προσπάθειες τῶν Ἰωσηφιτῶν γιά τήν μείωση τῆς πνευματικῆς του ἀκτινοβολίας στούς ἐγγύς καί στούς μακράν.

Ἡ ταχύτατη λοιπόνδιάδοση τῶν νέων ἰδεῶν του, παρά τήν ὀξύτατη κριτική τῶν Ἰωσηφιτῶν, προκάλεσε τόσο τήν προοδευτική ἀφύπνιση τοῦ ἐνδιάθετου πνευματικοῦ δυναμισμοῦ τῆς βυζαντινῆς πνευματικῆς κληρονομίας τῆς Ρωσσίας, ὅσο καί τήν ἀναζωογόνηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ εὐλαβοῦς ρωσσικοῦ λαοῦ. Ἡ διαπίστωση αὐτή συνάγεται καί ἀπό τίς σχετικές ἀποφάσεις τῆς μεγάλης ρωσσικῆς Συνόδου τῶν «Ἑκατόν κεφαλαίων» ( Stoglav, 1551), οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ὄχι μόνο τήν ἐπίσημη ἐκκλησιαστική καθιέρωση τῶν μεταρρυθμιστικῶν ἰδεῶν καί προτάσεων τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, ἀλλά καί τήν ἐν ζωῇ πλήρη δικαίωση τῶν ἀόκνων ἀγώνων του γιά τήν πνευματική μεταρρύθμιση τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ βίου τῆς Ρωσσίας.

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικός παρέμεινε στή συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς ρωσσικοῦ λαοῦ ὡς ἕνα ἐξαίρετο ὑπόδειγμα αὐθεντικοῦ ἐκφραστῆ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, τοῦ ἀκάματου ἀποστολικοῦ κήρυκα καί θερμοῦ ὑπερασπιστῆ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, τοῦ μεγαλόπνοου ὁραματιστῆ τῆς ἀνακαθάρσεως τοῦ μοναστικοῦ βίου ἀπό τίς ἀρνητικές ἤ ἐπαχθεῖς φορτίσεις τῶν κρίσεων ἤ καί τῶν συγχύσεων τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος, τοῦ ἀδιάλλακτου κριτῆ τῶν ἀκραίων τάσεων τοῦ αὐτόνομου ἀναγεννησιακοῦ οὐμανισμοῦ μέ τήν ἀντιπαράθεση τῶν κριτηρίων τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς παραδόσεως καί τοῦ τηλαυγοῦς φάρου τῆς ρωσσικῆς συνειδήσεως ὄχι μόνο γιά τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τή δουλική τυπολατρεία τῆς μογγολικῆς περιόδου, ἀλλά καί γιά τήν ἀναγέννησή της στήν προτεινόμενη ἀπό τόν ἐγκάρθεικτο ἁγιορείτη μοναχό νέα σχέση μέ τήν πλούσια πνευματική κληρονομία τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς παραδόσεως.

Συνεπῶς, ὁ ἁγιορείτης μοναχός Μάξιμος ὁ Γραικός, ὁ Φωτιστής τῶν Ρώσσων, ὑπῆρξε μία ἀπό τις σημαντικότερες μορφές τῆς μεταβυζαντινῆς ἐποχῆς ὄχι μόνογιά τήν προσωπική του παιδεία καί τήν πολυσύνθετη πνευματικότητά του, ἀλλά καί γιά τούς ἀκάματους ἀγῶνες του, ὑπό ἰδιαίτερα ἐπαχθεῖς καί ἀντίξοες μάλιστα συνθῆκες, γιά τήν ἀφύπνιση τοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ ἀπό τόν πνευματικό λήθαργο τῆς μακρᾶς περιόδου τῆς μογγολικῆςκυριαρχίας (1240-1462). Πολυτάλαντος κληρονόμος τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς καί βυζαντινῆς πνευματικῆς κληρονομίας, κριτικός ἀκροατής καί διακριτικός κριτής τοῦ αὐτόνομου ἀναγεννησιακοῦ οὑμανισμοῦ, συνειδητός μαθητής καί αὐθεντικός ἑρμηνευτής τοῦ πνεύματος τῆς πατερικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἑκκλησίας, ἐξαίρετο παράδειγμα καί αὐστηρός φύλακας τῆς ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς πνευματικότητας, ἀναζήτησε στά ὀρθόδοξα κριτήρια τῆς πατερικῆς παραδόσεως τά αὐστηρά ὄρια τῆς διακριτικῆς προσλήψεως στήν ὀρθόδοξη παράδοση τῶν νέων οὑμανιστικῶν ἰδεῶν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως.