Κρίσεις  Ἐπισκόπων στίς Οἰκουμενικές Συνόδους κατά τά πρακτικά καί τά πεπραγμένα αὐτῶν-Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος

Σουπουρτζή Αθηναγόρου, Αρχιμανδρίτη

Ὁ Ἐπίσκοπος ὡς κριτής σέ ἐκκλησιαστικά δικαστήρια κατά τούς ἱ. Κανόνες καί τά Πρκατικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων,
Ἀθήνα 2024, εκδ. Ἐλίκρανον,  σελ. 197-204.

Ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω οἱ Ἐπίσκοποι κρίνονται μόνο ὑπό τῶν ἁρμοδίων συνοδικῶν ὀργάνων, τά ὁποῖα εἶναι καί τό δευτεροβάθμιο ὄργανο ἀπόδοσης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης. Ἰδιαίτερο ὅμως ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν οἱ ἐκδικάσεις Ἐπισκόπων καί ἡ ἐπιβολή ποινῶν ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ἀποφάσεις τῶν ὁποίων ἦσαν τελεσίδικες, τό δέ κῦρος τους ἴσχυε τόσο γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, ὅσο καί τῆς Δύσης. Στήν ἑνότητα αὐτή θά παρουσιάσουμε ἐν συντομίᾳ τίς πιο ἀντιπροσωπευτικές ὑποθέσεις ἐκδικάσεως Ἐπισκόπων, γιά τίς μέν δύο πρῶτες Οἰκουμενικές συνόδους διά τῶν πεπραγμένων τους καί τίς μαρτυρίες τῶν ἱστορικῶν τῆς ἐποχῆς, γιά δέ τίς ὑπόλοιπες διά τῶν σωζομένων Πρακτικῶν αὐτῶν.

Μολονότι, δέν ὑπάρχουν πρακτικά γιά τίς δύο πρῶτες Οἰκουμενικές συνόδους ( Νικαίας, 325 καί Κωνσταντινοπόλεως 381), κρίνουμε σκόπιμο νά παραθέσουμε συνοπτικά τίς ἐκδικασθεῖσες ὑποθέσειςπού ἀφοροῦσαν Ἐπισκόπους, προκειμένου νά διαπιστώσουμε τίς δικονομικές διαδικασίες πού ἀκολουθοῦντο προκειμένου νά ἐπιβληθοῦν ἐναντίον τους ποινές ἤ νά γίνουν δεκτοί σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὅπως θά διαπιστώσουμε κατωτέρω, κύρια αἰτία καθαιρέσεως καί διακοπῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν Ἐπισκόπων ἀποτελοῦσε ἡ παραχάραξη τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, καθώς καί οἱ αὐθαίρετες χειροτονίες κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι συνήθως προέρχονταν ἀπό τό κλίμα καταδικασθέντων γιά αἵρεση ἱεραρχῶν, συμμεριζόμενοι  τίς κακοδοξίες αὐτῶν.

 

  1. Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος

Στή συγκληθεῖσα Α΄ Οἰκουμενική σύνοδος τῆς Νικαίας (325), κύριος σκοπός τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἡ ἐπίλυση καίριων προβλημάτων τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, συμμετεῖχαν περίπου 318 Ἐπίσκοποι ὑπό τήν προεδρία τοῦ ἡγέτη τοῦ ἀντι- ἀρειανικοῦ ἀγώνα Εὐσταθίου Ἀντιοχείας (1). Ὁ ἀριθμός τους δέν μπορεῖ νά ἐπαληθευτεῖ μετ’ ἀκριβείας ἀπό τίς πηγές, οἱ ὁποῖες παρουσιάζουν ἀσάφειες καί διαφορές, ἀφοῦ ἐκλήθησαν γενικῶς οἱ ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐπίσκοποι (2). Οἱ πηγές συγκλίνουν στό ἀριθμό 318 Ἐπισκόπων (3), οἱ ὁποῖοι ἦσαν καί οἱ ἀποκλειστικοί σύνεδροι τῆς Συνόδου. Ἡ μή τήρηση πρακτικῶν τῆς Συνόδου (4), παρά τή σπουδαιότητά της, ἔγινε ἀντικείμενο συζητήσεων ἀπό τούς ἱστορικούς, ἀποδεικνύεται δέ ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι δέν τά ἐγνώριζε ὁ Μ. Ἀθανάσιος γι’ αὐτό καί ἀναφέρεται ἀπό μνήμης σέ αὐτά (5), ἐνῶ οὐδείς ἐκ τῶν μεταγενεστέρων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων παραπέμπει σέ αὐτά, παρά τό γενονός ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ὑπῆρξαν ἐπίκαιρες καί στούς ἑπόμενους αἰῶνες, κάθε φορά πού ἐτίθετο ζήτημα πίστεως.

Πρόβλημα τίθεται ὅμως  καί μέ τή συμμετοχή τῶν ἀρειανοφρόνων Ἐπισκόπων, περί τούς 22 τόν ἀριθμό, σύμφωνα μέ τόν φιλοαρειανό ἱστορικό Φιλοστόργιο, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνει σέ αὐτούς ἀκόμη καί τόν ἀντι-ἀρειανό μέν, σχισματικό δέ Μελίτιο Λυκοπόλεως (6).  Κατά τόν Σωζομενό, ὁ ἀριθμός τῶν ἀρειανοφρόνων ἦταν 17 (7),  μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ ἤδη καταδικασθέντες ἀπό τή σύνοδο τῆς Ἀλεξανδρείας (320) Σεκοῦνδος Πτολεμαΐδος, Θεωνᾶς Μαρμαρικῆς, ἀλλά καί οἱ καταδικασθέντες ἀπό τή προηγηθεῖσα σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας (ἀρχές τοῦ 325) Εὐσέβιος  Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, Νάρκισσος Νερωνιάδος καί Θεόδοτος Λαοδικείας, ἡ ὁποία τούς παρέπεμψε ὡς ὑποδίκους στήν προγραμματισθεῖσα νά ἐπακολουθήσει Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας.

Συνεπῶς, οἱ ἀρειανόφρονες Ἐπίσκοποι δέν παρέστησαν στή Σύνοδο ὡς ἰσότιμα μέλη μέ τούς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους,  λαμβανομένου ὑπόψη καί τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας μέ Ἐγκύκλιό του  ζητοῦσε ἀπό τούς Ἐπισκόπους νά διακόψουν κάθε ἐπικοινωνία μέ τόν ἀρειανόφρονα Ἐπίσκοπο Νικομηδείας Εὐσέβιο καί τούς ὁμόφρονές του Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς (8), ἐνῶ ὁ Φιλοστόργιος τόν παρουσιάζει νά ἐπιδιώκει τόν ἀναθεματισμό ὄχι μόνο τοῦ Ἀρείου, ἀλλά ὅλων τῶν ὁμοφρόνων του (9). Παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, πιθανόν γιά προσωπικούς λόγους, ἀποσιωπᾶ τήν περιγραφή διαδικασίας κρίσεώς του μέ ἀσαφεῖς περιγραφές περί διαφωνιῶν τῶν μελῶν τῆς Συνόδου (10), ἀσάφεια πού ἀναπαράγεται ἀπό τούς μεταγενέστερους ἱστορικούς τῆς Συνόδου (11), οἱ ὁποῖοι παρουσιάζουν τούς ἀρειανόφρονες ὑποδίκους ὡς ἰσότιμα μέλη τῆς Συνόδου, αὐτό ἐκ τῶν πραγμάτων ἦταν ἀδύνατον καί ἀντικανονικό. Ἄλλωστε, ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας προφανῶς ὑποχρεώθηκε νά ὑποβάλη ὀρθόδοξο Λίβελλο πίστεως, μέ τόν ὁποῖο ἀπέρριπτε ὅλες τίς ἀκραῖες ἀρειανικές θέσεις. Ἀντί γιά προσωπική ὁμολογία πίστεως παρέθεσε τό βαπτιστήριο Σύμβολο τῆς ἐκκλησίας τῆς Καισαρείας στό ὁποῖο ἐτόνιζε ὅτι πάντοτε πίστευε καί κήρυσσε, προκειμένου νά ἀποφύγει τή συνοδική καταδίκη. Ἡ πρόσφατη καταδίκη του ἀπό τή σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας εἶχε κλονίσει τίς σχέσεις του μέ τήν τοπική ἐκκλησία, γιά τόν λόγο μάλιστα αὐτό ἔσπευσε νά στείλει ἐπιστολή σέ αὐτήν καί νά ἐνημερώσει γιά τίς ἀποφάσεις τῆς συνόδου σχετικά μέ τόν ἴδιο, προκειμένου νά ἀποκατασταθεῖ σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία (12).

Εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας καί οἱ ὁμόφρονες του Ἐπίσκοποι, Νάρκισσος Νερωνιάδος καί Θεόδοτος Λαοδικείας ἔγιναν δεκτοί ὡς μέλη τῆς συνόδου καί σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μόνο μετά τήν ὑποβολή ὀρθοδόξου Λιβέλλου πίστεως, ὅπως ἐξάγεται ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Εὐσταθίου Ἀντιοχείας: «Ἐζητεῖτο τῆς πίστεως ὁ τρόπος, ἐναργής μέν ἔλεγχος τό γράμμα τῆς Εὐσεβίου προὐβάλλετο βλασφημίας. Ἐπί πάντων δέ ἀναγνωσθέν, αὔτικα συμφοράν μέν ἀστάθμητον τοῖς αὐτηκόοις προὐξένει, αἰσχύνην δέ ἀνήκεστον τῷ γράψαντι παρεῖχεν. Ἐπειδή δέ τό ἐργαστήριον τῶν ἀμφί τόν Εὐσέβιον σαφῶς ἑάλω, τοῦ παρανόμου γράμματος διαρραγέντος ὑπ’ ὄψει πάντων, ὁμοῦ τινες ἐκ συσκευῆς, τοὔνομα προβαλλόμενοι τῆς εἰρήνης, κατεσίγασαν μέν ἅπαντας τούς ἄριστα λέγειν εἰωθότας» (13).  Ἤτοι, ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας ὑπέβαλε ἀρειανικό Λίβελλο πίστεως, ὁ ὁποῖος προκάλεσε τήν ἀγανάκτηση τῶν μελῶν τῆς συνόδου καί ἐσχίσθη ἐνώπιον ὅλων. Ἡ ὑποβολή Ὁμολογίας πίστεως σέ Σύνοδο ἀπό Ἐπίσκοπο καί δή Οἰκουμενική συνεπάγεται ἀναμφιβόλως διαδικασία συνοδικῆς κρίσεως τῆς ὀρθοδοξίας τοῦ συντάκτη αὐτῆς.

Οἱ ἀρειανόφρονες Ἐπίσκοποι  κρίθηκαν στόν πρῶτο κύκλο ἐργασιῶν τῆς Συνόδου μέ τήν ὑποβολή νέου ὀρθοδόξου Λιβέλλου πίστεως, βασισμένου ἐπί τοῦ βαπτιστηρίου συμβόλου πίστεως τῆς ἐκκλησίας τῆς Καισαρείας, μέ τίς ἀπαραίτητες ὀρθόδοξες ἐπεξηγήσεις.  Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Εὐστάθειος Ἀντιοχείας: «Οἱ ἀρειομανῖται, δείσαντες μήπως ἄρα τοσαύτης ἐν ταυτῷ  συνόδου συγκεκροτημένης ἐξοστρακισθεῖεν, ἀπαγορεύουσι μέν καί ἀναθεματίζουσι, προπηδήσαντες τό ἀπηγορευμένον δόγμα» (14). Στή συνέχεια τῆς συνόδου, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, οἱ ἀρειανόφρονες Ἐπίσκοποι συμφωνοῦσαν σιωπηλῶς μέ τίς προτάσεις τῶν ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων «τονθορύζοντες τοῖς ὀφθαλμοῖς, ὅτι καί τό ὅμοιον καί τό ἀεί καί τό τῆς δυνάμεως ὄνομα καί τό ἐν αὐτῷ κοινά… καί οὐδέν λυπεῖ τούτοις πρός ἡμᾶς συνθέσθαι» (15).

Ὡς ὑπόδικος στή σύνοδο προσῆλθε καί ὁ σχισματικός Ἐπίσκοπος Λυκοπόλεως Μελίτιος, ἀφοῦ ὑποχρεώθηκε νά ὑποβάλει κατάλογο τῶν Μελιτιανῶν Ἐπισκόπων καί κληρικῶν καί νά δεχθεῖ τήν ἀπόφαση τῆς συνόδου γιά ἄρση τοῦ Μελιτιανοῦ σχίσματος τῆς Αἰγύπτου. Πράγματι, ἡ Α΄ Οἰκουμενική σύνοδος ἐφαρμόζοντας τήν ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκοκονομίας,  ὅπως ἔκανε καί στήν περίπτωση τῶν ἀρειανοφρόνων Ἐπισκόπων, δέχθηκε ὑπό προϋποθέσεις τίς χειροτονίες του ὡς ἀκολούθως:  «Ἐλείπετο δέ τό κατά τήν προπέτειαν Μελιτίου καί τῶν ὑπ’ αὐτῶν χειροτονηθέντων…Ἔδοξεν οὖν τόν Μελίτιον φιλανθρωπότερον κινηθείσης τῆς συνόδου, κατά γάρ τόν ἀκριβῆ λόγον οὐδεμιᾶς συγγνώμης ἄξιος ἦν, μένειν ἐν τῇ πόλει ἑαυτοῦ καί μηδεμίαν ἐξουσίαν ἔχειν αὐτόν μήτε χειροθετεῖν, μήτε προχειρίζεσθαι, μήτε ἐν χώρᾳ, μήτε ἐν πόλει ἑτέρα φαίνεσθαι ταύτης τῆς προφάσεως ἕνεκα, ψιλόν δέ τό ὄνομα τῆς τιμῆς κεκτῆσθαι. Τούς δέ ὑπ’ αὐτοῦ κατασταθέντας, μυστικωτέρᾳ χειροτονίᾳ, βεβαιωθέντας, κοινωνῆσαι ἐπί τούτοις, ἐφ’ ᾧ ἔχειν μέν αὐτούς τήν τιμήν καί λειτουργίαν, δευτέρους δέ εἶναι ἐξάπαντος πάντων τῶν ἐν ἑκάστῃ παροικίᾳ τε καί ἐκκλησίᾳ ἐξεταζομένων, τῶν ὑπό τοῦ τιμιωτάτου καί συλλειτουργοῦ ἡμῶν Ἀλεξάνδρου προκεχειρισμένων» (16) . Ἤτοι, οἱ χειροτονηθέντες ἀπό τόν Μελίτιο Ἐπίσκοπο κηρύχθηκαν ἔκπτωτοι ἀπό τίς Ἐπισκοπές του, διατήρησαν ὅμως κατ’ οἰκονομίαν τόν τίτλο τοῦ ἀξιώματος μέχρι τή δημιουργία τῶν προϋποθέσεων γιά τήν ἐπανενθρόνισή τους στή συγκεκριμένη Ἐπισκοπή μετά ἀπό τή βεβαίωσή τους (ἔλεγχος τῆς ὀρθοδοξίας πίστεως) μέ «μυστικωτέραν χειροτονίαν» (17). Ἐν κατακλείδι, στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο προσκλήθηκαν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μέ βασιλικές Ἐπιστολές, ἀλλά οἱ καθηρημένοι, καταδικασμένοι σέ ἀκοινωνησία καί οἱ ἀκοινώνητοι ἀρειανόφρονες Ἐπίσκοποι ἔγιναν δεκτοί ὡς πλήρη μέλη τῆς Συνόδου (καί ὄχι ὡς ὑπόδικοι) μόνο μετά ἀπό τήν ἀποκήρυξη τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Ἀρείου (18).

Ἐκτός βεβαίως ἀπό τήν καταδίκη τοῦ Ἀρειανισμοῦ, πού ὑπῆρξε τό κύριο ἀντικείμενο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου (19), ἀντιμετωπίσθηκαν καί τά τρία σχίσματα, ἤτοι τό Νοβατιανό, τό Σαμοσατιανό καί τό Μελιτιανό. Γιά τούς μέν Νοβατιανούς μέ τόν κανόνα 8 (20) ἀποφασίσθηκε ὁ τρόπος ἐπιστροφῆς τους στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κανόνας 8 ὁμιλεῖ περί τῶν ἐπιστρεφόντων ἀπό σχίσμα Καθαρῶν (Νοβατιανῶν) κληρικῶν προβλέποντας μεταξύ ἄλλων τά ἀκόλουθα: « ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε χειροθετουμένους αὐτούς, μένειν οὕτως ἐν τῷ κλήρῳ. Πρό πάντων δέ τοῦτο ὁμολογῆσαι αὐτούς ἐγγράφως προσήκει…». Τήν μετοχή «χειροθετουμένους» ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας ἑρμηνεύει ὡς συνώνυμο τῆς χειροτονίας στόν 12ο  κανόνα(21). Ἀντιθέτως, οἱ κανονολόγοι Ζωναρᾶς, Βαλσαμών καί Ἀριστηνός ἀπορρίπτουν τήν ἐν λόγῳ ἑρμηνεία, θεωρώντας ὅτι ἡ ἀποδοχή τῶν Καθαρῶν κληρικῶν γινόταν διά «χειροθεσίας» (22).  Ὅπως εὐστόχως ὅμως τονίζει ὁ Β. Γιαννόπουλος ἡ ἑρμηνεία τοῦ κανόνα κατ’ ἀντιπαραβολή μέ τόν 19ο  κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς συνόδου, ὁ ὁποῖος προβλέπει ἐπανάληψη βαπτίσματος καί ἀναχειροτονίας τῶν Παυλιανισάντων, ἀνασκευάζουν τήν ἑρμηνεία τοῦ Θεοφίλου, γι’ αὐτό θεωρεῖ ὀρθώτερη τήν ἑρμηνεία τοῦ ὅρου ἀπό τόν Πατριάρχη Ταράσιο κατά τή Ζ΄ Οἰκουμενική σύνοδο, ὁ ὁποῖος ἐκλάμβανε τόν ὅρο ὑπό τήν ἔννοια τῆς μεταδόσεως « εὐλογίας διά χειροθεσίας». «Ἡ χειροθεσία τῶν Καθαρῶν σημαίνει τήν ἀποδοχή τῆς μετανοίας τῶν Καθαρῶν καί τή χορήγηση θείας εὐλογίας καί χάριτος, διά τῆς ἐπί τῶν κεφαλῶν αὐτῶν  ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ κατά περίπτωσιν ἐπισκόπου.  Ἡ διά τῆς χειροθεσίας εἴσοδος εἰς τόν ὀρθόδοξον κλῆρον παρ’ αἱρετικῶν χειροτονηθέντων ἀντιστοιχεῖ εἰς τήν διά χρίσεως δι’ Ἁγίου Μύρου ἐπιστροφήν τῶν παρ’ αἱρετικῶν βαπτισθέντων» (23).

Μέ τόν κανόνα 19 (24) ὁρίσθηκε ὁ τρόπος ἐπιστροφῆς τῶν Σαμοτιανῶν, ἐνῶ γιά τούς Μελιτιανούς ἐπικυρώθηκε ὁ 4ος κανόνας τῆς  συνόδου τῆς Ἀλεξανδρείας (324), ὁ ὁποῖος προέβλεπε γιά τόν Μελίτιο νά διαμένει στήν Λυκόπολη ἄνευ τοῦ δικαιώματος τοῦ «διοικεῖν καί χειροτονεῖν», ἐνῶ οἱ χειροτονημένοι ὑπό αὐτοῦ Ἐπίσκοποι διατηροῦσαν τούς τίτλους, θεωρούμενοι ὅμως ὡς δεύτεροι στήν ἱεραρχία τῆς οἰκείας Μητρόπολης, ὑποκείμενοι στή δικαιοσία τοῦ Μητροπολίτου, μετά τό θάνατο δέ αὐτοῦ ἔπρεπε νά διαπιστωθεῖ ὅτι ἦσαν ἄξιοι γιά τή διαδοχή (25).  Προκειμένου μάλιστα νά διευκολύνει τήν διαδικασία ἐπανεισδοχῆς, ὁ Μελίτιος ὑποχρεώθηκε νά ὑποβάλει κατάλογο τῶν ὀνομάτων τῶν Ἐπισκόπων αὐτών στόν Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας. Συνεπῶς, ἐνῶ ἡ Α΄Οἰκουμενική σύνοδος ἐφάρμοσε ἐπιείκεια στούς σχισματικούς, οἱ ὅροι ἀποδοχῆς τῶν σχισμαστικῶν Μελιτιανῶν Ἐπισκόπων ἦσαν ἐπαχθεῖς, ἀφοῦ προβλεπόταν ἡ κατ΄ οἰκονομία ἔνταξή τους διά τῶν σταδίων τῆς μετάνοιας, τῆς ἐπιθέσεως χειρός ὑπό κανονικοῦ Ἐπισκόπου, ἀναγνώσεως εὐχῆς καί εἰρήνευσης (26).


Υποσημειώσεις

(1) Γιά τή σύγκληση καί τήν προεδρία τῆς συνόδου βλ. ἐκτετέστερα Grümel V., « Le siège de Rome et le concile de Nicée: convocation et présidence », Echos dOrient 18 (1925), σελ. 411-423.

(2) Χρυσοστομου Σαββατου, Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, Νίκαια τῆς Βιθυνίας -325 μ. Χ. Ἱστορικοδογματική θεώρηση, Ἀθήνα 2024, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, σελ. 56 κἑξ.

(3) Σωκρατουσ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ι, 9, PG 67, 85 B · Μ. Αθανασίου, Πρός τούς ἐν Ἀφρικῇ τιμιωτάτους ἐπισκόπους, 2, PG 25, 1032 B.

(4)Γιά τίς διάφορες ἀπόψεις ἐπί τῆς ἐλλείψεως πρακτικῶν τῆς συνόδου βλ.  Κοντοστεργιου Δεσποινης, Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, Θεσσαλονίκη 1998, ἐκδ. Πουρνάρα, σελ. 36-37.

(5) Μ. Αθανασίου, Περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου, 32. PG 25, 476.

(6) Φιλοστοργιου, Ἐκκλησιαστική  Ἱστορία, Ι, 8, PG 65, 464 C.

(7) Σωζομενου, Ἐκκλησιαστική  Ἱστορία, Ι, 20, PG 67, 919C.

(8)Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική  Ἱστορία, Ι, 6, PG 67, 60 C- D.

(9) Φιλοστοργιου, Ἐκκλησιαστική  Ἱστορία, Ι, 7. PG 65, 464 B.

(10) Ευσεβιου Καισαρειας, Βίος Κωνσταντίνου, ΙΙΙ, 13, PG 20, 1069.

(11) Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ι, 8, PG 67, 62· Σωζομενου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ι, 20, PG 67, 923.

(12) Μ. Αθανασιου, Περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου, 32,PG 25, 476.

(13) Θεοδωρητου, Ἐκκλησιαστική  Ἱστορία, Ι, 7. PG 82, 921 A- B.

(14)Ἔνθ’ ἀν.

(15) Μ. Αθανασιου, Περί τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου, 20, PG 25, 449 D.

(16) Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ι, 9. PG 67, 80 A.

(17) Amann Ε., ‘Melèce de Lycopolis’, Dictionnaire de l’Eglise Catholique 10/1, col. 531- 536.

(18) Σημειωτέον ὅτι γιά τόν Peter L’Huillier, ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν συμμετεχόντων Ἐπισκόπων προερχόταν ἀπό  τίς περιοχές τῆς Ἀσίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Συρίας-Φοινίκης, ὅπου ὁ Ἀρειανισμός δέν εἶχε ἐξαπλωθεῖ ἰδιαίτερα. Βλ.  The Church of the Ancient Councils, σελ. 18.

(19) Γιά τό κύρος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν Ἐκκλησία γενικότερα βλ.  Γιαννακοπουλου Ελενης, «Ἀξιολογικές κρίσεις τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου περί τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου», Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο «Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος 407-2007», Ἀθήνα 2009.

(20) ΒΕΝ 1, σελ. 245-246.: «Περὶ τῶν ὀνομαζόντων μὲν ἑαυτοὺς Καθαρούς ποτε, προσερχομένων δὲ τῇ καθολικῇ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε χειροθετουμένους αὐτούς, μένειν οὕτως ἐν τῷ κλήρῳ. Πρὸ πάντων δὲ τοῦτο ὁμολογῆσαι αὐτοὺς ἐγγράφως προσήκει, ὅτι συνθήσονται καὶ ἀκολουθήσουσι τοῖς τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας δόγμασι· τοὐτέστι καὶ διγάμοις κοινωνεῖν, καὶ τοῖς ἐν τῷ διωγμῷ παραπεπτωκόσιν, ἐφὧν καὶ χρόνος τέτακται, καὶ καιρὸς ὥρισται· ὥστε αὐτοὺς ἀκολουθεῖν ἐν πᾶσι τοῖς δόγμασι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. Ἔνθα μὲν οὖν πάντες, εἴτε ἐν κώμαις, εἴτε ἐν πόλεσιν, αὐτοὶ μόνοι εὑρίσκοιντο χειροτονηθέντες, οἱ εὑρισκόμενοι ἐν τῷ κλήρῳ, ἔσονται ἐν τῷ αὐτῷ σχήματι. Εἰ δὲ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου, πρεσβυτέρου ὄντος, προσέρχονταί τινες, πρόδηλον, ὡς μὲν ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας ἕξει τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου· δὲ ὀνομαζόμενος παρὰ τοῖς λεγομένοις Καθαροῖς ἐπίσκοπος, τήν τοῦ πρεσβυτέρου τιμὴν ἕξει· πλὴν εἰ μὴ ἄρα δοκοίῃ τῷ ἐπισκόπῳ, τῆς τιμῆς τοῦ ὀνόματος αὐτὸν μετέχειν. Εἰ δὲ τοῦτο αὐτῷ μὴ ἀρέσκοι, ἐπινοήσει τόπον χωρεπισκόπου, πρεσβυτέρου, ὑπὲρ τοῦ ἐν τῷ κλήρῳ ὅλως δοκεῖν εἶναι· ἵνα μὴ ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι ὦσιν».

(21)ΒΕΝ 1, σελ. 412

(22) Ραλλη-Ποτλή, Σύνταγμα, ΙΙ, σελ. 134-136.

(23) Γιαννοπουλου Βασιλειου, Ἡ ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν κατά τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, (ἀνάτυπο ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Θεολογία, ΝΘ (1988), 530-579, Ἀθήνα 1988, σελ. 538.

(24) ΒΕΝ 1, σελ. 251: «Περὶ τῶν παυλιανισάντων, εἶτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, ὅρος ἐκτέθειται ἀναβαπτίζεσθαι αὐτοὺς ἐξάπαντος. Εἰ δέ τινες τῷ παρεληλυθότι χρόνῳ, ἐν τῷ κλήρῳ ἐξητάσθησαν, εἰ μὲν ἄμεμπτοι καὶ ἀνεπίληπτοι φανεῖεν ἀναβαπτισθέντες, χειροτονείσθωσαν ὑπὸ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου. Εἰ δὲ ἡ ἀνάκρισις ἀνεπιτηδείους αὐτοὺς εὑρίσκοι, καθαιρεῖσθαι αὐτοὺς προσήκει. Ὡσαύτως δὲ καὶ περὶ τῶν διακονισσῶν, καὶ ὅλως περὶ τῶν ἐν τῷ κλήρῳ ἐξεταζομένων, ὁ αὐτὸς τύπος παραφυλαχθήσεται. Ἐμνήσθημεν δὲ τῶν διακονισσῶν τῶν ἐν τῷ σχήματι ἐξετασθεισῶν, ἐπεὶ μηδὲ χειροθεσίαν τινὰ ἔχουσιν, ὥστε ἐξάπαντος ἐν τοῖς λαϊκοῖς αὐτὰς ἐξετάζεσθαι».

(25) Ρωμανίδου Ι., Πατερική θεολογία, Θεσσαλονίκη 2004, ἐκδ. Παρακαταθήκη,  σελ. 45.

(26)Μαγγιώρου Ν., Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί ἡ Δονατιστική ἔριδα, Θεσσαλονίκη 2001, ἐκδ. ἀφοί Κυριακίδη, σ. 178.