Διαθρησκειακοί Διάλογοι

Τσιρούδη Χρήστου

Το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης,
Η συμβολή του στον Διορθόδοξο, Διαχριστιανικό και Διαθρησκειακό Διάλογο,
Αθήνα 2025, εκδ. Ελίκρανον, σελ. 105-117

α΄. Η αναγκαιότητα του Διαθρησκειακού Διαλόγου

Όπως είδαμε και στα προηγούμενα κεφάλαια, το Οικουμενικό Κίνημα στις αρχές του 20ου αιώνα έκανε την πρώτη του εμφάνιση στους προτεσταντικούς κυρίως κύκλους αλλά και στο Οικουμενικό πατριαρχείο ως μάι αδήρρητη ανάγκη διαλόγου των χριστιανικών κοινοτήτων για την καλλιέργεια μίας ενιαίας φωνής σε ζητήματα ηθικής και κοινωνικής φύσεως πρωτίστως. Αυτό οφειλόταν αναντίρρητα στα μαζικά κύματα μετανάστευσης χριστιανικών πληθυσμών του Νότου στις πλούσιες προτεσταντικές χώρες του Βορρά. Συνεπώς, αποσκοπούσε σε πρώτη φάση στην αρμονική συνύπαρξη  των χριστιανικών πληθυσμών διαφορετικών Εκκλησιών και Ομολογιών, αλλά και στην προβολή της αξίας του ανθρώπου, μετά τις ωμότητες, τις εκτοπίσεις πληθυσμών, αλλά και τις γενοκτονίες του Α΄ παγκοσμίου πολέμου.  Το τέλος του Β΄παγκοσμίου πολέμου έδωσε το έναυσμα για την δημιουργάι τω αναγκαίων διεθνών Οργανισμών προκειμένου η ανθρωπότητα να οδεύσει στο δρόμο της  αρμονικής συνύπαρξης, της καταλλαγής, της ευημερίας και την προστασία των εμπερίστατων λαών ή ομάδων με την καθιέρωση νέων νομικών πλαισίων στο διεθνές Δίκαιο, όπως για παράδειγμα την Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (1945) και τα  σχετικά άρθρα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων (1), αλλά και την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,  που συμπλήρωνε τα εν λόγω άρθρα και εγκρίθηκε με ψήφισμα στις 10 Δεκ.1948 (2).

Στο πλαίσιο αυτό, και μολονότι το Π.Σ.Ε. και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μέχρι τότε οργάνωναν διασκέψεις διαθρησκειακές με σκοπό να κατανοήσουν καλύτερα τους λαούς τρίτων χωρών όπου διοργάνωναν ιεραποστολική δράση, το ζήτημα του διαθρησκειακού διαλόγου άρχισε να προβάλλεται βαθμιαία ως μία αναγκαιότητα του μεταπολεμικού κόσμου. Το έναυσμα δόθηκε κατ’ ουσίαν από τη Β΄Βατικανή Σύνοδο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (1962-1965) και την σχετική συνοδική Εγκύκλιο Nostra Aetate (28 Οκτ. 1965) (3). Στις αρχές του διαθρησκειακού αυτού διαλόγου θεωρήθηκε σκόπιμη η διάκριση των μη χριστιανικών θρησκειών σε δύο κατηγορίες, αυτές του Αβρααμικού κλάδου (Ιουδαϊσμός, Ισλάμ) και στις  λεγόμενες Ανατολικές ή και γενικότερα αφροασιατικές θρησκείες (Ινδουϊσμός, Βουδισμός, Ταοϊσμός, Ανιμισμός κ.ά.), οι οποίες θεωρούντο διαχρονικά ως παγανιστικές και η σχέση με αυτές περιοριζόταν στην ιεραποστολική δράση των χριστιανών για την μεταστροφή των πιστών τους στo μήνυμα του Ευαγγελίου. Στις πρώτες 2 παραγράφους της Εγκυκλίου τονίζονται οι βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν τον διαθρησκειακό διάλογο και αυτές είναι ο σεβασμός της έννοιας του ιερού που έχουν οι άνθρωποι, οι ηθικοί κώδικες κάθε  θρησκείας και ο λυτρωτικός τους σκοπός, στην &3 γίνεται ειδική αναφορά στο Ισλάμ, σε κάποια κοινά στοιχεία με τον χριστιανισμό, με την ταυτόχρονη καταδίκη κάθε μορφής θρησκευτικού φονταμενταλισμού,  στην &4 γίνεται αναφορά στην ειδική σχέση της Ιουδαϊκής θρησκείας με τον χριστιανισμό και καταγγέλλεται η ενοχοποίηση του εβραϊκού έθνους ως «θεοκτόνου», αφού δεν μπορεί  η απόφαση για θανατική καταδίκη του Ιησού από τις Ιουδαϊκές αρχές να προσάπτεται σε όλους ανεξαιρέτως τους Εβραίους, ενώ η καταληκτική &5 αναφέρει ότι οι ρωμαιοκαθολικοί δεν μπορούν να επικαλούνται τον Θεό χωρίς να εφαρμόζουν την αρχή της αδελφοσύνης προς κάθε άνθρωπο, αφού όλοι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού (NA, 5). Δεν υπάρχει κανένα έρεισμα για την θεωρία και πρακτική πάσης μορφής διακρίσεων μεταξύ λαών, φυλών, χρώματος, κοινωνικής κατάστασης ή θρησκευτικών πεποιθήσεων. Αντ’ αυτού μόνο η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του ανθρώπου είναι συμβατή με τη διδασκαλία του Χριστού. Υπό το πνεύμα αυτό, γίνεται έκκληση προς όλους τους χριστιανούς να διατηρούν καλές σχέσεις με τους άλλους και να ζουν ειρηνικά με όλους (Ρωμ. 12:18), ώστε να μπορούν να θεωρούνται πραγματικά υιοί του ουράνιου Πατρός (Ματθ. 5:45). Στις 6 Αυγ. 1964, ο πάπας Παύλος ΣΤ΄ κοινοποίησε την Εγκύκλιο Ecclesiam Suam (4) αναφερόμενος στον διάλογο με τις άλλες θρησκείες, έδιδε προτεραιότητα στον Ιουδαϊσμό ως θρησκεία της Π. Διαθήκης (religion of the Old Testament) και ακολούθως στο Ισλάμ προς το οποίο εξέφραζε θαυμασμό για την ευσέβεια και την λατρεία που απέδιδε στο Θεό, ενώ για τις άλλες αφροασιατικές θρησκείες τόνιζε ότι δεν γίνονται αποδεκτές οι περί θείου διδασκαλίες ούτε η αρνητική τους στάση έναντι της αληθινής και αποκαλυφθείσας χριστιανικής θρησκείας. Πρότεινε δε να εργασθούν όλοι οι Χριστιανοί ώστε οι πιστοί των θρησκειών αυτών να γνωρίσουν και να ασπασθούν την μόνη αληθινή θρησκεία, προωθώντας συγχρόνως την θρησκευτική ελευθερία, την ανθρώπινη αδελφοσύνη και την κοινωνική ευημερία, πάντοτε με αμοιβαίο σεβασμό, χωρίς δογματικές υπαναχωρήσεις ή προσηλυτιστικές πρακτικές. Στην περίοδο που ακολούθησε τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, με απόφαση του πάπα Παύλου ΣΤ΄ οι σχέσεις με τον Ιουδαϊσμό υπήχθησαν στην Γραμματεία για τη χριστιανική ενότητα (Secretariat for Christian Unity), ενώ οι σχέσεις με τις μη χριστιανικές θρησκείες υπήχθησαν στη Γραμματεία για τους μη Χριστιανούς (Secretariat for NonChristians), η οποία ιδρύθηκε την Πεντηκοστή του 1964. Ακολουθώντας το νέο πνεύμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το Π.Σ.Ε. πραγματοποίησε μια σειρά διαθρησκειακών συναντήσεων και συνεδρίων, κυρίως μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, και το 1971 ίδρυσε ειδικό τμήμα Διαλόγου με άλλες θρησκείες και ιδεολογίες (Section for Dialogue with other religions and ideologies), παρά τις ενστάσεις των αντιπροσωπειών των κατά τόπων Ορθοδόξων Εκκλησιών που θεώρησαν ότι η πρακτική αυτή δεν αποτελούσε αρμοδιότητα του Π. Σ. Ε. (5).

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όντας πρωτοπόρο στην καλλιέργεια του οικουμενικού διαλόγου και ιδρυτικό μέλος του Π.Σ.Ε. (Άμστερνταμ, 1948), υπήρξε εξ αρχής  θετικά διακείμενο έναντι του διαθρησκειακού διαλόγου, παρά το γεγονός ότι  προτεραιότητά του υπήρξαν οι διμερείς διαχριστιανικοί διάλογοι. Η σύσφιξη των σχέσεων Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και η διάθεση της τελευταίας να επεκτείνει τους ορίζοντες του Οικουμενικού Διαλόγου και στις μη χριστιανικές θρησκείες, λειτούργησε και για την Ορθόδοξη Εκκλησία ως έναυσμα για την έναρξη διαλόγου αποκλειστικά όμως με τις άλλες δύο μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, αφού δεν είχε αντίστοιχα ιεραποστολικά ερείσματα με τους ρωμαιοκαθολικούς στην κεντρική Ασία και την Άπω Ανατολή. Βεβαίως, ήδη η Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου (1961), προ της συγκλήσεως της Β΄ Βατικανής Συνόδου είχε ήδη συμπεριλάβει στο θεματολόγιό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που επρόκειτο να συγκληθεί το ζήτημα των σχέσεων της Ορθοδοξίας με τις άλλες θρησκείες, αλλά και το ζήτημα της «Συμβολής των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την επικράτηση των χριστιανικών ιδανικών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών».

Πράγματι, μία σχεδόν δεκαετία μετά το πέρας της Β΄ Βατικανής συνόδου, στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη (21-28 Νοεμ. 1976, Σαμπεζύ-Γενεύης) μεταξύ των άλλων κρισίμων αποφάσεων για το θεματολόγιο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, συμπεριλήφθηκε και μία ειδική παράγραφος για τον Διαθρησκειακό Διάλογο, η οποία είχε ως ακολούθως: «&4. Όπως η Διάσκεψις, εκφράζουσα την επιθυμίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας να συμβάλη εις την διαθρησκειακήν συνεννόησιν και συνεργασίαν, δι’ αυτής δε εις την απάλειψιν του φανατισμού από πάσης πλευράς, καλ, τοιουτοτρόπως, εις την συμφιλίωσιν των λαών και επικράτησιν των ιδεωδών της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον προς εξυπηρέτησιν του συγχρόνου ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, απεφάσισεν όπως η Ορθόδοξος ’Εκκλησία συνεργασθή προς τούτο μετά των άλλων, εκτός του χριστιανισμού, θρησκευμάτων» (6).

Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα και η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Σαμπεζύ, 28 Οκτ. — 6 Νοεμβ. 1986) στο κείμενο αποφάσεων και ειδικότερα στη σχετικό κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Η συμβολή της Ορθοδοξου Εκκλησίας εις επικράτησιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις επικράτησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών, και άρσιν των φυετικών και λοιπών διακρίσεων», στην Α ενότητα υπό τον τίτλο:«A. Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου, θεμέλιον δια την ειρήνην», και &5 και 6 γίνεται αναφορά στον Διαθρησκειακό Διάλογο και επισημαίνεται, ότι έχοντας ως κοινή βάση όλων των μερών την ύψιστη αξία του ανθρωπίνου προσώπου και τη συμμετοχή όλων των καλοπροαίρετων πιστών των άλλων θρησκειών, οι οποίοι θεωρούν χρέος τους την επικράτηση της ειρήνης, της ελευθερίας, των αδελφικών σχέσεων, της συνεργασίας και της συμφιλίωσης μεταξύ των λαών, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, όλα τα μέρη πρέπει να εργαστούν για διαθρησκειακή συνεννόηση, συνεργασία και απάλειψη του θρησκευτικού φανατισμού (7). Η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψη (Σαμπεζύ (1986), πέρα από την απόφαση για τη σύσταση Γραμματείας για την προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου με Πρόεδρο τον Σεβ. Μητροπολίτη Ελβετίας Δαμασκηνό και μόνιμο Γραμματέα τον καθηγητή Βλάσιο Φειδά για την οργάνωση και την επιλογή θεμάτων, αποφάσισε και την προετοιμασία και διεξαγωγή ακαδημαϊκών διμερών Διαθρησκειακών Διαλόγων της Ορθοδοξίας με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, συμφώνως προς την πρωτοποριακή πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου (8).

Η στάση αυτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν υπαγορεύτηκε από πολιτικές  σκοπιμότητες ή απλό καιροσκοπισμό, αλλά κατ’ ουσίαν πρόκειται για εφαρμογή της θεολογίας και της πνευματικότητάς της, αφού η πίστη στην αγαθότητα του Θεού Πατρός, η αγάπη του Οποίου διαχέεται  σε όλον τον κόσμο, ο σεβασμός της ελευθερίας του ανθρώπινου προσώπου ως κατ’ εικόνα δημιούργημα του Θεού, η αγάπη των πιστών προς τον πλησίον κατά το πρότυπο του Χριστού και η μέριμνα για την επικράτηση της ειρήνης στον κόσμο αποτελούν βασικές αρχές της Ορθόδοξης παράδοσης. Υπό το πνεύμα αυτό  αυτό, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέλαβε σε πανορθόδοξη κλίμακα και κατόπιν ομοφωνίας, όπως είδαμε, όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών διμερείς  διαθρησκειακούς διαλόγους και ακαδημαϊκά συνέδρια μεταξύ ηγετών και εκπροσώπων αυτών των μονοθεϊστικών θρησκειών.

Η κύρια  μεθοδολογία των Διαθρησκειακών Διαλόγων εξ αρχής συνίστατο στην παράκαμψη δογματικών ζητημάτων στα οποία εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συζητήσεων και στην εύρεση  κάποιων κοινών  πρακτικών, βασιζόμενων στις καθιερωμένες κοινές αρχές και αξίες που υπάρχουν στις μονοθεϊστικές θρησκείες και  μπορούν να συμβάλλουν στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών τους. Σε αυτούς τους διμερείς Διαθρησκειακούς Διαλόγους αποκλείσθηκαν και απορρίφθηκαν οι πολιτικές κρατών που εμπλέκουν την θρησκεία  σε εθνικιστικές, πολιτικές ή κοινωνικές σκοπιμότητες, για τον λόγο αυτόν συμμετείχαν σε αυτούς ακαδημαϊκές και θρησκευτικές προσωπικότητες και από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες, ενώ τα προς συζήτηση θέματα περιορίσθηκαν αποκλειστικά σχεδόν στα κοινά στοιχεία ηθικής και κοινωνικής φύσεως με σκοπό την ειρηνική συνύπαρξη και των τριών θρησκειών στις πολύπαθες λόγω γεωστρατηγικών συμφερόντων περιοχές όπου αυτές συνυπάρχουν.

β΄. Ο Διάλογος με τον Ιουδαϊσμό

Η πρώτη προκαταρκτική συνάντηση έγινε στη Γενεύη στο Ορθόδοξο Κέντρο το 1976, ενώ ακολούθησαν οι επίσημες διμερείς συνδιασκέψεις της Λουκέρνης (16-18 Μαρτ. 1977) με θέμα  «Η  έννοια του Νόμου στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη» (= «Τhe Law in the Christian Orthodox and Jewish Understanding», του Βουκουρεστίου ( 26-31 Οκτ. 1979) με θέμα «Παράδοση και Ιστορία στον Ιουδαϊσμό και στην Ορθόδοξη Εκκλησία» (= «Tradition and Community in Judaism and the Orthodox Church»), στην οποία τονίσθηκαν τα κοινά για τις δύο θρησκείες στοιχεία της θείας αποκαλύψεως στο όρος Σινά, καθώς και τη σχετική γραπτή και προφορική παράδοση, η Γ΄ Διάσκεψη των  Αθηνών (21-24 Μαρτ. 1993) με θέμα «Συνέχεια και Ανανέωση στην Ορθοδοξία και στον Ιουδαϊσμό»  (=«Continuity and Renewal») (9), κατόπιν μακράς και δημιουργικής συνεργασίας με τους εκπροσώπους της International Jewish Comitee on Interreligious Consultations, τον δρ. Gerhart Riegner και τον Καθηγ. Jean Halpirin, οι οποίοι εκπροσωπούσαν το Παγκόσμιο Ιουδαϊκό Συνέδριο (World Jewish Congress) και άλλες Ιουδαϊκές Οργανώσεις και Οργανισμούς. Στη Συνδιάσκεψη αυτή τονίσθηκε ότι η Π. Διαθήκη, που αποτελεί το ιερό βιβλίο του Ιουδαϊσμού, είναι αναπόσπαστο στοιχείο και του Χριστιανισμού, παρά τις διαφορετικές ερμηνείες της παράδοσης κάθε μιας εκ των δύο θρησκειών (10). Η Δ΄ Συνδιάσκεψη της Ιερουσαλήμ (Κιμπούτς Μaaleh HaChamisha, Ισραήλ, 13 – 16 Δεκ. 1998) είχε ως θέμα «Η  συνάντηση της Ορθοδοξίας και του Ιουδαϊσμού με τον Μοντερνισμό»(= «Τhe Encounter of Orthodox and Judaism with Modernity») και σε αυτήν τονίσθηκαν τα κοινά στοιχεία μεταξύ των δύο θρησκειών: η κοινή παλαιοδιαθηκική παράδοση, η σημασία της Π. Διαθήκης, το γεγονός ότι ο Δεκάλογος των εντολών αποτελεί κοινό κώδικα ηθικής, καθώς και ότι οι διαφορές των δύο μερών είναι συμπληρωματικές μεταξύ τους (11). Η  Ε΄ Συνδιάσκεψη της Θεσσαλονίκης, (Περαία, 27 – 29 Μαΐου 2003)  είχε ως θέμα συζητήσεως «Πίστη στις πηγές μας: Η δέσμευσή μας για ειρήνη και δικαιοσύνη» (= «Faithfulness to Our Sources: Our Commitment to Peace and Justice») και σε αυτήν τονίσθηκαν ότι παρά  την κοινή πηγή πίστεως, την Π. Διαθήκη, κάθεμία από τις δύο παραδόσεις είναι ιδιαίτερη και αυτοτελής λόγω διαφορετικής ερμηνείας από την άλλη, ενώ προτάθηκαν και τρόποι ειρηνικής συνύπαρξης και αλληλοσεβασμού μεταξύ των ανά τον κόσμο Διασπορών των δύο θρησκειών.

Κατά τη διάρκεια των παραπάνω διμερών Συνδιασκέψεων φάνηκε ότι οι δύο θηρσκείες έχουν διαφορετικά σημεία αναφοράς, ο μεν Ιουδαϊσμός τον Νόμο (Torah) και τη βίωση της σχέσης Θεού και ανθρώπου δια της πρώτης Διαθήκης, ο δε Χριστιανισμός το Ευαγγέλιο και το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού, το οποίο νοείται  ως η πλήρωση του Νόμου και των Προφητών της Π. Διαθήκης (12). Παρά το γεγονός ότι ο Ιουδαϊσμός απορρίπτει τον Ιησού Χριστό, η Π. Διαθήκη αποτελεί σημείο αναφοράς όχι μόνο του Ιουδαϊσμού, αλλά και του Χριστιανισμού, με διαφορετική όμως ερμηνεία για τον τελευταίο, αφού το μήνυμά της πληρώνεται δια της Κ. Διαθήκης και του σωτηριώδους έργου του Κυρίου. Τη σημασία του διμερούς διαλόγου την διατύπωσε με ευσύνοπτο τρόπο στην Ακαδημαϊκή Συνδιάλεξη ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος: «Η κοινή αυτή πνευματική προέλευσις Χριστιανών και Ιουδαίων φαίνεται σήμερον, περισσότερον παρά άλλοτε, παρέχουσα πρόσφορον έδαφος προς απόσεισιν των συνεπειών της μέχρι τούδε επικρατησάσης προς αλλήλους εχθρότητος και εγκαθίδρυσιν νέας μεταξύ αυτών σχέσεως, γνησίας και αυθεντικής, πηγαζούσης εκ της προς αμοιβαίαν κατανόησιν διαθέσεως και της καλλιτέρας αλληλογνωριμίας…Τα μέλη της αυτής πνευματικής οικογενείας, καλούνται όπως παράσχουν από κοινού και εν διαλόγω την πλουσίαν μαρτυρίαν των παραδόσεων αυτών εν τη επιβαλλομένη επειγόντως αναζητήσει και εξευρέσει των προσφοροτέρων λύσεων εις τα από κοινού βιούμενα μεγάλα και σοβαρά προβλήματα της καταπτώσεως των ηθικών και πνευματικών αξιών εν γένει και ειδικώτερον της καταπατήσεως της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου, της μοναδικής και ανεπαναλήπτου ταύτης εικόνος του Θεού» (13).

γ΄. Ο Διάλογος με το Ισλάμ

Ο διεθνής ακαδημαϊκός διάλογος με το Ισλάμ ξεκίνησε  το 1986 σε συνεργασία με την Royal Academy for Research on Islamic Civilization (Albeit Foundation of Jordan) και το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ Γενεύης. Στο πλαίσιο του Διαθρησκειακού Διαλόγου με τo Iσλάμ πραγματοποιήθηκαν ένδεκα ακαδημαϊκές συναντήσεις, με τα ακόλουθα θέματα: 1) «Αυθεντία και Θρησκεία» (= «Authority and Religion») (Ορθόδοξο Κέντρο, Σαμπεζύ, 17-19 Νοέμβ. 1986), στην οποία εξετάσθηκαν οι έννοιες της αυθεντίας και της εξουσίας στον μουσουλμανικό κόσμο και οι σχέσεις τους με τη θρησκεία και την οικογένεια (14)· 2) «Πρότυπα ιστορικής συνυπάρξεως Χριστιανών και Μουσουλμάνων και μελλοντικές προοπτικές» (= «The model of historical coexistence between Muslims and Christians and prospects for the future») (Αμμάν Ιορδανίας, (21-23 Νοέμβ. 1987), με κύριο θέμα τους τρόπους αρμονικής συνύπαρξης μουσουλμάνων και χριστιανών σε ισλαμικές και μη ισλαμικές χώρες. 3) «Ειρήνη και Δικαιοσύνη στην παράδοση των δύο μονοθεϊστικών θρησκειών» (= «Peace and Justice in the tradition of two monotheistic religions») (Ορθόδοξο Κέντρο, Σαμπεζύ, 12-15 Δεκ. 1988) με αντικείμενο τις έννοιες της ειρήνης και της δικαιοσύνης στην Αγία Γραφή και το Κοράνι, τα ανθρώπινα δικαιώματα στις δύο παραδόσεις, τις κοινές αξίες και την προώθησή τους από την νέα γενεά (15). 4) «Θρησκευτικός πλουραλισμός» (= «Religious Pluralism») (Πολιτιστικό Κέντρο Κεμάλ Ατατούρκ, Κωνσταντινούπολη, 10-14 Σεπτ. 1989), όπου τονίσθηκε ότι ο πλουραλισμός και η ειρηνική συνύπαρξη διαφορετικών θρησκειών πρέπει να αποτελεί πηγή εμπλουτισμού της πνευματικής κληρονομίας των λαών στις σύγχρονες κοινωνίες και όχι συγκρούσεων (16) · 5) «Οι νέοι και οι αξίες της μετριοπάθειας» (= «Youth and the values of moderation») (Αμμάν, 26-28 Ιουλ. 1993), που πραγματοποιήθηκε μετά τον πόλεμο του Κόλπου και τονιζόταν ο ρόλος της θρησκείας για την προβολή του διαλλακτικού πνεύματος μεταξύ των κρατών  και την αποφυγή των συγκρούσεων (17) · 6) «Παιδεία για κατανόηση και συνεργασία» (= «Education for understanding and cooperation») (Αθήνα, 8-10 Σεπτ. 1994), όπου παρουσιάσθηκε η διδασκαλία περί Ισλάμ  στα χριστιανικά σχολεία  και περί Χριστιανισμού στα μουσουλμανικά σχολεία, με την επισήμανση της σπουδαιότητας της Παιδείας για την  καλλιέργεια κλίματος διαλόγου στις νέες γενεές· 7) «Το εκπαιδευτικό σύστημα στο Ισλάμ και στον Χριστιανισμό» (= «The education system in Islam and in Christianity») (Αμμάν, 3-5 Ιουν. 1996), συνέχεια του προηγουμένου για την υπέρβαση των αρνητικών στερεοτύπων μέσω νέων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα οποία όμως δεν εκπονήθηκαν (18) · 8) «Προοπτικές συνεργασίας και συμμετοχής Μουσουλμάνων και Χριστιανών ενώπιον της τρίτης χιλιετίας» (= «Prospects for cooperation and participation between Muslims and Christians on the threshold of the third millennium») (Κωνσταντινούπολη, 3-5 Ιουν. 1997), όπου τονίσθηκε ότι παρά τις μεγάλες διαφορές στην περί Θεού διδασκαλία μεταξύ των δύο θρησκειών, υπάρχει η ανάγκη  για επίδειξη και από τα δύο μέρη πνεύματος ανοχής, ισότητας και αλληλοσεβασμού (19) · 9) «Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί στη σύγχρονη κοινωνία» (= «Muslims and Christians in modern society») (Αμμάν, 1998), συνέδριο στο οποίο  προβλήθηκαν πρακτικές ειρηνικής συνύπαρξης των δύο θρησκειών και συνεργασίας για ζητήματα που αφορούν την ειρήνη και το σεβασμό της ατομικής ελευθερίας· 10) «Αρχές της Ειρηνικής Συνυπάρξεως» (= «Principles of Peaceful Co-existence») (Μανάμα, Μπαχρέϊν, 28-30 Οκτωβρίου 2002), όπου υπογραμμίσθηκε η αναγκαιότητα του σεβασμού  των ιερών τόπων και προσκυνημάτων και των δύο θρησκειών και η τήρηση των διεθνών συμβάσεων  για την ελευθερία συνειδήσεως και τα ανθρώπινα δικαιώματα, δύο απαραίτητες προϋποθέσεις  για την ειρηνική συνύπαρξη των δύο θρησκειών  κ.ά.· 11) « Ειρήνη και Ανοχή » (= «Peace and Tolerance») (Κωνσταντινούπολη, 7 – 9 Νοεμ. 2005), όπου τονίσθηκε ότι ο σεβασμός της θρησκείας του άλλου, της ιερότητας των χώρων λατρείας και το δικαίωμα άσκησης θρησκευτικών καθηκόντων είναι απαραίτητοι όροι για την ειρηνική συνύπαρξη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο προώθησης του Διαθρησκειακού Διαλόγου από το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις 3 Μαΐου 1999 ιδρύθηκε το «Ίδρυμα Διαθρησκειακών και Διαπολιτισμικών Ερευνών και Διαλόγων» (20). Ιδρυτικά μέλη του υπήρξαν ο Πρίγκηπας Sadruddin Aga Khan, οι επιχειρηματίες Neil Bush και Jamal Daniel, ο Καθηγητής και Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής της Γενεύης Olivier Fatio, ο Πρίγκηπας El-Hasan Bin Talal, ο μακαριστός Μητροπολίτης Εφέσου και Καθηγητής της Ορθοδόξου Θεολογίας Δρ. Χρυσόστομος, ο Μητροπολίτης Ελβετίας Δαμασκηνός, Προϊστάμενος του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Καρδινάλιος Joseph Ratzinger, Πρόεδρος του Ποντιφικικού Συμβουλίου δια την διδασκαλία της πίστεως και ο Μέγας Ραββίνος René Samuel Sirat, Ιδρυτής του Ινστιτούτου Μελέτης των Βιβλικών Θρησκειών. Το άρθρο 3 του Καταστατικού του Ιδρύματος έθετε ως στόχους την ανάδειξη του αυθεντικού μηνύματος των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών (Χριστιανισμού, Ιουδαϊσμού και Ισλάμ), την πολιτιστική προσέγγιση για την υπέρβαση του τραυματικού ιστορικού παρελθόντος, την μελέτη και έκδοση των ιερών πηγών, τη διοργάνωση συνεδρίων θρησκειολογίας, την έκδοση περιοδικού τόμου και την έκδοση σε μία θήκη του πρωτοτύπου των ιερών πηγών των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών (21). Συγχρόνως, ορίσθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή του ιδρύματος, η οποία αποτελείτο από τον πρώην Πρόεδρο των Η.Π.Α. κ. George Bush, τον πρώην Πρόεδρο της Αυστρίας Δρ. Rudolf Kirchschlaeger, τον Άρχοντα της Μητρός Εκκλησίας Δρ. Σπύρο Λάτση και άλλους επιφανείς.

Αναμφισβήτητα ο κύριος άξονας του διμερούς διαλόγου Ορθοδοξίας και Ισλάμ  και το ζητούμενο ήταν και συνεχίζει και σήμερα να είναι η ειρηνική συνύπαρξη των δύο θρησκειών. Μολονότι οι μουσουλμανικές μειονότητες στον χριστιανικό κόσμο της Δύσης, οι οποίες στην συντριπτική τους πλειοψηφία  αποτελούνται κατά κύριο λόγο από οικονομικούς μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες, προστατεύονται από τα κράτη με βάση τις συνθήκες του Διεθνούς Δικαίου, τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις αρχές της ισονομίας και ισοπολιτείας στις οποίες βασίζονται όλες οι δυτικές δημοκρατίες, δεν ισχύει και το αντίστροφο  για τις  χριστιανικές μειονότητες στα μουσουλμανικά κράτη της Μ. Ανατολής  και της Β. Αφρικής. Παρά το γεγονός ότι οι χριστιανικοί πληθυσμοί σε αυτά υπάρχουν από εμφανίσεως του Χριστιανισμού και είναι σχεδόν αποκλειστικά γηγενείς πληθυσμοί, εντούτοις πολύ συχνά υπόκεινται σε διωγμούς,  δημεύσεις περιουσιών, βασανισμούς, βιασμούς και φόνους ακόμη και ορθοδόξων ιεραρχών από φονταμενταλιστικούς μουσουλμανικούς κύκλους. Επιπρόσθετα, σε πολλές μουσουλμανικές χώρες δεν επικρατούν οι αρχές του Διεθνούς Δικαίου και της Δημοκρατίας, αλλά εφαρμόζεται ο Ισλαμικός νόμος της Σαρία, γεγονός που σημαίνει την αντιμετώπιση των Χριστιανών ως δεύτερης κατηγορίας πολιτών. Επιπλέον, η πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου  για τον διμερή διάλογο με το Ισλάμ προκειμένου να προστατευτεί η ειρηνική συνύπαρξη των πιστών των δύο θρησκειών κατά τα πρότυπα των δυτικών πολυπολιτισμικών κοινωνιών είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία λόγω των υφιστάμενων και σήμερα έντονων θρησκευτικών εντάσεων και συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή (Παλαιστινιακό, πόλεμος Ισραήλ-Ιράν, Συριακό ζήτημα   κ.ά.). Οι διώξεις και οι σφαγές  των χριστιανικών πληθυσμών ειδικά στη Συρία αποδεικνύουν την αναγκαιότητα της ειρηνικής συνυπάρξεως των  πιστών των δύο θρησκειών και συνέχισης του διμερούς διαλόγου.


Υποσημειώσεις

(1)Βλ. εκτενέστερα La Charte des Nations unies, J.-P. Cot, A. Pellet et M. Forteau (dir.), Paris 20053, ἐκδ. Economica.

(2)J. Humphrey, Human Rights and the United Nations: A Great Adventure, Transnational Publishers, 1984.

(3)https://www.vatican.va/archive/hist_councils/ii_vatican_council/documents/vat-ii_decl_19651028_nostra-aetate_en.html,  κείμενο ανακτηθέν την 25η  Αυγούστου 2025.

(4)https://www.vatican.va/content/paul-vi/en/encyclicals/documents/hf_p-vi_enc_06081964_ecclesiam.html , κείμενο ανακτηθέν την 25η  Αυγούστου 2025..

(5)George Martzelos,  «Orthodoxy and Inter-Religious Dialogue», Ἐκκλησία , Οἰκουμένη, Πολιτική , Αθήνα 2007, σελ. 437-44.

(6) Α΄Προσυνοδική πανορθόδοξος Διάσκεψις (Σαμπεζύ- Γενεύη, 21-28 Νοεμβ. 1976), Συνοδικα IΙ, εκδ. Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Σαμπεζύ Γενεύη 1978, σ. 128.

(7)Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Σαμπεζύ- Γενεύη, 28 Οκτ.- 6 Νοεμβρ.. 1986), Συνοδικα ΙΧ, εκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου, Σαμπεζύ- Γενεύη, 2014, σ. 316-317: « 5. Ως προϋπόθεσις μιάς ευρυτέρας εν προκειμένω συνεργασίας δύναται να χρησιμεύση η κοινή αποδοχή της υψίστης αξίας του ανθρωπίνου προσώπου. Εν προκειμένω δύναται να αξιοποιηθή και η κτηθείσα πείρα των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Πάντα ταυτα αποτελούν κλήσιν παντός ανθρώπου προς ειρηνικήν και δημιουργικήν εργασίαν. Αί κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, εν στενή συνεργασία μεθ’ όλων των αγαπώντων την ειρήνην οπαδών των λοιπών εν τω κόσμω θρησκειών, θεωρουν χρέος των να εργάζωνται δια την ειρήνην επί της γης και την επικράτησιν αδελφικών σχέσεων μεταξύ των λαών. Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι καλούνται να συμβάλουν εις την διαθρησκειακήν συνεννόησιν και συνεργασίαν, δι’ αυτής δε εις την απάλειψιν του φανατισμου από πάσης πλευράς και τοιουτοτρόπως εις την συμφιλίωσιν των λαών και επικράτησιν των αγαθών της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον προς εξυπηρέτησιν του συγχρόνου ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Εννοείται ότι η συνεργασία αυτή αποκλείει τόσον τον συγκρητισμόν, όσον και την επιδίωξιν επιβολής οποιασδήποτε θρησκείας επί των άλλων. 6. Έχομεν την πεποίθησιν ότι, ως συνεργοί Θεου, δυνάμεθα να προχωρήσωμεν εις την διακονίαν ταύτην από κοινου μεθ’ όλων των ανθρώπων καλής θελήσεως, των αγαπώντων των αληθή ειρήνην, επ’ αγαθώ της ανθρωπίνης κοινωνίας επί τοπικού, εθνικού και διεθνους επίπεδου. Η διακονία αυτή είναι εντολή Θεου (Ματθ. 5,9).»

(8)Μακαριου Παυλιδη, Μητροπολιτου Ανεων, 60 χρόνια εκκλησιαστικής διακονίας στην Ελληνορθόδοξη Διασπορά, Αθήνα 2024, εκδ. Αποστολική Διακονία, σ. 193-194.

(9)Βλ. τα Πρακτικά της συνάντησης στο Orthodox Christians and Jews on Continuity and Renewal. The Third Academic Meeting between Orthodoxy and Judaism. Ed. By Malcom Lowe- Ecumenical Theological Research Fraternity in Israel.

(10)Βλ. Δαμασκηνου Παπανδρεου, Λόγος Διαλόγου (Η Ορθοδοξία ενώπιον της τρίτης χιλιετίας), Αθήνα 1997, εκδ. Καστανιώτη, σ. 302 κεξ.

(11)Carlo Maria Martini, «Christianity and Judaism. A Historical and Theological Overview», στο Jews and the Christians. Exploring the Past, Present, and the Future, ed. J.H.Charlesworth, New York 1990, σ. 19-26.

(12)Δαμασκηνου Παπανδρεου, Λόγος Διαλόγου., σ. 312.

(13)Δαμασκηνου Παπανδρεου, Λόγος Διαλόγου, σ. 315-316.

(14)Βλ. Επισκεψις, 368 (1986), σ. 14 κεξ.

(15)Βλ. Επισκεψις 411 (1989), σ. 3 κεξ.

(16)Επισκεψις 426 (1989), σ. 4 κεξ.

(17)Επισκεψις 494(1993), σ. 14 κεξ.

(18)Επισκεψις 532 (1996), σ. 10 κεξ.

(19)Επισκεψις 545 (1997), σ. 5 κεξ.

(20) Μακαριου Παυλιδη, Μητροπολιτου Ανεων, 60 χρόνια εκκλησιαστικής διακονίας στην Ελληνορθόδοξη Διασπορά, Αθήνα 2024, εκδ. Αποστολική Διακονία, σ. 194.

(21) Όπ.π.