Περί τῶν καταβολῶν τοῦ πρωτογνωστικισμοῦ

Δρακόπουλου Λ. Θεοφάνη, Δρ. Θεολογίας Πανεπιστημίου Γενεύης

Ἡ αἵρεση τοῦ Γνωστικισμοῦ ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή μέχρι τίς ἀρχές τοῦ προηγούμενου αἰώνα ἦταν σχεδόν γνωστή ἀποκλειστικά ἐπί τῇ βάσει κυρίως τῶν σχετικῶν ἀναφορῶν τῶν Ἀπολογητῶν, τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τήν πολεμική ἐκκλησιαστική Γραμματεία γενικότερα, καθώς καί κάποιων ἀποσπασμάτων ἀπόκρυφων εὐαγγελίων καί ἀποστολικῶν Ἐπιστολῶν πού υἱοθετήθηκαν καί ἀπό τίς μεταγενέστερες γνωστικές κοινότητες. Οἱ ἀνωτέρω ὅμως πηγές παρέπεμπαν ὡς ἐπί τό πλεῖστον σέ διδασκαλίες τοῦ  μεταγενέστερου Γνωστικισμοῦ, οἱ ὁποῖες ἀπαντοῦν μόλις ἀπό τίς ἀρχές τοῦ Β΄μ.Χ. αἰ. καί ἑξῆς. Κοινή λοιπόν παραδοχή ὅλων σχεδόν τῶν ἐρευνητῶν μέχρι τίς ἀρχές τοῦ Κ΄αἰ. ἦταν, ὅτι ὁ Γνωστικισμός ὑπῆρξε κατ’ οὐσίαν μία αἵρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ὁποία παρουσιάσθηκε ἀναμφίβολα  μετά τίς πρῶτες δεκαετίες ἐξαπλώσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, μία θέση πού βασιζόταν στήν ἔλλειψη σχετικῶν προχριστιανικῶν μαρτυριῶν. Ἐν τούτοις, ἡ ἀνακάλυψη χειρογράφων γνωστικῶν ἔργων στίς ἀρχές τοῦ προηγουμένου αἰώνα σέ περιοχές εὑρισκόμενες πέραν τῶν συνόρων τῆς ἄλλοτε βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, σωζομένων μάλιστα σέ ἀνατολικές γλῶσσες, κυρίως δέ στήν κοπτική καί στήν ἀραμαϊκή, ἔθεσε ἐπί τάπητος τό ζήτημα: ὁ Γνωστικισμός ὑπῆρξε ὄντως μία χριστιανική αἵρεση διαφόρων ἀποκλίσεων τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων ἤ ἐπρόκειτο γιά μία  ἀνεξάρτητη ἤ καί προγενέστερη τοῦ Χριστιανισμοῦ θεωρία ἤ  θρησκεία; Στό παρόν ἄρθρο θά ἐπιχειρήσουμε νά προσεγγίσουμε τόν πρωτογνωστικισμό, ἤτοι τίς γνωστικές παραφυάδες, οἱ ὁποῖες ἐμφανίσθηκαν πρό τῆς πολύπλοκης καί σέ μεγάλο βαθμό ἐξελληνισμένης γνωστικῆς σχολῆς τοῦ Βαλεντίνου (100 ~175 μ. X.) στήν Ἀλεξάνδρεια περί τά μέσα τοῦ Β΄ μ. Χ.  αἰῶνος.

Ἡ βάση ὅμως τῶν διαθέσιμων ἱστορικῶν πηγῶν διευρύνθηκε ἐντυπωσιακά τό 1904, ὅταν ἦλθε στό φῶς μία συλλογή μανιχαϊκῶν χειρογράφων στήν Κεντρική Ἀσία, προσφέροντας ἄμεσες πληροφορίες γιά τόν θεωρούμενο ὡς γνωστικό παρακλάδι τοῦ Γ΄ αἰῶνος Μανιχαϊσμό[1]. Ἀκολούθησε ἡ μετάφραση καί ἔκδοση τῶν κυριωτέρων μανδαϊκῶν ἔργων ἀπό τόν Lidzbarski ἀπό τό 1915 μέχρι τό 1925[2], στά ὁποῖα διαπιστώνουμε τίς γνωστικές καταβολές τοῦ Μανδαϊσμοῦ καί, τέλος, ἡ ἔκδοση μιᾶς ἄλλης συλλογῆς μανιχαϊκῶν χειρογράφων, τά ὁποῖα ἀνακαλύφθηκαν στό  Fayum  τό 1930[3], μεταφρασθέντα τό 1934. Οἱ ἐρευνητικοί ὁρίζοντες διευρύνθηκαν ἔτι περαιτέρω μέ τήν  ἀνακάλυψη τῶν περίφημων πλέον χειρογράφων τοῦ Nag Hammadi τό 1945[4]. Τό σύνολο τῶν ἔργων αὐτῶν πού ἀνερχόταν στά 52, μεταφράσθηκε μόλις τό 1977[5], μεταξύ τῶν ὁποίων καί τά πολύ σημαντικά ἔργα «Εὐαγγέλιον Ἀληθείας», πού ἀποδίδεται σέ κύκλους τοῦ Βαλεντίνου[6] καί τό «Κατά Θωμᾶν Εὐαγγέλιον»[7], συνταχθέν περί τό 140 μ. Χ. Τό corpus τῶν ἔργων αὐτῶν δέν χαρακτηρίζεται ἀπό ὁμοιογένεια, ὡς πρός τίς ἐπιμέρους διδασκαλίες τους, ἀφοῦ συμπεριλαμβάνει ὄχι μόνο κείμενα τῶν γνωστικῶν, ἀλλά καί ἄλλα προγενέστερα ἀπόκρυφα πού υἱοθετήθηκαν ἀπό τίς κοινότητές τους[8]. Ἔκτοτε, διαθέτουμε πλέον ἄμεσες πηγές, προερχόμενες ἀπό τήν ἴδια τήν αἵρεση τοῦ Γνωστικισμοῦ, ἀλλά καί τά μεταγενέστερα παρακλάδια του (Μανιχαϊσμός, Μανδαϊσμός, κ.ἄ.).

Ἐν τούτοις, ἡ ὀρθή ἀξιολόγηση καί ἡ ἑρμηνεία τῶν νέων αὐτῶν σημαντικότατων ἄμεσων πηγῶν γιά τίς καταβολές τοῦ Γνωστικισμοῦ ἔθεσαν σοβαρά μεθοδολογικά ζητήματα. Τό κύριο ἐξ αὐτῶν ἔγκειται στό γεγονός, ὅτι τό σύνολο σχεδόν τῶν ἀνακαλυφθέντων ἔργων διασώθηκαν κυρίως στήν κοπτική καί στήν ἀραμαϊκή διάλεκτο, καίτοι εἶναι πιθανότερο τά πρωτότυπα κείμενα νά ἦσαν γραμμένα στήν ἑλληνική. Σημειωτέον, ὅτι οἱ ἀνακαλύψεις τῶν παπύρων αὐτῶν ἔγιναν σέ μεθόριες περιοχές τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καί αὐτό ἔχει τή σημασία του, ἀφοῦ ὅλες οἱ πρωτοχριστιανικές αἱρέσεις εἶχαν ἐκδιωχθεῖ ἀπηνῶς ἀπό τήν αὐτοκρατορία ἤδη ἀπό τήν συνθήκη τῶν Μεδιολάνων (313) καί ὁριστικά πρίν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἰουστινιανοῦ[9]. Στό πλαίσιο ὅμως αὐτό, εἶναι βέβαιο ὅτι τά πρωτότυπα αἱρετικά ἔργα εἶχαν ἀπορριφθῆ ἤ καυθῆ ἀπό τίς ἀρχές, λόγος γιά τόν ὁποῖο διασώθηκαν μόνο σέ ἀνατολικές γλῶσσες, ἀλλ’ ὄχι καί στήν πρωτότυπη ἑλληνική. Τό γεγονός αὐτό συνεπαγόταν, ὅτι τά διασωθέντα κείμενα μεταφράσθηκαν ἀπό διακεκριμένους φιλολόγους, οἱ ὁποῖοι ὅμως, ἐκτός τῆς σημαντικῆς μεταφράσεως τῶν κειμένων, προέβησαν καί σέ ἀτυχεῖς ὑποθέσεις, πού ἐνέπιπταν ἀμιγῶς στόν τομέα τῆς Ἱστορίας Θρησκειῶν ἤ καί τῆς Ἱστορίας Δογμάτων. Ἡ σύνδεση τῶν ἀνακαλυφθέντων αὐτῶν κειμένων, τῶν συνταχθέντων στή συντριπτική πλειοψηφία τους μεταξύ Γ΄καί Δ΄ μ. Χ. αἰ. μέ τίς προηγηθεῖσες θεολογικές ζυμώσεις κατά τόν Α΄καί τόν Β΄ μ.Χ. αἰ. δέν ἦταν οὔτε αὐτονόητη οὔτε ἁπλή ὑπόθεση γιά τούς μεταφραστές καί συγχρόνως σχολιαστές τῶν κειμένων.

Πρώτη καί σοβαρότερη δυσκολία ὑπῆρξε τό γεγονός, ὅτι ὑπό τόν σύγχρονο ὅρο «Γνωστικισμός» ἤ τόν παλαιότερο πού χρησιμοποίησε πρῶτος ὁ Εἰρηναῖος γιά τούς ὀπαδούς τῆς αἱρέσεως, ἤτοι «γνωστικοί» συμπεριλαμβάνονται καί πολλά ἄλλα ἑτερογενῆ κινήματα, κατάλογος τῶν ὁποίων παρατίθεται ἀπό πολλές ἀντιαιρετικές πραγματεῖες τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων (Σιμωνιανοί, Μενανδριανοί Μαρκιωνίτες, Ὀφίτες, Νικολαΐτες κ.ἄ.). Ἄλλωστε, ἐφόσον δεχθοῦμε ὅτι ἡ θεωρητική βάση ὅλων αὐτῶν τῶν κινημάτων ὑπῆρξε σέ πρώτη φάση κοινή, τότε τό πρῶτο ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι ποιές οἱ κύριες καταβολές τοῦ Γνωστικισμοῦ καί τό κυριότερο, ἐάν ἐν τέλει πρόκειται γιά ἕνα θρησκευτικό σύστημα προγενέστερο καί συνεπῶς ἀνεξάρτητο τοῦ Χριστιανισμοῦ ἤ μεταγενέστερο αὐτοῦ, ἤτοι μιᾶς χριστιανικῆς ἀποκλίσεως, πού παρουσιάσθηκε ἀπό τόν Α΄ μ. Χ. αἰ., ὅπως θεωροῦσαν ἄλλωστε οἱ πρῶτοι Ἀπολογητές τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Πατέρες.

α΄. Ἡ θεωρία περί καταβολῶν τοῦ Γνωστικισμοῦ ἀπό θύραθεν θρησκευτικές-φιλοσοφικές παραδόσεις

Ἡ κυρίαρχη τάση τῶν ἐρευνητῶν μέχρι καί τίς ἀρχές σχεδόν τοῦ προηγούμενου αἰῶνος θεωροῦσε τόν Γνωστικισμό ὡς ἕνα θρησκευτικό κίνημα πού ἐπηρεάσθηκε τόσο ἀπό τίς ἀνατολικές θρησκεῖες καί δή τήν περσική, ὡς πρός τό ἀντικοσμικό τουλάχιστον πνεῦμα του  καί τήν ἀπαξίωση τοῦ κόσμου[10],  ὅσο καί ἀπό τόν Νεοπλατωνισμό (Νουμένιος Ἁπαμείας, Πλωτίνος, Πορφύριος κ.ἄ.)[11]. Πιό συγκεκριμένα, ὁ R. Reitzenstein, θεωρώντας αὐθαιρέτως, ὅτι τό κείμενο τοῦ Ποιμανδρῆ, στό ὁποῖο ἀπαντοῦν ἀρκετές γνωστικές θεωρίες, συντάχθηκε στίς τελευταῖες προχριστιανικές δεκαετίες, ὑπέθεσε δέ ὅτι ὁ Γνωστικισμός προερχόταν ἀπό ἁμιγῶς εἰδωλολατρικό περιβάλλον[12]. Πρόκειται γιά τό πρῶτο ἔργο τοῦ Corpus hermeticorum, ἡ δέ ὑπόθεσή του ὅτι ἀπηχοῦσε ἕναν εἰδωλολατρικό Γνωστικισμό, ἔκανε πολλούς ἱστορικούς νά σπεύσουν νά θεωρήσουν ὅτι τό ἐν λόγῳ κίνημα ἦταν μία ἀνεξάρτητη ἀπό τόν Xριστιανισμό θρησκεία καί δέν προϋπέθετε ἀπαραιτήτως τίς διδασκαλίες του. Ὡστόσο, ὁ R. Reitzenstein ἀργότερα κατέληξε στό αὐθαίρετο συμπέρασμα, ὅτι ὁ Γνωστικισμός ὑπῆρξε ἕνα κίνημα θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, ἐπηρεασμένο ἀπό τήν περσική κοσμολογία καί ἠθική[13].

Στό ἴδιο πλαίσιο, ὁ W. Bousset, ἀφοῦ ἀνέλυσε τίς κοινές θεωρητικές βάσεις τοῦ Γνωστικισμοῦ, ἐκτίμησε ὅτι καμμία ἐξ αὐτῶν δέν προϋπέθετε γνώση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἐνῶ ἀντιθέτως ὑπῆρχαν πολλές ἀναλογίες μέ ἄλλες εἰδωλολατρικές θρησκεῖες[14]. Συνεπῶς, κατ’ αὐτόν ὁ Γνωστικισμός ὑπῆρξε ὄχι μόνο προγενέστερος, ἀλλά καί ἀνεξάρτητος τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶναι ἀληθές ὅτι ἀπό τόν Adolphe von Harnack[15] μέχρι τόν ἔγκριτο R. Bultmann[16] σχεδόν τό σύνολο τῶν γερμανῶν θεολόγων υἱοθέτησαν αὐθαιρέτως τήν ἄποψη, ὅτι οἱ γνωστικές διδασκαλίες εἶχαν ἤδη σχηματοποιηθεῖ κατά τήν ἐποχή συγγραφῆς τῶν Εὐαγγελίων. Στό ἴδιο πλαίσιο, ὁ G. Quispel  θεώρησε, ὅτι ὁ Γνωστικισμός ὑπῆρξε ἕνα σύστημα παντελῶς ἀλλότριο τοῦ Ἰουδαιοχριστιανισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς πρός τή δομή του καί μόνο σέ δεύτερη φάση διά μέσου ἑτεροδόξων ἰουδαϊκῶν κύκλων κατέληξε τελικῶς σέ μία χριστιανική αἵρεση[17]. Παρομοίως, καί ὁ διάσημος φιλόσοφος Hans Jonas θεώρησε, ὅτι ὁ Γνωστικισμός δέν ἦταν συγκρητιστικό κίνημα, ἀλλά μία αὐτόνομη θρησκεία, ἡ ὁποία μάλιστα μορφοποιήθηκε κατά τίς τελευταῖες προχριστιανικές δεκαετίες, ἀπό τή συνάντηση ἀνατολικῶν μυστηριακῶν θρησκειῶν καί τήν πρόσληψη λατρευτικῶν στοιχείων ἀπό τήν ἑλληνική θρησκεία[18], ἐνῶ σέ δογματικό ἐπίπεδο τόν ἐξέλαβε ὡς ἐξέλιξη τῆς νεοπλατωνικῆς σκέψεως τῆς ἐποχῆς, μέ τή μορφή τουλάχιστον πού πῆρε στή σχολή τῶν Βαλεντιανῶν[19].

Ἡ ἀκαδημαϊκή διένεξη περί τῶν καταβολῶν τοῦ Γνωστικισμοῦ παρέμεινε ἄλυτη, ἀφοῦ, μολονότι δέν μποροῦσε νά ἀποδειχθεῖ ἐπί τῇ βάσει τῶν πηγῶν ὅτι ὁ Γνωστικισμός ὑπῆρξε προγενέστερος τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνωτέρω ἐρευνητῶν συνέχισε νά ἀπορρίπτει τό ἐνδεχόμενο ὅτι ὁ Γνωστικισμός ἀποτέλεσε ἐξ ἀρχῆς μία χριστιανική αἵρεση, ὅπως  διαβεβαίωναν οἱ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς πού εἶχαν μελετήσει τό φαινόμενο καί οἱ ὁποῖοι μάλιστα εἴτε ἦσαν σύγχρονοι τοῦ φαινομένου εἴτε ἔζησαν ἐγγύτερα χρονικά. Ἀντιθέτως, ἡ ἀβάσιμη καί ἀναπόδεικτη ὑπόθεση περί τῆς πρό Χριστοῦ ἐμφανίσεως τοῦ Γνωστικισμοῦ, ὁδήγησε ὁρισμένους ἐρευνητές στό αὐθαίρετο συμπέρασμα ὅτι ἀκόμη καί ὅταν ὑπάρχουν κοινά στοιχεῖα μεταξύ Γνωστικισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, λαμβάνοντας αὐθαιρέτως ὡς ἀξίωμα τόν προχριστιανικό Γνωστικισμό, θεωροῦσαν ὅτι οἱ γνωστικές διδασκαλίες ἦσαν αὐτές πού ἐπηρέασαν τή χριστιανική γραμματεία καί ὄχι τό ἀντίστροφο.

Τό πρόβλημα ὅμως αὐτό τέθηκε μέ ἐπιτακτικότερo τρόπο μετά τήν ἀνακάλυψη τῶν γνωστικῶν χειρογράφων τοῦ Nag-Hammadi, τό corpus  τῶν ὁποίων διακρίθηκε αὐθαιρέτως ἤ ἀκρίτως ἀπό ὁρισμένους ἐπιστήμονες σέ κείμενα «χριστιανικά» καί «μή χριστιανικά», μία μεθοδολογία μάλιστα πού ἀποτυπώθηκε στήν ἔκδοση τῶν κειμένων ἀπό τόν Martin Krause, ὑπό τόν τίτλο Die Gnosis, μέ τήν κριτική ἔκδοση καί ἐπιμέλεια αὐτῶν ἀπό τούς Foerster, Krause, Rudolph[20]. Ὁ τελευταῖος ὑπέθεσε, ἄνευ ἰσχυρῶν ἐπιχειρημάτων, ὅτι πολλά χωρία τῶν μή χριστιανικῶν κειμένων προέρχονται ἀπό παλαιότερα ἔργα, παρά τό γεγονός ὅτι ἔξωθεν μαρτυρίες γιά τό ἀρχαιότερο ἐξ αὐτῶν, τό Ἀπόκρυφον Ἰωάννου, μαρτυροῦν τήν ὕπαρξη τοῦ ἔργου μόλις περί τό 185 μ. Χ.  Ἔτσι, τά θεωρούμενα ὡς μή χριστιανικά ἔργα, ὅπως τοῦ Ποιμανδρῆ καί τά ἑρμητικά κείμενα, τά ὁποῖα δέν παρουσιάζουν καμμία ἀπήχηση τῶν χριστιανικῶν διδασκαλιῶν, εἶναι σαφῶς μεταγενέστερα τοῦ Β΄μ. Χ. αἰ., ὅπως μπορεῖ κανείς νά συμπεράνει καί ἀπό τό γλωσσικό ὕφος. Ὁ  J. E. Ménard, ἀναφερόμενος στά ἀνακαλυφθέντα κείμενα τοῦ Nag Hammadi, θεωρεῖ ὅτι τά γνωστικά κινήματα τοῦ Β΄ αἰ. μ.Χ. καί τά πρωτότυπα κείμενα τῶν γνωστικῶν ἔργων, πού σώθηκαν στή κοπτική γλῶσσα, συντάχθηκαν πιθανότατα στήν ἑλληνική καί προῆλθαν ἀπό τό ἀλεξανδρινό περιβάλλον, ἀποτυπώθηκαν δέ σέ αὐτά οἱ δύο κύριοι πολιτισμοί τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἤτοι ὁ ἑλληνιστικός καί ὁ ἰουδαϊκός[21].

Ἐν τούτοις, τό πρόβλημα τέθηκε σέ νέα βάση χάρις στόν E. M. Yamauchi, ὁ ὁποῖος ἐπισήμανε εὐλόγως, ὅτι δέν ὑπάρχουν μαρτυρίες γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Γνωστικισμοῦ πρό τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, θέτοντας ἔτσι ἕνα ἀδιάσειστο ἐπιχείρημα στό καίριο αὐτό ἐπιστημονικό πρόβλημα[22]. Θά προσθέσουμε δύο ἀκόμη ἐπιχειρήματα γιά τήν ἀνασκευή τῆς θεωρίας περί ὑπάρξεως προχριστιανικοῦ Γνωστικισμοῦ: α) ἐάν ὁ Γνωστικισμός ἦταν κίνημα πού σχηματοποιήθηκε ὄντως πρό τοῦ Χριστιανισμοῦ, θά ὑπῆρχε κάποια σαφής ἀναφορά στά καινοδιαθηκικά κείμενα, ἐάν ὄχι πολεμική, τουλάχιστον κάποια ρητή καί κατηγορηματική ἀναφορά γιά τήν ὕπαρξη γνωστικῶν κοινοτήτων. Ἡ περίπτωση τοῦ Σίμωνος τοῦ Μάγου, πού ἀναφέρεται στίς Πράξεις δέν εἶναι ἐπιβεβαιωμένο ὅτι  ἐντάσσεται στόν Γνωστικισμό, ἀλλ’ ὅμως ἀκόμη καί ἄν τόν θεωρήσουμε ὡς τόν πρῶτο ἱδρυτή τῶν αἱρέσεων, θα ἐπρόκειτο γιά ἕνα σύγχρονο τοῦ Χριστιανισμοῦ κίνημα.

β) Οἱ κατάλογοι τῶν Γνωστικῶν τούς ὁποίους παραθέτουν ὅλοι οἱ Ἀπολογητές καί οἱ μεταγενέστεροι θεολόγοι ἤ Πατέρες στίς πολεμικές τους πραγματεῖες παρουσιάζουν τούς γνωστικούς ὡς δράσαντες μετά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, γεγονός ἀνεξήγητο στήν περίπτωση πού Γνωστικισμός ὑπῆρξε ὄντως προχριστιανική θρησκεία.

*

Ὡς πρός τίς καινοδιαθηκικές «μαρτυρίες» περί μιᾶς πρωτογενοῦς μορφῆς Γνωστικισμοῦ, εἶναι  ἔμμεσες καί ὀμιχλώδεις καί δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν μετά βεβαιότητος ὡς αναφερόμενες ὄντως στόν Γνωστικισμό[23]. Τό σύνολο σχεδόν τῶν ἱστορικῶν ἐρευνῶν μέχρι τίς ἀρχές τοῦ Κ΄αἰ. εἶχαν ὡς ἀφετηρία τό σχετικό χωρίο τῶν Πράξεων[24] γιά τόν Σίμωνα τόν Μάγο, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ἀπό τή μεταγενέστερη χριστιανική παράδοση ὡς ὁ πατέρας ὅλων τῶν αἱρέσεων. Παρ’ ὅλα αὐτά, δέν γνωρίζουμε μετά βεβαιότητος, ἐάν πράγματι ὁ Σίμων ὑπῆρξε  «γνωστικός» πρίν ἀπό τόν προσηλυτισμό του στόν Χριστιανισμό ἀπό τούς ἀποστόλους, ἀλλ’ ὅμως τίποτε δέν προδίδει ὅτι εἶχε συνείδηση αἱρετικοῦ, ἀφοῦ κάτι τέτοιο, κατά τή γνώμη μας, θά ἀπέκλειε τό αἴτημά του πρός τόν Φίλιππο νά λάβει τό ἅγιο Πνεῦμα. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ἐπίσης τό γεγονός, ὅτι ὁ φιλόσοφος, μάρτυς καί ἀπολογητής Ἰουστῖνος ἀναφέρει, ὅτι οἱ μαθητές τοῦ Σίμωνος τοῦ Μάγου καί τοῦ Μενάνδρου, ἤτοι τῶν θεωρουμένων δύο πρώτων γνωστικῶν, αὐτοαποκαλοῦντο «χριστιανοί»[25], συνεπῶς δέν εἶχαν συνείδηση, ὅτι ἀνῆκαν σέ κάποιο αἱρετικό κίνημα.

Πέρα ἀπό τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα τῶν Πράξεων, ὑπάρχουν καί ἄλλες ἔμμεσες μαρτυρίες στίς παύλειες ἐπιστολές, στίς ὁποῖες ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος πιθανόν στηλιτεύει, κάποιο ὑπό διαμόρφωση πολύπτυχο αἱρετικό κίνημα, μέ τά χαρακτηριστικά τοῦ Γνωστικισμοῦ στίς Ἐπιστολές του πρός Κολοσσαεῖς, πρός Γαλάτας καί πρός Ρωμαίους, ἀλλά καί στίς δύο Ἐπιστολές του πρός Κορινθίους[26]. Ἀς ἀρχίσουμε ἀπό τίς τελευταῖες, οἱ ὁποῖες παρουσιάζουν μία ἰδιοτυπία: Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ αὐτές δέν καταπολεμᾶ τήν αὐστηρή τήρηση τοῦ Νόμου καί τῶν ἰουδαϊκῶν ἐθίμων, ὅπως κάνει στίς προαναφερθεῖσες Ἐπιστολές, ἀλλά στρέφεται ἐναντίον μιᾶς νεοεμφανισθείσας  μερίδας χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν, ὅτι ὅλα εἶναι ἐπιτρεπτά[27], θεωροῦσαν δέ ἑαυτούς σοφούς[28], εἶχαν συμπεριφορά βασιλικότερη τοῦ βασιλέως[29], ἦσαν πεπεισμένοι ὅτι ἔχουν γνώση Θεοῦ[30] ἤ θεωροῦσαν ἑαυτούς προφῆτες καί πνευματικούς[31], ἐνῶ συγχρόνως ἔκριναν τούς ἄλλους χριστιανούς, ὡς μή ὤφειλαν[32]. Ἐπίσης, πέρα ἀπό τά ἠθικῆς τάξεως ζητήματα, φαίνεται, ὅτι παρέκλιναν καί σέ δογματικά, ἀφοῦ ἀρνοῦντο τήν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν[33].

Πράγματι, φαίνεται ὅτι τό ποίμνιο τῆς Κορίνθου εἶχε χωρισθεῖ σέ ὁμάδες, οἱ ὁποῖες δροῦσαν ἄλλες ἐξ ὀνόματος τοῦ Πέτρου, ἄλλες τοῦ Παύλου καί ἄλλες τοῦ Ἀπολλώ, λησμονώντας ὅτι ὁ ἀποστέλλων αὐτούς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος[34]. Σημειώνουμε ὅτι πρῶτα ἔδρασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Κόρινθο καί ἀκολούθησε ὁ Ἀπολλώς[35], πάντοτε ὡς συνεργοί ἐν Θεῷ, εἶναι ὅμως ἀξιοσημείωτο τό γεγονός, ὅτι στήν ἐπιστολή Β΄ πρός Κορινθίους, ὁ ἀπόστολος δέν ἀναφέρει πλέον τόν Ἀπολλώ ὡς κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου, καίτοι μνημονεύει τόν Σιλβανό, τόν Τιμόθεο καί βεβαίως  τόν ἴδιο[36]. Εἶναι λοιπόν πιθανόν νά ἐπῆλθε μία ἄτυπη διένεξη μεταξύ τῶν δύο, ἀφοῦ τά πνευματικά καί ἐμφανισιακά προσωπικά χαρίσματα τοῦ Ἀπολλώ, πού ἐπιβεβαιώνει ἄλλωστε καί ὁ συντάκτης τῶν Πράξεων[37] ἐξασφάλιζαν τήν θερμή ὑποστήριξή του ἀπό μεγάλο μέρος τοῦ ποιμνίου, γεγονός γιά τό ὁποῖο ὁ ἀπόστολος ἀναγκάζεται νά ἀπαντήσει,  ἀφοῦ μία μερίδα πιστῶν τόν κατηγοροῦσαν γιά ἔλλειψη πνευματικότητας καί ἀποστολικῆς αὐθεντίας[38]. Ἡ ἄρνηση τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, μολονότι μπορεῖ νά ἐξηγηθῆ ἀπό ἐπιδράσεις τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, ὁπωσδήποτε δέν μπορεῖ νά προῆλθε ἀπό τήν πλευρά τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος παρέμενε ὁ λίθος ἐπί τοῦ ὁποίου ἐκτίσθη ἡ Ἐκκλησία, οὔτε βεβαίως ἀπό τούς μαθητές τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος κατηγορεῖ τήν ἄρνηση τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Εἶναι λοιπόν πιθανόν ἡ δογματική αὐτή ἀπόκλιση νά προῆλθε ἀπό τούς ὀπαδούς τοῦ Ἀπολλώ.

Πολλοί ἐθεώρησαν ἐπίσης, ὅτι ἡ λατρεία τῶν ἀγγέλων πού στηλιτεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν εἶναι παρά ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ πρώϊμου Γνωστικισμοῦ. Τό πρόβλημα ὅμως εἶναι, ὅτι ἡ ἀγγελολατρεία δέν ἀποτελεῖ τό βασικό χαρακτηριστικό τοῦ Γνωστικισμοῦ. Ἄλλωστε, ὁ S. Pétrement θεωρεῖ πιθανότερο ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπό τόν ὅρο «ἄγγελοι» νά ἐννοεῖ τόν ἰουδαϊκό Νόμο, ὅπως ἄλλωστε κάνει στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή[39], στήν πρός Ἑβραίους[40]. Ὑπό τό πνεῦμα ἄλλωστε αὐτό καί ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος κατηγορώντας τούς διώκτες του ἀναφέρει, ὅτι ὁ Νόμος εἶχε παραδοθῆ στούς Ἰουδαίους ἀπό ἀγγέλους καί ὄχι ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό[41]. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στιγματίζοντας τήν λατρεία τῶν ἀγγέλων, στήν πραγματικότητα ἀναφέρεται στήν τήρηση τοῦ Νόμου, ἀλλά καί τοῦ Σαββάτου, τῶν Νουμηνιῶν καί τῶν τροφικῶν ἀπαγορεύσεων τῆς Π. Διαθήκης πού εἶχαν υἱοθετήσει οἱ Ἰουδαιοχριστιανοί τῆς ἐποχῆς[42].

Προφανῶς, δέν μπορεῖ νά εἰπωθεῖ μετά βεβαιότητος ὅτι ἐπρόκειτο γιά γνωστικό κίνημα, παρά μόνον ἴσως γιά κάποιες ὑπό διαμόρφωση ἀκόμη μεμονωμένες γνωστικίζουσες τάσεις. Οἱ ποιμαντικές πάντως Ἐπιστολές του παρουσιάζουν κάποιες ἐνδιαφέρουσες πολεμικές ἀναφορές σέ ὁρισμένους, οἱ ὁποῖοι δίδασκαν μυθεύματα καί γενεαλογίες[43] ἤ ὑποστήριζαν ὅτι εἶχαν «γνώση» τοῦ Θεοῦ[44], μολονότι ὁ ὅρος ἦταν κοινότυπος καί ἐχρησιμοποιεῖτο ὄχι μόνο στήν ἰουδαϊκή, ἀλλά καί στήν πρωτοχριστιανική γραμματεία. Οἱ συγκεκριμένοι κύκλοι ἀπέδιδαν ὄντως τή δημιουργία τοῦ κόσμου σέ κάποιες ἄλλες κατώτερες θεότητες- ὀντότητες ἤ ἁπλῶς πίστευαν, ὅτι δέν ὑπάρχει ἕνας Θεός; Βεβαίως, δέν μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε μέ βεβαιότητα στήν ὑπόθεση αὐτή, στηριζόμενοι ἁπλῶς καί μόνο στήν ἀναφορά  τῆς Ἐπιστολῆς πρός Τιμόθεον Α΄: «εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς ᾿Ιησοῦς» (Α΄ Τιμ. 2, 5), ἐκλαμβάνοντας ὡς δεδομένο, ὅτι ἤδη ὑπῆρχαν κοινότητες πού δέν ἀναγνώριζαν τόν Θεός ὡς Δημιουργό ἤ ἀπέρριπταν τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ.

Συνεπῶς, οἱ ὅποιες καινοδιαθηκικές ἀναφορές σχετικά μέ τόν Γνωστικισμό εἶναι δυσερμήνευτες καί ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού θεωρήσουμε, ὅτι ὄντως ἀναφέρονται σέ αὐτόν, τότε θά πρέπει νά ὁμιλοῦμε γιά μία πρωτόλεια μορφή του καί ὄχι γιά ἕνα ἤδη σχηματοποιημένο ἤ ἄρτιο μεταφυσικό σύστημα. Εἶναι λοιπόν αὐθαίρετη ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Γνωστικισμός προηγήθηκε χρονικά τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀφοῦ τό πιθανότερο εἶναι νά παρουσιάσθηκε ὀλίγες δεκαετίες μετά ἀπό τήν ἱεραποστολική δράση τῶν Ἀποστόλων. Τό ζήτημα πού τίθεται εἶναι ποῖοι ἦσαν οἱ κύκλοι στούς ὁποίους θά μποροῦσαν νά ἀναπτυχθοῦν παρόμοιες διδασκαλίες; Κατά τήν γνώμη μας, οἱ κύκλοι αὐτοί θά πρέπει νά βρίσκονταν σέ ἰουδαϊκό ἤ καί σέ ἰουδαιοχριστιανικό περιβάλλον, ὅπως θά διαπιστώσουμε ἀμέσως.

 

β΄. Ἡ θεωρία περί ἰουδαϊκῶν- ἰουδαιοχριστιανικῶν καταβολῶν

Μία δεύτερη θεωρία σχετικά μέ τίς καταβολές τοῦ Γνωστικισμοῦ παρουσιάσθηκε σταδιακά καί κατά τή γνώμη μας εἶναι καί ἡ πιθανότερη. Κατ’ αὐτήν, ὁ Γνωστικισμός, παρά τόν ἀντιουδαϊκό χαρακτήρα πού τόν χαρακτήριζε ἀπό τῆς ἐμφανίσεώς του[45], λόγῳ τῆς ταύτισης τοῦ Δημιουργοῦ καί Θεοῦ τῆς Π. Διαθήκης μέ τόν κατώτερο Θεό τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, ἐν τούτοις, παρουσιάζει πολλές ἀναλογίες μέ κάποια ἰουδαϊκά κινήματα, τά ὁποῖα ἐκκινοῦντο στό περιθώριο τοῦ ὀρθοδόξου Ἰουδαϊσμοῦ κατά τόν Α΄ αἰώνα[46]. Πράγματι, στήν Ἰουδαία ὑπῆρχαν κινήματα σύγχρονα τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού ἐκινοῦντο μεταξύ αὐτοῦ καί τῆς ἰουδαϊκῆς παραδόσεως καί τῆς τηρήσεως τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Νόμου, οἱ ὀπαδοί τῶν ὁποίων ἀναγνώρισαν στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἕνα προφήτη ἤ ἕνα μεσσία, ἀλλ’ ὅμως ὄχι τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ Ἐβιωνίτες, οἱ ὁποῖοι κατά τόν Εἰρηναῖο Λυῶνος υἱοθέτησαν τήν ἴδια Χριστολογία μέ τόν  Κήρινθο καί τόν Καρποκράτη[47] καί ὁ ἁκμάσας μεταξύ 40 καί 70 μ.Χ ἰουδαϊκός μεσσιανισμός[48], ἀπό τόν ὁποῖο προέκυψε καί ὁ ὑλιστικός χιλιασμός πού στιγματίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Κόρινθο, στίς Κολοσσές καί στήν Γαλατία.

Πολύ σχηματικά, κατά τά πρῶτα χρόνια διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου οἱ βασικές κοινότητες- ὁμάδες τοῦ Ἰουδαιοχριστιανισμοῦ δύνανται νά ὁμαδοποιηθοῦν ὡς ἀκολούθως: α) Oἱ Ἰουδαῖοι πού ἀναγνώρισαν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἕνα προφήτη ἤ μεσσία, ὁ ὁποῖος ὅμως δέν ἐθεωρεῖτο Υἱός τοῦ Θεοῦ (Ἐβιωνίτες, ἀποκαλυπτικά κινήματα τῆς Ἰουδαίας, χιλιαστικά κινήματα). Ἡ μορφή τοῦ Ἰουδαιοχριστιανισμοῦ αὐτοῦ παρουσιάσθηκε κυρίως στίς κοινότητες τῶν Ἰουδαίων τῆς Ἀντιοχείας, κύκλοι τῶν ὁποίων εἶχαν ἐπηρεασθεῖ συγχρόνως ἀπό περσικές διδασκαλίες ἀπό τήν ἐποχή τῆς βαβυλώνειας αἰχμαλωσίας καί ἔνθεν, μέ ἴδιον χαρακτηριστικό τή σημασία πού ἀπέδιδαν στήν ἐπίδραση τῶν ἑπτά πλανητῶν (=οὐρανῶν) στό ροῦ τῆς κοσμικῆς ἱστορίας[49]. β)Οἱ πρώτες κοινότητες τῶν χριστιανῶν στά Ἱεροσόλυμα καί στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ἐπικεφαλῆς τῶν ὁποίων ἦταν Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος[50].

Βεβαίως, ἐπρόκειτο γιά συντηρητικές κοινότητες, οἱ ὁποῖες, παρότι ἦσαν ἀπόλυτα ὀρθόδοξες, διατήρησαν τή στενή σχέση τους μέ τόν Ἰουδαϊσμό, υἱοθετώντας τά ἰουδαϊκά ἔθιμα (περιτομή, τήρηση τοῦ Σαββάτου κ.ἄ.), χωρίς ὅμως νά ἀπαιτοῦν τήν τήρησή τους καί ἀπό τούς ἐθνικούς προσήλυτους[51]. Ἄλλωστε, μετά τήν πτώση τῆς Ἱερουσαλήμ, ἡ ἐν λόγῳ κοινότητα διασκορπίσθηκε, πολλές φορές δέ τά μέλη αὐτῆς ἀναφέρονται μέ τήν ὀνομασία Ναζωραῖοι. Ἀπό τόν κύκλο ὅμως αὐτόν προέρχεται καί τό καθ’ Ἑβραίους Εὐαγγέλιον, συνταχθέν πρό τοῦ 150 μ.Χ. στήν Ἀλεξάνδρεια, τό ὁποῖο χαρακτηρίζεται ἀπό μεσσιανικό πνεῦμα, ἐνῶ ἡ θεϊκή φύση τοῦ Ἰησοῦ ἀναφέρεται ρητά καί κατηγορηματικά[52].

Τό ἄλλο μεγάλο ρεῦμα τῆς ἐποχῆς, πού ἐπηρέασε τόν Ἰουδαιοχριστιανισμό καί τόν πρωτογνωστικισμό ὡς πρός τή δυιστική ἠθική, ὑπῆρξε αὐτό τῶν Ἐσσαίων[53], τίς διδασκαλίες τῶν ὁποίων πληροφορούμεθα ἀπό τόν Ἰώσηπο καί ἀπό τά διασωθέντα περίφημα κείμενα τοῦ Κουμράν[54]. Πράγματι, οἱ Ἐσσαῖοι δίδασκαν ὅτι ὁ Θεός εἶχε δύο υἱούς, τόν ἄρχοντα τοῦ φωτός καί τόν ἄγγελο τοῦ σκότους, τούς ὁποίους ὅμως θεωροῦσε κατωτέρας φύσεως. Μολονότι λοιπόν ὁ Ἐσσαϊσμός κληρονόμησε στόν Ἰουδαιοχριστιανισμό τή διδασκαλία περί τῶν δύο ὁδῶν καί τήν ἀσκητική ἠθική του, ἐν τούτοις φαίνεται μᾶλλον πιθανότερο, ὅτι μία μεγάλη μερίδα τῶν Ἐσσαίων προσηλυτίσθηκαν στόν Χριστιανισμό μετά τήν πτώση τῆς Ἱερουσαλήμ (70 μ. Χ.), ἰδιαίτερα μάλιστα αὐτοί πού κατέφυγαν στήν Ἀλεξάνδρεια.

Οἱ τρεῖς αὐτές ὁμάδες τοῦ Ἰουδαιοχριστιανισμοῦ τοῦ Α΄ μ. Χ.  αἰ. ἄσκησαν ἐπίδραση ἀκόμη καί σέ κείμενα ὀρθοδόξων συγγραφέων, ὅπως οἱ Εἰρηναῖος, Κλήμης Ἀλεξανδρέας, Ὠριγένης, Ἱππόλυτος Ρώμης κ.ἄ, ἐνῶ πολλές διδασκαλίες τους ἀπαντοῦν ἐπίσης στήν ἀπόκρυφη γραμματεία τῆς ἐποχῆς (ὁράματα, διαθῆκες, ἀποκαλύψεις κ.ἄ.), ἀλλά καί στά πρῶτα γνωστικά κινήματα. Βεβαίως, συχνά στίς ἰουδαϊκές αὐτές παραδόσεις προστίθενται καί χριστιανικά στοιχεῖα, εἰδικά μάλιστα στά ἀπόκρυφα τῆς Π. Διαθήκης ἀπό τούς χριστιανικούς συντάκτες ἤ ἀντιγραφεῖς αὐτῶν, προκειμένου νά ἀποδείξουν ὅτι περιεῖχαν προφητεῖες γιά τήν ἔλευση τοῦ πραγματικοῦ Μεσσία, Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου δέν ἀναφέρουν τεχνηέντως.

Ὅπως ὑποθέτει ὁ J. Daniélou, φαίνεται ὅτι σέ αὐτούς τούς κόλπους παρουσιάσθηκε γιά πρώτη φορά ὁ δυιστικός Γνωστικισμός, πρίν αὐτός ἐξελληνισθῆ κατά τόν Β΄ αἰώνα στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό τόν Βαλεντίνο (Εὐαγγέλιον τῆς ἀληθείας), πῆρε δέ τήν πρώτη του μορφή στίς ἐπηρεασμένες ἀναμφιβόλως ἀπό τήν Περσία ἰουδαιοχριστιανικές κοινότητες[55]. Στήν τάση ὅμως αὐτή, συγκαταλέγει καί τούς ἐν Ἀντιοχείᾳ δράσαντες Κήρινθο, Καρποκράτη κ.ἄ., ἐνῶ θεωρεῖ ὅτι σέ αὐτό τόν κύκλο διαμορφώθηκε καί ἡ διδασκαλία τοῦ Σίμωνα τοῦ Μάγου,  τοῦ Μάρκου τοῦ Μάγου, ἀλλά καί ἡ αἵρεση τῶν Ἐλκεσαίων, ἡ ὁποία παρουσιάζει στοιχεῖα τόσο γνωστικά, ὅσο καί ἐβιωνιτικά.

*

Πράγματι, σύμφωνα μέ πολλές πηγές τῆς ἐποχῆς  ἡ ἰουδαϊκή ἑτεροδοξία ὑπῆρξε τό γενεσιουργό περιβάλλον τοῦ Γνωστικισμοῦ. Παλαιότερη πηγή ἐξ αὐτῶν εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Ἡγήσιππου, τήν ὁποία παραθέτει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία του, τονίζοντας ὅτι ὁ συντάκτης αὐτῆς γνώριζε τίς προφορικές ἰουδαϊκές παραδόσεις ἀναφορικά μέ τήν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, τόν ἱδρυτή αὐτῆς Ἰάκωβο Ἀδελφόθεο καί τούς διαδόχους του. Ὁ Ἡγήσιππος ἀναφέρει, ὅτι διάδοχος τοῦ Ἰακώβου στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων ἦταν ὁ Συμεών: «Μέχρι τούτου ἐκάλουν τήν Ἐκκλησίαν παρθένον· οὔπω γάρ ἔφθαρτο ἀκοαῖς μάταιαις. Ἄρχεται δ’ ὁ Θέβουλις, διά τό μή γενέσθαι αὐτόν ἐπίσκοπον, ὑποφθείρειν ἀπό τῶν ἑπτά αἱρέσεων ὤν, ἀφ’ ὧν Σίμων, ὅθεν Σιμωνιανοί καί Κλεόβιος, ὅθεν Κλεοβιηνοί, καί Δοσίθεος, ὅθεν Δοσιθιανοί καί Γορθαῖος, ὅθεν Γορθηωνοί, καί Μασβωθαῖοι, ὅθεν ἀπό τούτων Μενανδριανισταί καί Μαρκιωνισταί, Καρποκρατιανοί καί Οὐαλεντιανοί καί Βασιλειδιανοί, καί Σατορνιλιανοί»[56].

Προφανῶς, ὁ Σίμων καί ὁ Δοσίθεος ἦσαν γνωστοί στίς πηγές, ἰδιαίτερο ὅμως ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ πρῶτος, ἀφοῦ ὁ Ἐπιφάνιος Σαλαμῖνος τόν συνδέει  μέ αἱρέσεις προερχόμενες ἀπό τήν περιοχή τῆς Σαμάρειας[57], τό πιθανότερο δέ εἶναι νά προέρχεται  ἀπό Ἐσσαίους τῆς ἐν λόγῳ περιοχῆς, ἐξ οὗ καί ἡ συχνή ἀναφορά του στήν προσφιλῆ γιά τούς ἐσσαϊκούς κύκλους προφητεία τοῦ Δευτερονομίου[58] πού ἀναφέρει καί ὁ Ὠριγένης[59]. Ἄλλωστε, λόγω τοῦ κηρύγματός του περί ἀσκητικοῦ βίου καί τηρήσεως τοῦ Σαββάτου[60], ἄνευ μάλιστα χριστιανικῶν στοιχείων, ὁ Ἐπιφάνιος τόν θεωροῦσε ὡς ἕνα ἀπό τούς ἱδρυτές τῶν ἰουδαϊκῶν αἱρέσεων. Ἄρχισε ὅμως νά κηρύττει μετά τή θανάτωση τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἀνταγωνιζόμενος τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ[61].

Ἀκολούθως, ἀναφέρεται, ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη ὑπῆρχαν ἑπτά ἰουδαϊκές αἱρέσεις στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἰουδαίας: «Ἦσαν δέ γνῶμαι διάφοροι ἐν τῇ περιτομῇ ἐν υἱοῖς Ἰσραήλ τῶν κατά τῆς φυλῆς Ἰούδα καί τοῦ Χριστοῦ, αὗται· Ἐσσαῖοι, Γαλιλαῖοι, Ἡμεροβαπτισταί, Μασβωθαῖοι, Σαμαρεῖται, Σαδδουκαῖοι, Φαρισαῖοι»[62]. Οἱ Ἐσσαῖοι, οἱ Σαδδουκαῖοι καί οἱ Φαρισαῖοι ἦσαν γνωστοί τόσο ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, ὅσο καί ἀπό τίς σχετικές ἀναφορές τοῦ Φίλωνος καί τοῦ Φλαβίου Ἰώσηπου, ἐνῶ οἱ Γαλιλαῖοι πρέπει να ταυτισθοῦν προφανῶς μέ τούς Ζηλωτές πού ἀναφέρονται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο (13, 1)[63], ἀφοῦ ἦταν γνωστόν ὅτι ἡ Γαλιλαία ὑπῆρξε λίκνο τοῦ Ζηλωτισμοῦ. Ἄλλωστε, οἱ Σαμαρεῖτες ἦσαν γνωστοί ἀπό τό σχίσμα πού προκάλεσαν στήν ἰουδαϊκή θρησκεία καί τήν τάση αὐτονομίας τους ἀπό τόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων[64]. Οἱ Ἡμεροβαπτιστές διακρίνονταν ἀπό τίς ἄλλες ἰουδαϊκές κοινότητες ἀπό τήν ὑποχρέωση τῶν καθημερινῶν λουτρῶν, βαθμιαῖα δέ ὁρισμένοι ἐξ αὐτῶν ἐντάχθηκαν στήν χριστιανική Ἐκκλησία, ἐνῶ ἄλλοι ἐνσωματώθηκαν στό συγγενές γνωστικό κίνημα τῶν Μανδαίων[65], οἱ ὁποῖοι εἶχαν υἱοθετήσει τήν πρακτική τῶν καθημερινῶν λουτρῶν καί ὑποστήριζαν ὅτι ἦσαν μαθητές τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ[66]. Μετά τήν πτώση ὅμως τῆς Ἱερουσαλήμ (70 μ. Χ.), οἱ Ἐβιωνίτες Ἰουδαιοχριστιανοί  ἐγκατέλειψαν τήν πόλη καί σχημάτισαν νέες κοινότητες τόσο στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅσο καί στήν ἀνατολική Συρία τουλάχιστον μέχρι στά μέσα τοῦ Β΄ μ. Χ. αἰώνα. Προφανῶς, ἄφησαν τό στίγμα τους σέ ἀπόκρυφα κείμενα συνταχθέντα στήν ἀραμαϊκή, ὅπως τήν Ἐπιστολή Ἰούδα καί τό καθ’ Ἑβραίους Εὐαγγέλιο, παρέμειναν δέ πιστοί σέ ἕναν ἀρχαϊκό μονοθεϊσμό καί στήν μεσσιανική ἀποστολή τοῦ Ἰησοῦ, τήν θεία φύση τοῦ ὁποίου ἀπεδέχοντο.

Σημαντικά κείμενα τά ὁποῖα, ὅπως θά δοῦμε καί κατωτέρω, ἐπηρέασαν ἀναμφισβήτητα τόν Γνωστικισμό εἶναι τά ἰουδαιοχριστιανικά ἔργα Ἀνάβασις Ἠσαΐου (περί τό 80-90 μ. Χ. ), ἔργο συγγραφέν στή Συρία[67], τό ὁποῖο καθιερώνει τή διδασκαλία περί τῆς ὑπάρξεως ἑπτά οὐρανῶν καί ἀναπαριστᾶ πολλάκις τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς ἀρχαγγέλους, οἱ Διαθῆκες τῶν Δώδεκα Πατριαρχῶν (70-80 μ. Χ.)[68], ἔργο μέ ἐπιρροές ἀπό τήν κοινότητα τῶν Ἐσσαίων (διδασκαλία περί τῶν δύο Πνευμάτων, προσαρμογή τοῦ χωρίου «ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ» (Ἀριθμ. 24, 17) στόν βίο τοῦ Ἰησοῦ κ.ἄ. Πιθανόν, μάλιστα ὁ συντάκτης τους νά ἦταν πρώην Ἐσσαῖος, προσηλυτισμένος στόν χριστιανισμό, τά ἔργα Ἐνώχ Α΄ καί Β΄ (τέλη Α΄ αι. μ. Χ.), στά ὁποῖα ἀπαντᾶ ἡ διδασκαλία περί τῶν Ἐγρηγόρων, ἡ ἀφήγηση περί θαυματουργικῆς γεννήσεως τοῦ «ἀπάτορος» Μελχισεδέκ ἐμπνευσμένης ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ κ.ἄ.[69], ἡ Προσευχή τοῦ Ἰωσήφ, ἔργο που ἀναφέρεται συχνά ἀπό τόν Ὠριγένη[70] καί στό ὁποῖο ἀπαντᾶ ἡ θεωρία περί  «ἀρχικοῦ πνεύματος», πού ἀποδίδεται στόν ἄγγελο τοῦ ἑβδόμου οὐρανοῦ, προερχόμενο προφανῶς ἀπό αἱρετικούς Ἰουδαιοχριστιανούς, τούς ὁποίους μάλιστα ὁ Ἐπιφάνιος ἀποκαλεῖ Ἀρχοντικούς[71] καί ἀναφέρει ὅτι πίστευαν στούς ἑπτά οὐρανούς καί στούς ἀγγέλους αὐτῶν, οἱ Σιβυλλικοί χρησμοί (80 μ. Χ.-ἀρχές Β΄ αἰ. μ. Χ., Ἀλεξάνδρεια), τό VI βιβλίο τῶν ὁποίων χρησιμοποιήθηκε καί ἀπό τούς Ἐβιωνίτες, τόν Κήρυνθο καί τούς Γνωστικούς ἀργότερα[72], καί δή οἱ ἀναφορές του στήν ἐκπύρωση τοῦ Ἰορδάνη κατά τή βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ καί τήν ἀνάληψη τοῦ Σταυροῦ στούς οὐρανούς.

Ἄλλωστε, καί τά ἀπόκρυφα τῆς Κ. Διαθήκης, ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων παρατίθενται ἀπό συγγραφεῖς τῶν πρώτων αἰώνων, ἀπηχοῦν ἰουδαιοχριστιανικές διδασκαλίες, ὅπως τό κατά Πέτρον εὐαγγέλιον[73], τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου[74], τό καθ’ Ἑβραίους, τό κατά Αἰγυπτίους εὐαγγέλιον καί τό κατά Θωμᾶν εὐαγγέλιον πού ἀνακαλύφθηκε στό Nag Hammadi. Ἀποσπάσματα τοῦ κατά Πέτρον εὐαγγελίου παρατίθενται  στόν Ὠριγένη[75], γεγονός πού μαρτυρεῖ τήν ἀρχαιότητά του. Ὅπως ἐπισημαίνει ὀρθῶς ὁ Vaganay[76] στό ἔργο προβάλλεται ἡ θεϊκή φύση τοῦ Χριστοῦ, εἰδικά στή διήγηση τῆς ἀναστάσεώς Του καί τήν ἄνοδό του στούς οὐρανούς, συνοδείᾳ ἀγγέλων μέ θεόρατες διαστάσεις, στερεότυπο πού ἀπαντᾶ καί σέ ἄλλα ἰουδαιοχριστιανικά ἔργα[77].

Ὁ ἀντιιουδαϊκός του χαρακτήρας δέν ἀποκλείει τίς ἰουδαιοχριστιανικές καταβολές του, ἀφοῦ θά μποροῦσε νά προέρχεται ἀπό κύκλους ἰουδαϊκούς πού ἀντετίθεντο πρός τόν «ὀρθόδοξο» ραββινικό Ἰουδαϊσμό μετά τήν πτώση τῆς Ἱερουσαλήμ τό 70 μ. Χ. Ὑπάρχουν ἄλλωστε καί ἄλλα ἀναμφισβήτητα ἰουδαιοχριστιανικά  κείμενα, ὅπως  ἡ Ἐπιστολή Βαρνάβα καί ἡ Διδαχή, τά ὁποῖα ἐμφοροῦνται ἀπό ἀντιιουδαϊσμό.  Ὡστόσο, ὁ γνωστικός δυισμός ἦταν μέν ἄγνωστος στόν ὀρθόδοξο Ἰουδαϊσμό, υἱοθετήθηκε ὅμως ἀπό τούς Ἐσσαίους, ὅπως μποροῦμε νά συμπεράνουμε ἀπό τό Ἐγχειρίδιον πειθαρχίας, ἤτοι μέ τήν περί δύο πνευμάτων διδασκαλία, ἡ ὁποία ὅμως ἀπαντᾶ καί στή Διδαχή τοῦ Ἑρμᾶ, ὄχι ἀκόμη βεβαίως μέ τήν μορφή τοῦ ὀντολογικοῦ δυισμοῦ.

*

Ὁ Σίμων ὁ Μάγος, θεωρούμενος καί ὡς ὁ προπάτορας ὅλων τῶν γνωστικῶν αἱρέσεων, ἀναφέρεται στήν ἀρχαιότερη μαρτυρία περί ἐμφανίσεως αἱρέσεως, ἤτοι στίς Πράξεις Ἀποστόλων[78]. Στό ἐν λόγῳ χωρίο ἀναφέρεται ὅτι οἱ πιστοί τοῦ μάγου τῆς Σαμάρειας τόν ἀποκαλοῦσαν «Μεγάλη δύναμις τοῦ Θεοῦ» γιά τά θαύματα πού ἐπιτελοῦσε. Μολονότι, ἐπίστευσε καί βαπτίσθηκε ἀπό τόν ἀπόστολο Φίλιππο, ἀργότερα βλέποντας τούς ἀποστόλους Πέτρο καί Ἰωάννη νά ἐπιθέτουν τά χέρια τους ἐπί τῶν πιστῶν προκειμένου αὐτοί νά λάβουν τά δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐζήτησε ἔναντι χρημάτων νά λάβη την ἐξουσία νά μεταδίδη τό Ἅγιο Πνεῦμα (παράπτωμα πού ἔκτοτε ὀνομάσθηκε «σιμωνία», ἤτοι ἡ ἐξαγορά ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος). Ὁ ἀπόστολος Πέτρος τότε τόν καταράσθηκε καί τόν ἀπέκλεισε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ζητώντας του νά μετανοήση. Ὁ καταγόμενος ἀπό τή Σαμάρεια ἀπολογητής καί μάρτυρας Ἰουστῖνος († 167), ἀναφέρει ὅτι ὁ Σίμων δραστηριοποιήθηκε στή Σαμάρεια ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου (41-54 μ. Χ.). καί λατρευόταν ἀπό τούς ὀπαδούς του ὡς ὁ «πρῶτος θεός»[79].

Ἀκολούθως ἀναφέρεται στό διάδοχό του Μένανδρο, ἀλλά καί στόν Μαρκίωνα, ἐντάσσοντάς τους στό ἴδιο αἱρετικό κίνημα. Ὁ Εἰρηναῖος Λυῶνος, ἀπό τήν πλευρά του παραθέτει τήν πληρέστερη ἀφήγηση σχετικά μέ τό σύστημα τῶν ὀπαδῶν του, οἱ ὁποῖοι τόν λάτρευαν ὡς ὑπέρτατη δύναμη, ὡς μία μορφή τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Σίμων ἐξαγόρασε τήν ἐκδιδομένη στήν Τύρο Ἑλένη, ἡ ὁποία θεωρεῖτο ἡ μητέρα ὅλων, ἡ ὁποία ἀφοῦ δημιουργήθηκε ἀπό τόν ἴδιο ὡς «πρώτη σκέψη» (ἔννοια), κατῆλθε στούς κατώτερους οὐρανούς καί δημιούργησε τούς ἀγγέλους καί τίς δυνάμεις[80]. Αὐτοί μέ τή σειρά τους δημιούργησαν τόν κόσμο, αἰχμαλωτίζοντάς την ἀπό φθόνο διαδοχικά σέ διάφορα ἀνθρώπινα σώματα ἀνά τούς αἰῶνες μέχρι πού τήν λύτρωσε ὁ Σίμων ἀπό τόν οἶκο ἀνοχῆς, ὅπου ἐξεδίδετο.

Ὁ Ἱππόλυτος Ρώμης (170-235) δίνει περαιτέρω σημαντικές πληροφορίες[81] παραθέτοντας τή διδασκαλία τοῦ Σίμωνος ἐπί τῇ βάσει ἀποσπασμάτων ἀπό τήν πραγματεία αὐτοῦ, τιτλοφορούμενη Ἀπόφασις Μεγάλη[82]. Πρόκειται γιά ἔργο τό ὁποῖο περιέχει τή φιλοσοφική ἑρμηνεία βιβλικῶν χωρίων πού ἀπέδωσαν μαθητές τοῦ Σίμωνος κατά τόν Β΄ αἰ. στόν αἱρεσιάρχη, μία καθ’ ὁλοκληρίαν αὐθαίρετη ἑρμηνεία τόσον τῆς διηγήσεως τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ὅσο καί τῆς Πεντατεύχου. Εἶναι δέ τόσο μεγάλη ἡ ἐξάρτηση ἀπό τήν ἰουδαϊκή παράδοση, ἄνευ οἱασδήποτε ἀναφορᾶς σέ στοιχεῖα τῆς θύραθεν μυθολογίας, πού καταρρίπτει τήν ὑπόθεση περί προϋπάρξεως ἑνός Γνωστικισμοῦ ἀνεξαρτήτου ἀπό τήν ἰουδαϊκή σκέψη, ἀφού ἐν προκειμένῳ ἔχουμε νά κάνουμε μέ τό πρῶτο ἤ ἀπό τά πρῶτα γνωστικά κινήματα.

Ὁ Μένανδρος, ὁ σαμαρείτης μαθητής τοῦ Σίμωνος[83], δράσας στήν Σαμάρεια καί ἀργότερον μεταβάς στήν Ἀντιόχεια, ὅπου και θεμελίωσε τόν συριακό Γνωστικισμό, δίδασκε ὅτι ὁ Θεός, ἤτοι «ἡ Μεγάλη Δύναμις», ἦταν ἀόρατος καί ἄγνωστος στούς ἀνθρώπους καί ὁ ἴδιος ὡς ἀπεσταμένος του εἶχε ὡς ἀποστολή νά κάνει στούς ἀνθρώπους γνωστό τό θέλημά του. Ἡ ὑπέρτατη «Ἔννοια», ἤτοι ὁ Θεός, δημιούργησε τόν ἀόρατο κόσμο, ἐνῶ τόν ὁρατό τόν δημιούργησαν οἱ ἀπομακρυνθεῖσες ἀπό αὐτόν ἀπόρροιές του, παραπέμποντας στούς μεταγενέστερους γνωστικούς «αἰῶνες». Βεβαίως, τελοῦσε τό βάπτισμα στό ὄνομα τοῦ ἰδίου καί κήρυσσε τήν αἰώνια ζωή. Πολυάριθμοι ὑπῆρξαν οἱ ὀπαδοί του στήν Ἀντιόχεια, οἱ δέ δύο μαθητές του Σατορνεῖλος καί Βασιλείδης ἵδρυσαν τίς δύο σχολές τοῦ Γνωστικισμοῦ, τοῦ συριακοῦ καί τοῦ αἰγυπτιακοῦ ἀντίστοιχα.

Ὁ Ἀντιοχεύς Σατορνεῖλος  εἰσήγαγε τόν  Γνωστικισμό στή Συρία στά τέλη τοῦ Α΄ αἰῶνος  μ. Χ. καί εἰδικώτερα στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία κατέστη λίκνο τῆς ἰουδαιοχριστιανικῆς σκέψης μετά τήν πτώση τῆς Ἱερουσαλήμ (70 μ. Χ.). Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος, κατά τόν Εἰρηναῖον Λυῶνος, ὁ ὁποῖος δίδασκε τήν ὕπαρξη δύο γενῶν ἀνθρώπων πλασμένων ἀπό ἀγγέλους, τό ἀγαθό καί τό πονηρό γένος, ἐνῶ υἱοθέτησε τή διδασκαλία περί ἑπτά ἀγγέλων[84], κατ’ ἀντιστοιχία μέ τούς ἑπτά οὐρανούς τῆς Ἀναβάσεως Ἠσαΐου, ἰουδαιοχριστιανικοῦ κειμένου συνταχθέντος στή Συρία. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀποδόθηκε στούς ἀγγέλους, ἑρμηνεύοντας ἔτσι τή χρήση πληθυντικοῦ στό «Ποιήσομεν ἄνθρωπον» τῆς Γενέσεως. Οἱ ὀπαδοί του υἱοθέτησαν πλήρως τήν ἐγκράτεια καί τό ἀσκητικό πνεῦμα τῶν Ἰουδαιοχριστιανῶν τῆς Ἀντιόχειας, καί τήν ἀποχή ἀπό τή βρώση κρέατος, πρακτική τῶν Ἰουδαιοχριστιανῶν τοῦ Ἰακώβου, ἀλλά καί τῶν Ἐβιωνιτῶν.

Παρομοίως, καί ὁ ἄλλος μαθητής τοῦ Μενάνδρου, ὁ Βασιλείδης[85] ἀνέπτυξε περαιτέρω τή θεωρία αὐτή, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια, μία πόλη στήν ὁποία ἀνθοῦσε ἐπίσης τό Ἰουδαϊκό στοιχεῖο, καθώς καί οἱ Ἰουδαιοχριστιανοί πού ἐγκατεστάθηκαν μετά τήν πτώση τῆς Ἱερουσαλήμ τό 70 μ. Χ., γνωστοί καί ὡς Ναζαρηνοί. Τά ἰουδαιοχριστιανικά στοιχεῖα πού υἱοθέτησε ὁ Βασιλείδης μποροῦν νά συνοψισθοῦν  στα ἑξῆς: α) Ὁ κατώτερος οὐρανός, ὁ μόνος ὁρατός ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι κατοικητήριο ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν τή δημιουργία τοῦ κόσμου καί τήν ἐποπτεία τῶν λαῶν (24, 3-4), υἱοθετώντας ἔτσι τήν ἰουδαϊκή καί ἰουδαιοχριστιανική  θεωρία περί ἀγγέλων τῶν ἐθνῶν. β) Τό πλήρωμα τῶν οὐρανῶν ἀνάγεται σέ τριακοσίους ἑξῆντα πέντε, ὅσους δηλ. καί οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου (24, 3), διδασκαλία πού κατά τή γνώμη μας, ἀναμφιβόλως ἀποτελεῖ δάνειο τῆς ἀντίστοιχης περί ἑπτά οὐρανῶν τῆς Ἀναβάσεως Ἠσαΐου, ἁπλά ἀπό μέτρο κλίμακος τήν ἑβδομάδα, ὁ Βασiλείδης πέρασε στό ἔτος. Κάθε οὐρανός ἔχει καί τήν οἰκεία ἀγγελική ἀρχή πού τόν φυλάσσει, ἡ δέ γνώση τοῦ ὀνόματος τῶν ἀγγέλων κάθε οὐρανοῦ ἐπιτρέπει νά τούς διασχίσει κανείς χωρίς νά εἶναι ὁρατός. Ἡ σημασία τῆς γνώσης τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀγγέλου κάθε οὐρανοῦ εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας, ὅπως στούς Ἐσσαίους καί στόν Ἰουδαιοχριστιανισμό (Ἀναβατικός Ἠσαΐου κ.ἄ.) γιά νά τόν διασχίσει κανείς ἄνευ προσκομμάτων. γ) Ἡ θεώρηση ἀπό τόν Βασιλείδη τῶν ἁμαρτημάτων ὡς προσωπικῶν δαιμόνων πού κατοικοῦν στήν ψυχή[86], εἶναι ἀναμφίβολα ἰουδαιοχριστιανική, ὅπως συνάγουμε ἀπό τήν παράθεσή της  σέ κείμενα προερχόμενα ἀπό αὐτόν τόν χῶρο[87]. Φαίνεται ὅτι οἱ ὀπαδοί τοῦ Βασιλείδη εἶχαν συνείδηση, ὅτι ὑπῆρξαν φορεῖς τῆς ἰουδαιοχριστιανικῆς παράδοσης, ἀφοῦ, κατά τόν Εἰρηναῖον Λυῶνος,  ἀναφερόμενοι στή σωτηρία τῶν ψυχῶν ἀναφέροντο δεικτικά ἔναντι τῶν Ἰουδαίων καί τῶν Χριστιανῶν, θεωρώντας τους ὡς μέτρο σύγκρισης[88].

Ἡ γεωμετρική αὔξηση τῶν γνωστικῶν παραφυάδων τῆς Αἰγύπτου, οἱ ὁποῖοι φυτρώνουν ὡς μανιτάρια ἀπό τή γῆ, μαρτυρεῖται ἀπό τόν Εἰρηναῖον Λυῶνος[89], οἱ δέ ὁμάδες τους, στίς ὁποῖες ἀναφέρεται ἐκτενῶς  στά κεφάλαια ΧΙΧ καί ΧΧΧ τοῦ Α΄ βιβλίου τοῦ ἔργου του, ἤτοι Κατά αἱρέσεων, ἀποκαλοῦντο Ναασηνοί, Ὀφῖτες, Βαρβηλογνωστικοί καί Περατές. Τό ἔργο τό ὁποῖο ἦταν εὐρύτατα διαδεδομένο στίς κοινότητες αὐτές, τό Ἀπόκρυφο τοῦ Ἰωάννου[90], συνταχθέν περί τά μέσα τοῦ Β΄ μ. Χ. αἰῶνος καί ἀνακαλυφθέν στό Nag Hammadi ἀκολουθεῖ τό κλασικό σχῆμα τῶν ἰουδαιοχριστιανικῶν κειμένων, ἤτοι τήν ἐκμυστήρευση τῶν μυστικῶν διδασκαλιῶν τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ σέ κάποιον ἀπόστολο, ἐν προκειμένῳ τόν Ἰωάννη ἐπί τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν.  Πρόκειται γιά ἔργο, τό ὁποῖο στήν πραγματικότητα ἀπηχεῖ τίς διδασκαλίες τόσο τῶν Βαρβηλογνωστικῶν, ὅπως παρατίθενται οἱ διδασκαλίες τους στό ΙΧΧΧ[91] κεφάλαιο τοῦ ἔργου τοῦ Εἰρηναίου Κατά πασῶν αἱρέσων, ὅσο καί τῶν Ὀφιτῶν στό κεφάλαιο ΧΧΧ[92].

Τό ἐν λόγῳ ἀπόκρυφο, μετά ἀπό μία γενεαλογία τῶν αἰώνων τοῦ Πληρώματος πού ἀναφέρει ὁ Εἰρηναῖος (BG 20,7-45, 5), ἀκολούθως ἔχει κεντρικό σημεῖο ἀναφορᾶς τίς σχετικές περί δημιουργίας καί τῆς πρώτης ἀνθρώπινης ἱστορίας διηγήσεις, ὅπως αὐτές ἀναφέρονται στήν Γένεση, μέ τή διαφορά, ὅτι πλέον ἐκφράζονται μέσα ἀπό τό φίλτρο τῆς ἰουδαιοχριστιανικῆς παραδόσεως καί πιό συγκεκριμένα: α) Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ἀγγέλους (BG 48, 10-17) καί ἡ ἀδυναμία του νά κινηθῆ, πρᾶγμα πού κατάφερε μόνον κατόπιν τῆς ἐπέμβασης τῆς Σοφίας, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε καί τήν ψυχή, β) ἡ ζήλεια πού προκάλεσε στόν ἀρχηγό τῶν ἀγγέλων Ἰαλνταμπαώθ ὁ Ἀδάμ ὡς ἐξυπνότερος τῶν Ἀρχόντων (BG 50, 12), γ) ἡ ἑρμηνεία σχετικά μέ τά δύο δένδρα τοῦ παραδείσου καί τόν Ὄφι. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή ἐκτείνεται στή γέννηση τοῦ Κάιν, τοῦ Ἄβελ καί τοῦ Σήθ, στόν κατακλυσμό πού προξένησε ὁ Ἰαλνταμπαώθ, στήν ἕνωση τῶν ἀγγέλων μέ θυγατέρες γυναικῶν συμφώνως πρός τό Α΄ Ἐνώχ, στήν ἀποκάλυψη περί τῆς χρήσης τῶν μετάλλων (BG 74, 1-75, 3) καί τέλος στήν  ἀποστολή τοῦ Σωτῆρος στον κόσμο (BG 77, 5). Ἄλλωστε, ὅπως συμπεραίνει ὁ J. Daniélou, «τό ἀπόκρυφο αὐτό ἀποτελεῖ ἑρμηνευτικό σχόλιο στή Γένεση, ἀντλεῖ τίς θεωρίες του ἀπό κάποιο ἀντίστοιχο ἰουδαϊκό ἤ ἰουδαιοχριστιανικό, προσθέτοντας μία γνωστική χροιά. Εἶναι προφανής ἡ σχέση μέ τόν Σατορνεῖλο, φαίνεται μάλιστα ὅτι ἔχουμε μία ἀνάπτυξη τοῦ ἰουδαιοχριστιανικοῦ Γνωστικισμοῦ τῆς Συρίας, κλάδος τοῦ ὁποίου μεταφέρθηκε στήν Αἴγυπτο, παράλληλα μέ τή διαδρομή πού αὐτός ἀκολούθησε ἀπό τόν Βασιλείδη μέχρι τόν Βαλεντῖνο»[93].

Ὅσον ἀφορᾶ δέ τίς διδασκαλίες τῶν Σηθιανῶν καί τῶν Ὀφιτῶν πού παραθέτει ὁ Εἰρηναῖος Λυῶνος στό κεφάλαιο ΧΧΧ, οἱ διδασκαλίες αὐτές ἔχουν μεγαλύτερη ἐξάρτηση ἀπό τήν χριστιανική παράδοση, ἀφοῦ:

α) Ἡ ἀναφορά στό πλήρωμα τῶν αἰώνων ἔχει ὡς ἀφετηρία πρῶτα τόν Πατέρα καί ἀκολούθως τά ζεύγη Χριστός-Ἅγιο Πνεῦμα καί Χριστός- Ἐκκλησία,

β) Οἱ αἰῶνες τοῦ πληρώματος δημιούργησαν τή Σοφία, ἡ ὁποία κατῆλθε ἐκ τῶν οὐρανῶν στόν κόσμο[94], γέννησε δέ ἀπό τό σῶμα της τόν οὐρανό καί ἀπό τήν ἕνωσή της μέ τά κατώτερα ὕδατα ἀπέκτησε ἑπτά υἱούς (Ἰαλνταμπαώθ, Ἰαό, Σαβαώθ, Ἀδωνάι, Ἐλωχείμ, Ἀσταφαῖος καί Ὁραῖος), δημιουργώντας ἔτσι τήν ἑβδομάδα[95]. Πρόκειται γιά τούς ἑπτά οὐρανούς καί τούς ἀγγέλους αὐτῶν.

γ) Οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰαλνταμπαώθ ἀπό ζηλοφθονία ἔναντι τοῦ Ἀδάμ πολεμοῦν ἐναντίον του καί ὁ Ἰαλνταμπαώθ δημιουργεῖ ἀρχικά ἕναν νέο υἱό, τόν Ὄφι, ἀπό τόν ὁποῖο προέρχεται ἡ ψυχή ζῶσα[96] καί ἀκολούθως τήν Εὔα. Οἱ ἕξι ἀδελφοί ἔπλασαν μέ τή σειρά τους ἕναν ἄνθρωπο τεραστίων διαστάσεων,ἐνῶ σαγηνευμένοι ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς Εὔας ἑνώνονται μαζί της δημιουργώντας τούς ἀγγέλους. Οἱ πρωτόπλαστοι ὅμως παράκουσαν τήν ἐντολή τοῦ Ἰαλνταμπαώθ, λόγῳ τοῦ πειρασμοῦ, στόν ὁποῖο τούς ὑπέβαλε ὁ Ὄφις καί ἐκδιώχθησαν ἀπό τόν Παράδεισο[97].

δ) Ἀκολούθως ἀναφέρεται ἐπίσης ἡ γέννηση τοῦ Κάιν, ὁ κατακλυσμός, ἡ ἱστορία τῶν Προφητῶν καί ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κατῆλθε διά μέσου τῶν ἑπτά οὐρανῶν ὑπό τή μορφή ἀγγέλου[98]. Εἶναι προφανής ἡ ἐξάρτηση τῶν ἐν λόγῳ θεωριῶν ἀπό τά πρῶτα τρία κεφάλαια τῆς Γενέσεως, πιθανόν δέ νά στηρίχθηκαν σέ κάποιο ἑρμηνευτικό Ὑπόμνημα τῆς Γενέσεως προερχόμενο ἀπό Ἰουδαιοχριστιανικούς κύκλους.

Τέλος, ἡ αἵρεση τῶν Ναασηνῶν γνωστικῶν, στούς ὁποίους ἀναφέρεται καί ὁ Ἱππόλυτος[99], παρουσιάζει μεγάλο ἐπίσης ἐνδιαφέρον ὡς πρός τίς ἰουδαιοχριστιανικές ἐπιρροές πού ὑπέστη καί ἀνάγκασαν τούς ἴδιους τούς αἱρετικούς  νά παρουσιάζουν τό σύστημα τους ὡς διδασκαλία τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου[100], πιθανόν παραπέμποντας ἔμμεσα στήν Ἀποκάλυψη Ἰακώβου, ἔργο πού ἀνευρέθη στό Nag- Hammadi.

Ἐν κατακλείδι λοιπόν εἶναι πρόδηλο, ὅτι ἡ πρωτόλεια μορφή τοῦ Γνωστικισμοῦ προῆλθε ἀπό ἰουδαιοχριστιανικούς κύκλους καί ἦταν φορέας μέρους τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως, ὅπως μποροῦμε νά συμπεράνουμε ἀπό τίς πρῶτες σχολές τῆς αἱρέσεως πού ἀναφέρει ὁ Εἰρηναῖος Λυῶνος καί τούς ἱδρυτές αὐτῶν (Σίμων ὁ Μάγος, Μένανδρος, Κήρυνθος, Βασιλείδης, Κέρδων, Μαρκίων κ.ἄ.). Τίς ἑπόμενες ὅμως δεκαετίες οἱ γνωστικές σχολές ἄρχισαν νά υἱοθετοῦν νέα σχήματα καί μυθολογικές συλλήψεις, ἀλλότριες τοῦ Χριστιανισμοῦ, μέ ποικίλα στοιχεῖα ἀπό τόν περσικό κόσμο, τίς μυστικιστικές θρησκεῖες τῆς ἐποχῆς, τήν ἑλληνική μυθολογία, τήν ἀστρολογία, τήν μαγεία, τήν ἀλχημεία κ.λ.π., σέ ἕνα συγκρητιστικό κράμα ἑτερόκλητων θρησκευτικῶν παραδόσεων, ὅπως μποροῦμε νά διαπιστώσουμε  ἀπό τίς ἀντιαιρετικές πραγματεῖες τοῦ Ἱππολύτου Ρώμης καί τοῦ Ἐπιφανίου Σαλαμῖνος.

            Σημαντικότερη κατά τή γνώμη μας διδασκαλία τοῦ Γνωστικισμοῦ εἶναι ἡ διάκριση μεταξύ δύο Θεῶν,  ἀπό τή μία τοῦ Θεοῦ τῆς Π. Διαθήκης, ὁ ὁποῖος ταυτίζεται μέ τόν Θεό τοῦ παρόντος κόσμου καί ἀπό τήν ἄλλη τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος καθίσταται γνωστός διά τῆς ἀποστολῆς τοῦ Υἱοῦ του. Ὡστόσο, δέν ὑπάρχει σαφής μαρτυρία γιά μία παρόμοια διδασκαλία στήν Καινή Διαθήκη, γεγονός πού μᾶς ἀναγκάζει νά θεωρήσουμε, ὅτι ὁ Γνωστικισμός δέν εἶχε κάνει ἀκόμη τήν ἐμφάνισή του, ἀφοῦ σέ διαφορετική περίπτωση θά εἶχε καταγγελθῆ μέ ρητό καί κατηγορηματικό τρόπο ἀπό τούς ἀποστόλους. Ἡ διάκριση δύο ξένων μεταξύ τους κόσμων, ἑνός κατώτερου καί ἑνός ἀνώτερου,  κάθε ἕνας μέ τόν δικό του Θεό, εἶναι πιθανότερο νά προέρχεται ἀπό τόν φραστικό ἀντικοσμισμό τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι ἐνώπιον τοῦ σκανδάλου τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ θεωροῦν ὅτι «ὁ κόσμος οὗτος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄ Ἰω. 5, 19), ἤ  χρησιμοποιοῦν ἐκφράσεις  ὅπως «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. 14, 30), «κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφεσ. 6,12),   «ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου» (Β΄Κορ., 4, 4) κ.ἄ.

Ὁ ἀντι- ἰουδαϊσμός σέ ὁρισμένα χωρία τοῦ Παύλου καί τοῦ Ἰωάννου, πιθανότατα ὀφείλεται στήν συνεχῶς αὐξανόμενη  ἀντιπαλότητα Ἰουδαϊσμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, ἡ ὁποία βαθμιαίως πῆρε τήν μορφή ἀπαγόρευσης τῆς εἰσόδου τῶν χριστιανῶν στίς Συναγωγές περί τό 80 μ. Χ.[101]. Σημειωτέον ἐπίσης ὅτι ἡ αὐξανόμενη ἀντιπαλότητα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκφράσθηκε μέ τήν προσθήκη τοῦ ἀναθεματισμοῦ τῶν αἱρετικῶν, συμπεριλαμβανομένων τῶν Χριστιανῶν ὑπό τοῦ Γαμαλιήλ Β΄ (μεταξύ 80 καί 90 μ. Χ.)[102], τήν ἀπόρριψη τῆς μεταφράσεως τῶν Ο΄ πού ἀποτελοῦσε τό ἐπίσημο κείμενο τῆς Π. Δ. γιά τήν Ἐκκλησία καί ἡ ἀντικατάστασή της ἀπό ἄλλες ἑλληνικές μεταφράσεις τοῦ μασωριτικοῦ κειμένου, τήν καθιέρωση τοῦ Παλαιστινοῦ Κανόνος ἀντί τοῦ Ἀλεξαδρινοῦ καί τήν ἔμφαση στήν προφορική παράδοση τοῦ Νόμου μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς ραββινικῆς παραδόσεως.

Πιθανόν τό γεγονός αὐτό νά ὤθησε κάποιους ριζοσπαστικούς χριστιανικούς κύκλους στήν ἀπαξίωση τῆς Π. Διαθήκης καί τοῦ Θεοῦ Γιαχβέ, ὁ ὁποῖος, ὡς δημιουργός καί προστάτης τοῦ Ἰσραήλ, θεωρήθηκε ὡς κατώτερος Θεός ἀπό τόν ἀόρατο καί ἀληθινό Θεό τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ὁποῖος ἀποστέλλει τόν Υἱό-Σωτήρα γιά νά γίνει γνωστός στήν ἀνθρωπότητα καί νά τή σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν ὑποταγή στό ὑλικό πνεῦμα τοῦ αἰώνα τούτου. Ἄλλωστε, τό γεγονός ὅτι οἱ πρῶτοι γνωστικοί τοῦ β’ ἡμίσεος τοῦ Α΄ αἰ. (Σίμων, Σατορνεῖλος, Βασιλείδης, Καρποκράτης κ.ἄ.) ἀπέρριπταν ἀναφανδόν τήν Παλαιά Δαιθήκη, θεωρώντας την ὡς νόμο τοῦ κατώτερου Θεοῦ (Γιαχβέ), προστάτη τῶν Ἰουδαίων, προϋποθέτει γνώση καί συνύπαρξη μέ τίς ἰουδαϊκές κοινότητες τῆς ἐποχῆς, ἀφοῦ ἡ ἔννοια τοῦ Υἱοῦ Σωτῆρος, ἀπεσταλμένου τοῦ ἀοράτου Θεοῦ Πατρός ὑπῆρξε κοινή σχεδόν σέ ὅλα τά γνωστικά κινήματα τῶν δύο πρώτων αἰώνων, πάντα ὑπό τήν αὐθαίρετη ἀλληγορική ἑρμηνεία τῶν βιβλικῶν παραδόσεων καί διδασκαλιῶν.

Résumé

La question concernant les origines et la nature du Gnosticisme primitif demeure jusqu’à nos jours ouverte, suscitant des débats acharnés dans la communauté académique. Dans cet article nous présentons les opinions principales et leur argumentation en bref, pour montrer que le Gnosticisme n’était ni une religion indépendant préchrétienne, ni une hellénisation du Christianisme avec des nuances philosophiques. Au contraire, les découverts des textes gnostiques à Nag- Hammadi, prouvent la forte influence que la littérature apocryphe judaïque  et judéo-chrétienne avait exercée sur le mouvement gnostique lors de son apparition, certainement pendant le dernier quart du Ier siècle de notre Ère. Il s’agit d’un constat qui confirme la véracité des informations fournies par les écrivains ecclésiastiques de trois premiers siècles qui considérèrent que ce mouvement hérétique se basait sur une interprétation allégorique arbitraire surtout du Hexaméron (les six jours de la création) et la mise en avant d’une opposition entre l’invisible Dieu des cieux et le Seigneur de ce monde, Ialdabaoth, à savoir le Dieu de la Loi mosaïque. Cette déviation de la tradition vétérotestamentaire dans un premier temps, à notre avis est apparue dans la diaspora judaïque de grandes métropoles d’Orient (Antioche, Alexandrie) surtout après la chute du Temple de Jérusalem (70 A.D.), un fait historique crucial pour les Juifs. Cette événement historique, à notre avis a eu comme conséquence, mis à part les nouvelles vagues de la diaspora juive, l’apparition aussi des certains milieux qui adoptèrent une vision pessimiste de l’histoire humaine et une déconstruction à l’image de Dieu de Juifs, considéré par eux comme un Dieu inférieur, responsable pour toutes les iniquités du monde, en se basant aussi aux passages des apôtres Jean et Paul qui parlent du ‘Seigneur de ce monde’. Ainsi, jusqu’à l’époque de Valentin (après 150 A. D.) le proto-Gnosticisme n’était pas influencé par l’esprit hellénique, mais exclusivement par la théologie judaïque et judéo-chrétienne.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Prosper Alfaric, Les écritures manichéenes, Paris 1919, éd. E. Nourry.

[2] Lidzbarski Mark, Das Johannesbuch der Mandäer, Giessen 1915, éd.Alfred Töpelmann∙ Ginza, der Schatz, oder das Grosse Buch der Mandäer, Leizpig 1925, Vandenhoeck & Ruprecht/ Hinrichs.

[3] C. Schmidt – J. Polotsky, Ein Mani-Fund in AegyptenOriginalschriften des Mani und seiner Schüler, Akademie der Wissenschaften, in Kommission bei W. de Gruyter, 1933.

[4] Γιά μία ἐκτενῆ περιγραφή ἀναφορικά μέ τήν ἀνακάλυψη αὐτή βλ. J. M. Roβinson, ‘From the Cliff to Cairo. The Story of the Discoverers and the Middlemen of the Nag Hammadi Codices’, B. Barc éd. Colloque International sur les textes de Nag Hammadi (Québec, 22-25 août 1978), BCNH, Québec- Louvain 1981, σελ. 21-58.  Πρβλ. Jean Doresse, The Secret Books of Egyptians Gnostics, An Introduction to the Gnostic Coptic Manuscripts Discovered at Chenoboskion, ed. Hollis&Carter, London 1960· A. Jakab, «The Gnosticisme alexandrin aux premiers temps du Christianisme», Wisdom of Egypt, Brill, Leyde 2005, σελ. 365-379.

[5] The Fascimile Edition of the Nag Hammadi Codices, published under the auspices of the Arab Republic of Egypt, in conjuction with the UNESCO, 10 vol., Leyden 1972- 1977. The Nag Hammadi Library in English translated by the members of the Coptic, Gnostic library project of the Instiitut for Antiquity and Christianity, dir. James E. Robinson, San Fransisco- Leyde, 1977.

[6] Βλ. W. Βarnstone, The Other Bible Ancient Alterνative Scriptures. Gnostic Gospels, Dead See Scrolls, Visionary wisdom texts, Christian Apocrypha, Kabbalah, San Francisco 1984, Harper, σελ. 286 κἑξ.

[7] J. M. Sevrin, ‘L’Evangile selon Thomas, paroles de Jésus et révélation gnostique’, Revue Théologique de Louvain 8 (1977), σελ. 265- 292.

[8] Βλ. ἐκτενέστερα ἐπί τοῦ θέματος J. P. Mahé, ‘Le fragment du Discours parfait dans la Bibliothèque de Nag Hammadi’, B. Barc, éd. Colloque International sur les textes de Nag Hammadi, σελ. 304-327.

[9] Βλ. Codex Justinianus I, 5.  S. P. ScottThe Civil LawXII, Cincinnati, 1932.

[10] Βλ. ἐκτενέστερα σχετικά μέ τό πνεῦμα ἀντικοσμισμοῦ πού διέκρινε τήν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς βλ. E. R. Dodds, Pagan and Christian in an Age of Anxiety, Cambridge 1965, ed. Cambridge University Press, 25 κἑξ.

[11] Γιά τίς ἐπιδράσεις πού ὑπέστη ὁ Γνωστικισμός ἀπό τόν Νουμένιο καί κυρίως τή διδασκαλία του πού διέκρινε μεταξύ τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ καί τοῦ Ἀγνώστου Θεοῦ βλ. Ch. Puech,  En quête de la Gnose, Paris 1978, σελ. 24- 25.

[12] R. Reitzenstein, Poimandres, Leipzig 1904.

[13] R. Reitzenstein, Das Iranische Erlösungsmysterium, Bonn, 1921.

[14] W. Bousset Hauptprobleme der Gnosis, Göttingen, 1907, σ. 9-21.

[15] A.Harnack, The Mission and Expansion of Christianity in the First Three Centuries, Vol. 1, 2,  New York, 1904-1905, ed. Putnam’s Sons.

[16] R. Bultmann, Gnosis,  London 1952, ef. A. & C. Black., 1η ἔκδοση στή γερμανική  Stuttgart 1933.

[17] G.Quispel, Die hermetische Gnosis im Lauf der Jahrhunderte, Haarlem und Birnbach 2000, σελ. 630–663.

[18] Η. Jonas, The Gnostic ReligionThe Message of the Alien God and the Beginnings of Christianity, Boston 19632, Beacon Press, σελ. 23 κἑξ.

[19] Η. Jonas, Gnosis und spätantiker GeistVon der Mythologie zur mystischen Philosophie, II, Erste und zweite Hälfte (Forschungen zur Religion und Literatur des Alten und Neuen Testaments, Band 159), Göttingen 19662, Vandenhoeck u. Ruprecht, 1, σελ. 155- 170. Ὑπό τό ἴδιο πνεῦμα, ὁ Ν.Τζιράκης θεωρεῖ ὅτι οἱ Γνωστικοί κατά τήν μεταποστολική ἐποχή ἀνήγαγαν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας σέ γνωστικό σύστημα φιλοσοφικῆς, θρησκευτικῆς καί μυστικῆς ὑφῆς μέ συγκρητιστικό περιεχόμενο, ἐφαρμόζοντας τίς ἀρχές τοῦ φιλοσοφικοῦ ἐκλεκτικισμοῦ. Βλ. Ν.Τζιράκη, Ἀπολογητές, Συμβολή στή σχέση τῶν Ἀπολογιῶν μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία, Ἀθήνα 2003, σελ. 15‐16.

[20] Die Gnosis. Band. Koptische und mandäische Quellen (Bibliothek der Alten Welt), by M. Krause, K. Rudolph, W. Foerster, Ζürich 1971, ed. Artemis.

[21] J. E. Ménard, «Les origines de la Gnose»,  Revue des Sciences Religieuses, 1/42 (1968), σελ. 24-38

[22] E. M. Yamauchi, Pre-Christian Gnosticism, A Survey of the Proposed Evidences, London 1973.

[23] Σχετικά δέ μέ τίς καταβολές τοῦ Γνωστικισμοῦ ὁ καθηγ. Β. Ι. Φειδᾶς ἀναφέρει: «Ὁ Γνωστικισμός γεννήθηκε καί ἀναπτύχθηκε σέ ἰουδαϊκό ἤ καί ἰουδαιοχριστιανικό, ἀλλά ἀνδρώθηκε σέ ἑλληνιστικό περιβάλλον». Β.Ι.Φειδα, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄,  Ἀθήνα 20224, σελ. 152.

[24] Πρ. 8, 9-24:«Ἀνὴρ δέ τις ὀνόματι Σίμων προϋπῆρχεν ἐν τῇ πόλει μαγεύων καὶ ἐξιστῶν τὸ ἔθνος τῆς Σαμαρείας, λέγων εἶναί τινα ἑαυτὸν μέγαν· ᾧ προσεῖχον πάντες ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου λέγοντες· οὗτός ἐστιν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡ μεγάλη. Προσεῖχον δὲ αὐτῷ διὰ τὸ ἱκανῷ χρόνῳ ταῖς μαγείαις ἐξεστακέναι αὐτούς. Ὅτε δὲ ἐπίστευσαν τῷ Φιλίππῳ εὐαγγελιζομένῳ τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ὀνόματος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐβαπτίζοντο ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες. Ὁ δὲ Σίμων καὶ αὐτὸς ἐπίστευσε, καὶ βαπτισθεὶς ἦν προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ, θεωρῶν τε δυνάμεις καὶ σημεῖα γινόμενα ἐξίστατο. ᾿Ακούσαντες δὲ οἱ ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρὸς αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην· οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο περὶ αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα ῞Αγιον· οὔπω γὰρ ἦν ἐπ᾿ οὐδενὶ αὐτῶν ἐπιπεπτωκός, μόνον δὲ βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Τότε ἐπετίθουν τὰς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐλάμβανον Πνεῦμα ῞Αγιον. Ἰδὼν δὲ ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον, προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα λέγων· δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα ῞Αγιον. Πέτρος δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν, ὅτι τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ ἐνόμισας διὰ χρημάτων κτᾶσθαι. Οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γὰρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μετανόησον οὖν ἀπὸ τῆς κακίας σου ταύτης, καὶ δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου· εἰς γὰρ χολὴν πικρίας καὶ σύνδεσμον ἀδικίας ὁρῶ σε ὄντα. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπε· δεήθητε ὑμεῖς ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ὅπως μηδὲν ἐπέλθῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ὧν εἰρήκατε. Οἱ μὲν οὖν διαμαρτυράμενοι καὶ λαλήσαντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, πολλάς τε κώμας τῶν Σαμαρειτῶν εὐηγγελίσαντο».

[25] Ἀπολογητικός Α΄, 1, 26, PG 6, 369A: «Χριστιανοί καλοῦνται, ὅν τρόπον καί οἱ οὐ κοινωνοῦντες τῶν αὐτῶν δογμάτων τῆς φιλοσοφίας, τό ἐπικατηγορύμενον ὄνομα τῆς φιλοσοφίας κοινόν ἔχουσι».

[26] Γιά τόν καθηγ. Β.Ι.Φειδᾶ, ἡ ἐμφάνιση γνωστικῶν ἰδεῶν καταπολεμεῖται ἤδη ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἰδιαίτερα στήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή. Οἱ γνωστικίζοντες καταπολεμοῦνται καί σέ ἄλλα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης (Α΄ Τιμ. 4,3· 6, 3-10·Β΄Τιμ. 2, 26· 3, 1-6, 13. Β΄Πετρ. 2, 1-22. Α΄Ἰω. 2,22. Β΄ Ἰω. 7. Ἰουδ.4-16. Ἀποκ. 2, 14-15, 20 25). Βλ. Β.Ι.Φειδα, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄,  Ἀθήνα 20224, σελ. 153.

[27] Α΄ Κορ. 6,12:  «Πάντα μοι ἔξεστινἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστινἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος». Πρβλ. Α΄ Κορ. 10, 23.

[28] Α΄ Κορ 3,18: «Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω· εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι ἐν ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳμωρὸς γενέσθωἵνα γένηται σοφός γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιγέγραπται γάρ·  δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶνΚκαὶ πάλιν· Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν σοφῶνὅτι εἰσὶ μάταιοιὭστε μηδεὶς καυχάσθω ἐν ἀνθρώποις· πάντα γὰρ ὑμῶν ἐστιν».

[29] Α΄ Κορ. 4, 8: «Ἤδη κεκορεσμένοι ἐστέἤδη ἐπλουτήσατεχωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε· καὶ ὄφελόν γε ἐβασιλεύσατεἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν».

[30] Α΄Κορ. 8,2: « γνῶσις φυσιοῖ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖεἰ δέ τις δοκεῖ εἰδέναι τιοὐδέπω οὐδὲν ἔγνωκε καθὼς δεῖ γνῶναι».

[31]  Α΄ Κορ. 14, 37: «Εἴ τις δοκεῖ προφήτης εἶναι  πνευματικόςἑπιγινωσκέτω  γράφω ὑμῖνὅτι τοῦ Κυρίου εἰσὶν ἐντολαί».

[32] Α΄ Κορ. 5, 12-13:« τί γάρ μοι καὶ τοὺς ἔξω κρίνεινοὐχὶ τοὺς ἔσω ὑμεῖς κρίνετετοὺς δὲ ἔξω  Θεὸς κρίνεικαὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.».

[33] Α΄ Κορ. 15,12-13: «Εἰ δὲ Χριστὸς κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερταιπῶς λέγουσί τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστινΕἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστινοὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται».

[34] Α΄ Κορ., 3, 4-9.

[35] Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρουν πολύ χαρακτηριστικά: «᾿Ιουδαῖος δέ τις ᾿Απολλὼς ὀνόματι᾿Αλεξανδρεὺς τῷ γένειἀνὴρ λόγιοςκατήντησεν εἰς ῎Εφεσονδυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς.» (Πράξ. 18, 24).

[36] Β΄ Κορ. 1, 19.

[37] Πράξ. 18, 25.

[38] Α΄ Κορ. 9,1.

[39] Γαλ. 3, 19.

[40] Ἑβρ. 2,2.

[41] Πράξ. 7, 53.

[42] S. Petrement, Le Dieu séparé, les origines du Gnosticisme, Paris 1984, ed. du Cerf, σελ. 18.

[43] Α΄ Τιμ. 1, 4· Τίτ. 3, 9.

[44] Α΄ Τιμ. 1, 16.

[45] Πρόκειται γιά τήν κυρία ἔνσταση τοῦ Hans Jonas, ἀφοῦ θεωροῦσε, ὅτι ὁ Γνωστικισμός διέφερε ριζικά ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό, ἐνῶ συγχρόνως ἦταν ἀπολύτως ἀσύμβατος καί μέ τόν Ἰουδαιοχριστιανισμό. Βλ.  Hans Jonas,  «Response to  G. Quispel’s ‘Gnosticism and the New Testament’», The Bible in the Modern Scholarship,  Nashville 1965, ed. J. Ph.Hyatt, σελ. 279- 295.

[46] Εἰσηγητές τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς μεταξύ ἄλλων ἦσαν οἱ Ε. Peterson: «Gnosis», Enciclopedia Cattolica, VI, 1951, σελ. 876- 892 καί J. Daniélou, La Théologie du Judéochristianisme, Paris 1958, ed.Desclée.

[47] Βλ. Ειρηναίος Λυώνος,  Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύµου γνώσεως (= Contre les hérésies,   1, 26, 2, Sources Chrétiennes 264, Paris 1979, éd. Du Cerf, trans. Adelin Rousseau- Louis Doutreleau, σελ. 347: «Οἱ δέ λεγόμενοι Ἐβιωναῖοι ὁμολογοῦσι μέν τόν κόσμον ὑπό τοῦ ὄντως Θεοῦ γεγονέναιτά δέ περί τόν Κύριον ὁμοίως τῷ Κηρίνθῳ καί Καρποκράτει μυθεύουσιν». Επιφάνιος,  Πανάριον   Α΄, λ΄, PG 41, 405B-473A.Ευσεβίος Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία  3, 27, PG 20, 273AC.

[48] Von Bo Reike, Diakonie, Festfreude und Zelos in Verbindung mit der altchrisstlichen Agapen Feier, Uppsala Universitets, 1951, σ. 233-368.

[49] Ἐπρόκειτο γιά νεοπροσηλύτους Ἰουδαίους χριστιανούς τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν νά κινοῦνται καί νά σκέπτονται ἐντός τῶν πλαισίων τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ κύκλου ἀποτελοῦν οἱ περίφημες ψευδο-Κλημέντειες ἐπιστολές, ὁ συντάκτης τῶν ὁποίων θεωρεῖ τόν Ἰησοῦ πραγματικό προφήτη, ἄνθρωπο τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἀνύψωσε στόν θρόνο του χάρις στήν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ ἐπιγείου ἔργου του. Συνεπῶς, γιά τήν τάση αὐτή τοῦ Ἰουδαιοχριστιανισμοῦ ὁ Χριστός γνώρισε τήν ἀποθέωση, γεγονός πού τήν διαφοροποιεῖ ἀπό τήν παύλεια καί ἰωάννεια θεολογία πού τονίζουν ἀπό κοινοῦ τήν προαιώνια ὑπαρξη τοῦ Κυρίου καί τήν ἐνσάρκωση του γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

[50] Χρήστου Βούλγαρη, Ἱστορία τῆς ἀρχεγόνου Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας 33-70 μ.Χ., Ἀθῆναι 2012, ἐκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ. 145-156.

[51] Εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ὁμάδα αὐτή ἐκφραζόταν ἀπό τόν Ἰάκωβο καί ὄχι ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε ἦταν φίλα προσκείμενος στήν ἱεραποστολική δράση τοῦ χριστιανισμοῦ καί τήν ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τοῦ ἰουδαϊκοῦ κόσμου. Στήν συντηρητική τάση αὐτή  ἀντιτάχθηκε ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, δέν κατάφερε ὅμως νά ἐπιβληθῆ ἐπ’ αὐτῆς, παρά μόνο μετά τήν πτώση τῆς Ἱερουσαλήμ τό 70 μ. Χ. Βλ. S. G. F. Brandon, The Fall of Jerusalem and the Christian Church, London 1951, σελ.120- 154.

[52] Simon Claude Mimouni, Les Chrétiens d’origine juive dans l’Antiquité, Paris 2004, ed. Albin Michel, σελ. 150-  154.

[53] Β. Ι. Φειδας, Οἱ Ἐσσηνοί, Ἀθῆναι 1959.

[54] Millar Burrows, The Dead Sea Scrolls, New York, 1955· André Dupont-Sommer,  Les écrits esséniens découverts près de la mer Morte, Paris 1959, éd. Payot· πρβλ. André Paul, Qumrân et les Esséniens. L’éclatement d’un dogme, Paris 2008, éd. du Cerf, σελ. 127. Κατά τόν ἔγκριτο ἐρευνητή τά κείμενα τῆς ἐσσαϊκῆς κοινότητας ἀπηχοῦν μία γνωσιολογική διδασκαλία σέ τέτοιο βαθμό πού μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά ἰουδαϊκό προχριστιανικό Γνωστικισμό.

[55] J. Daniélou, Ἡ θεολογία τοῦ Ἰουδαιοχριστιανισμοῦ, Ἀθήνα 2018, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, μτφ. Θεοφάνη Λ. Δρακόπουλος, σελ. 20.

[56] Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, IV, 22, 5. PG 20, 380.

[57] Πανάριον ΧΙΙΙ, 1-2. PG 41, 237 A: «Δοσίθεοι δέ τούτοις διαφέρονται κατά πολλούς τούς τρόπους. Ἀνάστασιν γάρ ὁμολογοῦσι, καί πολιτεῖαι παρ’ αὑτοῖς εἰσιν. Ἐμψύχων ἀπέχονται· ἀλλά καί τινες αὐτῶν ἐγκρατεύονται ἀπό γάμων μετά τό βιῶσαι· ἄλλοι δέ καί παρθενεύουσιν. Ὡσαύτως μέν περιτομήν τε καί Σάββατον, καί τό μή θιγγάνειν τινός διά τό βδελύττεσθαι πάντα ἄνθρωπον, ὁμοίως ἔχουσι. Νηστεάις δέ τούς αὐτούς φυλάττειν καί ἐξασκεῖσθαι εἰσάγει ὁ λόγος. Ἡ δέ πρόφασις τοῦ τόν Δοσίθεον φρονῆσαι ταῦτα αὕτη. Οὗτος συνεμίγη ἀπό Ἰουδαίων ὁρμώμενος εἰς τά τῶν Σαμαριτῶν ἔθνη, καί ἐν παιδεύσει κατά τόν νόμον προήκων, δευτερώσεσί τε ταῖς παρ’ αὐτοῖς, θηρώμενος τά πρωτεῖα καί ἀποτυχών· καί μή ἀξιωθείς τι παρά παρά Ἰουδαίοις νομισθῆναι, ἐξέκλινεν εἰς τό Σαμαρειτικόν γένος, καί ταύτην τήν αἵρεσιν πρεστήσατο».

[58] Δευτ. 18, 18-22: «Προφήτην ἀναστήσω αὐτοῖς ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν, ὥσπερ σέ, καὶ δώσω τὰ ρήματα ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καὶ λαλήσει αὐτοῖς καθ᾿ ὅτι ἂν ἐντείλωμαι αὐτῷ·  καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν μὴ ἀκούσῃ ὅσα ἂν λαλήσῃ ὁ προφήτης ἐκεῖνος ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ἐκδικήσω ἐξ αὐτοῦ. Πλὴν ὁ προφήτης, ὃς ἂν ἀσεβήσῃ λαλῆσαι ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου ρῆμα, ὃ οὐ προσέταξα λαλῆσαι, καὶ ὃς ἂν λαλήσῃ ἐν ὀνόματι θεῶν ἑτέρων, ἀποθανεῖται ὁ προφήτης ἐκεῖνος. Ἐὰν δὲ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· πῶς γνωσόμεθα τὸ ρῆμα, ὃ οὐκ ἐλάλησε Κύριος; Ὅσα ἐὰν λαλήσῃ ὁ προφήτης ἐκεῖνος τῷ ὀνόματι Κυρίου, καὶ μὴ γένηται καὶ μὴ συμβῇ, τοῦτο τὸ ρῆμα ὃ οὐκ ἐλάλησε Κύριος· ἐν ἀσεβείᾳ ἐλάλησεν ὁ προφήτης ἐκεῖνος, οὐκ ἐφέξεσθε αὐτοῦ».  

[59]Κατά Κέλσου Ι, 57.

[60] Περί ἀρχῶν, IV, 3, 2.

[61] Ὁμιλ. ΙΙ, 23-24. Ἀναγνωρισμοί II, 8, 11. Γιά τίς ψευδο-Κλημέντειες ὁμιλίες, ἔργο συνταχθέν στά μέσα τοῦ Δ΄ αἰῶνος ὑπό τήν ἐπίδραση ἐβιωνιτικῶν καί ἑλκεσαϊτικῶν θεωριῶν βλ. ἐκτενέστερα Χ. Μπονη,  Χριστιανική Γραμματεία- Αποστολικοί Πατέρες, τομ. A ΄, Αθήναι 197 7, σελ. 207-217.

[62]  Ἔνθ’ ἀν. IV, 22, 7. PG 20, 381-383.

[63] Oscar Cullmann, Dieu et César. Le procès de Jésus, Saint Paul et l’Autorité, L’Apocalypse et l’Etat totalitaire. Neuchätel-Paris 1956, ἐκδ. Delachaux &Niestlé, ‘Civilisation et Christianisme’, σελ. 17. Πρβλ. Ιουστινου, Διάλογος, 80, 4.

[64] Οἱ Σαμαρίτες  μετά τή Βαβυλώνεια αἰχμαλωσία (538-529 π. Χ.) προέβαλαν ἐμπόδια στήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων, ἐνῶ ἀνήγειραν ἴδιον Ναόν ἐπί τοῦ ὅρους Γαριζίν. Ὁ Ναός κατεστράφη ὑπό τοῦ Ἰωάννη Ὑρκανοῦ τό 108 π.Χ.. Βλ. Ιωσηπου, Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία, 13, 9, 1. Πρβλ. Επιφανιου, Πανάριον, VIII, PG 41, 224.

[65] Lester L. Grabbe, Judaïsm from Cyrus to Hadrian, Vol. II, Fortress Press, Minneapolis, 1992, σ. 510.

[66] Βλ. ἐκτενέστερα Claire Lefort, Les Sabéens-Mandéens: premiers baptistes, derniers gnostiques, Éditions du Cygne, Paris, 2017.

[67] Enrico Norelli, Ascencion d’Isaie, Brepols 1996.

[68] Marinus De Jonge, Studies on the Testaments of the Twelve Patriarchs: Text and Interpretation, Leiden 1997, ed.Brill.πρβλ. Σ. Αγγουριδου, Ἀπόκρυφα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Α΄ τόμ., Ἀθῆναι 1974, σελ. 163-259.

[69] A. Vaillant, Le livre des secrets d’Hénoch, Paris 1952.

[70] Εἰς Ἰω., Ι, 31. ΙΙ, 31. Εἰς Γένεσιν, PG 12, 73 B. 81 B.

[71] Πανάριον, XL, 2. PG 41, 677.

[72] J. Daniélou, Ἡ θεολογία τοῦ Ἰουδαιοχριστιανισμοῦ, σελ. 37.

[73] Maria Gracia Mara (éd.), Évangile de Pierre. Introduction, texte critique, traduction, commentaire et index, Sources chrétiennes 201, éd. Cerf, Paris 1973 (rééd. 2006).

[74] George T. Zervos (préf. J. H. Charlesworth), The Protevangelium of James : Greek Text, English Translation, Critical Introduction, T&T Clark, coll. Jewish an Christian Texts in Context and Related Studies no 17, 2021.

[75]  Εἰς Ματθ., Χ, 17.

[76] Κατά Πέτρον εὐαγγέλιο, σελ. 187.

[77] Διαθήκη Ρουβήμ V, 7. Ἐνώχ Β΄, ΙΙ, 1. ΙΧ, 3.

[78]  Πράξ. 8,9-25.

[79] Ἀπολογ. Α, 26, 1-3, PG 6, 196- 197. Πρβλ. Ιππολυτου , Ἔλεγχος, VI, 7-20· Ειρηναιου, Κατά αἱρέσεων, Ι, 23, 1. SC 264, σελ. 314: «Hic igitur a multis quasi Deus glorificatus est, et docuit semetipsum esse qui inter Iudaeos quidem quasi Filius apparuerit, in Samaria autem quasi Pater descederit, in reliquis uero gentibus quasi Spiritus sanctus aduentauerit». Ὁ Ἰουστῖνος ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι ὁ Σίμων συνοδευόταν καί ἀπό κάποια Ἑλένη, πρώην ἐκδιδόμενη σέ οἶκο ἀνοχῆς, γιά τήν ὁποία ἐδίδασκε ὅτι ἦταν ἡ «πρώτη ἔννοια» πού γεννήθηκε ἀπό αὐτόν. Τό ἀπόσπασμα ἔχει ὡς ἀκολούθως: «Σίμωνα μέν τινα Σαμαρέα, τόν ἀπό κώμης λεγομένης Γίττων, ὅς ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος διά τῆς τῶν ἐνεργούντων δαιμόνων τέχνης δυνάμεις ποιήσας μαγικάς ἐν τῇ πόλει ὑμῶν βασιλίδι Ρώμῃ, θεός ἐνομίσθη, καί ἀδριάντι παρ’ ὑμῶν ὡς θεός τετίμηται, ὅς ἀδριάς ἀνηγήγερται έν τῷ Τίβερι ποταμῷ, μεταξύ τῶν δύο γεφυρῶν, ἔχων ἐπιγραφήν Ρωμαϊκήν ταύτην, Σίμωνι δέῳ σάγκτῳ. Καί σχεδόν πάντες μέν Σαμαρεῖς, ὀλίγοι δέ καί ἄλλοις ἔθνεσιν, ὡς τόν πρῶτον Θεόν ἐκεῖνον ὅμολογοῦντες, προσκυνοῦσι· καί Ἑλένην τινά, τήν συμπερινοστήσασαν αὐτῷ κατ’ ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ, πρότερον ἐπί τέγους σταθεῖσαν, τήν ἀπ’ αὐτοῦ ἔννοιαν πρώτην γενομένην λέγουσι».

[80] Κατά αἱρέσεων, I, 23, 2, SC 264, σελ. 314: «hanc enim Ennoiam exsilientem ex eocognoscentem quae uult Pater eiusdegredi ad inferiora et generare Angelos et Potestatesa quibus et mundum hunc factum dixit».

[81] Ἔλεγχος κατά πασῶν αἱρέσεων, VI, 12-16·PG 16/C, 3207- 3210D.

[82] Ἔλεγχος κατά πασῶν αἱρέσεων, VI, 14. ΒΕΠΕΣ 5, σελ. 286-288.

[83] Contra Haer. I, 23, 5. SC 264, σελ. 320: «Huius successor fuit Menander, Samarites genere, qui et ipse ad summum magiae peruenit. Qui primam quidem Virtutem incognitam ait omnibus; se autem eum esse qui missus sit ab inuisibilibus Saluatorem pro salute hominum. Mundum autem factum ab Angelis, quos et ipse similiter ut Simon ab Ennoia emissos dicit. Dare quoque per eam quae a se doceatur magia scientiam ad id ut et ipsos qui mundum fecerunt uincat Angelos. Resurrectionem enim per id quod est in eum baptisma accipere eius discipulos et ultra non posse mori, sed perseuerare non senescentes et immortales».

[84] Ειρηναιος, Κατά αἱρέσεων, Ι, 24, 1-2. SC 264, σελ. 321- 325: «24, 1<…> τόν ποιήσαντα Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Δυνάμεις, Ἐξουσίας. Ὑπό δέ ἑπτά τινων Ἀγγέλων τόν κόσμο γεγενῆσθαι καί πάντα τά ἐν αὐτῷ. Καί τόν ἄνθρωπον εἶναι ποίημα, ἄνωθεν ἀπό τῆς Αὐθεντίας φωτεινῆς εἰκόνος ἐπιφανείσης, ἥν κατασχεῖν μή δυνηθέντες διά τό παραχρῆμα, φησίν, ἀναδραμεῖν ἄνω, ἐκέλευσαν ἑαυτοῖς λέγοντες· ‘Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν’· οὐ γενομένου φησίν, καί μή δυναμένου ἀνορθοῦσθαι τοῦ πλάσματος διά τό ἀδρανές τῶν Ἀγγέλων, ἀλλά δίκην σκώληκος σκαρίζοντος, οἰκτειρήσασα αὐτόν ἡ ἄνω Δύναμις διά τό ἐν ὁμοιώματι αὐτῆς γέγοναι, ἔπεμψε σπινθῆρα ζωῆς, ὅς διήγειρε τόν ἄνθρωπον < καί ἀνώρθωσε> καί ζῆν ἐποίησε. Τοῦτον οὖν τόν σπινθῆρα τῆς ζωῆς μετά τήν τελευτήν ἀνατρέχειν πρός τά ὁμόφυλα λέγει, καί τά λοιπά, ἐξ ὧν ἐγένετο, εἰς ἐκεῖνα ἀναλύεσθαι. 24.2.  Τόν δέ Σωτῆρα ἀγέννητον ὑπέθετο καί ἀσώματον καί ἀνείδεον, δοκήσει δέ ἐπιπεφηνέναι ἄνθρωπον. Καί τόν τῶν Ἰουδαίων Θεόν ἕνα τῶν Ἀγγέλων εἶναί φησι· καί διά τό βηούλεσθαι τόν Πατέρα καταλῦσαι πάντας τούς Ἄρχοντας, παραγενέσθαι τόν Χριστόν ἐπί τῇ καταλύσει τοῦ τῶν Ἰουδαίων Θεοῦ καί ἐπί σωτηρίᾳ τῶν πειθομένων αὐτῷ, εἶναι δέ τούτους <τούς>  ἔχοντας τόν σπινθῆρα τῆς ζωῆς ἐν αὐτοῖς. Δύο γάρ γένη ἀνθρώπων ὑπό τῶν Ἀγγέλων πεπλάσθαι ἔφη, τό μέν πονηρόν, τό δέ ἀγαθόν· καί ἐπειδή οἱ δαίμονες τοῖς πονηροῖς ἐβοήθουν, ἐληλυθέναι τόν Σωτῆρα, ἐπί καταλύσει τῶν φαύλων ἀνθρώπων καί δαιμόνων, ἐπί σωτηρίᾳ δέ τῶν ἀγαθῶν. Τό δέ γαμεῖν καί γεννᾶν ἀπό τοῦ Σατανᾶ φησιν εἶναι. Οἱ πλείους τε τῶν ἀπ’ ἐκείνου καί ἐμψύχων ἀπέχονται, διά τῆς προσποιήτου ταύτης ἐγκρατείας < ἀπατῶντες πολλούς>. Τάς δέ προφητείας, ἅς μέν ἀπό τῶν κοσμοποιῶν Ἀγγέλων λελαλῆσθαι, ἅς δέ ὑπό τοῦ Σατανᾶ, ὅν καί αὐτόν Ἄγγελον ἀντιπράττοντα τοῖς κοσμοποιοῖς ὑπέθετο, μάλιστα δέ τῷ τῶν Ἰουδαίων Θεῷ».

[85]Ειρηναιος, Κατά αἱρέσεων, Ι,  24, 3-7. SC 264, σελ. 325-333.

[86] Κλημης Αλεξανδρεύς, Στρωματεῖς ΙΙ, 20, 112.

[87] Διαθήκη Ρουβήμ, ΙΙΙ, 3-6·  Ψευδο-Κλημέντειες ὁμιλίες (ΙΧ, 10)· Ἑρμᾶς, Ἐντολή, ΙΙ, 3.

[88] Ειρηναίος, Κατά αἱρέσεων, Ι, 24, 6, SC 264, σελ.330: «Non autem multos  scire posse haec, sed unum a mille et duo a myriadibus. Et Iudaeos quidem iam non esse dicumt, christianos autem nondum».

[89] Ειρηναιος, Κατά αἱρέσεων, Ι,  29, 1. SC 264, σελ. 358: «Super hos autem ex his qui praedicti sunt Simoniani multitude Gnosticorum exsurrexit et uelut a terra fungi manifestati sunt, quorum principales apud eos sententias enarramus».

[90] Le livre des secrets de Jean (NH II, 1 ; IV, 1), Traduction de Bernard Barc: https://www.naghammadi.org/sites/naghammadi.org/files/uploads/traductions/NH-II-1-Livre-des-secrets-de-Jean.pdf

[91] Ειρηναιος, Κατά αἱρέσεων, Ι, ΙΧΧΧ, SC 264, σελ. 359-365.

[92] Ειρηναιος, Κατά αἱρέσεων, Ι, ΧΧΧ, SC 264, σελ. 365-385.

[93] Ἡ θεολογία τοῦ Ἰουδαιοχριστιανισμοῦ, σελ. 126-127.

[94] Ι, 30, 3, SC 264, σελ. 366.

[95] Ι, 30, 5, SC 264, σελ. 368-369.

[96] Ι, 30, 6, SC 264,  σελ. 370.

[97] Ι, 30, 8, SC 264, σελ. 374.

[98] Ι, 30, 11, SC 264, σελ. 378-380.

[99] Ιππολυτου, Ἔλεγχος., V, 1-11.

[100] Ιππολυτου,Ἔλεγχος., V, 7.

[101] Πρόκειται γιά τήν περίφημη ποινή τοῦ «ἀποσυναγώγου» (Ἰω. 9, 22 .12, 42. 16, 2). Γενικότερα ἀναφορικά  μέ τήν ἀντιπαλότητα Χριστιανισμοῦ καί Ἰουδαϊσμοῦ βλ. ἐκτενέστερα J. Parkes, The Conflict of the Church and Synagogue, Philadelphia 1961.

[102] Βλ. W. Schrage, Theological Dictionnary of the New Testament, vol. VII, ed. G. Friedrich,  Eerdmans Publishing Company, Michigan 1971, σελ. 848 κἑξ.