ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


Αλήθεια είναι και Ιστορία

H προοπτική του λόγου

Η ευχαριστιακή προοπτική

Η Τριαδολογική προοπτική

Αποφατική προοπτική

Η Χριστολογική προοπτική

Η προοπτική της εικόνος

Αλήθεια και Σωτηρία

Η αλήθεια και η κατάσταση της πεπτωκυϊας ύπαρξης

Αλήθεια και πρόσωπο

Η αλήθεια και ο Λυτρωτής

Η αλήθεια και η Εκκλησία

Το σώμα του Χριστού θεμελιώνεται στο νου

Η ευχαριστία ως τόπος της αλήθειας

6.Η προοπτική της «εικόνος»(εικών)

Αν ο Χριστός ενεργεί στο να είναι η ιστορία αληθινή και να μετέχει η αλήθεια στην εξέλιξη της ιστορίας, κι αν αυτό συμβαίνει μόνο επειδή ο Χριστός είναι επίσης τα όρια (ο σκοπός) της ιστορίας, τότε η αλήθεια της ιστορίας φαίνεται να έγκειται σε κάτι παράδοξο: ορίζεται μέσω του τέλους της, ενώ συγχρόνως το τέλος είναι μέρος της εξέλιξής της. Πώς μπορεί να εκφραστεί αυτό θεολογικά; Για την ερμηνεία ίσως επαρκέσει μια πρόταση του Μαξίμου: « Τα πράγματα της Παλαιάς (Διαθήκης) είναι σκιά, ενώ τα πράγματα της Καινής Διαθήκης εικών και τα μελλοντικά πράγματα αλήθεια» 86 .

Με την πρώτη ματιά είναι περίεργος αυτό ο ισχυρισμός, διότι έτσι φαίνεται να είναι η ενανθρώπιση μια πραγματικότητα λιγότερο αληθινή απ΄ ότι η Δευτέρα Παρουσία. Με τη συνήθη κατανόηση της πραγματικότητας σύμφωνα με το ρασιοναλισμό και τον ιστορικισμό, έχουμε την τάση να θεωρούμε ως «αλήθειες» και «γεγονότα» μόνο αυτά τα πράγματα, τα οποία επαληθεύονται από την εμπειρία ή αυτά που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους κανόνες ή αντιλήψεις, που εμείς αναγνωρίζουμε ως αληθινές. Ο εδώ όμως χρησιμοποιούμενος όρος εικών δεν εννοεί σ΄ αυτήν την περίπτωση αυτό το είδος της πραγματικότητας της αλήθειας κι ούτε σημαίνει μια απώλεια της πραγματικότητας. Σε όλους τους Έλληνες Πατέρες, με εξαίρεση την ωριγενική παράδοση 87 , η εικών χαρακτηρίζει πάντα κάτι πραγματικό και τόσο αληθινό, όσο και η αλήθεια. Η μακρά έριδα για τη θέση των εικόνων στην Εκκλησία κατά τη διάρκεια του όγδοου (8 ου ) και ενάτου (9 ου ) αιώνα στόχευε ακριβώς στο ερώτημα του αν είναι με κάποιον τρόπο δυνατό να παρουσιάσει την αλήθεια με τη μορφή μιας εικόνας. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο παρατάξεων σ΄ αυτήν την έριδα βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην αποδοχή ή απόρριψη της αλήθειας της ενανθρώπισης στη σχέση της με την ιστορία και τη δημιουργία 88 . Οι εικονομάχοι αντλούν τα επιχειρήματά τους απ΄ τον ωριγενισμό, του οποίου την κατανόηση της ιστορίας μόλις εκθέσαμε· οι εικονολάτρες αντιθέτως στηρίζονται στο γεγονός, ότι η ενανθρώπιση τη σύλληψη της αλήθειας ως εικόνας την κάνει όχι μόνο δυνατή αλλά και αναπόφευκτη 89 . Αν βεβαίως η εικών ή η αλήθεια της ιστορίας δεν είναι λιγότερο αληθής από την αλήθεια της εσχατολογίας, ποιο νόημα έχει τότε, το να χρησιμοποιούμε τον όρο «αλήθεια» για τα έσχατα;

Ο όρος εικών κατανοείται συχνά απ΄ τους Έλληνες Πατέρες υπό το πρίσμα του Πλατωνισμού. Το χωρίο που παρατέθηκε όμως απ΄ το Μάξιμο δείχνει ξεκάθαρα, ότι αυτό είναι λάθος. Στην πλατωνική σκέψη δεν πρέπει να έχει η εικόνα την αλήθεια της στο μέλλον· μόνο αυτό που έχει περάσει είναι πολύ περισσότερο αποφασιστικής σημασίας, διότι φτιάχνει από την αλήθεια ένα αντικείμενο της ανάμνησης και κυρίως από την σύνδεση της ψυχής με τον σταθερό κόσμο των ιδεών. Η αυθεντική παράδοση των Ελλήνων Πατέρων δεν αποδέχτηκε ποτέ την πλατωνική αντίληψη- όπως αυτή υιοθετήθηκε μεταξύ άλλων κι από τον Αυγουστίνο- σύμφωνα με την οποία η τελειότητα ανήκει μόνο στην αρχική κατάσταση των πραγμάτων. Παρέμεινε επίσης ξένη γι΄ αυτήν μια ψυχολογικο-αναδρομική κατανόηση της ανάμνησης · από τη δεύτερη εν Τρούλλω Σύνοδο (692) απορρίφθηκε ρητώς ο συμβολισμός στην εικονογραφία. Σ΄ αυτό το σημαντικό χωρίο δείχνει ο Μάξιμος για άλλη μια φορά, πως η αλήθεια για το σύνολο των Ελλήνων Πατέρων είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από αυτό του Πλατωνισμού. Στο σημείο αυτό θα έπρεπε να ψάξουμε και τις ρίζες της εικονικής γλώσσας των Πατέρων.

Φυσικά το πρόβλημα αυτό είναι πολύπλοκο και δε μπορεί να εκτεθεί εδώ διεξοδικά. Ίσως αρκεί η υπόδειξη, ότι η εικονική γλώσσα των Ελλήνων Πατέρων κατανοείται καλύτερα, αν τη δει κανείς στο φως της αρχαίας αποκαλυπτικής θεολογίας, όπως αυτή αναπτύχθηκε αρχικά στην πρωτοχριστιανική παράδοση του συριακο-παλαιστινιακού χώρου και από κει διείσδυσε στις ευχαριστιακές λειτουργίες της Ανατολής. Σ΄ αυτή την παράδοση η αλήθεια δεν εμφανίζεται ως προϊόν του πνεύματος αλλά ως μια «επίσκεψη» και μια «σκηνή» (πρβλ. Ιω. 1,14) της εσχατολογικής και μεταϊστορικής πραγματικότητας, η οποία εισβάλλει στην ιστορία για να την ανοίξει στο γεγονός της κοινωνίας. Αυτό δημιουργεί μια όραση της αλήθειας, όχι με την έννοια της πλατωνικής ή μυστικής θεώρησης, στην οποία η ψυχή ή ο νους του ανθρώπου συνδέονται με το θείο, αλλά με την έννοια της αναπαραγωγής νέων σχέσεων, ενός καινούριου κόσμου, ο προορισμός του οποίου αναλαμβάνεται μέσω μιας κοινότητας.

Με το να ριζωθεί στην αποκάλυψη απαλλάσσει η εικονική γλώσσα την αλήθεια από τη δική μας «κατα-νόηση» και την προστατεύει απ΄ τη χειραγώγηση και την αντικειμενικοποίηση. Τη μεταθέτει επίσης σε μια σχέση, με την έννοια, ότι η αλήθεια ενός όντος δε μπορεί να κατανοηθεί διαφορετικά παρά μέσω του «καθρέπτη» ενός άλλου όντος. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει μια αξιόλογη εξήγηση, που έδωσε ο Αθανάσιος, για την έννοια εικών, η οποία α ναφέρεται στο Θεό: ο Χριστός είναι η εικόνα του Πατέρα ακριβώς επειδή ο Πατέρας βλέπει τον εαυτό του σ΄ αυτόν 90 . Η εικονική γλώσσα εμφανίζεται ακριβώς εκεί, όπου η αλήθεια ταυτίζεται με την κοινωνία. Αυτό είναι μια ένδειξη, ότι η αλήθεια παραμένει πάντοτε μεγαλύτερη απ΄ τη δική μας αντίληψη· είναι κάτι μελλοντικό και απαιτεί πίστη, ελπίδα και αγάπη.

Αν θέλουμε τώρα να συνοψίσουμε αυτήν την προσπάθεια της σύνθεσης για την κατανόηση της αλήθειας στους Έλληνες Πατέρες, τότε μπορούμε να πούμε, ότι το σημαντικότερο βήμα των Ελλήνων Πατέρων βρίσκεται στην ταύτιση της αλήθειας με την κοινωνία.

Η λέξη ταύτιση πρέπει να υπογραμμιστεί με σαφήνεια, διότι αυτή η σύνθεση δεν πρέπει να συγχέεται με άλλες συνδέσεις της αλήθειας και της κοινωνίας, όπως αυτές εμφανίστηκαν στην ιστορία της χριστιανικής θεολογίας. Αν η κοινωνία είναι μια έννοια, που προστίθεται στο είναι, τότε δεν έχουμε πια την ίδια εικόνα. Το αποφασιστικό σημείο βρίσκεται μάλλον στο γεγονός, ότι το είναι συνίσταται ως κοινωνία και μόνο έτσι μπορούν να ταυτιστούν αλήθεια και κοινωνία.

Το ότι αυτή η ταύτιση θέτει για τη θεολογία ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα γίνεται εμφανές, αν κανείς εφαρμόσει την αλήθεια στην ύπαρξη. Η κατάσταση μας, της πεπτωκυίας ύπαρξης, χαρακτηρίστηκε κυρίως μέσω του γεγονότος, ότι η προσέγγιση μας στην αλήθεια του είναι συνίσταται πριν από την κοινωνία. Η σωτηρία μέσω της αλήθειας εξαρτάται τελικά από την ταύτιση της αλήθειας με την κοινωνία. Το μέρος που ακολουθεί στην έρευνα μας θα ασχοληθεί μ΄ αυτό το πρόβλημα. Η σύνθεση των Ελλήνων Πατέρων, την οποία προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε σ΄ αυτό το μέρος, θα χρησιμεύσει ως υπόβαθρο στα δύο μέρη αυτής της έρευνας που ακολουθούν.

86 Μαξίμου, Σχ. στην εκλλ. ιερ. 3,3,2.

87 πρβλ. πιο πάνω υποσ. 28.

88 βλ . Meyendorff , Le Christ dans la theologie byzantine, Paris 1969,235-263.

89 Για τις πηγές βλέπε υποσ. 88.

90 Αθανασίου, Κατά Αρειανών Ι, 20-21.

 

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.