ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


Η Α' Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας 325

Δεσποίνης Κοντοστεργίου, Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 33-40

Η Α' Οικουμενική Σύνοδος (1) συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνον εις την Νίκαιαν της Βιθυνίας το έτος 325 μ.Χ. Κυρία αιτία της συγκλήσεως ήτο η υπό της Εκκλησίας αντιμετώπισις της αιρέσεως του Αρείου, η οποία προεκάλει αναταραχήν εις ολόκληρον την Εκκλησίαν.

Αι εργασίαι της Συνόδου ήρχισαν προκαταρκτικώς μεν από τας 20 Μαΐου και επισήμως εις τας 14 Ιουνίου με την παρουσίαν του Μ. Κωνσταντίνου και ετελείωσαν εις τας 25 Αύγουστου το έτος 325.

Υπάρχουν διάφοροι απόψεις δια τον αριθμό των συμμετασχόντων επισκόπων εις την Σύνοδον. Συμφώνως προς την επικρατούσαν παράδοσιν εις την Σύνοδον συμμετείχον 318 θεοφόροι Πατέρες, αλλά συμφώνως προς άλλους ιστορικούς οι συμμετασχόντες ήσαν περίπου 300.

Συμφώνως προς τον Καισαρείας Ευσέβιον «Επί δε της παρούσης χορείας επισκόπων μεν πληθύς ην πεντήκοντα και διακοσίων τον αριθμόν υπερακοντίζουσα, επομένως δε τούτοις πρεσβυτέρων και διακόνων ακολούθων τε πλείστων όσων ετέρων ουδ’ ην αριθμός εις κατάληψιν» (2).

Ο Αντιοχείας Ευστάθιος ανέβαζε τον αριθμόν εις 270 περίπου πατέρας.

Ο Μ. Κωνσταντίνος ανέβαζε τον αριθμόν άνω των 300 πατέρων. Τελικώς ο Μ. Αθανασιος χρησιμοποιεί διαφόρους αριθμούς, δια να φθάση εις τους 318. Από τότε ήρχισε να επικρατή ο αριθμός 318. «Οι συνελθόντες επίσκοποι ήσαν πλέον ή έλαττον τριακόσιοι». «Τριακόσιοι πλείον ή έλαττον επίσκοποι συνελθόντες». «Εγγύς τριακόσιοι», ακριβώς 300 ή και 318 (3).

Από όλους τους Πατέρας οι οποίοι έλαβον μέρος εις την Σύνοδον, μόνον 5 ήσαν από την Δύσιν.

Μεταξύ των Πατέρων διακρίνονται ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος μαζί με τον διάκονόν του και κατόπιν Αλεξανδρείας Μ. Αθανάσιον. Οι δύο αυτοί ήσαν κύριοι κατήγοροι του Αρείου. Ακόμη διεκρίνοντο ο πρεσβύτερος και κατόπιν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρος, ο οποίος ήτο εις τη θέσιν του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνους, ο Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Ιεροσολύμων Μακάριος, οι αντιπρόσωποι του Πάπα της Ρώμης Σιλβέστρου επίσκοπος Κορδούης Όσιος και οι πρεσβύτεροι Βίτων και Βικέντιος, επίσης ο Εφέσου Μέμνων, ο Τριμυθούντος Σπυρίδων, ο Μύρων Νικόλαος, ο Αγκύρας Μάρκελλος, ο Νισίβης Ιάκωβος, ο Καρχηδόνος Καικιλιανός, ο όσιος Παφνούτιος και πολλοί άλλοι.

Από την άλλην πλευράν συνήγοροι και υπέρμαχοι του Αρείου ήσαν ο Νικομήδειας Ευσέβιος, ο Καισαρείας Παλαιστίνης Ευσέβιος, ο Νίκαιας Θέογνις, ο Χαλκηδόνος Μάρις, ο Ηρακλείας Θεόδωρος, ο Πτολεμαΐδος Σεκούνδος, ο Μαρμαρικής Θεωνάς, ο Εφέσου Μηνόφαντος, ο Τύρου Παύλος και άλλοι, σύνολον 17 επίσκοποι, μεταξύ των οποίων ήσαν και φιλόσοφοι και ρήτορες μαζί με τον σοφιστήν Αστέριον.

Δεν γνωρίζομεν ακριβώς ποιος προήδρευσεν εις αυτήν την Σύνοδον. Δια το θέμα αυτό υπάρχουν διάφοροι απόψεις. Συμφώνως προς τους Β. Στεφανίδη, Γ. Κονιδάρη, Ι. Αναστασίου και Ι. Καρμίρη (4), πρόεδροι ήσαν ο Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, ίσως δε και ο Όσιος Κορδούης, οι οποίοι απετέλουν είδος προεδρείου με κύριον πρόεδρον τον Μ. Κωνσταντίνον.

Αλλά ο Β. Στεφανίδης υποστηρίζει ότι: «...δεν υπήρχε εις πρόεδρος, δεν υπήρχε κοινός πρόεδρος. Κοινός πρόεδρος ήτο ο αυτοκράτωρ. Των αρειανών προεξήρχεν ο Νικομήδειας Ευσέβιος, των ορθοδόξων θα προεξήρχον οι τρεις μνημονευθέντες επίσκοποι, αποτελούντες είδος διοικούσης επιτροπής ή προεξάρχοντες εναλλάξ κατά χρονικά διαστήματα».

Συμφώνως όμως προς τον Καλλίνικον Δελικάνη και τον Ηλιουπόλεως Γεννάδιον πρόεδρος ήτο ο Αντιοχείας Ευστάθιος. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Β. Φειδάς (5).

Όπως είπαμε και εις την αρχήν, κυρία αιτία και κύριος σκοπός της Συνόδου ήτο η καταδίκη του Αρειανισμού αφ’ ενός και αφ’ ετέρου η θετική διατύπωσις της ορθοδόξου δογματικής διδασκαλίας περί του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, διότι την θεότητα Αυτού την ηρνήθη ήδη από το έτος 318 μ.Χ. ο πρεσβύτερος ’Αρειος, ο οποίος έζει εις την Αλεξάνδρειαν και ήτο μαθητής του Λουκιανού. Ο ιδρυτής της Αντιοχειανής Σχολής Λουκιανός φαίνεται ότι έγινε διάδοχος του Παύλου Σαμοσατέως εις την αιρετικήν διδασκαλίαν, αλλά ξεφεύγων από την διδασκαλίαν του Δυναμικού Μοναρχιανισμού ανεγνώρισε τον Υιόν και Λόγον του Θεού ως δεύτερον πρόσωπον. Τον εθεώρει όμως «κτίσμα», δια το ότι δεν είναι «αγέννητος», τον οποίον εδημιούργησεν ο Θεός προ πάντων των αιώνων και με την ελευθέραν βούλησίν Του. Ούτως ο Χριστός, ενώ δεν ήτο «αγέννητος» εθεωρείτο από τον Λουκιανόν όμοιος με τον Πατέρα και μάλιστα «πλήρης Θεός».

Αλλά όμως ο Άρειος επροχώρησε πιο πέρα από τον διδάσκαλον του και έκαμε πιο συστηματικήν την αιρετικήν του διδασκαλίαν σχετικώς με το δεύτερον Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος. Αυτός ηρνείτο τελείως την θεότητα του Θεού Λόγου, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και εδίδασκεν ότι ο Υιός του Θεού δεν είναι Θεός συναΐδιος, άναρχος και αληθινός Θεός, άλλά είναι κτίσμα, το οποίον εδημιουργήθη «εν χρονω» από τον Πατέρα «εξ ουκ όντων», είναι ξένος προς την ουσίαν του Πατρός και ως προς την φύσιν είναι τρεπτός και αλλοιωτός. Όλα τα άλλα όντα εδημιουργήθησαν εκ του μηδενός «εν χρονω» με την δημιουργικήν ενέργειαν του Θεού και ούτως είναι κτίσματα του Θεού. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται και ο Υίός του Θεού, ο οποίος εδημιουργήθη, όπως είπαμε, από τον Πατέρα «εν χρόνω» και «εξ ουκ όντων», και ο οποίος είναι το πρώτον «κτίσμα», δια του οποίου ο Πατήρ εδημιούργησε τον κόσμον, διότι ίσως δεν ηδύνατο ως απόλυτον Πνεύμα, να επικοινωνήση απ’ ευθείας με την ύλην του κόσμου. Ο ΄Αρειος ακολουθών πλατωνικάς και νεοπλατωνικάς ιδέας, καθώς και θεωρίας του Ιουδαίου Φίλωνος και του Ωριγένους εθεώρησε τον Υιόν του Θεού ως ένα ενδιάμεσον όργανον του Θεού δια την δημιουργίαν του κόσμου, όπως ακριβώς ο Πλάτων είχεν εφεύρει τον ενδιάμεσον κόσμον των ιδεών.

Ειδικώς αι κακοδοξίαι του Αρείου ημπορούν να συνοψισθούν εις τας εξής: 1) ο Υιός εκτίσθη εν χρόνω υπό του Πατρός, ως κάτι ενδιάμεσον, μεσάζον κτίσμα μεταξύ Θεού και ύλης, και δι’ αυτό «ην ποτε ότε ουκ ην». 2) Ο Υιός είναι ετερούσιον κτίσμα του Πατρός. Δια τούτο ο Υιός «ουκ έστιν ίδιος της ουσίας του Πατρός, κτίσμα γαρ και ποίημα, και ουκ εστιν αληθινός Θεός ο Χριστός, αλλά μετοχή και αυτός εθεοποιήθη...». 3) Ο Υιός είναι τρεπτός και αγνοεί τον Πατέρα. Εντεύθεν ο Υιός αφ’ ενός «ουκ έστιν άτρεπτος, ως ο Πατήρ, αλλά τρεπτός εστί φύσει, ως τα κτίσματα..., τρεπτός και αλλοιωτός την φύσιν... Τρεπτός και αλλοιωτός έστι την φύσιν, ως και πάντα τα λογικά...» (6).

Από όλα αυτά καταλήγομεν εις το συμπέρασμα ότι ο Άρειος κυρίως ηρνείτο το συναΐδιον και ομοούσιον του Υιού προς τον Πατέρα, καθώς και το άτρεπτον και την παγγνωσίαν αυτού, εις τα οποία στηρίζεται κυρίως η έννοια της θεότητος του Υιού. Και η Α' Οικουμενική Σύνοδος εις την κατεύθυνσιν κυρίως αυτήν συγκέντρωσε την πολεμικήν της με το Σύμβολό της και ακριβώς πάνω εις το ίδιο σημείον, εξεδηλώθη και η κυρία αντίδρασις των Αρειανών.

Αι κακοδοξίαι αυταί του Αρείου είχαν διατυπωθή εις Σύμβολον, το οποίον υπέβαλεν εις την Σύνοδον ο Ευσέβιος Νικομήδειας. Όταν όμως ανεγνώσθη, οι Πατέρες εξηγέρθησαν και απεφάσισαν να αντιτάξουν ιδικό τους Σύμβολον, το πρώτον Οικουμενικόν Σύμβολον, το οποίον περιείχε θετικώς μεν έκθεσιν της Ορθοδόξου Πίστεως, αρνητικώς δε απόκρουσιν και αναθεματισμόν της Αρειανικής αιρετικής πλάνης. Το αυθεντικόν αυτό συνοδικόν Σύμβολον προωρίζετο να επιφέρη την δογματικήν ενότητα και ειρήνην εις την Εκκλησίαν. Η σύνταξις του Ορθοδόξου Οικουμενικού Συμβόλου έγινε με βάσιν αρχαιότερα ανατολικά βαπτιστήρια σύμβολα, ύστερα από μακράς δογματικάς συζητήσεις. Λεπτομέρειαι δι’ αυτά και δια τον καθόλου τρόπον της διατυπώσεως του νέου Συμβόλου δεν γνωρίζομεν, διότι δεν διεσώθησαν τα επίσημα πρακτικά της Συνόδου. Και εις αυτό το σημείον υπάρχουν διάφοροι απόψεις (7). Και οι μεν Β. Στεφανίδης, Ιω. Αναστασίου και Β. Φειδάς υποστηρίζουν ότι δεν ετηρήθησαν πρακτικά. Οι δε Καλλίνικος Δελικάνης, Crislopher Walter και I. Ortiz de Urbina υποστηρίζουν το αντίθετον. Συμφώνως προς τον Cristopher Walter, ο οποίος στηρίζεται εις τον A. Wikenhauser, «Εις την πρώτην Οικουμενικήν Σύνοδον, λόγω ελλείψεως των εκκλησιαστικών γραμματέων, οι αυτοκρατορικοί γραμματείς κατέγραφον τα πρακτικά».

Συμφώνως προς τον I. Ortiz de Urbina, «τα επίσημα πρακτικά της συνόδου της Νίκαιας δεν υπάρχουν πλέον. Αυτά που είχεν εις την διάθεσίν του ο Γελάσιος Κυζικηνός, καθώς και αυτά που εκτίθενται εις την κοπτικήν γλώσσαν ή την αιθιοπικήν, δεν προσφέρουν σοβαρά τεκμήρια της αυθεντικότητος. Θα πρέπη μάλλον να δεχθώμεν ότι εκρατήθησαν πρακτικά των συνεδριών, εις τας οποίας προΐστατο ο αυτοκράτωρ προσωπικώς, προοριζόμενα να έχουν σκοπόν πολιτικόν. Ο άγιος Ιερώνυμος και μερικοί άλλοι συγγραφείς του Δ’ αίώνος, φαίνεται να κάμνουν μνείαν του τοιούτου. Από την επίσημον ταύτην συλλογήν θα προήλθον, κατά πάσαν πιθανότητα, τα μόνα άμεσα κείμενα, τα όποια μας ήλθον από την σύνοδον: το σύμβολον, οι κανόνες, ο κατάλογος των επισκόπων και μία επιστολή συνοδική» (8).

Συμπερασματικώς ημπορούμε να είπωμεν ότι τας σχετικάς πληροφορίας δια την Σύνοδον τας έχομεν από σποραδικάς ειδήσεις των συμμετασχόντων εις την Σύνοδον.

Ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος, επρωτοστάτησεν εις την Σύνοδον και μάλιστα εις την σύνταξιν του Συμβόλου, γράφει, ότι οι συνελθόντες εις την Νίκαιαν, «επίσκοποι εβούλοντο τας μεν παρά των Αρειανών εφευρεθείσας της ασεβείας λέξεις ανελείν, «το εξ ουκ όντων» και το λέγειν «κτίσμα» και «ποίημα» τον Υιόν, και το «ην ποτε ότε ουκ ην», και ότι «τρεπτής έστι φύσεως» τας δε των Γραφών ομολογουμένας γράψαι, ότι τε εκ του Θεού ο Υιός φύσει μονογενής εστι, Λόγος, δύναμις, σοφία μόνη του Πατρός, «Θεός αληθινός», όπως είπεν ο Ιωάννης και όπως έγραψεν ο Παύλος «απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της του Πατρός υποστάσεως» (9). Δια την ακριβή διατύπωσιν αυτών των δυσχερών δογματικών εννοιών έγιναν μακραί και κοπιαστικαί θεολογικαί συζητήσεις, εις τας οποίας συμμετείχον όχι μόνον οι ορθόδοξοι, αλλά και οι περί τον Ευσέβιον Καισαρείας αρειανίζοντες, οι οποίοι «εφιλονείκουν ασεβούντες και θεομαχείν επεχείρουν», όπως λέγει ο Μ. Αθανάσιος. Οι ΄Αγιοι Πατέρες όμως απέφυγον να κάμουν ερμηνεία του ανερμηνεύτου και ακαταλήπτου και αρρήτου μυστηρίου της γεννήσεως του Υιού εκ του Πατρός και του ομοουσίου αυτού. Ο δε αυτοκράτωρ Μ. Κωνσταντίνος ορθώς παρετήρησεν, «ότι μη κατά σωμάτων πάθη λέγοιτο ομοούσιος, ούτε κατά διαίρεσιν, ούτε κατά τινα αποτομήν εκ του Πατρός υποστήναι, μηδέ γαρ δύνασθαι την άϋλον και νοεράν και ασώματον φύσιν σωματικόν τι πάθος υφίστασθαι, θείοις δε και απορρήτοις λόγοις προσήκειν τα τοιαύτα νοείν» (10).

Ως καταστάλλαγμα και συμπέρασμα των μακρών δογματικών συζητήσεων των Πατέρων, οι οποίοι συμμετείχον εις την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον με βάσιν τα υπάρχοντα βαπτιστήρια Σύμβολα μαζί και με τας αντιαρειανικάς προσθήκας προήλθε και έγινε δεκτόν από την Σύνοδον το Σύμβολον της Νίκαιας.

Ακόμη η μεν Σύνοδος κατεδίκασε και ανεθεμάτισεν αυτούς που υπεστήριζον την αίρεσιν, ο δε Μ. Κωνσταντίνος διέταξε να εξορισθούν αυτοί και μάλιστα ο μεν ΄Αρειος, ο Σεκούνδος Πτολεμαΐδος και ο Μαρμαρικής Θεωνάς εις την Ιλλυρίαν, ο δε Νικομήδειας Ευσέβιος και ο Νικαίας Θέογνις εις την Γαλλίαν, διότι αυτοί οι δύο, αν και είχον αποδεχθή το Σύμβολον της Νικαίας, ηρνήθησαν να αναγνωρίσουν την καταδίκην των Αρειανών και εδέχοντο τους Αρειανούς.

Εκτός από την καταδίκην του Αρείου και των Αρειανών, η Α' Οικουμενική Σύνοδος έθεσε τέρμα εις τρία άλλα σχίσματα, εις το Νοβατιανόν, εις το Σαμοσατιανόν και εις το Μελιτιανόν. Απ’ αυτά το μεν πρώτον των Νοβατιανών προήλθεν από τους Νοβατιανους ή Καθαρούς, οι οποίοι ηρνούντο εις την Εκκλησίαν το δικαίωμα να συγχωρή τα βαριά αμαρτήματα και να δέχεται αυτούς που ημάρτησαν βαριά και μετά μετενόησαν, ως Καθαροί δεν εκοινώνουν με τους διγάμους και με αυτούς που έπεσαν εις τους διωγμούς και ανεβάπτιζον τους προσερχομένους εις αυτούς. Δι’ αυτό η Σύνοδος εξέδωκε τον 8 Κανόνα, ο οποίος καθώριζε τον τρόπον της επιστροφής και παραδοχής αυτών εις την Εκκλησίαν.

Το Σαμοσατιανόν σχίσμα εδημιουργήθη από τους οπαδούς του δυναμικού μοναρχιανού Παύλου του Σαμοσατέως, εις την αίρεσιν του οποίου ανάγονται αι πρώται αρχαί και ρίζαι του Αρειανισμού. Ο Παύλος Σαμοσατεύς εδέχετο τον Θεόν ως «εν πρόσωπον», τον δε Υίόν ως «δύναμιν» απρόσωπον, καθώς και το Πνεύμα. Την κακοδοξίαν του αυτήν την κατεδίκασεν η Σύνοδος με τον 19 κανόνα.

Το Μελιτιανόν σχίσμα προήλθεν από το ότι ο Λυκοπόλεως Μελίτιος εδέχετο με μεγαλυτέραν από ό,τι η Εκκλησία αυστηρότητα τους πεπτωκότας εις τον διωγμόν του Διοκλητιανού κι ακόμη έκαμε αντικανονικάς χειροτονίας πολυαρίθμων επισκόπων και κληρικών. Και ούτως η Σύνοδος έθεσε τέρμα εις όλα αυτά τα σχίσματα.

Ακόμη η Σύνοδος έθεσε τέρμα εις τας περί του εορτασμού του Πάσχα έριδας και ώρισε να εορτάζηται αυτό την πρώτην Κυριακήν μετά την πρώτην Πανσέληνον της εαρινής ισημερίας. Αυτήν την απόφασιν της Συνόδου δια τον εορτασμόν του Πάσχα την γνωρίζομεν από διαφόρους ιστορικάς πηγάς, διότι η σχετική απόφασις της Συνόδου δεν διεσώθη (11).

Η Σύνοδος απέκρουσε ακόμη την αγαμίαν των κληρικών και μάλιστα των επισκόπων, με πρωτοστάτην τον όσιον Παφνούτιον (11 α).

Τελικώς η Α' Οικουμενική Σύνοδος εξέδωκεν 20 ιερούς κανόνας, από τους οποίους οι 6 έχουν δογματικοσυμβολικόν περιεχόμενον. Οι κανόνες 8 και 19, οι οποίοι καθορίζουν τον τρόπον της παραδοχής των αιρετικών που επιστρέφουν εις την Εκκλησίαν, ο μεν 8 των Καθαρών ή Νοβατιανών , ο δε 19 των Σαμοσατιανών. Επίσης οι 6 και 7, οι οποίοι ορίζουν την τάξιν και την αυτοτέλειαν και το δίκαιον των Πατριαρχών και Μητροπολιτών και απαγορεύουν με άλλους κανόνας (β' της Β' Οικουμενικής Συνόδου) την υπερόριον αντικανονικήν επέμβασιν εις ξένας αυτοδιοικήτους και αυτοκεφάλους Εκκλησίας, όπως επεδίωξεν η Εκκλησία της Ρώμης την εποχήν του Μ. Φωτίου. Ακόμη ο 13, ο οποίος επιτρέπει την μετάδοσιν της θείας κοινωνίας εις τους αποθνήσκοντας και ο 20, ο οποίος ορίζει να μη κλίνωμεν γόνυ την Κυριακήν και τας ημέρας της Πεντηκοστής (12) (Πεντηκοστάριον) και κανών 90 της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου.

Η ορθόδοξος Εκκλησία ώρισε να εορτάζηται η Α' Οικουμενικη Σύνοδος των 318 θεοφόρων πατέρων του 325 μ.Χ. την Κυριακήν, η οποία ακολουθεί την εορτήν της Αναλήψεως του Χριστού. Το έτος 1925 αι ορθόδοξοι Εκκλησίαι εώρτασαν τα 1600 έτη από την σύγκλησιν της Α' Οικουμενικής Συνόδου (325/ 1925) (13).


Υποσημειώσεις

(1) Man s i II, 635 κ.ε.

(2) Ευσεβίου, Εις τον Βίον Κωνσταντίνου... Β. Σταυρίδου, Ο συνοδικός θεσμός..., σελ. 293, Θεσ/νίκη, 1986.

(3) Ευσεβίου, Εις τον Βίον Κωνσταντίνου... Β. Σταυρίδου ο.π., σελ. 294.

(4) Β. Σταυρίδου, ό.π. σελ. 295.

(5) Ένθ’ αν.

(6) Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. 1, Β’ Εκδ., Άθήναι 1960, σελ. 54 κ.ε.

(7) Β. Σταυρίδου, ό.π. σελ. 296.

(8) I. Ortiz de Urbina, Nicee et Constantinopel, P. 1963, σελ . 53. B.

(9) Ιω. Καρμίρη, ό.π. σελ. 58

(10) Ένθ’αν.

(11) Ιω. Καρμίρη, ό.π. σελ. 121.

(11α) Migne PG 85, 1336 κ.ε. Συμφώνως προς τον Γελάσιον, μερικοί από τους επισκόπους ήθελον να βάλουν και άλλον νόμον, τον οποίον εμπόδισεν ο θείος Παφνούτιος, όπως φαίνεται από το κατωτέρω κείμενον. «Εδόκει τισί των επισκόπων νόμον νεαρόν εις την Εκκλησίαν εισαγαγείν εν τη Συνόδω, ως περί των άλλων της Εκκλησίας, ούτω και τούτον ορίσαι. Έγραφον ουν περί του μη δειν τους Ιερωμένους, είτε επίσκοποι, είτε πρεσβύτεροι, είτε διάκονοι, είτε υποδιάκονοι, είτε τις του ιερατικού καταλόγου συγκαθεύδειν ταις γαμεταίς, ας έτι λαϊκοί όντες ηγάγοντο. Τούτων ούτω διατυπουμένων, αναστάς εν μέσω του όχλου των επισκόπων ο θείος Παφνούτιος μεγάλη τη φωνή εβόησε λέγων «μη βαρύνετε τον ζυγόν των ιερωμένων τίμιος, γαρ φησίν, ο γάμος εν πάσι και η κοίτη αμίαντος» (Εβρ. 13,4)· μη τη υπερβολή της ακριβείας την άσκησιν. Ουδείς ως οίμαι, φυλαχθήσεται εν τη σωφροσύνη της εκάστου γαμετής του ανδρός στερουμένου σωφροσύνην δε καλήν και της νομίμου γαμετής εκάστου την συνέλευσιν λέγω. Μη μην αποζεύγνυσθαι ταύτην, ην ο Θεός έζευξε και ην άπαξ αναγνώστης η -ψάλτης ή λαϊκός ων ηγάγετο». Και ταύτα έλεγεν ο μέγας Παφνούτιος άπειρος ων γάμου δια το νηπιόθεν εν ασκητηρίοις ανατρέφεσθαι αυτόν. Διο πεισθείς πας ο των επισκόπων σύλλογος τη του ανδρός συμβουλία απεσίγησε περί του ζητήματος τούτου, τη γνώμη καταλείψαντες των βουλομένων κατά συμφωνίαν απέχεσθαι της ιδίας γαμετής».

(12) Ιω. Καρμίρη, όπ.π. σελ. 122.

(13) Β. Σταυρίδου, όπ. Π. σελ. 300.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.