ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ  ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ   ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ"
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
  ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΑΓ. ΒΑΡΒΑΡΑΣ   ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟ    ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Φωνή Κυρίου | Διακονία | Εορτολόγιο | Πολυμέσα

πίσω


Α' Οικουμενική Σύνοδος

Ιωάννου Παναγόπουλου, Περί των Οικουμενικών Συνόδων και των επί της εποχής των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, Αθήνα 1939, εκδ. Στεφανόπουλου, σελ. 37-45

Ο Αρειανισμός ο συγκλονίσας τον χριστιανισμόν κατά τα πρώτα αυτού βήματα και επιχειρήσας να καταστήση αυτόν απλούν φιλοσόφημα δεν εξερράγη αποτόμως κατά τας αρχάς της τέταρτης εκατονταετηρίδος, αλλ’ εκυοφορήθη μικρόν κατά μικρόν. Δια ν’ ανεύρη δε τις τα σπέρματα αυτού δέον ν’ ανατρέξη εις τας παλαιοτέρας αιρετικός δοξασίας και ν’ ανέλθη μέχρι της νεοπλατωνικής περί του λόγου φιλοσοφικής θεωρίας ως αύτη διεμορφώθη υπό του Πλωτίνου και του προδρόμου αυτού Φίλωνος του Ιουδαίου.

Ο νεοπλατωνισμός θέτων ως βάσιν αυτού την θεωρητικήν μελέτην της φιλοσοφίας του Πλάτωνος και ευρισκόμενος άντικρυς προς την καθαράν ηθικήν αποτελεί κράμα χριστιανικών διδασκαλιών, ελληνικής φιλοσοφίας και ανατολικής θεοσοφίας. Αναμφισβήτητον δε είναι ότι το ον ή το Εν, ως αντιλαμβάνεται την υπερτάτην ύπαρξιν, συγγενεύει προς το Βράχμα και η ψυχή προς το Ατμάν (1).

Άμεσος πρόδρομος του Αρειανισμού εγένετο ο επίσκοπος Αντιοχείας Παύλος ο Σαμοσατεύς όστις ανήκων εις την κατηγορίαν των Αντιτριαδικών εκήρυττε το μονοπρόσωπον της θεότητος και παρεδέχετο την σχέσιν του ενδιαθέτου και προφορικού λόγου. ΄Ετι μάλλον ενισχύων την ιδέαν της ενότητος εν τη εννοία του Θεού ο Σαβέλλιος και οι οπαδοί αυτού ηρνούντο το τρισυπόστατον του Θεού και ε δίδασκον ότι εν αυτώ υπάρχει μία μόνον ουσία και μία υπόστασις, ο δε Χριστός είναι άνθρωπος εν ω εσκήνωσε και έπαθεν ο Πατήρ (2).

Τοιαύται πεπλανημέναι δοξασίαι εδόνουν το στερέωμα της ορθοδοξίας ότε το 318 ο εν Αλεξανδρεία πρεσβύτερος και μαθητής του διδασκάλου της κατηχητικής Σχολής της Αντιοχείας Λουκιανόν ΄Αρειος, αντιτιθέμενος τη ορθή εκδοχή του συναϊδίου Υιού τω Πατρί του επισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου (3), εδίδασκεν ότι ο Υιός ναι μεν προ παντός χρόνου, αλλ’ ουχί προαιωνίως θελήματι του Πατρός εκ του μηδενός εκτίσθη· ην ποτε ότε ουκ ην και εξ ουκ όντων γέγονεν ο λόγος (4) (5).

Ο Αλέξανδρος καθορών οποίον σάλον ηδύναντο να φέρωσιν εις τους κόλπους της Εκκλησίας αι ολέθριαι αύται περί του Υιού διδασκαλίαι του Αρείου συνεκρότησεν εν Αλεξανδρεία τω 321 Σύνοδον ήτις παρόντων 100 περίπου επισκόπων εξ Αιγύπτου και Λιβύης κατεδίκασε την αναφυείσαν αίρεσιν, τον ΄Αρειον δε και τους δυο ομόφρονας αυτώ επισκόπους Θεωνάν Μαρμαρικής και Σεκούνδον Πτολεμαΐδος καθήρεσεν (6).

Ο Μέγας Κωνσταντίνος νικήσας τω 324 τον Λικίνιον επέστρεψεν εις Νικομήδειαν ένθα επληροφορήθη παρά του αυτόθι επισκόπου Ευσέβιου τα της αιρέσεως του Αρείου. Επιθυμών διακαώς την κατάπαυσιν των εκκλησιαστικών ερίδων, αίτινες διέσπων την ενότητα του Κράτους, απέστειλεν εις Αλεξάνδρειαν τον απολαύοντα της εμπιστοσύνης του επίσκοπον Κορδούης Όσιον μετ’ επιστολής προς τον Αλεξανδρείας Αλέξανδρον και τον ΄Αρειον εν η ελέγχων τους συζητούντας τοιαύτα ζητήματα συνιστά αυτοίς, εν τη πίστει της θείας προνοίας, ομόνοιαν και ειρήνην (7). Αλλ’ η προσπάθεια αύτη του Κορδούης προς ειρήνευσιν της Εκκλησίας δεν εκαρποφόρησε δι’ ο επιστρέψας ούτος εις Νικομήδειαν συνεβούλευσε τον Αυτοκράτορα να συγκαλέση Οικουμενικήν Σύνοδον μόνην ικανήν να καταπαύση τας ολοέν αυξανομένας έριδας και επιλύση τα αναφυέντα ζητήματα κατά τον συμφερώτερον τη χριστιανοσύνη τρόπον. Πεισθείς ο Κωνσταντίνος συνεκάλεσε δια θεσπίσματος τω 325 την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον εν Νικαία της Βιθυνίας (8)(9).

Η επίσημος έναρξις των εργασιών της Συνόδου, εις ην παρήσαν 318 επίσκοποι (10), εγένετο εν τω παλατίω υπ’ αυτού τούτου του Αυτοκράτορος καταλαβόντος άμα την τιμητικήν αυτής προεδρίαν. Τακτικοί πρόεδροι ωρίσθησαν εναλλάξ οι Πατριάρχαι Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και Αντιοχείας Ευστάθιος (11).

Το δογματικόν ζήτημα όπερ εκλήθη η Σύνοδος να επίλυση ήτο εάν ο Χριστός έστιν εκ της αδιαιρέτου ουσίας ην λατρεύομεν ως Θεόν και εν αυτή η εξ ουσίας αρχήν σχούσης. Μετά μακράς διασκέψεις και συζητήσεις ετέθη ως ακρογωνιαίος λίθος του δογματικού οικοδομήματος το ομοούσιον, ομοφυές και συναΐδιον του Υιού και Λόγου του Θεού και επί του ερείσματος τούτου διετυπώθη ο Όρος ή το Σύμβολον της Συνόδου. Δι’ αυτού ανεθεματίσθησαν οι λέγοντες ην ποτε οτε ουκ ην και πριν γεννηθήναι ουκ ην και ότι εξ ουκ όντων εγένετο ή εξ ετέρας υποστάσεως ή ουσίας είναι ή κτιστόν ή τρεπτόν ή αλλοιωτόν τον Υιόν του Θεού(12).

Λύσασα ούτως η Σύνοδος το ζήτημα δι’όπερ κυρίως συνεκλήθη επελήφθη του διακανονισμού της εορτής του Πάσχα (13) και του ταράσσοντος την Εκκλησίαν της Αλεξανδρείας σχίσματος των Μελιτιανών.

Από τους πρώτους χρόνους της η Εκκλησία του Χριστού θεωρούσα εαυτήν τελείως ανεξάρτητον του μωσαϊκού νόμου εώρταζε το Χριστιανικόν Πάσχα. Πλήρης όμως διάστασις επεκράτει μεταξύ των Εκκλησιών της Μ. Ασίας αφ’ ενός και των της Ελλάδος, Αιγύπτου, Παλαιστίνης και Δύσεως αφ’ ετέρου προς τε τον χρόνον της εορτής του Πάσχα και της προ αυτού νηστείας. Προς επίλυσιν των διαφορών αυτών και ιδία της ανακυψάσης ως προς το πότε ακριβώς συμπίπτει η 14η Νισάν ησχολήθη η εν Αρελάτη Σύνοδος τω 314 ήτις δια του α' αυτής κανόνος καθώρισεν ίνα το Πάσχα εορτάζηται καθ’ άπασαν την Εκκλησίαν uno die et uno tempore per omnem orben . Η Σύνοδος όμως αύτη έχουσα υπ’ όψιν της τον ρωμαϊκόν τρόπον εορτής του Πάσχα δεν ηδύνατο να κατίσχυση του Αλεξανδρινού. Εν τέλει η εν Νίκαια Σύνοδος αίρουσα την διαφωνίαν και επιθυμούσα όπως ομοιομόρφως επιτελήται η μεγάλη αύτη των Χριστιανών εορτή ώρισεν όπως το Πάσχα εορτάζηται την μετά την 14ην Νισάν Κυριακήν ήτοι μετά την πανσέληνον την συμπίπτουσαν μετά την εαρινήν ισημερίαν, ουδέποτε δε μετά των Ιουδαίων (14 14).

Τα περί των αφορμών του Μελετείου σχίσματος διαφόρως εκτίθενται παρά τοις συγγραφεύσι. Επικρατεστέρα φαίνεται η γνώμη καθ’ ην το σχίσμα οφείλεται εις το ότι ο επίσκοπος Λυκοπόλεως της Αιγύπτου Μελέτιος επωφελούμενος της κατά τον επί Διοκλητιανού διωγμόν αναχωρήσεως του επισκόπου Αλεξανδρείας Πέτρου, ωθούμενος δ’ υπ’ ακράτου φιλοδοξίας περιώδευε ξένας παροικίας και εχειροτόνει παρ’ ενορίαν (15). Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας θέλων να προλάβη το σχίσμα έγραψε τη κοινότητι του Μελετίου ν’ αποφεύγη αυτόν, ούτος όμως έτι μάλλον εθρασύνθη και εξηκολούθει το ανίερον έργον του. Κατιδών ο Πέτρος ότι ουδέν επιτυγχάνει δι’ ηπίων μέσων συνεκάλεσε τω 310-311 Σύνοδον ήτις καθήρεσε τον Μελέτιον και τους συν αυτώ, ούτοι δ’ απεσχίσθησαν της καθολικής Εκκλησίας, και εξηκολούθουν να προσελκύωσιν οπαδούς ανά την Αίγυπτον. Λόγω της τοιαύτης επεκτάσεως των Μελετιανών η εν Νικαία Σύνοδος προυνόησε περί αυτών ορίσασα ότι ο μεν Μελέτιος μόνον το όνομα του επισκόπου θα διατηρήση, οι δ’ υπ’ αυτού χειροτονηθέντες επίσκοποι δια χειροθεσίας αναγνωρίζονται μεν ως τοιούτοι, πάντως όμως δεύτεροι των ορθοδόξων επισκόπων και μόνον μετά θάνατον αυτών θα καταλάβωσι τας παροικίας των(16). Μετά την επίλυσιν και του ζητήματος τούτου η Σύνοδος συνέταξεν είκοσι κανόνας οίτινες αναφέρονται εις την εκκλησιαστικήν πειθαρχίαν και ευταξίαν (17), περατούσα δε τας εργασίας της εξέδωκεν εγκύκλιον προς τους επισκόπους Αιγύπτου και Λιβύης, εν ω α νεκοίνου τας αποφάσεις αυτής περί της καθαιρέσεως του Αρείου, της εορτής του Πάσχα και του σχίσματος του Μελετίου.

Ο Μ. Κωνσταντίνος μετά την διάλυσιν της Συνόδου εξέδωκεν εγκυκλίους προς άπαντας, και τους μη συνελθόντας εν Νικαία επισκόπους, εν αις τας αποφάσεις της Συνόδου εθεώρει ως νόμους του Κράτους, ο δε Μ. Αθανάσιος εδόξαζεν ότι πάσα η οικουμένη συμφωνεί τη εν Νικαία Συνόδω και πάντες οι πιστοί της Δαλματίας, Σαρδηνίας, Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης και των λοιπών νήσων, της Σικελίας, Κύπρου, Παμφυλίας, Λυκίας, Ισαυρίας, πάσης Αιγύπτου και Λιβύης και οι πλείστοι της Αραβίας ανεγνώρισαν την Σύνοδον ταύτην (18) (19).

Ούτως η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος εκ των αποστολικών παραδόσεων εμπνεομένη, διαγράψασα ιδανικήν τινα εικόνα του χριστιανικού πολιτεύματος και προσδιορίσασα δογματικώ τω τρόπω τας αρχάς υφ’ ας ώφειλε να ερείδηται η περιπόθητος ενότης έθεσεν επί ασφαλών βάσεων τον ακρογωνιαίον λίθον του καθόλου εκκλησιαστικού οικοδομήματος.


Υποσημειωσεις

(1) Η νεοπλατωνική σχολή ιδρύθη υπό του Αμμωνίου Σακκά (175—242 μ. X.), διεμορφώθη δε υπό του Φίλωνος, καθ’ ον ο Θεός έστι το ον και η ύλη το μη ον, μεταξύ όμως αμφοτέρων υπάρχουσιν αναρίθμητοι νοητοί κόσμοι εκ πνευμάτων και ανθρωπίνων -ψυχών συνιστάμενοι, προελθόντες δε εκ του Λόγου του Θεού όστις αμέσως παρ’ αυτού πηγάσας υπάρχει παρά τω Θεώ ως λόγος ενδιάθετος. Πρβλ. Έλλης Λαμπρίδου, «Νεοπλατωνισμός», εν Μ. Ε. Ε. τομ. 17 σελ. 195—196.

(2) Πρβλ. Α. Ν. Διαμαντοπούλου, «Αντιτριαδίτης» και «Αρειανισμός», εν Ε.Λ.Ε. τομ. 2 σελ. 228—230 και 418—420.

(3) Πρβλ. Θεοδώρητου Επισκοπου Κύρου εν Migne Ρ. G . τομ. 82 βιβλ. Α' Κεφ. Α' στ. 885 «Κατά τούτον τον χρόνον ΄Αρειος, τω μεν καταλόγω των πρεσβυτέρων εντεταλμένος, την δε των θείων Γραφών πεπιστευμένος εξήγησιν, ιδών τον Αλέξανδρον της αρχιερωσύνης εγχειρισθέντα τους οίακας ουκ ήνεγκε του θρόνου την προσβολήν· αλλ’ υπό τούτου νυττόμενος, αφορμάς έριδος επεζήτει και μάχης...»., Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία εν Migne τομ. 67 βιβλ. Α' κεφ. ΙΕ' στ. 904—905 «...΄Ηρξε δε τούτων των λόγων Άρειος πρεσβύτερος της κατ’ Αίγυπτον Αλεξανδρείας ος εξ αρχής σπουδαίος είναι περί το δόγμα δόξας, νεωτερίζοντι Μελιτίω συνέπραττε· καταλιπών δε τούτον, εχειροτονήθη διάκονος παρά Πέτρου του Άλεξανδρέων επισκόπου... εις ατόπους εξεκυλίσθη λόγους· ως τούτο πρότερον παρ’ ετέρου μη ειρημένον, τολμήσαι εν εκκλησία αποφήνασθαι, τον Υιόν του Θεού εξ ουκ όντων γεγενήσθαι, και είναί ποτε ότε ουκ ην, και αυτεξουσιότητι κακίας και αρετής δεκτικόν ύπάρχειν και κτίσμα και ποίημα...»., Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία εν Migne τομ. 67 βιβλ. Α' Κεφ. Ε' στ. 41 «Άρειος... φησίν, ει ο Πατήρ εγέννησε τον Υιόν, αρχήν υπάρξεως έχει ο γεννηθείς· και εκ τούτου δήλον, ότι ην ότε ουκ ην ο Υιός· ακολουθεί τε εξ ανάγκης, εξ ουκ οντων έχειν αυτόν την υπόστασιν...». Αθανασίου (Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας), Κατά Αρειανών Λογ. Α' εν Migne τομ. 26 στ. 21 «...Τα δε εν αυτή κρατούμενα παρ’ αυτού σκώματα και μετά δυσσεβείας τοιαύτα εστιν· Ουκ αεί ο Θεός Πατήρ ην αλλ’ ην ότε ο Θεός μόνος. ην, και ούπω Πατήρ ην, ύστερον δε επιγέγονε Πατήρ. Ουκ αεί ην ο Υιός· πάντων γαρ λεγομένων εξ ουκ όντων, και πάντων όντων κτισμάτων και ποιημάτων γενομένων, και αυτός ο του Θεού Λόγος εξ ουκ όντων γέγονε, και ην ποτε, ότε ουκ ην· και ουκ ην πριν γένηται αλλ’ αρχήν του κτίζεσθαι έσχε και αυτός ...». Κυρίλλου (Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας) εν Migne Ρ. G . τομ. LXXV στ. 36 και επ. « A νοήτως λέγουσιν οι θεομάχοι περί του Υιού, ότι ην ότε ουκ ην. Ει μεν γαρ επ’ αυτού φέροιτο, φασί του Λόγου, το ην, ουδένα τόπον έξει το ουκ ην. Ει δε τις επί χρόνου λαμβάνοι το ην, ίνα λέγη σαφώς, ότι ην χρόνος ότε ουκ ην ο Υιός, αμαθής ων και ανόητος ελεγχήσεται, χρόνον είναι λέγων προ της υπάρξεως του Υιού, δι’ ου πεποιήσθαι τους αιώνας. Παύλος φησιν. Ότι αΐδιος ο του Θεού Λόγος. Ων οι Πατέρες και εξ ων ο Χριστός το κατά σάρκα, ο ων επί πάντων Θεός ευλογητός εις τους αιώνας. Αμήν. Ο Χριστός Θεού δύναμις και Θεού σοφία. Ο Ψαλμωδός αυτόν καλεί. Ο υπάρχων προ των αιώνων ουχ’ ο γενόμενος. Ησαΐας ο Λόγος έστιν ο κατασκευάσας τα άκρα της γης, κείται δε υπ’ αυτού το, αιώνιος, ην αεί δηλονότι, και ουκ εγένετο ». Θεοφάνους, Χρονογραφία τομ. Α' σελ. 17 «Τούτω τω έτει ΄Αρειος ο της μανίας επώνυμος, εν Αλεξανδρεία την εαυτού αίρεσιν επ’ εκκλησίας εφανέρωσε και σχίσμα ειργάσατο...»., Φιλ. Βαφείδου Εκκλησιαστική Ιστορία τομ. Α' σελ. 211 και Κ. Παπαρρηγοπούλου Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τομ. 2. μέρος Β' σελ. 112—113.

(4) ΓΙρβλ. Δ. Σ. Μπαλάνου, «΄Αρειος» (Εκκλ. Ιστορ.) εν Μ. Ε. Ε. τομ. 5 σελ 124 — 426. Φιλ. Βαφείδου (Μητροπολίτου Διδυμοτείχου) ΙΙερί της Α Οικουμενικής Συνόδου, εν Περιοδικώ Γρηγόριος ο Παλαμας (Μάιος 1926) σελ. 208—240. Α. Δ. Κυριακού, Εκκλησιαστική Ιστορία τομ. Α' σελ. 216 και Κ. Παπαρρηγοπούλου ένθ. αν. τομ. 2, μέρος Β' σελ. 117—119.

(5) «Ο Υιός ουκ εστιν αγέννητος, ουδέ μέρος αγέννητου κατ ουδένα τρόπον. Ουδέ εξ υποκειμένου τινός· αλλ’ ότι θελήματι και βουλή υπέστη προ χρόνων και προ αιώνων πλήρης Θεός μονογενής, αναλλοίωτος και πριν γεννηθεί ήτοι κτισθή, ή ορισθή, ή θεμελιωθή, ουκ ην· αγέννητος γαρ ουκ ην διωκόμεθα, ότι είπαμεν, αρχήν έχει ο Υιός, ο δε Θεός άναρχος εστι. Δια τούτο διωκόμεθα και ότι είπαμεν, ότι εξ ουκ όντων εστίν... ουκ αεί ην ο Υιός, ού γαρ ην πριν γεννηθή. Ουκ έστιν εκ του Πατρος, αλλ’ εξ ουκ όντων υπέστη και αυτός· ουκ εστιν ίδιος της του Πατρός ουσίας, κτίσμα γαρ έστι και ποίημα· και ουκ έστιν αληθινός Θεός ο Χριστός, αλλά μετοχή και αυτός εθεοποιήθη ουκ οίδε τον Πατέρα ακριβώς ο Υιός, ούτε όρα ο Λόγος τον Πατέρα. Ουκ εστιν ο αληθινός και μόνος αυτός του Πατρός λόγος, αλλ' ονόματι μόνον λέγεται Λόγος και Σοφία και χάριτι λέγεται Υιός και δύναμις· ουκ έστι άτρεπτος ως ο Πατήρ, αλλά τρεπτός έστι φύσει, ως τα κτίσματα και λείπει αυτώ εις κατάληψιν του γνώναι τελείως τον Πατέρα». ΓΙρβλ. και Γερμανού (Οικουμενικού Πατριάρχου) Λόγος προς ’Ανθιμον, εν Συντ. Α΄, σελ. 344.

(6)Πρβλ. Δ. Σ. Μπαλάνου ενθ. αν. σελ. 424 και Α. Ν. Διαμαντοπούλου ενθ. αν. σελ. 418.

(7) Πρβλ. Θεοδώρητου εν Migne τομ. 82 βιβλ. Α' Κεφ. ΣΤ' στ. 916 «Ταύτα μαθών ο πάνσοφος βασιλεύς, πρώτον μεν αυτήν επειράθη την των κακών εμφράξαι πηγήν, και τινα των επ’ αγχινοία περιβοήτων εις την Αλεξάνδρειαν μετά γραμμάτων απέστειλε, σβέσαι την εριν πειρώμενος, και το στασιάζον συναγαγείν εις ομόνοιαν προσδοκών...», Σωζομένου Ερμείου εν Migne τομ. 67 βιβλ. Α' Κεφ. ΙΣΤ στ. 910—911. «...Και γράψας αυτοίς ενεκάλει ως δυναμένην λαθείν, εις το φανερόν εξήγαγον ταύτην την συζήτησιν· και τη άγαν προς το εναντίον σπουδή φιλονείκως ανεκίνησαν, α μήτε ζητείν την αρχήν έδει, μήτε ενθυμήσθαι, και ενθυμηθέντας σιωπή παραδούναι... χαλεπώς δ’ έφερε πυνθανόμενος τινας εναντίως πάσι της του Πάσχα άγειν εορτήν... Κατ’ αμφότερα τοίνυν αστασίαστον είναι την εκκλησίαν εσπούδαζε· νομίσας τε δύνασθαι προκαταλαβείν το κακόν, πριν εις πλείους χωρήσαι, πέμπει άνδρα τον αμφ’ αυτόν πίστει και βίω επίσημον, και ταις υπέρ του δόγματος ομολογίαις εν τοις πρόσθεν χρόνοις ευδοκιμηκότα, διαλλάξοντα τους εν Αιγύπτω δια το δόγμα στασιάζοντας, και τους προς Έω περί την εορτήν διαφερομένους· ην δε Όσιος ο Κορδούβης επίσκοπος». Σωκράτους Εκκλησιαστική Ιστορία βιβλ. Α' Κεφ. Ζ' στ. 54 «Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος λυπηθείς επί τη ταραχή των Εκκλησιών, έπεμψεν όσιον τον Ισπανόν Αλεξάνδρειαν εις ομόνοιαν παρακαλών τον επίσκοπον και τον ΄Αρειον...», Ευσεβίου, εν βίω Κωνσταντίνου, Migne τομ. 20, λογ. Β' κεφ. ΞΔ' στ. 1037 και Θεοφάνους ενθ. αν. σελ. 17 «...Τούτω τω έτει μαθών ο μέγας Κωνσταντίνος την του Αρείου κίνησιν σφόδρα λυπηθείς έγραψεν Αλεξάνδρω και Αρείω κοινήν έπιστολήν, συμβουλεύων καταλύσαι την πονηράν κίνησιν και ειρηνεύσαι εις αλλήλους. Απέστειλε δε και Όσιον τον επίσκοπον Κοδρούβης, εν Αλεξανδρεία περί Αρείου και εν τη Ανατολή διορθωσόμενον τους ανατολικούς εκ παλαιάς συνηθείας ιουδαϊκώτερον εόρτάζοντας το Πάσχα, επέστρεψε δε άπρακτος προς αμφότερα».

(8) Πρβλ. Σύντ σελ. 113 σημ. 1 «...εν υπατεία Παυλίνου και Ιουλιανού, των λαμπροτάτων υπάρχων, έτους εξακοσιοστού τριακοστού έκτου από Αλεξάνδρου, εν μηνί Δεσίω, εννέα και δεκάτη προ δεκατριών Καλανδών Ιουλίων».

(9) Πρβλ. Θεοδώρητου εν Migne τομ. 82 βιβλ. Α' κεφ. ΣΤ' στ. 917 «...Επειδή δε της ελπίδος εψεύσθη την πολυθρύλητον εκείνην εις την Νικαέων συνήγειρε Σύνοδον...», Σωζομένου εν Migne τομ. 67 βιβλ. Α' κεφ. ΙΖ' στ. 912 «Επεί δε παρ’ ελπίδας εχώρει το πράγμα, και κρείττων ην διαλλαγών η έρις, άπρακτος τε επανήει ο την ειρήνην βραβεύσαι απεσταλμένος, συνεκάλεσε σύνοδον εις Νίκαιαν της Βιθυνίας και πανταχή τοις προεστώσι των Εκκλησιών έγραψεν, εις ρητήν ημέραν παρείναι», Σωκράτους εν Migne βιβλ. Α' κεφ. Η' στ. 61—62 «...Το δε κακόν επικρατέστερον ην και της του βασιλέως σπουδής και αξιοπιστίας του διακονησαμένου τοις γράμμασιν ούτε γαρ Αλέξανδρος ούτε Άρειος υπό των γραφέντων εμαλάσσοντο, αλλά τις ην άκριτος και παρά τοις λαοίς έρις και ταραχή...», Ευσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου εν Migne τομ. 20 λογ. Γ' κεφ. ΣΤ' στ. 1060 «Είθ’ ώσπερ επιστρατεύων αυτώ Θεού φάλαγγα σύνοδον οικουμενικήν συνεκρότει σπεύδειν απανταχόθεν τους επισκόπους γράμμασι τιμητικοίς προκαλούμενος... Ώριστο δε και πόλις εμπρέπουσα τη συνόδω, νίκης επώνυμος κατά των Βιθυνών έθνος, η Νίκαια... Επειδή ουν συνήλθον οι πάντες, έργον ήδη Θεού το πραττόμενον εθεωρείτο. Οι γαρ μόνον ψυχαίς, αλλά και σώμασι και χώραις και τόποις και έθνεσι πορρωτάτω διεστώτες αλλήλων ομού συνήγοντο... κεφ. Ζ' στ. 1060—1061. Των γουν Εκκλησιών απασών αι την Ευρώπην άπασαι, Λιβύην τε και την ’Ασιαν επλήρουν, ομού συνήκτο των του Θεού λειτουργών τα ακροθίνια, εις τ’ οίκος ευκτήριος, ώσπερ εκ Θεού πλατυνόμενος, ένδον εχώρει κατά το αυτό Σύρους άμα και Κίλικας, Φοίνικάς τε και ΑΆραβίους, και Παλαιστινούς, και επί τούτοις Αιγυπτίους, Θηβαίους, Λίβυας, τους τ’ εκ μέσης των ποταμών ορμωμένους· ήδη δε και Πέρσης έπίσκοπος τη συνόδω παρήν, ουδέ Σκύθης απελιμπάνετο της χορείας, Πόντος τε και Γαλατία και Παμφυλία, Καππαδοκία τε και Ασία και Φρυγία τους παρ’ αυταίς παρείχον εκκρίτους· αλλά και Θράκες και Μακεδόνες, Αχαιοί τε και Ηπειρώται, τούτων θ’ οι έτι πορρωράτω οικούντες απήντων...», Στεφάνου Κομμήτα, Εκκλησιαστική Ιστορία (Πέστη 1827) σελ. 50, Α. Δ. Κυριακού, Εκκλησιαστικη Ιστορία σελ. 216—218. Φιλ. Βαφείδου Εκκλησιαστική Ιστορία τομ. Α' σελ. 211—213, και περί της Α' Οικουμενικής Συνόδου, εν περιοδικώ Γρηγόριος Παλαμάς (Μάϊος 1926) σελ. 208—240.

Η υπό του Μ. Κωνσταντίνου σύγκλησις της Συνόδου αποδεικνύεται υπό του εν αρχαίῳ Συριακώ χειρογράφῳ της Δ' ή Ε' εκατονταετηρίδος ευρεθέντος Συγκλητηρίου Θεσπίσματος, αποκειμένω εν τω Βρεταννικώ Μουσείω και δημοσιευθέντος τφ 1857 υπό Haris Kowper εν Analecta Nicaena London .

(10)Περί του ακριβούς αριθμού των επισκόπων πολλαί γνώμαι εδιδάχθησαν. Ούτως ο Ευσέβιος (Βίος Κωνστ. 3, 8) υποστηρίζει ότι εις την Σύνοδον συμμετέσχον 250 επίσκοποι ενώ μεταγενέστεραι αραβικαί πηγαί αναβιβάζουσι τον αριθμόν αυτόν εις 2000 συγχέουσαι προφανώς τους επισκόπους μετά των ακολούθων αυτών. Τελικώς επεκράτησεν ο υπό του Μ. Αθανασίου δοθείς αριθμός 318 (κατά Αρειανών κεφ. 66, Απολ. κατά Αρειανων κεφ. 23, 55, περί της εν Αριμίνῳ Συνόδου κεφ. 43 και εν τη προς Άφρους επιστολή κεφ. 2), όστις εγένετο ασπαστός υπό πάντων των μεταγενεστέρων (Σωκράτης 1. 8, Θεοδώρητος 1. 7. Επιφάνιος κατά αιρ. 69. 11 και Γελάσιος, Mansi 11, 818). Πρβλ. και Μελετίου (Μητροπολίτου Αθηνών), Εκκλησιαστική Ιστορία σελ. 294.

(11) Η υπό πλειόνων λατίνων συγγραφέων υποστηριχθείσα γνώμη καθ’ ην πρόεδρος της Συνόδου υπήρξεν ο Κορδούης_ Όσιος ουδόλως δικαιολογείται. Αυτός ο Πάπας Στέφανος ο Ε' γράφει εν τη προς τον Αυτοκράτορα Βασίλειον τον Μακεδόνα επιστολή του «... an ignoras quod in prima Synodo Nicaena . presidente ibi sancto Constantino ...». Αυτός δε ο παρών εν τη Συνόδω Καισαρείας Εύσέβιος (β. Κωνστ. Κεφ. Ζ' στ. 1061 σημ. 20) λέγει περί του Κορδούης «Αυτός τε Σπάνων ο μέγας βοώμενος εις ην τοις πολλοίς άμα συνεδρεύων». Τα αυτά επί λέξει επαναλαμβάνει ο Σωκράτης (Εκκλ. Ιστορία εν Migne τομ. 67 κεφ. Η' στ. 62), ο Θεοδιόρητος (ένθ. αν. 1, 7) εις τον Αλέξανδρον αποδίδει την προς τον Αυτοκράτορα προσφώνησιν, ο δε διάδοχος αυτού Ιωάννης και ο Μοψουεστίας εκείνον θεωρούσιν ως πρόεδρον της Συνόδου.

(12)Δια το κείμενον του Συμβόλου πρβλ. την ποιμαντορικήν επιστολήν του Καισαρείας Ευσεβίου προς το ποίμνιον αυτού, Αθανασίου περί αποφάσεων της εν Νικαία Συνόδου τομ. 1 σελ. 188, Θεοδώρητου ενθ. αν. κεφ. ΙΑ στ 940—944 και Συντ. Γ' σελ. 297 και 617.

(13)Πρβλ. Ευσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου, εν Migne έ νθ. αν. κεφ. Ε' στ. 1057—1058 «Προϋπήρχε δ’ άρα και άλλη τις τούτων προτέρα νόσος αργαλεωτάτη εκ μακρού διενοχλούσα, η της σωτηρίου εορτής διαφωνία των μεν έπεσθαι δειν τη Ιουδαίων συνήθεια φασκόντων, των δε, προσήκειν την ακριβή του καιρού παραφυλάττειν ώραν, μηδέ πλανωμένοις έπεσθαι της τοις ευαγγελικοίς αλλοτρίοις χάριτος» και Σωκράτους ενθ. αν. βιβλ. Α' κεφ. Η' στ. 62 «...προϋπήρχε δε και άλλη τις προτέρα νόσος τοπική, τας εκκλησίας ταράττουσα, η διαφωνία της του Πάσχα εορτής...».

(14)Κανών Αποστ. Ζ' «Ει τις επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος την αγίαν του Πάσχα ημέραν προ της εαρινής ισημερίας μετά Ιουδαίων επιτελέσοι, καθαιρείσθω», Συντ. Β' σελ. 10. Κανών Α' της εν Αντιοχεία Συνόδου «Πάντας τους τολμώντας παραλύειν τον όρον της αγίας και μεγάλης Συνόδου της εν Νικαία συγκροτηθείσης... περί της αγίας εορτής του σωτηριώδους Πάσχα, ακοινωνήτους και αποβλήτους είναι της εκκλησίας... Ει δε τις των προεστώτων της εκκλησίας, επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, ή διάκονος, μετά τον όρον τούτον τολμήσειεν... μετά Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα· τούτον η αγία σύνοδος εντεύθεν ήδη αλλότριον έκρινε της Εκκλησίας», Συντ. Γ' σελ. 123—124. Κανόνες ΛΖ' και ΛΗ' της εν Λαοδικεία Συνόδου «Ότι ου δει παρά των ’Ιουδαιων, ...μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς». «Ότι ου δει παρά των Ιουδαίων άζυμα λαμβάνειν, ή κοινωνείν της ασεβείας αυτών» Συντ. Γ' σελ. 206.

(15) Πρβλ. Μ. Αθανασίου, Απολ. κατ’ αρειανών, 11, 59 και επιστολή προς τους εν Αιγύπτῳ επισκόπους κεφ. 22, Θεοδώρητου ένθ. αν. 1, 4, Σωκράτους ενθ. αν. 1, 6. 9. 24, Σωζομενού ενθ. αν. 1. 15. 21 και Κ. I. Δυοβουνιώτου, «Μελίτιος» εν Μ. Ε. Ε. τομ. 16 σελ. 885.

(16)Πρβλ. Σωκράτους ένθ. αν. βιβλ. Α' κεφ. Θ' στ. 80—81 «Έδοξε, Μελέτιον μεν, φιλανθρωπότερον κινηθείσης της Συνόδου... μένειν εν τη πόλει εαυτού και μηδεμίαν εξουσίαν έχειν εαυτόν μήτε χειροθετείν μήτε προχειρίζεσθαι, μήτε εν χώρα μήτε εν πόλει έτέρα φαίνεσθαι ταύτης της προφάσεως ένεκα, ψιλόν δε το όνομα της τιμής κεκτήσθαι· τους δε υπ’ αυτού κατασταθέντας μ υστικωτέρα χειροτονία βεβαιωθέντας κοινωνήσαι επί τούτοις· εφ’ ω τε έχειν μεν αυτούς την τιμήν και λειτουργίαν, δευτέρους δε είναι εξάπαντος πάντων των εν εκάστη παροικία τε και εκκλησία εξεταζόμενων των υπό του τιμιωτάτου και συλλειτουργοί ημών Αλεξάνδρου προκεχειρισμένων· ως προς τούτοις δε μηδεμίαν εξουσίαν είναι τους αρέσκοντας αυτοίς προχειρίζεσθαι, ή υποβάλλειν ονόματα ή όλως ποιείν τι χωρίς γνώμης των της καθολικής εκκλησίας επίσκοπον των υπό Αλέξανδρον...».

(17)Πρβλ. Θεοδώρητου ένθ. αν. 1, 8 και Γελασίου ένθ. αν. 2, 30.

(18) Πρβλ. Μ. Αθανασίου επιστολήν προς ’Αφρους κεφ. I, εν Migne τομ. 26 στ. 1029 «...Περί της υγιαινούσης πίστεως ην ο μεν Χριστός εχαρίσατο, οι δε Απόστολοι εκήρυξαν και οι Πατέρες παραδεδώκασιν οι εν τη Νικαία συνελθόντες από πάσης της καθ’ ημάς οικουμένης... Ταύτη γουν και πάλαι πάσα η οικουμένη συμπεφώνηκε και νυν δε πολλών συνόδων γενομένων υπομνησθέντες πάντες οι τε κατά την Δαλματίαν και Σαρδηνίαν και Μακεδονίαν, Ηπείρους τε και την Ελλάδα, και Κρήτην και τας αλλας νήσους, Σικελίαν τε και Κύπρον και Παμφυλίαν, Λυκίαν τε και Ισαυρίαν και πάσαν τε την Αίγυπτον και τας Λιβύας και πλείστοι των εν τη Αραβία ταύτην επέγνωσαν και εθαύμασάν τε τους υπογράψαντας...».

(19)Πολλάκις υπεστηρίχθη υπό των Λατίνων ότι τα πρακτικά της εν Νικαίᾳ Συνόδου απεστάλησαν άμα τη λήξει των εργασιών της εις τον Πάπαν Σίλβεστρον προς επικύρωσιν, ισχύσαν δε μόνον αφ’ ης υπ’ αυτού επεκυρώθησαν. Αναμφισβήτητον είναι ότι εν αντιθέσει προς τας λοιπάς Οικουμενικάς Συνόδους πρακτικά της πρώτης δεν συνετάγησαν, δι’ ο και την ιστορίαν αυτής γνωρίζομεν εκ του Συμβόλου της Πίστεως, των είκοσι κανόνων, των αποφάσεων αυτής και των γραμμάτων του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου. Τα δε φερόμενα υπό των Λατίνων ως πρακτικά και εφ’ ων στηρίζουσι τα περί τακτικής υπό του Πάπα επικυρώσεως μυθεύματα. των είναι πολύ μεταγενεστέρας εποχής· τούτο άλλως τε μαρτυρούσι πάντες οι ιστορικοί και κριτικοί εις οιανδήποτε απόχρωσιν και αν ανήκουσιν.

Για ενημέρωση σχετικά με τα νέα, τις εκδηλώσεις, τις εκδόσεις και το έργο μας παρακαλούμε συμπληρώσετε τα παρακάτω στοιχεία. Για τους όρους προστασίας δεδομένων δείτε εδώ.