ΨΑΛΜΟΙ
Κεφάλαια
- 1
- 2
- 3
- 4
- 5
- 6
- 7
- 8
- 9
- 10
- 11
- 12
- 13
- 14
- 15
- 16
- 17
- 18
- 19
- 20
- 21
- 22
- 23
- 24
- 25
- 26
- 27
- 28
- 29
- 30
- 31
- 32
- 33
- 34
- 35
- 36
- 37
- 38
- 39
- 40
- 41
- 42
- 43
- 44
- 45
- 46
- 47
- 48
- 49
- 50
- 51
- 52
- 53
- 54
- 55
- 56
- 57
- 58
- 59
- 60
- 61
- 62
- 63
- 64
- 65
- 66
- 67
- 68
- 69
- 70
- 71
- 72
- 73
- 74
- 75
- 76
- 77
- 78
- 79
- 80
- 81
- 82
- 83
- 84
- 85
- 86
- 87
- 88
- 89
- 90
- 91
- 92
- 93
- 94
- 95
- 96
- 97
- 98
- 99
- 100
- 101
- 102
- 103
- 104
- 105
- 106
- 107
- 108
- 109
- 110
- 111
- 112
- 113
- 114
- 115
- 116
- 117
- 118
- 119
- 120
- 121
- 122
- 123
- 124
- 125
- 126
- 127
- 128
- 129
- 130
- 131
- 132
- 133
- 134
- 135
- 136
- 137
- 138
- 139
- 140
- 141
- 142
- 143
- 144
- 145
- 146
- 147
- 148
- 149
- 150
40 Εἰς
τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. 2 ΜΑΚΑΡΙΟΣ
ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ
πένητα· ἐν ἡμέρᾳ
πονηρᾷ ρύσεται αὐτὸν ὁ
Κύριος. 3 Κύριος διαφυλάξαι
αὐτὸν καὶ ζήσαι αὐτὸν
καὶ μακαρίσαι αὐτὸν ἐν τῇ
γῇ καὶ μὴ παραδῷ αὐτὸν
εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτοῦ. 4
Κύριος βοηθήσαι αὐτῷ ἐπὶ
κλίνης ὀδύνης αὐτοῦ·
ὅλην τὴν κοίτην αὐτοῦ
ἔστρεψας ἐν τῇ
ἀῤῥωστίᾳ αὐτοῦ. 5
ἐγὼ εἶπα· Κύριε,
ἐλέησόν με, ἴασαι τὴν
ψυχήν μου, ὅτι ἥμαρτόν σοι. 6
οἱ ἐχθροί μου εἶπαν κακά
μοι· πότε ἀποθανεῖται, καὶ
ἀπολεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ;
7 καὶ εἰσεπορεύετο τοῦ
ἰδεῖν, μάτην ἐλάλει· ἡ
καρδία αὐτοῦ συνήγαγεν
ἀνομίαν ἑαυτῷ,
ἐξεπορεύετο ἔξω καὶ
ἐλάλει ἐπὶ τὸ αὐτό. 8
κατ᾿ ἐμοῦ ἐψιθύριζον
πάντες οἱ ἐχθροί μου, κατ᾿
ἐμοῦ ἐλογίζοντο κακά μοι·
9 λόγον παράνομον κατέθεντο
κατ᾿ ἐμοῦ· μὴ ὁ
κοιμώμενος οὐχὶ προσθήσει
τοῦ ἀναστῆναι; 10 καὶ γὰρ ὁ
ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου,
ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων
ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿
ἐμὲ πτερνισμόν. 11 σὺ δέ,
Κύριε, ἐλέησόν με καὶ
ἀνάστησόν με, καὶ
ἀνταποδώσω αὐτοῖς. 12 ἐν
τούτῳ ἔγνων ὅτι
τεθέληκάς με, ὅτι οὐ μὴ
ἐπιχαρῇ ὁ ἐχθρός μου
ἐπ᾿ ἐμέ. 13 ἐμοῦ δὲ
διὰ τὴν ἀκακίαν
ἀντελάβου, καὶ
ἐβεβαίωσάς με ἐνώπιόν
σου εἰς τὸν αἰῶνα. 14
εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς
᾿Ισραὴλ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος
καὶ εἰς τὸν αἰῶνα.
γένοιτο, γένοιτο. |